Χαράτσι 0,20 ευρώ στις συντάξεις και πώς να το γλυτώσετε

Χαράτσι 0,20 ευρώ στις συντάξεις και πώς να το γλυτώσετε

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 102 του ν. 4387/2016,  θεσπίζεται μηνιαία εισφορά 0,20 ευρώ, η οποία παρακρατείται από τις καταβαλλόμενες κύριες συντάξεις και αποδίδεται στο Λογαριασμό Κοινωνικής Πολιτικής του άρθρου 34 του Ν. 4144/2013 , με σκοπό την οικονομική ενίσχυση Ομοσπονδιών, Σωματείων και Συνομοσπονδιών Συνταξιούχων.

Σύμφωνα με την εγκύκλιο Α30/472/23/6.12.2016 του ΙΚΑ,  η εν λόγω διάταξη δεν αφορά συνταξιούχους για τους οποίους ήδη παρακρατείται εισφορά υπέρ ενώσεων προσώπων για τις οποίες ορίζεται εισφορά με άλλες διατάξεις.

Όσοι δεν επιθυμούν την παρακράτηση, θα πρέπει να υποβάλουν έγγραφη δήλωση στην αρμόδια υπηρεσία του ασφαλιστικού τους φορέα.

Στην ιστοσελίδα του ΙΚΑ λοιπόν , υπάρχει η αίτηση Δήλωσης  εξαίρεσης κράτησης υπέρ του Λογαριασμού Κοινωνικής Πολιτικής του ΟΑΕΔ (0,20€)

Η είσοδος στην εφαρμογή γίνεται με την εισαγωγή Α.Μ.Α., Α.Φ.Μ. και Α.Μ.Κ.Α..

Μπορείτε λοιπόν από εδώ https://apps.ika.gr/ePenExcludeDeduct/ να αιτηθείτε την εξαίρεση σας.
Χαράτσι 0,20 ευρώ στις συντάξεις και πώς να το γλυτώσετε

Εάν σας ενδιαφέρει να ενημερώνεστε για παρόμοια θέματα ακολουθήστε μας στην σελίδα μας στο facebook https://www.facebook.com/chatzichristos/

Οι μεταβολές στη φορολογία εισοδήματος που ισχύουν αναδρομικά από 1/1/2016.

Οι μεταβολές στη φορολογία εισοδήματος που ισχύουν αναδρομικά από 1/1/2016.

Με τους ν. 4387/2016 και 4386/2016, επήλθαν σημαντικές μεταβολές στη Φορολογία Εισοδήματος Φυσικών και Νομικών Προσώπων. Οι αλλαγές αυτές οι οποίες εφαρμόζονται γενικά για τα εισοδήματα που αποκτώνται από το φορολογικό έτος 2016 και μετά.

Συνοπτικά σας παρουσιάζουμε τις κυριότερες αλλαγές που επήλθαν.

1.    Φορολόγηση μισθωτών – συνταξιούχων

Κλίμακα φορολογίας εισοδήματος από μισθούς, συντάξεις και ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα.
Εισόδημα (Μισθοί, Συντάξεις, Επιχειρηματική Δραστηριότητα) σε ευρώ Φορ. Συντελεστής
0 – 20.000 22%
20.001 – 30.000 29%
30.001 – 40.000 37%
40.001 – 45%

Επί του φόρου που προκύπτει βάσει της ανωτέρω κλίμακας, υπολογίζεται μείωση φόρου, σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Η μείωση αυτή του φόρου εισοδήματος, η οποία έχει αντικαταστήσει το αφορολόγητο κλιμάκιο της κλίμακας φορολογίας εισοδήματος των προηγούμενων ετών, συνδέεται πλέον με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων του φορολογούμενου. 

Αναλυτικότερα, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα, ο φόρος που προκύπτει βάσει της κλίμακας μισθωτών – συνταξιούχων μειώνεται κατά το ποσό:

  • των 1.900 ευρώ για το φορολογούμενο χωρίς εξαρτώμενα τέκνα,
  • των 1.950 ευρώ για το φορολογούμενο με ένα (1) εξαρτώμενο τέκνο,
  • των 2.000 ευρώ για το φορολογούμενο με δύο (2) εξαρτώμενα τέκνα και
  • των 2.100 ευρώ για το φορολογούμενο με τρία (3) εξαρτώμενα τέκνα και άνω

Η μείωση αυτή του φόρου υπολογίζεται όταν το φορολογητέο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ.

Εάν το ποσό του φόρου είναι μικρότερο των ποσών αυτών, η μείωση του φόρου περιορίζεται στο ποσό του αναλογούντος φόρου (δεν προκύπτει, δηλαδή, σε καμία περίπτωση, επιστροφή φόρου για το φορολογούμενο από αυτή την αιτία)

Για φορολογητέο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ, το ποσό της μείωσης μειώνεται κατά 10 ευρώ ανά 1.000 ευρώ του φορολογητέου εισοδήματος από μισθούς και συντάξεις.

2. Φορολόγηση εισοδήματος φυσικού προσώπου από επιχειρηματική δραστηριότητα

Με την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος μισθωτών – συνταξιούχων, φορολογούνται από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα, και τα κέρδη από ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, αφού προστεθούν σε τυχόν εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις. Για τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα δεν εφαρμόζονται οι μειώσεις του άρθρου 16 του ΚΦΕ.

Κλίμακα φορολογίας εισοδήματος από μισθούς, συντάξεις και ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα
Εισόδημα (Μισθοί, Συντάξεις, Επιχειρηματική Δραστηριότητα) σε ευρώ Φορ. Συντελεστής
0 – 20.000 22%
20.001 – 30.000 29%
30.001 – 40.000 37%
40.001 – 45%

Βέβαια εδώ δεν πρέπει να ξεχάσουμε και τον νέο τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών που θα είναι πλέον το 26,95% του καθαρού  εισοδήματος.  Οπότε,  η φαινομενική μείωση των φορολογικών συντελεστών , θα αντισταθμιστεί από την αντίστοιχη αύξηση.

3. Φορολόγηση κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα προσωπικών εταιρειών κ.λπ. με απλογραφικά βιβλία

Εξομοιώνεται ο συντελεστής φορολόγησης των κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν οι υπόχρεοι των περ. β’, δ’, ε’, στ’ και ζ’ του άρθρου 45 που τηρούν απλογραφικά βιβλία με εκείνους που τηρούν διπλογραφικά βιβλία.
Τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα, των Ο.Ε., Ε.Ε, κλπ, θα φορολογούνται με συντελεστή 29% από το φορολογικό έτος 2016 και μετά , αντί των 2 συντελεστών που ίσχυαν. (26% και 33% για κέρδη άνω των 50.000).

4. Φορολόγηση κερδών από ατομική αγροτική επιχείρηση

Για τα φορολογικά έτη 2016 και επόμενα, τα κέρδη από ατομική αγροτική επιχείρηση φορολογούνται αυτοτελώς με την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος μισθωτών – συνταξιούχων.

Ο φόρος που προκύπτει για το εισόδημα από ατομική αγροτική επιχείρηση μειώνεται κατά το ποσό που προβλέπεται στο άρθρο 16 του ΚΦΕ (μείωση φόρου μισθωτών – συνταξιούχων).

  1. Φορολόγηση μερισμάτων

Τα μερίσματα, σύμφωνα με το άρθρο 40 του ΚΦΕ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, φορολογούνται με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Με τον ίδιο συντελεστή (15%) διενεργείται και η παρακράτηση φόρου κατά τη διανομή μερισμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 64 του ΚΦΕ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

4. Φορολόγηση εισοδήματος από ακίνητη περιουσία

Το εισόδημα από ακίνητη περιουσία που αποκτάται από το φορολογικό έτος 2016 και επόμενα φορολογείται αυτοτελώς, σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:

Κλίμακα φορολογίας εισοδήματος από ακίνητη
Εισόδημα από ακίνητη περιουσία (ευρώ) Συντελεστής %
0 – 12.000 15%
12.001 – 35.000 35%
35.001 – 45%

5. Ειδική εισφορά αλληλεγγύης

Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης επιβάλλεται στα εισοδήματα άνω των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ των φυσικών προσώπων. Για την επιβολή της εισφοράς, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του εισοδήματος, όπως αυτό προκύπτει από την άθροιση των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία και συντάξεις, από επιχειρηματική δραστηριότητα, από κεφάλαιο, από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό

Υπολογίζεται, με βάση την ακόλουθη κλίμακα:

Κλίμακα ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης
Εισόδημα σε ευρώ Εισφ. Αλληλεγγύης
0 – 12.000 0%
12.001 – 20.000 2,2%
20.001 – 30.000 5,00%
30.001 – 40.000 6,50%
40.001 – 65.000 7,50%
65.001 – 220.000 9,00%
>220.000 10,00%

 

Οι μεταβολές στη φορολογία εισοδήματος που ισχύουν αναδρομικά από

 

Διατήρηση της ρύθμισης των 100 δόσεων από 1.1.2017

Διατήρηση της ρύθμισης των 100 δόσεων από 1.1.2017

Θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή σας, καθώς από 1.1.2017, υπάρχουν αλλαγές στους όρους για την  διατήρηση  της ρύθμισης των 100 δόσεων.

Σε συνέχεια λοιπόν του προηγούμενου άρθρου μας  (ΕΝΦΙΑ , ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΣΕΤΕ ΤΗΝ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ 100 ΔΟΣΕΩΝ)

και σύμφωνα με την ΠΟΛ.1273/30.12.2015 θα πρέπει οι οφειλέτες για  νέες  βεβαιωμένες οφειλές, εφόσον δεν τελούν σε καθεστώς αναστολής είσπραξης, μετά την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση 100 δόσεων:

α) Εξοφλήσουν  τις νέες οφειλές πριν αυτές γίνουν ληξιπρόθεσμες

β) Οι νέες οφειλές να υπαχθούν σε ρύθμιση μετά από αίτηση του οφειλέτη που υποβάλλεται  πριν τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας καταβολής τους  στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. τους.

γ) να εξοφλήσουν  ολόκληρη τη νέα οφειλή εντός 15 ημερών από την καταληκτική ημερομηνία λήξης εφόσον μέσα στο προηγούμενο εξάμηνο δεν έχουν εξοφλήσει εκπρόθεσμα άλλη οφειλή

Υπάρχει λοιπόν, η δυνατότητα για ρύθμιση των νέων χρεών σας, αλλά ΠΡΙΝ  αυτά γίνουν ληξιπρόθεσμα και ΜΟΝΟΝ στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.

Διατήρηση της ρύθμισης των 100 δόσεων από 1.1.2017

 

ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΝΕΡΓΩΝ 29-64 ΕΤΩΝ ΣΕ ΚΛΑΔΟΥΣ ΑΙΧΜΗΣ

Προσοχή η προθεσμία υποβολής της ηλεκτρονικής αίτησης συμμετοχής των ωφελουμένων  είναι η 30 Δεκεμβρίου 2016

Εδώ μπορείτε να κάνετε την αίτηση σας , σαν ωφελούμενοι

Οι επιχειρήσεις θα κάνουν τις αιτήσεις στους στα αντίστοιχα ΚΕΚ

Ειδικότερα, στο πλαίσιο της δράσης θα υλοποιηθεί μία δέσμη παρεμβάσεων η οποία θα περιλαμβάνει:

  • Πρόγραμμα θεωρητικής κατάρτισης εκατόν είκοσι (120) ωρών σε ειδικότητα ενός από τους κλάδους αιχμής που παρουσιάζονται στον πίνακα 3. της παρούσας.
  • Συμβουλευτική υποστήριξη με στόχους: α) την επιλογή του προγράμματος κατάρτισης που θα παρακολουθήσουν οι ωφελούμενοι με βάση το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό τους προφίλ, τις δεξιότητες και τα ενδιαφέροντά τους β) την κατάλληλη σύζευξη του προφίλ των ωφελουμένων με διαθέσιμες θέσεις πρακτικής στις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις γ) την προετοιμασία των ανέργων για την μετάβασή τους στο εργασιακό περιβάλλον της επιχείρησης πρακτικής άσκησης αλλά και ευρύτερα στην αγορά εργασίας και της ένταξης / επανένταξής τους σε αυτήν δ) την παρακολούθηση και υποστήριξη των ωφελουμένων κατά την υλοποίηση της πρακτικής τους άσκησης και ε) τη μετατροπή της πρακτικής άσκησης των ωφελουμένων σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όπου είναι δυνατό.
  • Πιστοποίηση των γνώσεων και δεξιοτήτων που θα αποκτηθούν στο πλαίσιο του προγράμματος κατάρτισης.
  • Πρακτική άσκηση σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας συνολικής διάρκειας πεντακοσίων (500) ωρών, η οποία δεν θα υπερβαίνει τους 5 μήνες. Αποκλειστικά για τα προγράμματα κατάρτισης σε ειδικότητες του Αγροτικού Τομέα η πρακτική άσκηση δύναται να πραγματοποιηθεί σε επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

Στο πλαίσιο μελλοντικής/διακριτής δράσης, επιχειρήσεις που θα προβούν στην πρόσληψη ωφελούμενου/ων μετά τη λήξη της συμμετοχής τους στη δράση δύναται να επιχορηγηθούν.

Η δράση διαρθρώνεται σε δύο επίπεδα με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ανέργων του προαναφερόμενου ηλικιακού φάσματος και της αγοράς εργασίας ως προς:

  • Το επίπεδο εκπαίδευσης των ανέργων: α) άνεργοι που έχουν ολοκληρώσει βαθμίδες εκπαίδευσης από την υποχρεωτική έως τη δευτεροβάθμια β) άνεργοι που έχουν ολοκληρώσει είτε προγράμματα μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (απόφοιτοι ΙΕΚ) είτε προγράμματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΑΕΙ, ΤΕΙ).
  • Τους κλάδους εκείνους που παρουσιάζουν προοπτικές ανάπτυξης, οι οποίοι είναι: Εμπόριο, Logistics, Έργα υποδομής και Τεχνικά επαγγέλματα, Τουρισμός, Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών, Περιβάλλον-Διαχείριση Στερεών και Υγρών Αποβλήτων, Τρόφιμα-Ποτά, Ενέργεια, Βιομηχανία και Αγροτικός Τομέας.

Μπορείτε να δείτε ολόκληρη την πρόσκληση εδώ

Γιατί Είναι Σημαντικό το Ανταγωνιστικό Πλεονέκτημα

Πηγή

Ποια είναι η έννοια του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος;

Η επιτυχία μιας επιχείρησης καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ελκυστικότητα του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιείται, με σημαντική τη θέση του εντός του εν λόγω κλάδου. Παρά το γεγονός ότι ένας κλάδος μπορεί να έχει ανεπαρκή αποτελεσματικότητα, η βέλτιστη δυνατή θέση μίας επιχείρησης μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά κέρδη.

Μια επιχείρηση θεωρείται ότι έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της, όταν η διατήρηση των αποδόσεων ξεπερνά το μέσο όρο του κλάδου της. Το πλεονέκτημα αυτό προκύπτει από τα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, που το καθιστούν ανώτερο των ανταγωνιστικών.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα αποκτάται μέσω τεχνολογικών εξελίξεων, αλλά συχνά είναι δύσκολο να διατηρηθεί, καθώς οι ανταγωνιστές αντιγράφουν σε σύντομο χρόνο νέο ή τεχνολογικά βελτιωμένο. Για να είναι ένα τέτοιο πλεονέκτημα βιώσιμο, θα πρέπει συχνά να προέρχεται από κάποιον άλλο παράγοντα και όχι από την τεχνολογία ή τις τροποποιήσεις των προϊόντων, όπως ο συμβολισμός του προϊόντος – την έννοια του προϊόντος στους καταναλωτές (εικόνες εμπορικού σήματος) και την εμπειρία των καταναλωτών από την απόκτηση και τη χρήση του. Οι ερευνητές μάρκετινγκ αναγνωρίζουν ότι τα προϊόντα διαθέτουν συμβολικά χαρακτηριστικά και ότι η κατανάλωση ορισμένων αγαθών μπορεί να εξαρτάται περισσότερο από την κοινωνική τους σημασία παρά από τη λειτουργική τους χρησιμότητα.

Υπάρχει πράγματι μια τάση στους καταναλωτές να ζητούν «προσωπική έννοια” σε προϊόντα και υπηρεσίες. Η καινοτομία είναι απαραίτητη προκειμένου να ανταποκριθείτε στα συναισθήματα που οδηγούν στις αποφάσεις των καταναλωτών. Οι καταναλωτές εντυπωσιάζονται όλο και λιγότερο από τη νέα τεχνολογία και επιλέγουν τα προϊόντα που «δουλεύουν για αυτούς”. Ως εκ τούτου λέξεις όπως “συγκίνηση” και “προσωπική σημασία» βρίσκουν το δρόμο τους στις επιχειρησιακές στρατηγικές και είναι σημαντικό να κατανοηθούν οι άυλοι παράγοντες που συνδέονται με την αντιληπτή αξία του προϊόντος, και να ξεπεραστούν οι θετικές ή αρνητικές αντιλήψεις. Νέες περιγραφές όπως – “εύκολο”, “πρόσβαση”, “προσιτό”, “ενδυνάμωση” και “προσωπικά” – απευθύνονται στο πρόσωπο και όχι στο αντικείμενο. Η αποκάλυψη των συναισθημάτων και της στάσης προς τα προϊόντα και η συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το γιατί οι άνθρωποι προτιμούν ένα προϊόν έχουν γίνει πλέον βασικά στρατηγικά στοιχεία.

Γιατί είναι σημαντικό το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα;

Η επίτευξη βιώσιμου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος αποτελεί σε μεγάλο βαθμό φιλοδοξία της επιχειρησιακής στρατηγικής.

Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εξετάζει τις οικονομικές πτυχές της δραστηριότητας μίας επιχείρησης με επίκεντρο κυρίως την ικανότητά της να δημιουργεί επιπλέον απόδοση του κεφαλαίου και να συνδέσει τη στρατηγική της με τα θεμελιώδη οικονομικά και την κεφαλαιαγορά, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Στο τέλος, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μιας επιχείρησης είναι αυτό που της επιτρέπει να επιτύχει καλές αποδόσεις για τους μετόχους της. Χωρίς αυτό, μια επιχείρηση έχει περιορισμένο οικονομικό λόγο ύπαρξης – το ανταγωνιστικό πλεονέκτημά της είναι η αιτία ύπαρξής της. Χωρίς αυτό, η επιχείρηση δεν θα ευημερήσει.
Η δημιουργία ενός αειφόρου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος μπορεί να είναι ο πιο σημαντικός στόχος της κάθε επιχείρησης και μπορεί να είναι το σημαντικότερο χαρακτηριστικό στο οποίο κάθε επιχείρηση οφείλει να επικεντρώνεται.

Πώς εφαρμόζεται το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα;

Τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα δεν έχουν μόνο μία μορφή, και είναι δυνατόν μια επιχείρηση να διαθέτει πολλά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και σε διάφορους τομείς. Εμείς απεικονίζουμε ορισμένους τομείς με τους οποίους οι επιχειρήσεις μπορούν να ξεχωρίζουν και να εξασφαλίζουν τη μακροπρόθεσμη επιτυχία τους: το μερίδιο αγοράς, τη διαχείριση του εμπορικού σήματος, τη δικτύωση, τα εμπορικά σήματα και τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, την αποτελεσματικότητα του κόστους, καθώς και το υψηλό κόστος αλλαγής.

Μερίδιο Αγοράς: Οι επιχειρήσεις με σημαντικό μερίδιο αγοράς δημιουργούν πρόβλημα στους ανταγωνιστές, και επωφελούνται καθώς τα προϊόντα τους είναι γνωστά και αποδεκτά στην αγορά. Ωστόσο, ακόμη και όταν το μερίδιο αγοράς είναι σημαντικό, εάν ο κλάδος έχει σημαντικές δυνατότητες κέρδους, οι νεοεισερχόμενοι μπορούν να εμφανιστούν με επακόλουθη μείωση του μεριδίου αγοράς.

Ισχυρό Εμπορικό Σήμα: Το ισχυρό εμπορικό σήμα μπορεί να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη επιτυχία της εταιρείας και επιτρέπει επίσης στις επιχειρήσεις να αποκομίσουν κέρδη, διότι τους επιτρέπει να χρεώνουν ακριβότερα. Τα ισχυρά εμπορικά σήματα έχουν την τάση να δημιουργούν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.

Επίδραση δικτύου: Η επίδραση του δικτύου συμβαίνει όταν ένα προϊόν δημιουργεί ζήτηση από τους καταναλωτές, που ενισχύουν το προϊόν. Μια επιχείρηση μπορεί να επωφεληθεί από την επίδραση του δικτύου με την προσέλκυση περισσοτέρων πωλητών. Αυτό με τη σειρά του προσελκύει περισσότερους αγοραστές, και δημιουργείται σημαντικό μερίδιο αγοράς (π.χ. EBay). Η επίδραση του δικτύου δεν είναι πολύ συνηθισμένη, αλλά μπορεί να είναι εξαιρετικά επικερδής.

Εμπορικά Σήματα και Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας: Μπορούν να αποτελέσουν πηγές ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος για κάποιες επιχειρήσεις.

Δομή αποτελεσματικότητας κόστους: Εάν έχετε παραγωγή χαμηλού κόστους έχετε ορισμένα πλεονεκτήματα, μολονότι είναι συχνά βραχύβια. Μια επιχείρηση μπορεί να «αποδυναμώσει» τους ανταγωνιστές της προσφέροντας αναγκαστικές τιμές στα προϊόντα της, γεγονός που προσελκύει πολλούς πελάτες.

Υψηλό κόστος αλλαγής: Ένας άλλος τρόπος για να επιτύχει μία επιχείρηση καλές αποδόσεις και να παρατείνει τη διάρκεια ζωής της, είναι η εφαρμογή κόστους αλλαγής στο επιχειρηματικό μοντέλο. Για παράδειγμα, οι ασύρματες τηλεφωνικές εταιρείες χρειάζονται  πελάτες που συνάπτουν συμβάσεις οι οποίες περιορίζουν την ικανότητά τους να αλλάζουν πάροχο υπηρεσιών.

Πώς δημιουργείται η αξία και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα;

Μία επιχείρηση μπορεί να βρει τη θέση της, με τη μόχλευση των πλεονεκτημάτων της. Ο Michael Porter υποστήριξε ότι οι δυνάμεις της επιχείρησης εμπίπτουν σε δύο βασικούς τύπους ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος: πλεονέκτημα κόστους ή διαφοροποίηση, τα οποία ονομάζονται πλεονεκτήματα θέσης, δεδομένου ότι εκφράζουν τη θέση της επιχείρησης στον κλάδο, ως ηγέτη κόστους ή διαφοροποίησης.

Μια επιχείρηση χρησιμοποιεί τους πόρους και τις δυνατότητές της για να δημιουργήσει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έχει ως αποτέλεσμα την ανώτερη δημιουργία αξίας, όπως φαίνεται στο σχήμα 1.


Εικόνα 1: Μοντέλο Ανταγωνιστικού Πλεονεκτήματος.

Οι ξεχωριστές ικανότητες (βασικές δεξιότητες), που προκύπτουν από τους πόρους και τις ειδικές δυνατότητες της επιχείρησης, διευκολύνουν την καινοτομία, την αποτελεσματικότητα, την ποιότητα και την αποδοχή των πελατών, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν για να επιτευχθεί είτε χαμηλότερη διάρθρωση του κόστους ή διαφοροποίηση των προϊόντων.
Μια επιχείρηση τοποθετείται μόνη της στον κλάδο μέσω της επιλογής του χαμηλού κόστους ή της διαφοροποίησης.
Η απόφαση αποτελεί κεντρικό κομμάτι της ανταγωνιστικής στρατηγικής της επιχείρησης.

Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα υφίσταται όταν η επιχείρηση είναι σε θέση να προσφέρει τα ίδια οφέλη με τους ανταγωνιστές, αλλά με χαμηλότερο κόστος (πλεονέκτημα κόστους) ή να προσφέρει οφέλη που υπερβαίνουν εκείνα των ανταγωνιστικών προϊόντων (πλεονέκτημα διαφοροποίησης). Ως εκ τούτου, ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα επιτρέπει στην επιχείρηση να δημιουργήσει εξαιρετική αξία για τους πελάτες και κέρδη για την ίδια.

 

Χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης 2016

ΠΟΛ.1189/2016
Χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης και καθορισμός του ύψους, των δικαιούχων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας χορήγησης αυτού

Αθήνα, 14/12/2016
Αρ. Πρωτ.: ΠΟΛ. 1189

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Α. ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ και ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
Δ/ΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Γ.Γ.Δ.Ε.
– ΤΜΗΜΑΤΑ Α’, Γ’, Ε’
Β. ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ και ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΟΡΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.) ΕΛΕΓΧΩΝ και Δ/ΝΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ
Γ. ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Δ/ΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
– ΤΜΗΜΑ Α’
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
– ΤΜΗΜΑΑ’
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
– ΤΜΗΜΑΑ ‘
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ και ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
Α. ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Δ/ΝΣΗ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ και ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΑΝΑΦΟΡΩΝ
Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Α. ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΘΗΣΑΥΡΟΦΥΛΑΚΙΟΥ και ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ
– Δ/ΝΣΗ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
– Δ/ΝΣΗ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ και ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
Β. ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ
Γ. ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ και ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Δ/ΝΣΗ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

ΠΟΛ 1189/2016

Θέμα: «Χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης και καθορισμός του ύψους, των δικαιούχων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας χορήγησης αυτού»

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.Δ. 63/2005 (Α’ 98).

2. Τις διατάξεις του Π.Δ. 111/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α’ 178).

3. Τις διατάξεις του Π.Δ. 73/2015 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α’116).

4. Τις διατάξεις του Π.Δ. 125/2016 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α’ 210).

5. Τις διατάξεις του Π.Δ. 113/2010 «Ανάληψη υποχρεώσεων από τους Διατάκτες» (Α’ 194).

6. Την αριθ. Υ172/2016 απόφαση του Πρωθυπουργού «Καθορισμός σειράς τάξης των Υπουργείων» (Β’ 3610).

7. Την αριθ. Υ5/2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Σύσταση θέσεων Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Β’204).

8. Την αριθμ. ΥΠΟΙΚ 0010218 ΕΞ 2016/14.11.2016 απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών περί ανάθεσης αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομικών, Αικατερίνη Παπανάτσιου (Β’3696).

9. Την αριθ. Υ29/2015 απόφαση του Πρωθυπουργού περί ανάθεσης αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Χουλιαράκη (Β’ 2168).

10. Την αριθ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 κοινή απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στο Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών (Β’ 130 και Β’372), όπως τροποποιήθηκε με τις αριθ. Δ6Α 1125239 ΕΞ 2013/8.8.2013 (Β’2003) και Δ6Α 1196756 ΕΞ 2013/23.12.2013 (Β’3317).

11. Τις διατάξεις του ν.δ.356/1974 (ΦΕΚ 90 Α).

12. Τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν.1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α).

13. Τις διατάξεις του ν.4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της οδηγίας 2011/85/ΕΕ) -δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις».

14. Την περιπτ. α της παρ.2 του άρθρου 73 και της παρ.9 του άρθρου 147 του ν.2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α), όπως ισχύει.

15. Το άρθρο 23 του ν. 3427/2005 (ΦΕΚ 312 Α’), όπως ισχύει.

16. Τις διατάξεις του άρθρου Μόνου του Ν.4263/2014 (117Α’) «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2015 – 2018».

17. Το άρθρο 1 του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ 87 Α’), όπως ισχύει.

18. Τις διατάξεις του ν. 4172/2013 (ΦΕΚ 167 Α’).

19. Τις διατάξεις του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ 170 Α’).

20. Τις διατάξεις του ν. 4223/2013 (ΦΕΚ 287 Α’), όπως ισχύουν.

21. Την υποπαράγραφο Α.1 της παραγράφου Α του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις (Α’ 85)».

22. Τις διατάξεις του μέρους Β, άρθρου 3, παρ. Γ, υποπαρ.2.1, υποπερ. ια, του ν.4336/2015 (ΦΕΚ 94 Β) «Συνταξιοδοτικές διατάξεις – Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της συμφωνίας».

23. Την αριθ. 1019446/113/0015/ΠΟΛ.1034/14.2.2008 ΑΥΟ (ΦΕΚ 307 Β) όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

24. Την αριθμ. ΠΟΛ.1262/10.12.2015 (ΦΕΚ 2677 Β’) Α.Υ.Ο.

25. Το γεγονός, ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, η οποία εκτιμάται στο ποσό των 105 εκατ. Ευρώ που θα εγγραφεί για τον σκοπό αυτό στον τακτικό προϋπολογισμό έτους 2017 του ειδικού φορέα των Γενικών Κρατικών Δαπανών (Ε.Φ. 23-200/ ΚΑΕ 2732). Δεδομένου ότι το ύψος της συνολικής δαπάνης εξαρτάται από πραγματικά γεγονότα (δικαιούχους και καταναλώσεις πετρελαίου) τυχόν επιπλέον δαπάνη δύναται να καλυφθεί με μεταφορά πιστώσεων στον ανωτέρω ΚΑΕ του τακτικού προϋπολογισμού των Γενικών Κρατικών Δαπανών.

26. Την ανάγκη χορήγησης επιδόματος σε συγκεκριμένες κατηγορίες καταναλωτών πετρελαίου θέρμανσης εσωτερικής καύσης (DIESEL).

27. Την αριθμ. Δ5Α 1167754 ΕΞ 5.12.2012 Α.Υ.Ο. με θέμα «Ανάθεση πληρωμής του επιδόματος θέρμανσης προς τους δικαιούχους-καταναλωτές πετρελαίου θέρμανσης εσωτερικής καύσης (DIESEL)» ΦΕΚ 3249 Β 2012,

Α Π Ο Φ Α Σ Ι Ζ Ο Υ Μ Ε

Άρθρο 1 – Δικαιούχοι του επιδόματος θέρμανσης

1. Χορηγείται επίδομα θέρμανσης σε φυσικά πρόσωπα άγαμα ή έγγαμα ή σε πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή εν διαστάσει, τα οποία για τη θέρμανσή τους καταναλώνουν πετρέλαιο εσωτερικής καύσης θέρμανσης και πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 2 της παρούσας.
Ειδικά, για τους έγγαμους ή τα πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, δικαιούχος είναι ο υπόχρεος σε υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος κατά το άρθρο 67 του ν. 4172/2013.

2. Το επίδομα χορηγείται στα ως άνω φυσικά πρόσωπα, για την κατανάλωση πετρελαίου εσωτερικής καύσης θέρμανσης, για τα ακίνητα που χρησιμοποιούν ως κύρια κατοικία κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, είτε αυτά μισθώνονται είτε είναι δωρεάν παραχωρούμενα ή ιδιοκατοικούνται.

3. Εξαιρούνται από τη χορήγηση του επιδόματος:
α) Τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία δηλώνονται στη Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων ως εξαρτώμενα μέλη του υπόχρεου κατά το άρθρο 11 του Ν. 4172/2013.
β) Τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία δηλώνουν στη Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων ότι φιλοξενούνται.
γ) Τα φυσικά πρόσωπα που εμπίπτουν στο φόρο πολυτελούς διαβίωσης καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που διαθέτουν Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητα περισσότερα των δύο (2) ή ποσοστά
συνιδιοκτησίας, επί Ε.Ι.Χ. αυτοκινήτων, τα οποία (ποσοστά) αθροιζόμενα αντιστοιχούν σε περισσότερα των δύο (2) αυτοκίνητα, ανεξάρτητα εάν αυτά είναι σε ακινησία.
δ) Η επαγγελματική στέγη.
ε) Τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και κάθε είδους νομικά πρόσωπα κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα ή νομικές οντότητες.
στ) Οι φορολογικοί κάτοικοι αλλοδαπής.
Ειδικά, για τον προσδιορισμό των εξαιρέσεων της ανωτέρω (β) περίπτωσης, χρησιμοποιούνται τα δεδομένα της δήλωσης Φορολογίας Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων του φορολογικού έτους 2016, ενώ για τον προσδιορισμό των εξαιρέσεων των λοιπών περιπτώσεων του φορολογικού έτους 2015 και άλλες πηγές.

Άρθρο 2 – Κριτήρια χορήγησης του επιδόματος θέρμανσης

Τα φυσικά πρόσωπα του άρθρου 1 της παρούσας δικαιούνται επιδόματος θέρμανσης, εφόσον πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:
α. Εισοδηματικά:
Το ετήσιο συνολικό οικογενειακό εισόδημά τους που λαμβάνεται υπόψη για την επιβολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν.3986/2011, ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσής του, ανέρχεται έως 12.000 ευρώ για άγαμο υπόχρεο και 20.000 ευρώ για έγγαμο υπόχρεο ή τους έγγαμους που υποβάλλουν ξεχωριστή φορολογική δήλωση βάσει της περ. β’ της παρ. 4 του άρθρου 67 του ν.4172/2013 (δικαστική συμπαράσταση ή πτώχευση), ή τα φυσικά πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και έχουν υποβάλει κοινή φορολογική δήλωση χωρίς τέκνα, το οποίο προσαυξάνεται κατά 2.000 ευρώ για κάθε τέκνο. Ομοίως, για τη μονογονεϊκή οικογένεια το ως άνω εισόδημα ανέρχεται σε 22.000 ευρώ, το οποίο προσαυξάνεται κατά 2.000 ευρώ για κάθε τέκνο μετά το πρώτο τέκνο.
Για τον προσδιορισμό της οικογενειακής κατάστασης, του αριθμού των τέκνων καθώς και των εισοδηματικών κριτηρίων, χρησιμοποιούνται τα δεδομένα της Δήλωσης Φορολογίας Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων, του φορολογικού έτους 2015.
Τα δεδομένα της ίδιας ως άνω δήλωσης χρησιμοποιούνται και στις περιπτώσεις των εν διαστάσει ή διαζευγμένων συζύγων ή των φυσικών προσώπων που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης καθώς και των έγγαμων που υποβάλλουν ξεχωριστή φορολογική δήλωση βάσει της περ. β’ της παρ. 4 του άρθρου 67 του ν.4172/2013.
β. Ακίνητης Περιουσίας:
Η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας, όπως αυτή προσδιορίζεται για τον υπολογισμό του συμπληρωματικού ΕΝ.Φ.Ι.Α., η οποία προκύπτει από την πράξη διοικητικού προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. του έτους 2016, υπόχρεου, συζύγου ή μέρους συμφώνου συμβίωσης και εξαρτώμενων, κατά τον Κ.Φ.Ε, τέκνων, που αναγράφονται στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους 2015, να μην υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ για τους άγαμους και το ποσό των 200.000 ευρώ για τους έγγαμους ή μέρη συμφώνου συμβίωσης και τις μονογονεϊκές οικογένειες.

Άρθρο 3 – Καθορισμός του ύψους του επιδόματος

1. Για τη χορήγηση του επιδόματος θέρμανσης, η Ελληνική Επικράτεια κατανέμεται σε τέσσερις κλιματικές ζώνες, ως ακολούθως:
ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΖΩΝΗ    ΝΟΜΟΙ
ΖΩΝΗ Α    Γρεβενών, Δράμας, Έβρου, Ευρυτανίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Κοζάνης, Σερρών, Φλώρινας
ΖΩΝΗ Β    Αρκαδίας, Ημαθίας, Θεσσαλονίκης, Καβάλας, Καρδίτσας, Κιλκίς, Λάρισας, Μαγνησίας, Ξάνθης, Πέλλας, Πιερίας, Ροδόπης, Τρικάλων, Χαλκιδικής
ΖΩΝΗ Γ    Αιτωλοακαρνανίας, Άρτας, Αττικής (εκτός Κυθήρων και νησιών Σαρωνικού), Αχαΐας, Βοιωτίας, Ευβοίας, Ηλείας, Θεσπρωτίας, Κέρκυρας, Κορινθίας, Λέσβου, Λευκάδας, Πρέβεζας, Φθιώτιδας, Φωκίδας, Χίου
ΖΩΝΗ Δ    Αργολίδας, Δωδεκανήσου, Ζακύνθου, Ηρακλείου, Κυκλάδων, Λασιθίου, Μεσσηνίας, Λακωνίας, Κεφαλληνίας και Ιθάκης, Κύθηρα και νησιά Σαρωνικού, Ρεθύμνου, Σάμου, Χανίων

Οι Δήμοι που κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.3852/2010 ορίζονται ως «ορεινοί», εντάσσονται στην αμέσως ανώτερη ζώνη από αυτήν στην οποία εντάσσεται ο Νομός στον οποίο ανήκουν.
Η πληροφορία αυτή, δύναται να αντληθεί και από τρίτους φορείς ή υπηρεσίες.

2. Για κάθε κατοικία, ανεξαρτήτως ζώνης, χορηγείται επίδομα σε άγαμους για τα πρώτα 80 τετραγωνικά μέτρα και έγγαμους ή μέρη συμφώνου συμβίωσης και μονογονεϊκές οικογένειες για τα πρώτα 100 τετραγωνικά μέτρα, με ανώτατη κατανάλωση λίτρων πετρελαίου εσωτερικής καύσης θέρμανσης, ανά κλιματική ζώνη και ανά τετραγωνικό μέτρο της κατοικίας, ως ακολούθως:
ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΖΩΝΗ    Ανώτατη κατανάλωση λίτρων πετρελαίου θέρμανσης ανά τετραγωνικό.    Ανώτατη συνολική κατανάλωση λίτρων πετρελαίου θέρμανσης ανά κύρια κατοικία που ανήκει σε
Άγαμο    Έγγαμο / Μ.Σ.Σ. ή Μονογονεϊκή Οικογένεια
Α’ ΖΩΝΗ    25    2000    2500
Β’ ΖΩΝΗ    15    1200    1500
Γ’ ΖΩΝΗ    8    640    800
Δ’ ΖΩΝΗ    5    400    500

Σε οριακές περιπτώσεις προσδιορισμού κλιματικής ζώνης μιας κατοικίας επιλέγεται η ευνοϊκότερη ζώνη για τον αιτούντα.

3. Για κάθε λίτρο κατανάλωσης πετρελαίου εσωτερικής καύσης θέρμανσης, χορηγείται ποσό επιδόματος 0,25 ευρώ.

4. Στις περιπτώσεις αλλαγής κύριας κατοικίας ή / και διόρθωσης των τ.μ. κατά την διάρκεια της περιόδου θέρμανσης, στην νέα κύρια κατοικία μεταφέρεται το εναπομείναν ποσοστό της προηγούμενης κύριας κατοικίας.

Άρθρο 4 – Διαδικασία χορήγησης του επιδόματος στους δικαιούχους

1. Επίδομα χορηγείται στα φυσικά πρόσωπα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 της παρούσας, για τις αγορές πετρελαίου εσωτερικής καύσης θέρμανσης που πραγματοποιούν από 15 Οκτωβρίου 2016 μέχρι και την 30 Απριλίου 2017 μετά από σχετική αίτηση που αρμοδίως υποβάλλεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου, μέχρι 31 Μαΐου 2017.

2. α) Οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν αίτηση μέσω εφαρμογής στο TAXISnet, για να ενταχθούν στο Μητρώο Δικαιούχων του επιδόματος θέρμανσης. Στην αίτηση αναγράφονται κατά περίπτωση τα ακόλουθα στοιχεία:
• ο αριθμός Φορολογικού Μητρώου του αιτούντος – υπόχρεου φορολογικής δήλωσης,
• το ονοματεπώνυμό του,
• ο αριθμός των εξαρτώμενων τέκνων του,
• ο αριθμός τραπεζικού λογαριασμού (IBAN) στον οποίο επιθυμεί να πιστωθεί το ποσό και το ονοματεπώνυμο του πρώτου δικαιούχου,
• ο αριθμός παροχής ηλεκτρικού ρεύματος του ακινήτου κύριας κατοικίας,
• η ταχυδρομική διεύθυνση που αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη παροχή ηλεκτρικού ρεύματος,
• αν η κατοικία είναι ιδιόκτητη, ενοικιαζόμενη ή δωρεάν παραχωρούμενη καθώς και ο Α.Φ.Μ. του εκμισθωτή ή του δωρεάν παραχωρούντος,
• τα τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων της κύριας κατοικίας κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης,
• η ένδειξη αν πρόκειται για πολυκατοικία,
• τα στοιχεία επικοινωνίας του (διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αριθμός κινητού ή και σταθερού τηλεφώνου).
β) Παράλληλα οι διαχειριστές ή οι εκπρόσωποι των πολυκατοικιών ή οι εταιρίες διαχείρισης πολυκατοικιών, δηλώνουν στην εφαρμογή τα ακόλουθα στοιχεία:
• τον αριθμό φορολογικού μητρώου του διαχειριστή ή του προσώπου που εκπροσωπεί την πολυκατοικία ή της εταιρίας διαχείρισης της πολυκατοικίας,
• τον Α.Φ.Μ. της πολυκατοικίας, εφόσον υπάρχει,
• τον αριθμό της κοινόχρηστης παροχής ηλεκτρικού ρεύματος ή μιας παροχής ηλεκτρικού ρεύματος που εκπροσωπεί την πολυκατοικία,
• τα χιλιοστά συμμετοχής των διαμερισμάτων στις δαπάνες θέρμανσης,
• το ονοματεπώνυμο των φυσικών προσώπων που διαμένουν στα διαμερίσματα τα οποία δεν χρησιμοποιούνται ως επαγγελματική στέγη.
Μετά τη συμπλήρωση των παραπάνω στοιχείων προβαίνουν σε ενεργοποίηση της διαδικασίας πληρωμής.
Η ενεργοποίηση αυτή δεν μπορεί να γίνει μετά τις 31 Μαΐου 2017.
γ) Τα πρόσωπα που δεν είναι πιστοποιημένοι χρήστες στο TAXISnet, για την είσοδό τους στην ηλεκτρονική αίτηση, δηλώνουν τον Α.Φ.Μ. και έναν αριθμό ειδοποίησης εκκαθαριστικού σημειώματος μιας εκ των δηλώσεων Φορολογίας Εισοδήματος της τελευταίας πενταετίας.
δ) Στις περιπτώσεις που έχει αλλάξει κύρια κατοικία ο αιτών, υποβάλλει νέα αίτηση.
ε) Αρχικές ή τροποποιητικές αιτήσεις προσώπων που δεν πληρούν τα κριτήρια των άρθρων 1 και 2 της παρούσας, απορρίπτονται αυτόματα από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων με σχετική αιτιολογία.
στ) Δεν είναι αποδεκτή η χρήση του ίδιου αριθμού λογαριασμού τραπέζης (IBAN) από δύο διαφορετικούς δικαιούχους επιδόματος.
Επίσης δεν είναι αποδεκτή η χρήση του ίδιου αριθμού παροχής ηλεκτρικού ρεύματος για περισσότερους από δύο δικαιούχους κατά την ίδια χρονική στιγμή.
ζ) Τα μέλη του μητρώου διακίνησης πετρελαίου θέρμανσης (ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ.), υποχρεούνται στην υποβολή των φορολογικών στοιχείων στο ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης πετρελαίου θέρμανσης σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στην παρ. 2 άρθρ. 73 του ν.2960/2001 και στις διατάξεις της αριθ. 1019446/113/0015/ΠΟΛ.1034/14.2.2008 ΑΥΟ (ΦΕΚ 307/Β), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
η) Όλα τα συνδεόμενα με την υποβαλλόμενη αίτηση δικαιολογητικά φυλάσσονται υποχρεωτικά από τους ενδιαφερόμενους για διάστημα πέντε (5) ετών.

Άρθρο 5 – Αρμόδιες υπηρεσίες, διαδικασία, χρόνος και τρόπος χορήγησης του επιδόματος

1. Η Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Γ.Γ.Δ.Ε. της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (εφεξής Δ.ΗΛΕ.Δ.) ορίζεται ως αρμόδια υπηρεσία για τη διενέργεια των μηχανογραφικών διαδικασιών χορήγησης του επιδόματος θέρμανσης στους δικαιούχους φυσικά πρόσωπα και δεν θεωρείται δημόσιος υπόλογος, ενώ ευθύνεται μόνο για τυχόν λάθη κατά την επεξεργασία από δική της υπαιτιότητα.
Τα εισαγόμενα στοιχεία του προηγούμενου άρθρου, αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας και ηλεκτρονικού ελέγχου από τη Δ.ΗΛΕ.Δ. σε συνεργασία με τις συναρμόδιες Διευθύνσεις, με σκοπό να χορηγηθεί ως επίδομα θέρμανσης το κατά περίπτωση νόμιμο ποσό, στους νόμιμους δικαιούχους, με βάση τα κριτήρια των άρθρων 2 και 3 της παρούσας.

2. Η πληρωμή του επιδόματος θέρμανσης διενεργείται μέσω τραπεζικών ή λοιπών πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του ν.2362/1995 (Α’ 247) περί δημόσιου λογιστικού. Ειδικότερα:
α) Για αιτήσεις που υποβάλλονται έως 31 Δεκεμβρίου 2016 και σε περίπτωση πολυκατοικίας εφόσον έχει γίνει η ενεργοποίηση πληρωμής, το ποσό επιδόματος θέρμανσης που δικαιούνται οι αιτούντες βάσει των πραγματοποιηθεισών αγορών πετρελαίου θέρμανσης καταβάλλεται έως 31 Ιανουαρίου 2017, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6 της παρούσας και με την υποβολή των αντίστοιχων φορολογικών στοιχείων στο ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης πετρελαίου θέρμανσης από τα μέλη ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ..
β) Για αιτήσεις που υποβάλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1η Ιανουαρίου έως 31 Μαΐου 2017 το ποσό επιδόματος θέρμανσης που δικαιούνται οι αιτούντες βάσει των πραγματοποιηθεισών αγορών πετρελαίου θέρμανσης, αφού αφαιρεθεί ποσό προϋπολογισθέν για την ικανοποίηση των αιτήσεων που εμπίπτουν στα άρθρα 6 και 7 της παρούσας, καταβάλλεται έως 30 Ιουνίου 2017, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6 της παρούσας και με την υποβολή των αντίστοιχων φορολογικών στοιχείων στο ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης πετρελαίου θέρμανσης από τα μέλη ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ..
γ) Για αιτήσεις που εμπίπτουν στα άρθρα 6 και 7 της παρούσας και εφόσον διαπιστωθεί ότι ο αιτών είναι δικαιούχος, το ποσό του επιδόματος θέρμανσης δύναται να καταβάλλεται έως 13 Οκτωβρίου 2017.
δ) Για μεμονωμένες περιπτώσεις δικαιούχων με εμπρόθεσμη ένσταση κατά την προηγούμενη περίοδο χορήγησης του επιδόματος, των οποίων η δήλωση Φ.Ε. δεν είχε εκκαθαρισθεί λόγω υπαιτιότητας υπηρεσίας, με αποτέλεσμα τη μη υποβολή αίτησης, δύναται η Δ.ΗΛΕ.Δ., μετά τον απαιτούμενο έλεγχο και την προσκόμιση σε αυτήν των απαιτούμενων στοιχείων, να συμπεριλάβει την χορήγηση του επιδόματος στις ως άνω πληρωμές.
Εφόσον το υπόλοιπο του προϋπολογισθέντος ποσού επιδόματος θέρμανσης, δεν επαρκεί για την κάλυψη τυχόν ποσού επιδόματος που αφορά σε εκκρεμούσες αιτήσεις, τότε αυτό το ως άνω υπόλοιπο, θα καταβάλλεται στους δικαιούχους αναλογικά. Η Δ.ΗΛΕ.Δ. επεξεργάζεται περιοδικά τα στοιχεία του προηγούμενου άρθρου, τα διασταυρώνει με άλλα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της και στη συνέχεια πριν από κάθε πληρωμή δημιουργεί:
α) Αναλυτική κατάσταση δικαιούχων σε ηλεκτρονική μορφή, με βάση τα στοιχεία του Μητρώου Δικαιούχων Επιδόματος Θέρμανσης, η οποία περιλαμβάνει τα πλήρη στοιχεία των δικαιούχων (ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, ταχυδρομική διεύθυνση, Α.Φ.Μ.) τον αριθμό τραπεζικού λογαριασμού σε μορφή IBAN, το αντίστοιχο πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο τηρείται ο λογαριασμός και το δικαιούμενο ποσό επιδόματος. Η ηλεκτρονική μορφή της κατάστασης αυτής είναι επεξεργάσιμη από την εταιρία «Διατραπεζικά συστήματα Α.Ε.» (ΔΙΑΣ Α.Ε.) προς την οποία και διαβιβάζεται.
β) Συγκεντρωτική κατάσταση σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή που περιλαμβάνει το συνολικό ποσό επιδόματος θέρμανσης, ολογράφως και αριθμητικώς, ανά τράπεζα ή πιστωτικό ίδρυμα.

3. Η ανωτέρω συγκεντρωτική κατάσταση αποστέλλεται στη Διεύθυνση Λογαριασμών Δημοσίου, η οποία εκδίδει, βάσει αυτής, ειδική εντολή προς την Τράπεζα της Ελλάδος για χρέωση του λογαριασμού του Δημοσίου 200 «Ελληνικό Δημόσιο – Συγκέντρωση Εισπράξεων – Πληρωμών» με πίστωση των τραπεζικών λογαριασμών των οικείων τραπεζών ή πιστωτικών ιδρυμάτων, μέσω των οποίων διενεργούνται οι πληρωμές των δικαιούχων. Η ανωτέρω εντολή κοινοποιείται στη Δ.ΗΛΕ.Δ., στη Δ/νση Προϋπολογισμού και Δημοσιονομικών Αναφορών και στη ΔΙΑΣ Α.Ε.

4. α. Οι σχετικές για την πληρωμή του επιδόματος θέρμανσης πιστώσεις εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών, υπό ειδικό φορέα 23-200 «Γενικές Κρατικές Δαπάνες» και ΚΑΕ 2732 – «Επίδομα θέρμανσης».
β. Για την πληρωμή του επιδόματος θέρμανσης η ειδική εντολή πληρωμής της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου επέχει θέση απόφασης ανάληψης υποχρέωσης.

5. α. Η εμφάνιση των σχετικών πληρωμών στη δημόσια ληψοδοσία πραγματοποιείται με την έκδοση συμψηφιστικών χρηματικών ενταλμάτων από την Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου στο Υπουργείο Οικονομικών, επί Γραφείου Συμψηφισμών του Γ.Λ. Κράτους.
β. Δικαιολογητικά για την έκδοση των σχετικών χρηματικών ενταλμάτων ορίζονται τα ακόλουθα:
i) Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών για την έκδοση του συμψηφιστικού χρηματικού εντάλματος, που εκδίδεται με μέριμνα της Διεύθυνσης Λογαριασμών του Δημοσίου.
ii) Συγκεντρωτική κατάσταση της παρ. 2 του παρόντος άρθρου.
iii) Αντίγραφα της ειδικής εντολής προς την Τράπεζα της Ελλάδος και της αναγγελίας της Τράπεζας για τη χρέωση του λογαριασμού 200.

6. Η Δ/νση Λογαριασμών Δημοσίου, οι συμβαλλόμενες τράπεζες και τα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα δε θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι και ευθύνονται μόνο για τυχόν λάθη από δική τους υπαιτιότητα.

7. Σε περίπτωση που το καταβαλλόμενο ποσό επιδόματος θέρμανσης υπολείπεται του δικαιούμενου λόγω περιορισμένης αγοράς ποσότητας πετρελαίου, το υπόλοιπο καταβάλλεται τμηματικά και κατ’ αναλογία με την πραγματοποίηση των εντός της ιδίας περιόδου επόμενων αγορών πετρελαίου θέρμανσης από τον δικαιούχο.

8. Η δαπάνη για την καταβολή του επιδόματος θέρμανσης δεν υπόκειται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

9. Το επίδομα θέρμανσης δεν μπορεί να κατασχεθεί, δεν υπόκειται σε κανενός είδους παρακράτηση και δεν συμψηφίζεται με τυχόν οφειλές του δικαιούχου προς το Ελληνικό Δημόσιο.

10. Το επίδομα είναι αφορολόγητο, δεν αποτελεί εισόδημα και δεν υπόκειται σε καμιά κράτηση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου.

Άρθρο 6 – Έλεγχος δικαιούχων

1. Η Δ.ΗΛΕ.Δ. μετά την, κατά τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 της παρούσας, επεξεργασία και έλεγχο των υποβαλλόμενων αιτήσεων και των στοιχείων που επεξεργάζεται από το πληροφοριακό σύστημα πετρελαίου θέρμανσης (ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ.), δημιουργεί καταστάσεις σε ηλεκτρονική μορφή ανά αρμόδια Δ.Ο.Υ., που περιλαμβάνουν τους αιτούντες για τους οποίους προκύπτουν αμφιβολίες ως προς τη νομιμοποίησή τους, τη νομιμότητα των συναλλαγών ή τα δικαιούμενα ποσά.

2. Οι κατά τα ανωτέρω δημιουργούμενες καταστάσεις διαβιβάζονται ηλεκτρονικά στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ., προκειμένου οι Υπηρεσίες αυτές να πραγματοποιήσουν τους απαιτούμενους ελέγχους για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών.

3. Οι Δ.Ο.Υ. μετά τη διενέργεια του ελέγχου, προβαίνουν σε συμπλήρωση των καταστάσεων με τις διαπιστώσεις τους και τις αποστέλλουν, έστω και τμηματικά στη Δ.ΗΛΕ.Δ. για την περαιτέρω προώθηση της διαδικασίας πληρωμής των δικαιούχων.

4. Κατά τα λοιπά, ως προς τον έλεγχο των δικαιούχων επιδόματος θέρμανσης εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 3492/2006 (Α’ 210).

Άρθρο 7 – Επανεξέταση αιτήσεων χορήγησης επιδόματος και αποτελεσμάτων επεξεργασίας.

1. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης του ενδιαφερόμενου ή χορήγησης επιδόματος μικρότερου του αιτούμενου ή αμφισβήτησης των αποτελεσμάτων της επεξεργασίας, δύναται ο ενδιαφερόμενος να υποβάλει αίτηση επανεξέτασης στη Δ.ΗΛΕ.Δ. της Γ.Γ.Δ.Ε. μέχρι 31 Ιουλίου 2017, στην οποία θα τεκμηριώνει τους λόγους ένστασης.

2. Η Δ.ΗΛΕ.Δ. επιλαμβάνεται των αιτημάτων επανεξέτασης εφόσον άπτονται των αρμοδιοτήτων της προβαίνοντας σε κατάλληλες ενέργειες επεξεργασίας δεδομένων, άλλως διαβιβάζει τα αιτήματα επανεξέτασης των ενδιαφερόμενων στην αρμόδια για τη φορολογία τους Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία.

3. Οι αρμόδιες Δ.Ο.Υ. μετά τον έλεγχο και σε περίπτωση αποδοχής μέρους ή του συνόλου του αιτήματος προβαίνουν αυτοδίκαια ή υποδεικνύουν στον ενδιαφερόμενο τις αναγκαίες διορθωτικές ενέργειες και η Δ.ΗΛΕ.Δ. επανεκκαθαρίζει την αίτηση.

Άρθρο 8 – Καταλογισμός ανοικείως λαβόντων και επιβολή προστίμων.

1. Με την επιφύλαξη τυχόν προστίμων που προβλέπονται από άλλες διατάξεις, στα φυσικά πρόσωπα, που αναγράφουν ψευδή στοιχεία στην αίτησή τους, επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία σε περίπτωση υποβολής ψευδούς δηλώσεως και αποκλείονται από τη χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης μελλοντικά.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, στις περιπτώσεις μη νόμιμης είσπραξης επιδόματος θέρμανσης ή είσπραξης ποσού επιδόματος μεγαλύτερου του δικαιούμενου, το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό καταλογίζεται σε βάρος του ανοικείως λαβόντος, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ή του νομίμως εξουσιοδοτημένου απ’ αυτόν οργάνου και εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε.

3. Όσον αφορά τα μέλη ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. εφαρμογή έχουν τα πρόστιμα της παρ. 9 άρθρ. 147 του ν.2960/2001.

Άρθρο 9 – Καταργούμενες διατάξεις – Έναρξη ισχύος

1. Η αριθμ. ΠΟΛ.1262/10.12.2015 (ΦΕΚ Β’ 2677/11.12.2015) καταργείται.

2. Οι διατάξεις της παρούσας ισχύουν από τη δημοσίευση της.

3. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ

Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

Σε ισχύ ο νόμος 4442 για την απλοποίηση της αδειοδότησης επιχειρήσεων

Υπουργείο οικονομίας και ανάπτυξης.

21 ερωτήσεις και απαντήσεις

Πηγή 
15 Δεκεμβρίου 2016
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Σε ισχύ ο νόμος 4442 για την απλοποίηση της αδειοδότησης
21 ερωτήσεις και απαντήσεις
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ 230/Α/7-12-2016) ο Νόμος 4442/2016, «Νέο πλαίσιο για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και άλλες διατάξεις», που αφορά στην απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης και ήδη ισχύει.
Σχετικά με το θέμα, ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Αλέξης Χαρίτσης δήλωσε:
«Ο νέος Νόμος 4442 για την απλοποίηση της αδειοδότησης των επιχειρήσεων επιχειρεί μια ολοκληρωμένη παρέμβαση. Απλοποιείται και επιταχύνεται σημαντικά η έναρξη οικονομικής δραστηριότητας με την εισαγωγή σύγχρονων εργαλείων σε συμφωνία με τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές. Παράλληλα, διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον, προστατεύεται δηλαδή ουσιαστικά το κοινωνικό σύνολο έναντι ενδεχόμενων κινδύνων για το περιβάλλον και την υγεία. Καταργείται η βαριά και γραφειοκρατική διαδικασία αδειοδότησης εκ των προτέρων (ex ante). Προχωρούμε, αντίθετα, στην καθιέρωση της απλής διαδικασίας γνωστοποίησης για την έναρξη μιας οικονομικής δραστηριότητας, όπου αυτό είναι χρήσιμο, χωρίς περιττές διατυπώσεις και επικαλύψεις, και, από εκεί και πέρα, σε ένα σύστημα ουσιαστικών ελέγχων εκ των υστέρων (ex post) στην πραγματική λειτουργία της επιχείρησης. Μαζί με το Νόμο για την απλοποίηση της σύστασης επιχειρήσεων και το νομοσχέδιο που θα κατατεθεί σύντομα για την εξειδίκευση των ελέγχων, δημιουργείται ένα νέο, σύγχρονο και αξιόπιστο θεσμικό πλαίσιο, απολύτως απαραίτητο τόσο για τη διευκόλυνση της δημιουργίας ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων όσο και για την προσέλκυση υγιών και μακροπρόθεσμων επενδύσεων».
από το Γραφείο Τύπου

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ: 21 Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το νέο νόμο απλοποίησης της αδειοδότησης 4442/2016 «νέο πλαίσιο για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και άλλες διατάξεις»

Μήπως ο νέος νόμος για την απλοποίηση της αδειοδότησης είναι μια αποσπασματική κίνηση;
Βασικό μέλημα της Κυβέρνησης και ειδικά του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης είναι να διαμορφωθεί στη χώρα ένα οικονομικό περιβάλλον που να ευνοεί τη σύσταση και την ανάπτυξη δυναμικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, να ενισχυθεί η απασχόληση που καταβαραθρώθηκε στα χρόνια της κρίσης και να στραφεί η παραγωγική δραστηριότητα προς ένα μοντέλο δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης. Γι’ αυτό το σκοπό, το Υπουργείο παρεμβαίνει σε δύο άξονες. Από τη μια, διασφαλίζονται σύγχρονα χρηματοοικονομικά εργαλεία για να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό των ελληνικών επιχειρήσεων. Από την άλλη, η Κυβέρνηση παρεμβαίνει στο θεσμικό πεδίο, προκειμένου να απλοποιηθούν οι διαδικασίες και να μειωθεί η γραφειοκρατία. Οι δύο νέοι νόμοι του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης – ο πρώτος (Ν.4442/2016): για τη μεταρρύθμιση του συστήματος αδειοδότησης των επιχειρήσεων, ο δεύτερος (Ν.4441/2016): για την απλοποίηση της σύστασης επιχειρήσεων με τις υπηρεσίες μιας στάσης – έχουν εξέχουσα και κρίσιμη σημασία για τη χώρα. Σύντομα κατατίθεται επιπλέον νομοσχέδιο, στην ίδια κατεύθυνση, για την εξειδίκευση των διαδικασιών ελέγχου και την εποπτεία της αγοράς. Αυτές οι παρεμβάσεις εντάσσονται στον ίδιο ενιαίο σχεδιασμό και υπηρετούν τις ίδιες στοχεύσεις: τον εξορθολογισμό του θεσμικού πλαισίου για τη σύσταση και την αδειοδότηση επιχειρήσεων, με παράλληλη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος επί της ουσίας και όχι στους τύπους.

Χρειάζεται ένας νέος νόμος για την απλοποίηση της αδειοδότησης; Τι στόχους θα πετύχει;
Το πνεύμα του νέου νόμου είναι η μετάβαση από μια βαριά και γραφειοκρατική διαδικασία αδειοδότησης εκ των προτέρων (ex ante) σε μια απλή διαδικασία γνωστοποίησης για την έναρξη μιας οικονομικής δραστηριότητας – χωρίς περιττές διατυπώσεις και επικαλύψεις – και σε ένα σύστημα, από εκεί και πέρα, ουσιαστικών ελέγχων εκ των υστέρων (ex post), στην πραγματική λειτουργία της επιχείρησης. Απλοποιείται και επιταχύνεται σημαντικά η έναρξη οικονομικής δραστηριότητας. Σήμερα απαιτούνται κατά μέσο όρο 30 μέρες για την έκδοση της άδειας (για τυπικούς, κατ’ ουσίαν, λόγους). Με τον νέο νόμο, η λειτουργία της επιχείρησης θα μπορεί να αρχίζει άμεσα μετά τη γνωστοποίηση των όρων. Παράλληλα, διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον, προστατεύεται δηλαδή ουσιαστικά το κοινωνικό σύνολο έναντι ενδεχόμενων κινδύνων (για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον). Αντί για τυπικούς ελέγχους για το αν είναι πλήρη τα δικαιολογητικά και τις επιτόπιες αυτοψίες πριν την έναρξη της λειτουργίας, θα ελέγχεται πλέον το ουσιώδες: αν οι επιχειρήσεις, όπως λειτουργούν πραγματικά, συμμορφώνονται ή όχι στους σχετικούς όρους.

Υπάρχει ο Ν.4262/2014. Πέρασαν δύο χρόνια και χωρίς να εφαρμοστεί πλήρως, τώρα τον καταργείτε;
Ο παλαιός νόμος 4262/2014, ο επονομαζόμενος νόμος Χατζηδάκη, αποδείχτηκε ένας μη λειτουργικός νόμος. Ενώ τον Μάιο του 2014 που ψηφίστηκε, προέβλεπε συνολική εφαρμογή εντός έξι μηνών, μέχρι τον Ιανουάριο του 2015 είχαν εκδοθεί μόνο δύο ΚΥΑ. Ο νόμος αυτός έδειξε πολύ γρήγορα τα ελαττώματα του. Πολλές κανονιστικές αποφάσεις, ασαφείς όροι, γραφειοκρατικές διαδικασίες για την υλοποίησή του. Επίσης, οι όποιες προσπάθειες να λυθούν τα προβλήματα έγιναν με απλουστευτικούς τρόπους, αγνοώντας τα πραγματικά δεδομένα. Για παράδειγμα: Οι δυσκολίες με τις αγκυλώσεις της δημόσιας διοίκησης αντιμετωπίστηκαν με την παράκαμψή της. Στην παραγωγή και στην επεξεργασία νομοθετημάτων χρησιμοποιήθηκαν μόνο σύμβουλοι και εξωτερικοί συνεργάτες, με αποτέλεσμα να παράγονται ελλιπή νομοθετήματα με υπαρκτές αδυναμίες που ακυρώνουν την εφαρμογή τους.
Με τη συνεργασία της Διοίκησης και της Παγκόσμιας Τράπεζας, αναδείχτηκε η ανάγκη της βαθιάς τροποποίησης του νόμου 4262/2014, που θα ήταν φαιδρό να προχωρήσει, αφού θα καταργούνταν τα 20 από τα 34 άρθρα, ενώ θα τροποποιούνταν τα υπόλοιπα. Για το λόγο αυτό, επιλέχτηκε ένα νέο, απλό και σαφές νομοθέτημα με γενικές διατάξεις στο πρώτο μέρος του και συγκέντρωση στο ειδικό μέρος των διατάξεων για κάθε κλάδο οικονομικής δραστηριότητας που απλοποιείται. Ο σχεδιασμός της νέας διαδικασίας για την υλοποίηση της μεταρρύθμισης έγινε σε άλλη βάση. Δόθηκε μεγάλη πολιτική βαρύτητα στο θέμα. Αναγνωρίστηκε ότι μια μεταρρύθμιση αυτού του είδους απαιτεί αρκετό χρόνο. Ο σχεδιασμός έγινε σε βάθος τριετίας, σε τρεις διαδοχικές φάσεις. Με το δεύτερο μέρος του νέου νόμου που ήδη ψηφίστηκε, ολοκληρώνεται η πρώτη φάση με αυστηρό χρονοδιάγραμμα το οποίο τηρείται. Έχει ήδη ξεκινήσει και υλοποιείται η δεύτερη φάση με νέους τομείς οικονομικών δραστηριοτήτων. Η μεταρρύθμιση γίνεται στην «καρδιά» της δημόσιας διοίκησης. Συστάθηκαν τρεις ομάδες εργασίας, μία ανά εξεταζόμενο κλάδο, με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων Υπουργείων. Η κεντρική ομάδα που καταγράφει, αναλύει, επεξεργάζεται και συντονίζει τις διυπουργικές ομάδες αποτελείται από στελέχη της ΓΓΒ, τα οποία συνεπικουρούνται από την Παγκόσμια Τράπεζα, που μεταφέρει τις καλές παγκόσμιες πρακτικές. Σε κάθε ολοκλήρωση φάσης θα ακολουθεί εκπαίδευση σε όλες τις δομές της δημόσιας διοίκησης που εμπλέκεται στην αδειοδότηση, προκειμένου να κατανοήσει τη φιλοσοφία του εγχειρήματος και να λυθούν απορίες. Επίσης, υπήρξε στενή συνεργασία με τους άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους επιχειρηματίες των κλάδων. Οι τελικές προτάσεις διαμορφώθηκαν ύστερα από συσκέψεις στις οποίες συμμετείχαν οι θεσμικοί εκπρόσωποί τους.

Ποια κατηγοριοποίηση των επιχειρήσεων προβλέπει ο νέος νόμος;
Για πρώτη φορά κατατάσσονται όλες οι οικονομικές δραστηριότητες σε τρεις κατηγορίες σε σχέση με τις προϋποθέσεις έναρξης της λειτουργίας τους:
(α) ελεύθερη άσκηση,
(β) γνωστοποίηση, που στον Ν. 4262/2014 ήταν οι ασαφείς γενικοί όροι λειτουργίας,
(γ) εκ των προτέρων έγκριση
Η κατηγοριοποίηση των δραστηριοτήτων στα τρία επίπεδα κινδύνου (χαμηλού ρίσκου = ελεύθερη άσκηση, μεσαίο ρίσκου = γνωστοποίηση, υψηλού ρίσκου = έγκριση ex ante) γίνεται πλέον με σαφή, επιστημονικά κριτήρια, σε τρεις άξονες:
(1) κίνδυνος για την υγεία των καταναλωτών,
(2) κίνδυνος για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων και περιοίκων,
(3) κίνδυνος για το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον στο βαθμό που δεν καλύπτεται από άλλη νομοθεσία.

Και τι είναι αυτή η περίφημη «γνωστοποίηση» που εισάγεται ως καινοτομία;
Εισάγεται για πρώτη φορά το σύγχρονο εργαλείο της γνωστοποίησης, σύμφωνα και με τα καλύτερα παραδείγματα της διεθνούς πρακτικής. Η γνωστοποίηση είναι ένα έγγραφο με το οποίο ο επιχειρηματίας ενημερώνει τη διοίκηση για την έναρξη λειτουργίας της επιχείρησης.  Πλέον, τα δικαιολογητικά δεν προσκομίζονται. Τα κρατά η επιχείρηση στο αρχείο της και είναι διαθέσιμα στις ελεγκτικές αρχές. Αντίθετα, η δήλωση σε συνδυασμό με τους γενικούς όρους λειτουργίας του Ν. 4262/2014 ήταν ουσιαστικά εκ των προτέρων άδεια, με προσκόμιση δικαιολογητικών και έκδοση διοικητικής πράξης.

Τι αλλάζει ουσιαστικά από το νόμο του Χατζηδάκη; Οι Γενικοί Όροι Λειτουργίας γίνονται απλά Γνωστοποίηση; Υπάρχει κάποια ουσιαστική αλλαγή;
Το νέο νομοθετικό πλαίσιο βασίζεται σε δύο πυλώνες:
α) την αξιολόγηση του κινδύνου που δύναται να επέλθει από την άσκηση των δραστηριοτήτων σε πτυχές του δημοσίου συμφέροντος, όπως η δημόσια υγεία και το περιβάλλον και
β) την εισαγωγή ενός συγχρόνου εργαλείου δημόσιας διοίκησης, του εργαλείου της γνωστοποίησης, για τις δραστηριότητες εκείνες που αξιολογείται εμπεριστατωμένα με βάση επιστημονικά δεδομένα και διδάγματα της κοινής πείρας ότι ενέχουν χαμηλό κίνδυνο προσβολής του δημοσίου συμφέροντος. Η γνωστοποίηση εμπεριέχει αποκλειστικά την απαραίτητη πληροφορία που προορίζεται για τις αρχές ελέγχου, και είναι αυτό το σημείο ακριβώς που το διαφοροποιεί από το μοντέλο της αναγγελίας, που είχε εισαγάγει πλήρως αποτυχημένα ο ν. 4262/2014, καθώς είχε στοιχεία που προσιδίαζαν σε εκ των προτέρων άδεια, όπως η εκ των προτέρων προσκόμιση δικαιολογητικών και η έκδοση διοικητικής πράξης βεβαιωτικής της υποβολής δήλωσης συμμόρφωσης προς τους (μη προσδιορισμένους εννοιολογικά) γενικούς όρους λειτουργίας.
Το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα ξεκίνησε με τρεις τομείς προτεραιότητας αυξημένων αναπτυξιακών δυνατοτήτων, ήτοι τον κλάδο της Βιομηχανίας Τροφίμων και Ποτών, τα Καταστήματα Υγειονομικού Ενδιαφέροντος και τέλος τον κλάδο του Τουρισμού (τα τουριστικά καταλύματα), τομείς που αποτελούν κάτι λιγότερο από το 30% της οικονομικής δραστηριότητας. Έως το τέλος του έτους 2018 θα εξεταστεί και θα υπαχθεί στο νόμο το σύνολο των οικονομικών κλάδων, καθώς ο νόμος φιλοδοξεί να αποτελέσει μελλοντικά οδηγό για την αδειοδότηση όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων της χώρας.

Γιατί αλλάζετε το Παράρτημα με τις δραστηριότητες;
Η καταγραφή δραστηριοτήτων, ως είχε στον προηγούμενο νόμο που αφορούσε τις αδειοδοτήσεις (Ν. 4262/2014), βασιζόταν στην περιβαλλοντική κατηγοριοποίηση, με αποτέλεσμα να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του και υποδομές ή έργα, που δεν αποτελούσαν «οικονομικές δραστηριότητες».
Στο νέο νόμο προσδιορίζονται ρητά και με σαφήνεια οι οικονομικές δραστηριότητες, αποτυπωμένες με τη χρήση Κωδικών Αριθμών Δραστηριότητας (ΚΑΔ). Η νέα κατηγοριοποίηση  αποτελεί μία από τις καινοτομίες που εισάγει το νέο θεσμικό πλαίσιο διότι, κατά τον τρόπο αυτό, η Διοίκηση αποκτά ενιαίο τρόπο απόδοσης των δραστηριοτήτων, αποκλείονται περιπτώσεις διαφωνίας μεταξύ των διάφορων υπηρεσιών (φορολογικές αρχές και ελεγκτικοί της λειτουργίας μηχανισμοί) ως προς τον ορισμό μιας δραστηριότητας, εξασφαλίζονται πρόσθετοι μηχανισμοί εντοπισμού της μη συμμόρφωσης και, επιπλέον, ο διοικούμενος γνωρίζει ότι η δραστηριότητά του αντιμετωπίζεται με ενιαίο τρόπο από τη Διοίκηση. Επιπλέον, με την αντιστοίχιση των υπαγόμενων δραστηριοτήτων κατά ΚΑΔ, η Διοίκηση θα έχει τη δυνατότητα παρακολούθησης όλων των δεικτών παραγωγικότητας και αποτελεσματικότητας, ώστε να προσδιορίζει και την αναπτυξιακή στρατηγική της μέσω της αξιολόγησης των σχετικών στατιστικών στοιχείων.

Εξαλείφετε τελείως τις διαδικασίες διαβούλευσης και τη συνδρομή της Επιτροπής Ανταγωνισμού;
Τόσο οι διαδικασίες της διαβούλευσης, όσο και η γνωμοδότηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού προβλέπονται ως εργαλεία για τον επισπεύδοντα Υπουργό, ήδη από άλλες διατάξεις. Ως εκ τούτου, οι γραφειοκρατικές και φλύαρες διατυπώσεις που είχε σχετικά ο Ν. 4262/2014 δεν είχαν καμία προστιθέμενη αξία.

Γιατί χρειάζεστε τόσες κανονιστικές πράξεις για την υλοποίηση του νόμου;
Αντίθετα με τις 22 κανονιστικές αποφάσεις που προέβλεπε ο Ν. 4262/2014, οι οποίες αντιστοιχούσαν μόνο σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε γενικό μέρος, ο νέος νόμος προβλέπει μία μόνο οριζόντια κανονιστική απόφαση, σχετικά με τη λειτουργία του πληροφοριακού συστήματος. Επιπλέον, ανά κλάδο δραστηριότητας, εκδίδεται μία ΚΥΑ που αφορά το περιεχόμενο και τη διαδικασία της γνωστοποίησης (ή αντίστοιχα της έγκρισης), καθώς και το εύρος επιβολής κυρώσεων.

Πώς είναι δυνατό, ένας νόμος που επικαλείται ως σκοπό του την απλοποίηση να οδηγεί σε αποτελέσματα το 2018. Μέχρι τότε πώς θα βοηθηθούν οι επιχειρηματίες απέναντι στη γραφειοκρατία;
Για πρώτη φορά, μια μεταρρύθμιση γίνεται σε πραγματικό και όχι ουτοπικό χρόνο. Ο στόχος της τριετίας τέθηκε ρεαλιστικά, για την υπαγωγή του συνόλου των δραστηριοτήτων στις διατάξεις του νέου νόμου. Ήδη απλοποιούνται οι πρώτοι τρεις τομείς, με άμεσα αποτελέσματα για τους επιχειρηματίες και τους επενδυτές.
Στην επόμενη φάση μέχρι τον Μάρτιο του 2017 έχουν επιλεχθεί και εξετάζονται τα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής (logistics) και οι εξορυκτικές δραστηριότητες. Παράλληλα, έχει συσταθεί ομάδα εργασίας για την απλοποίηση και της άδειας εγκατάστασης, που ως διαδικασία διατρέχει το σύνολο της Μεταποίησης.
Οι τομείς αυτοί, μαζί με τη Μεταποίηση, αντιστοιχούν στο 23% του ΑΕΠ της χώρας. Στόχος μας είναι μέχρι το τέλος του 2018 να έχουν εξεταστεί και απλοποιηθεί όλοι οι τομείς δραστηριότητας και σε αυτό το πλάνο εργαζόμαστε συντονισμένα.

Πως θα συνδυάσετε τις γρήγορες μεταρρυθμίσεις με τόσα ΠΔ που χρειάζονται για την υπαγωγή των δραστηριοτήτων στο νέο νόμο;
Ο νόμος προβλέπει έκδοση ΠΔ για την υπαγωγή ορισμένης δραστηριότητας σε γνωστοποίηση ή έγκριση. Στόχος μας είναι, είτε μέσω των ΠΔ, είτε μέσω προσθήκης ειδικών τμημάτων στο νόμο, να συγκεντρωθούν κάτω από το ίδιο νομικό πλαίσιο όλες οι διατυπώσεις άσκησης δραστηριότητας.

Γιατί είναι εκτός πεδίου εφαρμογής η περιβαλλοντική και πολεοδομική νομοθεσία, η οποία συνδέεται με τις μεγάλες καθυστερήσεις στην αδειοδότηση;
Πρόκειται για πολύπλοκες ειδικές νομοθεσίες, που διατρέχουν οριζόντια την άσκηση των δραστηριοτήτων και οι οποίες εξετάζονται παράλληλα, με τον ίδιο σκοπό απλοποίησης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, από τα αρμόδια Υπουργεία.

Μήπως υποβαθμίζεται η προστασία των αρχαιοτήτων και ο ρόλος της αρχαιολογικής υπηρεσίας;
Στην τελική μορφή του νόμου ενσωματώθηκαν οι παρατηρήσεις των φορέων, όπως του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, οπότε, όπως αναγνώρισαν οι ίδιοι αυτοί φορείς, άρθηκαν οι επιφυλάξεις ως προς το αν διασφαλίζονται ο σεβασμός στην πολιτιστική κληρονομιά και η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Θα συνεχίσει η Επιτροπή Ποιότητας Ζωής των Δήμων να δίνει προέγκριση για τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος;
Βασικός στόχος του νέου νόμου είναι η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης. Με τον νέο νόμο καταργείται πλέον η χορήγηση της προέγκρισης και η συνακόλουθη διαδικασία έκδοσης της άδειας λειτουργίας των ΚΥΕ από την Επιτροπή Ποιότητας Ζωής, ένα αιρετό όργανο, το οποίο έκρινε ad hoc κάθε φορά τη χορήγηση ή μη της έκδοσης της άδειας λειτουργίας. Οι αιρετοί εκπρόσωποι της αυτοδιοίκησης παραμένουν υπεύθυνοι για το σχεδιασμό στην περιοχή τους, σύμφωνα με τις αρμοδιότητές τους και απαλλάσσονται από ένα διοικητικό βάρος. Εισάγεται μια καθαρά τεχνική και διάφανη διαδικασία, κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος πρέπει να εξασφαλίσει ότι το κατάστημα μπορεί να ιδρυθεί στη συγκεκριμένη θέση.
Για το σκοπό αυτό απαιτείται βεβαίωση από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας υπηρεσίας του Δήμου, στην περιφέρεια του οποίου πρόκειται να λειτουργήσει το κατάστημα, ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα μπορεί να ιδρυθεί στη συγκεκριμένη θέση. Η αρμόδια για τη χορήγηση της βεβαίωσης υπηρεσία διερευνά τις υφιστάμενες χρήσεις γης και άλλους περιορισμούς που τίθενται στην κείμενη νομοθεσία ή σε κανονιστικές αποφάσεις του Δήμου οι οποίες έχουν εκδοθεί πριν την ημερομηνία κατάθεσης αίτησης για την έκδοση της βεβαίωσης, και χορηγεί τη βεβαίωση εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης. Μετά τη λήψη της σχετικής βεβαίωσης μπορεί να προβεί στη γνωστοποίηση της λειτουργίας της δραστηριότητάς του.

Δεν περιορίζονται με τις αλλαγές στα ΚΥΕ η χρηματοδότηση και οι αρμοδιότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης;
Ο νέος νόμος δεν αφαιρεί καμία αρμοδιότητα από τους Δήμους. Οι Δήμοι είναι, στο νέο θεσμικό πλαίσιο, ο μόνος αρμόδιος φορέας τόσο για την έκδοση της βεβαίωσης από την αρμόδια υπηρεσία όσο και για τη διαχείριση της γνωστοποίησης έναρξης οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και για τη διενέργεια των σχετικών ελέγχων των Καταστημάτων Υγειονομικού Ενδιαφέροντος (ΚΥΕ).
Με τον νέο νόμο, χάρη στις τελικές αλλαγές που επήλθαν, τα έσοδα της τοπικής αυτοδιοίκησης αυξάνονται σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς, καθώς το 50% των επιβαλλόμενων προστίμων και το 80% των εισπραττόμενων παραβόλων αποδίδεται στους ίδιους τους ΟΤΑ. Τις ρυθμίσεις αυτές σε όφελος των Δήμων της χώρας, τις οποίες υιοθέτησε το Υπουργείο Οικονομίας, καταψήφισε δυστυχώς η αντιπολίτευση.

Σε τι διαφέρει η απλοποίηση από αυτήν που έχει ήδη επέλθει για τις δραστηριότητες τροφίμων και ποτών με την ΚΥΑ 12984/2014 (ΚΥΑ για 103 δραστηριότητες);
Όπως εύκολα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί, διατρέχοντας αυτές τις 103 δραστηριότητες, δεν υπήρχε κανένα κριτήριο σύνδεσης τους ή στάθμισης κινδύνου. Αντιμετωπίζονταν με τον ίδιο τρόπο η μονάδα παραγωγής πατάτας, η μονάδα παραγωγής κλωστικών ινών και η μονάδα κατασκευής αεροσκαφών.
Η πραγματικότητα, μάλιστα, είναι, ότι καμία απλοποίηση δεν επιτεύχθηκε με αυτήν την υπουργική απόφαση, αφού μόνο η κατάργηση της άδειας λειτουργίας χωρίς καμία παρέμβαση ή μείωση στα δικαιολογητικά καθιστούσε τη μεταρρύθμιση αυτή άνευ ουσίας.  Για το λόγο αυτό, με τον νέο νόμο υλοποιείται η μεταρρύθμιση σε φάσεις, επιλέγοντας κλάδους, οι οποίοι εξετάζονται στο σύνολο της διαδικασίας αδειοδότησής τους. Για παράδειγμα, στη μεταποίηση τροφίμων και ποτών, δεν μένουμε μόνο στην υπαγωγή της σε γνωστοποίηση, προχωρούμε και στην κατάργηση τριών επιμέρους δικαιολογητικών. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι οι δραστηριότητες, ακόμα και εντός του ίδιου κλάδου, αντιμετωπίζονται όλες με τον ίδιο τρόπο. Ενώ οι μονάδες τροφίμων φυτικής παραγωγής υπάγονται ελεύθερα στη γνωστοποίηση, οι μονάδες τροφίμων ζωικής παραγωγής, όπως τα σφαγεία, εξακολουθούν να απαιτούν εκ των προτέρων έγκριση από την αρμόδια κτηνιατρική υπηρεσία, όπως άλλωστε επιβάλλει και η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Αντίστοιχα, κρίθηκε, κατά την εκτίμηση κινδύνου, ότι η παραγωγή ζάχαρης, λόγω ιδιαίτερων χημικών διεργασιών, δεν είναι δυνατό να υπαχθεί στο καθεστώς της γνωστοποίησης.

Τι γίνεται με την κατάργηση του Ειδικού Σήματος Λειτουργίας στα τουριστικά καταλύματα; Πώς θα αντιμετωπιστεί η τόσο μεγάλη παρανομία στον κλάδο και πώς θα προστατευτούν οι τουρίστες;
Μέσα από το πληροφοριακό σύστημα, θα είναι δυνατή η διασύνδεση όλων των ελεγκτικών υπηρεσιών, οι οποίες άμεσα με τη γνωστοποίηση θα μπορούν να οργανώσουν στοχευμένους ελέγχους κατά την πραγματική λειτουργία της επιχείρησης.

Άλλο ένα πληροφοριακό σύστημα. Έχει γίνει κάποια προετοιμασία;
Προετοιμασία έχει γίνει και το σύστημα υλοποιείται σε δύο φάσεις. Άμεση θα είναι, με την πλήρη ενεργοποίηση του νόμου, η υλοποίηση του συστήματος που θα υποστηρίξει τις διαδικασίες γνωστοποίησης στους τρεις κλάδους που απλοποιούνται.

Και τι θα προσφέρει ένα πληροφοριακό σύστημα από μόνο του; Πως θα σταματήσουν τα «γρηγορόσημα»;
Με το νέο νόμο, εισάγεται για πρώτη φορά μια ολοκληρωμένη στρατηγική για ολόκληρη την αλυσίδα αδειοδότησης (γνωστοποίηση ή έγκριση, διαχείριση εγκρίσεων και ελέγχων). Σε αυτή τη βάση, αυτοματοποιούνται οι διαδικασίες, προσδιορίζεται ο αντικειμενικός και τεχνικός χαρακτήρας τους, ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος εξωγενών παρεμβάσεων (διαφθοράς και διαπλοκής) και μέσω της εισαγωγής του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος. Βασική πρόβλεψη του νέου νόμου είναι το «Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων» (ΟΠΣ-ΑΔΕ), που θα υπάγεται στη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης. Το σύστημα θα είναι διαλειτουργικό, διασυνδεδεμένο με το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ) και το σύστημα TAXIS. Η σύσταση του Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής υπογραμμίζει  την προτεραιότητα που αποδίδει η Κυβέρνηση σε μια ενιαία ψηφιακή στρατηγική. Η εισαγωγή του πληροφοριακού συστήματος μειώνει αποφασιστικά το διοικητικό βάρος. Θα καταστήσει πολύ αποτελεσματικότερο τον έλεγχο, καθώς μάλιστα το σύστημα θα δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο μητρώο με τις πληροφορίες για κάθε επιχείρηση, αλλά και θα ανταλλάσσει δεδομένα με άλλες υπηρεσίες και βάσεις δεδομένων. Θα αποτρέψει όλες τις εξωγενείς παρεμβάσεις στις διαδικασίες.

Μετάβαση από τους εκ των προτέρων στους εκ των υστέρων ελέγχους. Υπάρχει κάποιος σχεδιασμός;
Οι εκ των υστέρων έλεγχοι θα λάβουν χώρα άμεσα, καθώς ανθρώπινοι πόροι που σήμερα απασχολούνται σε μεγάλο βαθμό σε εκ των προτέρων διαδικασίες (στις περισσότερες των περιπτώσεων κατά 100%) θα μπορέσουν να μετατοπιστούν και να αποτελέσουν το δυναμικό εκείνο που απαιτείται για την πραγματοποίηση των πραγματικών και ουσιαστικών ελέγχων κατά τη διάρκεια λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Επιπλέον, οι έλεγχοι των οικονομικών δραστηριοτήτων θα συνδυαστούν και θα «κουμπώσουν» με το έργο της συνολικής εποπτείας της αγοράς, η οποία αποτελεί ήδη αντικείμενο μεγάλης νομοθετικής παρέμβασης του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί άμεσα.
Με τον τρόπο αυτό, το σύνολο της αγοράς θα ελέγχεται και θα εποπτεύεται αποτελεσματικά και μεθοδευμένα, και όχι αποσπασματικά και σχεδόν ανοργάνωτα, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα.
Για πρώτη φορά, οι έλεγχοι θα οργανώνονται με ενιαία μεθοδολογία, με βάση την ανάλυση κινδύνου και άλλα παραμετροποιημένα στοιχεία, με αποτέλεσμα να διασφαλίζεται η ποιότητα και η απόδοσή τους. Δεν θα διεξάγονται πλέον μόνο κατόπιν καταγγελίας ή κατά τυχαίο τρόπο, αλλά μεθοδικά και στοχευμένα.
Ο όρος εποπτεία εξειδικεύεται σε τρεις επιμέρους ενέργειες και δεν εξαντλείται στην έννοια του επιτόπιου ελέγχου, όπως ήταν το σύνηθες μέχρι σήμερα. Οι πυλώνες της έννοιας της «εποπτείας» που αποσκοπεί στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος συνίσταται σε:
α) έλεγχο μέσω αυτοψίας και δικαιολογητικών,
β) συστάσεων προς τον εποπτευόμενο και
γ) παροχή κατευθυντήριων γραμμών με γνώμονα την ενίσχυση της συμμόρφωσης.
Το νέο μοντέλο εποπτείας, που σήμερα πλέον θα καταστεί ακόμη πιο ισχυρό λόγω της μετατόπισής του σε ex post διαδικασία για πολλές οικονομικές δραστηριότητες, θα διέπεται από βασικές αρχές, και συγκεκριμένα τις εξής: (α) τη νομιμότητα, (β) την ανεξαρτησία του εποπτεύοντος οργάνου από το εποπτευόμενο μέρος και κάθε άλλον έχοντα σχετικό έννομο συμφέρον, (γ) τη διαφάνεια, σαφήνεια, αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα, (δ) το σεβασμό των νομίμων δικαιωμάτων του εποπτευόμενου, (ε) την αναλογικότητα των εφαρμοστικών μέτρων σε σχέση με τη βαρύτητα του κινδύνου, την πιθανότητα επέλευσής του και το ιστορικό συμμόρφωσης του φορέα και τέλος (στ) την επιείκεια προς τον εποπτευόμενο σε περίπτωση αμφιβολίας και την κλιμάκωση των κυρώσεων ανάλογα με το μέγεθος της μη συμμόρφωσης και τις συνέπειες αυτής. Οι αρχές και οι πυλώνες τις εποπτείας απαντώνται στα σύγχρονα συστήματα άσκησης εποπτείας και ήταν απαραίτητο να πλαισιώσουν την προτεινόμενη μεταρρύθμιση. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται το πλαίσιο της αποτελεσματικής άσκησης εποπτείας αλλά ταυτόχρονα δημιουργείται και η βάση για την ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου προς τους εποπτευόμενους.

Ποιος κερδίζει τελικά από τον νέο νόμο για την αδειοδότηση;
Οι συνεπείς επιχειρηματίες επωφελούνται από τις απλές και αντικειμενικές/αυτόματες διαδικασίες. Οι παραβάτες εντοπίζονται και έχουν να αντιμετωπίσουν αυστηρές κυρώσεις.
Οι εργαζόμενοι της δημόσιας διοίκησης που είναι σήμερα δεσμευμένοι για τις τυπικές και γραφειοκρατικές διαδικασίες αδειοδότησης (με αποτέλεσμα η εποπτεία της λειτουργίας των επιχειρήσεων να είναι εντελώς ανεπαρκής) θα απελευθερωθούν πλέον για τους ουσιαστικούς ελέγχους. Οι έλεγχοι πλέον συστηματοποιούνται, με ενιαία κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε δραστηριότητας.
Παράλληλα, διασφαλίζεται στην πράξη και όχι στους τύπους, στα χαρτιά, το δημόσιο συμφέρον. Μια μέχρι σήμερα γραφειοκρατική διαδικασία τυπικής αδειοδότησης εκ των προτέρων αντικαθίσταται (για δραστηριότητες χαμηλού σχετικά κινδύνου) από ένα σύστημα ουσιαστικών ελέγχων στην πραγματική λειτουργία των επιχειρήσεων. Προστατεύεται δηλαδή ουσιαστικά και πρακτικά το κοινωνικό σύνολο έναντι ενδεχόμενων κινδύνων (για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον).

ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΕΞΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΒΟΛΩΝ, ΤΕΛΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΟΔΩΝ

Σύμφωνα με το πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στην βουλή στις 12/12/2016:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΕΞΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΒΟΛΩΝ, ΤΕΛΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΟΔΩΝ
Α. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Άρθρο 33
Κατάργηση δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α’ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α’ 165) και το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α’51) αντικαθίσταται ως εξής:
«Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.»
2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του.

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 33
Κατάργηση δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές

Με την παράγραφο 1 επανέρχεται στην αρχική της διατύπωση η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α’ 189), πριν τις διαδοχικές τροποποιήσεις της από το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α’ 165) και το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α’51), ούτως ώστε να εξαιρείται πλέον το σύνολο των αναγνωριστικών αγωγών από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου. Η ρύθμιση αυτή έρχεται να αποκαταστήσει την έννοια της διαφοροποίησης μεταξύ καταψηφιστικών και αναγνωριστικών αγωγών καθώς η καταβολή δικαστικού ενσήμου συνδέεται με την εκτελεστότητα, και υπό την έννοια αυτή παρίσταται εύλογο να μην επιβαρύνεται με αυτό η αναγνωριστική αγωγή, στο μέτρο που δεν άγει σε εκτελεστό τίτλο.
Με την παράγραφο 2 ορίζεται ότι η ρύθμιση της παραγράφου 1 καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και όσες αγωγές μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, ακόμα και αν αυτές είχαν αρχικά ασκηθεί ως καταψηφιστικές. Η ρύθμιση αυτή τίθεται για λόγους ίσης μεταχείρισης, καθώς η καταψηφιστική αγωγή που τρέπεται σε αναγνωριστική παράγει τις ίδιες έννομες συνέπειες σαν να είχε ασκηθεί ως αναγνωριστική εξαρχής.

Άρθρο 34
Μεταρρύθμιση δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές των εργατικών διαφορών

Στο άρθρο 71 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως εξής:
«Στις περιπτώσεις εργατικών διαφορών για τις οποίες καταβάλλεται δικαστικό ένσημο αυτό καθορίζεται σε ποσοστό τέσσερα τοις χιλίοις (4%ο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 34
Μεταρρύθμιση δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές των εργατικών διαφορών

Με την παράγραφο 1 προστίθεται δεύτερο εδάφιο στο άρθρο 71 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο ορίζει ότι στις περιπτώσεις εργατικών διαφορών για τις οποίες προβλέπεται υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, αυτό καθορίζεται σε ποσοστό τέσσερα τοις χιλίοις (4%ο) επί του ύφους της αξίωσης, ανεξαρτήτως αν αυτή επιδιώκεται δικαστικώς με αγωγή ή άλλο δικόγραφο που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε ελληνικό δικαστήριο. Κατά συνέπεια, πέρα από την ήδη υφιστάμενη απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου για εργατικές υποθέσεις καθ’ ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, αυτό μειώνεται στο μισό και για όλες τις υπόλοιπες καταψηφιστικές αγωγές των εργατικών διαφορών. Η ρύθμιση παρίσταται αναγκαία καθώς, λόγω της οικονομικής κρίσης, πολύ συχνά πλέον οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται σε δικαστική διεκδίκηση των αξιώσεών τους, έχοντας ήδη περιέλθει σε δυσχερή οικονομική θέση, καθώς η διεκδίκηση αυτή αφορά τους ίδιους τους πόρους διαβίωσής τους.

Άρθρο 35
Τροποποιήσεις διατάξεων σχετικά με τα παράβολα και τα τέλη στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

1. Στο άρθρο 241 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήματος του διαδίκου, πλην των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση, υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.):
α) ενώπιον Ειρηνοδικείου και Μονομελούς Πρωτοδικείου παράβολου ποσού είκοσι (20) ευρώ
β) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου παραβόλου ποσού τριάντα (30) ευρώ
γ) ενώπιον του Εφετείου παράβολου ποσού σαράντα (40) ευρώ.
Στις περιπτώσεις που το αίτημα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου.
Αν υποβάλλεται κοινό αίτημα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιμερίζεται ισομερώς σε αυτούς.»
2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 495 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), αντικαθίσταται ως εξής:
«Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, ως εξής:
Α. Για το ένδικο μέσο της έφεσης:
α) κατά απόφασης Ειρηνοδικείου παράβολο ποσού εβδομήντα πέντε (75) ευρώ
β) κατά απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ
γ) κατά απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό πενήντα (150) ευρώ.
Β. Για το ένδικο μέσο της αναίρεσης:
α) κατά απόφασης Ειρηνοδικείου παράβολο ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ
β) κατά απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού τριακοσίων (300) ευρώ
γ) κατά απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ
δ) κατά απόφασης Εφετείου παράβολο ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.
Γ. Για το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης: α) κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων, μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ
β) κατά αποφάσεων Εφετείου και του Αρείου Πάγου παράβολο ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ.»
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 505 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ο ανακόπτων οφείλει να προκαταβάλει στη γραμματεία του δικαστηρίου κατά την κατάθεση της ανακοπής το παράβολο που όρισε η ερήμην απόφαση και ανέρχεται για κάθε ανακόπτοντα:
α) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκατόν είκοσι (120) ευρώ και μεγαλύτερο από διακόσια (200) ευρώ, αν αυτή εκδίδεται από το Ειρηνοδικείο,
β) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκατό πενήντα (150) ευρώ και μεγαλύτερο από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, αν αυτή εκδίδεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο, ή
γ) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από διακόσια (200) ευρώ και μεγαλύτερο από τριακόσια (300) ευρώ, όταν εκδίδεται από το Πολυμελές Πρωτοδικείο ή το Εφετείο.
Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφείτο παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο.»
4. Στο άρθρο 575 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προστίθενται εδάφια δ’ και ε’ ως εξής:
«Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήματος του διαδίκου, πληντων περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση υπέρ του Ταμείου
Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ) παράβολου ποσού πενήντα (50) ευρώ. Στις περιπτώσεις που το αίτημα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου. Αν υποβάλλεται κοινό αίτημα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιμερίζεται ισομερώς σε αυτούς..»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 35
Τροποποιήσεις διατάξεων σχετικά με τα παράβολα και τα τέλη στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Με την παράγραφο 1 προστίθεται παράγραφος 3 στο άρθρο 241 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με την οποία εισάγεται υποχρέωση του διαδίκου να καταθέτει στο Δικαστήριο παράβολο υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., ως προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήματος του, σε κάθε περίπτωση που αφορά το συγκεκριμένο λόγο αναβολής πλην της αποχής των δικηγόρων. Η ρύθμιση αυτή παρίσταται αναγκαία, δεδομένου ότι μεγάλος όγκος των υποθέσεων που σήμερα εκκρεμούν ενώπιον της δικαιοσύνης προέρχεται από αναβολές υποθέσεων. Αυτό έχει ως συνέπεια τόσο τη δαπάνη πόρων του δικαστικού συστήματος όσο και την αύξηση της εκκρεμότητας και άρα των καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης. Εκτιμάται ότι η εισαγωγή του εν λόγω παράβολου, το οποίο είναι κλιμακούμενο ανάλογα με τη βαθμίδα της δικαιοσύνης και ανέρχεται σε ποσό τέτοιο που δεν καθιστά απαγορευτική την πρόσβαση σε αυτή, θα λειτουργήσει καταρχάς αποτρεπτικά για την υποβολή αιτημάτων αναβολής, περιορίζοντάς τα στην πράξη στα υπαγορευόμενα από επιτακτικούς λόγους ανωτέρας βίας, ενώ σε κάθε περίπτωση θα αποκαταστήσει εν μέρει τους δαπανώμενους πόρους, προκειμένου για την ενίσχυση της λειτουργίας της.
Με την παράγραφο 2 αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 495 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αναφορικά με τα ποσά των παραβολών που κατατίθενται στο δικαστήριο για την άσκηση των ενδίκων μέσων της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης. Η εκτίμηση που διαπνέει την εισαγόμενη ρύθμιση είναι ότι, αν και η υποχρέωση καταβολής παράβολου για την άσκηση ενδίκου μέσου είναι καταρχήν ένα πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή της άσκησης προδήλως αβάσιμων ένδικων βοηθημάτων, είναι ωστόσο δυσανάλογη η ομοιόμορφη επιβάρυνση της άσκησης όλων των ενδίκων μέσων κάθε κατηγορίας με παράβολο ενιαίας αξίας. Για το λόγο αυτό, κρίνεται σκοπιμότερο, σύμφωνα και με το πνεύμα της προηγούμενης παραγράφου η αξία του παράβολου να κλιμακώνεται, αναλόγως του ενδίκου μέσου και του δικαστηρίου στο οποίο αυτό υποβάλλεται.
Με την παράγραφο 3 αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 505 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η οποία αφορά το παράβολο που προκαταβάλλεται κατά την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. Με την εισαγόμενη ρύθμιση, το ποσό του παράβολου ερημοδικίας αναπροσαρμόζεται κατά τρόπο ώστε να κάθε φορά να ανταποκρίνεται στη βαθμίδα του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται το ένδικο μέσο. Το παράβολο κατατίθεται επί ποινή απαραδέκτου του ενδίκου μέσου, ενώ επιστρέφεται στον ανακόπτοντα ακόμα και σε περίπτωση μερικής νίκης του. Τέλος, παρέχεται ειδικότερη εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την αναπροσαρμογή του ύψους του ποσού του παράβολου.
Με την παράγραφο 4 προστίθενται εδάφια δ’ και ε’ στο άρθρο 575 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με τα οποία, κατ’ αναλογία της ρύθμισης της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, προκειμένου να χορηγηθεί αναβολή της συζήτησης του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, κατόπιν αιτήματος διαδίκου, αυτός υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ).

Β. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Άρθρο 36
Τροποποιήσεις στο π.δ. 18/1989

1. Στο άρθρο 33 του Π.Δ. 18/1989 (Α’ 8) προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήματος του διαδίκου, πλην των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση, παράβολου υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων ύψους πενήντα (50) ευρώ. Στις περιπτώσεις που το αίτημα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου. Αν υποβάλλεται κοινό αίτημα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιμερίζεται ισομερώς σε αυτούς..»
2. Τα εδάφια α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του Π.Δ. 18/1989 (Α’ 8), αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Το ένδικο μέσο που ασκείται στο Συμβούλιο της Επικράτειας απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αν μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης δεν καταβληθεί παράβολο. Το παράβολο ορίζεται, όταν πρόκειται για αίτηση ακυρώσεως, υπαλληλική προσφυγή, αίτηση αναιρέσεως σε διαφορές κοινωνικής ασφάλισης ή τριτανακοπή σε εκατό πενήντα (150) ευρώ, όταν πρόκειται για έφεση σε διακόσια (200) ευρώ, όταν πρόκειται για αναστολή εκτελέσεως, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αίτηση ερμηνείας και αίτηση διόρθωσης σε πενήντα (50) ευρώ και όταν πρόκειται για αίτηση αναιρέσεως, πλην εκείνων που αφορούν διαφορές κοινωνικής ασφάλισης, σε τριακόσια πενήντα (350) ευρώ.».

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 36
Τροποποιήσεις στο π.δ. 18/1989
Με την παράγραφο 1 προστίθεται παράγραφος 5 στο άρθρο 33 του Π.Δ. 18/1989, με την οποία, κατ’ αναλογία της πρώτης παραγράφου του άρθρου 3 του παρόντος νομοθετήματος, προκειμένου να χορηγηθεί αναβολή της συζήτησης των υποθέσεων που εκδικάζονται σύμφωνα με τη δικονομία του Π.Δ. 18/1989, απαιτείται η κατάθεση παράβολου υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων.
Με την παράγραφο 2 αντικαθίστανται τα εδάφια α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του Π.Δ. 18/1989 και αναπροσαρμόζονται τα παράβολα άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που διέπονται από τη δικονομία του Π.Δ. 18/1989, ανάλογα με το είδος του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τους βαθμούς δικαιοδοσίας που έχει διέλθει η ένδικη διαφορά, καθώς και τα δικαιώματα των διαδίκων που διακυβεύονται. Σκοπός της αναπροσαρμογής αυτής είναι η αποτελεσματική δικαστική προστασία σύμφωνα με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ αλλά και ο εξορθολογισμός του κόστους πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

Αρθρο 37
Τροποποιήσεις στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας

1. Το εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Αν ο ιδιώτης διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος ή ο εκπρόσωπος ή ο δικαστικός πληρεξούσιός του υποπέσει σε παράβαση των κανόνων της προηγούμενης παραγράφου, το δικαστήριο, με την οριστική του απόφαση, επιβάλλει σε αυτόν χρηματική ποινή από εκατό πενήντα (150) έως χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.»
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 93 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Προκειμένου για χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού, ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 209Α. Το καταβλητέο ποσό υπολογίζεται από την αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή, η οποία συντάσσει ατελώς, μετά από αίτηση του εκκαλούντος, ειδικό σημείωμα, με το οποίο βεβαιώνεται και η καταβολή του.»
3. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 135 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο γ’ ως εξής:
«Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήματος του διαδίκου, πληντων περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση παράβολου υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ως εξής: α) ποσού τριάντα (30) ευρώ, ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, β) ποσού σαράντα (40) ευρώ, ενώπιον του τριμελούς πρωτοδικείου και γ) ποσού πενήντα (50) ευρώ, ενώπιον του εφετείου. Στις περιπτώσεις που το αίτημα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου. Αν υποβάλλεται κοινό αίτημα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιμερίζεται ισομερώς σε αυτούς.»
4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Το παράβολο ορίζεται:
α) για την ένσταση κατά τα άρθρα 246 και 269, την αντένσταση κατά το άρθρο 256, την προσφυγή και την ανακοπή κατά το άρθρο 217 σε εκατό (100) ευρώ και για τις αιτήσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας και την αίτηση διόρθωσης ή ερμηνείας σε πενήντα (50) ευρώ,
β) για την ανακοπή ερημοδικίας και την τριτανακοπή σε εκατό πενήντα (150) ευρώ, για την έφεση και για την αντέφεση σε διακόσια (200) ευρώ και για την αίτηση αναθεώρησης σε τριακόσια (300) ευρώ.
Εξαιρετικά το παράβολο της προσφυγής σε διαφορές από άσκηση προσφυγής ασφαλισμένου σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης, ορίζεται σε είκοσι πέντε (25) ευρώ.»
5. Τα εδάφια α’ και β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίστανται ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση, στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές καιτελωνειακέςεν γένει διαφορές, το παράβολο για την προσφυγή, την έφεση και την αντέφεση ορίζεται σε ποσοστό ίσο προς το ένα τοις εκατό (1%) του αντικειμένου της διαφοράς και μέχρι του ποσού των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.
Αν το παράβολο υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, καταβάλλεται το ποσό αυτό, το επιπλέον δε τυχόν οφειλόμενο και μέχρι του ορίου των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, καταλογίζεται, αν συντρέχει περίπτωση, με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου επί της προσφυγής ή της έφεσης.»
6. Στο άρθρο 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) προστίθεται παράγραφος 12, ως εξής:
«Οι ρυθμίσεις των παραγράφων 9 και 10 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται για το παράβολο που κατατίθεται σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφος 3 εδάφιο γ’, το οποίο εκπίπτει πάντοτε υπέρ εκείνου για τον οποίο έχει εκδοθεί.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 37
Τροποποιήσεις στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με την παράγραφο 1 αντικαθίσταται το εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, και αναπροσαρμόζεται το πλαίσιο της χρηματικής ποινής που επιβάλλει το δικαστήριο, σε περίπτωση που ο ιδιώτης διάδικος, ο νόμιμος αντιπρόσωπος ή ο εκπρόσωπος ή ο δικαστικός πληρεξούσιός του, παραβιάσουν την υποχρέωση, που επιβάλλεται με την παράγραφο 1 του άρθρου 42 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Με την παράγραφο 2 αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 93 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, σε περίπτωση άσκησης έφεσης σε χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, μειώνεται από πενήντα τοις εκατό (50%) σε είκοσι τοις εκατό (20%) το ποσοστό του οφειλόμενου, σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, που πρέπει να καταβληθεί έως την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, επί ποινή απαραδέκτου της έφεσης. Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε αναγκαία για την εξισορρόπηση μεταξύ της διευκόλυνσης της πρόσβασης του διαδίκου στο δεύτερο βαθμό δικαστικής κρίσης, της αποτροπής άσκησης προδήλως αβάσιμων ενδίκων μέσων και του δημοσίου συμφέροντος για την ταχεία είσπραξη των οφειλόμενων χρηματικών ποσών, στο μέτρο που αυτά έχουν ήδη επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση.
Με την παράγραφο 3 προστίθεται εδάφιο γ’ στην παράγραφο 3 του άρθρου 135 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κατ’ αναλογία της ρύθμισης της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του παρόντος νομοθετήματος, με το οποίο εισάγεται, ως προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής με αίτημα του διαδίκου, η υποχρέωση κατάθεσης παράβολου υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ..
Με την παράγραφο 4 αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και αναπροσαρμόζονται τα παράβολα που κατατίθενται ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ένδικων βοηθημάτων και μέσων, πάντοτε αναλόγως του είδους του είδους αυτών και της βαθμίδας του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνονται.
Με την παράγραφο 5 αντικαθίστανται τα εδάφια α’ και β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αναφορικά με το παράβολο της προσφυγής, της έφεσης και της αντέφεσης στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές. Το παράβολο αυτό, το οποίο ορίζεται κατ’ εξαίρεση σε ποσοστό επί του αντικειμένου της διαφοράς αντί παγίου ποσού, αναπροσαρμόζεται τόσο ως προς το ποσοστό όσο και ως προς το ανώτατο ποσό στο οποίο μπορεί να ανέρχεται. Σε κάθε δε περίπτωση, διατηρείται η υφιστάμενη ρύθμιση σύμφωνα με την οποία προκαταβάλλεται παράβολο μόνο μέχρι του ποσού των 3.000 ευρώ, τυχόν δε επιπλέον οφειλόμενο καταλογίζεται με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου επί της προσφυγής ή της έφεσης, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, εφόσον δηλαδή ηττήθηκε ο διάδικος.
Με την παράγραφο 6 προστίθεται παράγραφος 12 στο άρθρο 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία, οι ρυθμίσεις των παραγράφων 9 και 10 του ίδιου άρθρου, που ορίζουν τα της κατάπτωσης του παράβολου, δεν εφαρμόζονται στο παράβολο που κατατίθεται προκειμένου να χορηγηθεί από το δικαστήριο αναβολή με αίτημα διαδίκου, σύμφωνα με το άρθρο 135 παρ. 3 εδάφιο γ’. Το παράβολο αυτό καταπίπτει πάντοτε υπέρ εκείνου για τον οποίο έχει εκδοθεί. Η πρόβλεψη αυτή συνάδει με τον αυτοτελή χαρακτήρα της αναβλητικής απόφασης σε σχέση με την οριστική απόφαση με την οποία τέμνεται η διαφορά.

Άρθρο 38
Τροποποιήσεις στον ν. 4129/2013
Η παράγραφος 3 του άρθρου 73 του ν. 4129/2013 (Α’ 52) «Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο» αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Το παράβολο ορίζεται: α) για τις εφέσεις, αιτήσεις αναστολής, αιτήσεις αναθεωρήσεως, αιτήσεις ανακοπής και τριτανακοπής και αιτήσεις διορθώσεως ή ερμηνείας στις συνταξιοδοτικές διαφορές σε είκοσι (20) ευρώ, β) για τις αιτήσεις αναιρέσεως στις συνταξιοδοτικές διαφορές σε εβδομήντα (70) ευρώ, γ) για τις αιτήσεις ανάκλησης κατά των πράξεων των Κλιμακίων του άρθρου 35 του παρόντος ή των Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και τις αιτήσεις αναθεωρήσεως κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί των αιτήσεων αυτών σε εκατό (100) ευρώ, δ) για τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα κατά καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσεων και για τις χρηματικού αντικειμένου διαφορές σε ποσοστό ένα τοις εκατό του αμφισβητούμενου ποσού, χωρίς τις τυχόν προσαυξήσεις. Το αναλογικό παράβολο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των εβδομήντα (70) ευρώ. Αν υπερβαίνει το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, καταβάλλεται το ποσό αυτό και το τυχόν επιπλέον οφειλόμενο παράβολο καταλογίζεται με την απόφαση, σε περίπτωση απόρριψης ή εν μέρει αποδοχής του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσά ή τα ποσοστά των παραβολών.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 38
Τροποποιήσεις στον ν. 4129/2013
Με το άρθρο αυτό αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 73 του νόμου 4129/2013 (Α’ 52) «Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο», που αφορά τα παράβολα που κατατίθενται ως προϋπόθεση του παραδεκτού στις δίκες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με την προτεινόμενη διάταξη αναπροσαρμόζονται τα παράβολα προκειμένου να αποτραπεί η καταχρηστική άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων. Τέλος, παρέχεται ειδικότερη εξουσιοδότηση προς τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για αναπροσαρμογή των ποσών ή των ποσοστών των ως άνω παραβολών.

Άρθρο 39
Τροποποίηση στο άρθρο 45 παρ. 2 του ν. 3959/2011 (Προστασία Ελεύθερου Ανταγωνισμού)

Η παράγραφος 2 του άρθρου 45 του ν. 3959/2011, αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η προσφυγή, η αίτηση αναίρεσης, η ανακοπή, η αίτηση αναθεώρησης και η παρέμβαση, που ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου στα διοικητικά δικαστήρια, καθώς και η αίτηση επανασυζήτησης ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού, συνοδεύονται, με ποινή το απαράδεκτο αυτών, από γραμμάτιο καταβολής παράβολου επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ. Ως προς την απόδοση του παράβολου εφαρμόζονται οι παράγραφοι 9,10 και 11 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και της παραγράφου 4 του άρθρου 36 του Π.Δ. 18/1989. Από την υποχρέωση αυτή απαλλάσσεται το Δημόσιο.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 39
Τροποποίηση στο άρθρο 45 παρ. 2 ν. 3959/2011 (Προστασία Ελεύθερου Ανταγωνισμού)
Με το άρθρο αυτό τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 45 ν. 3959/2011, και αναπροσαρμόζεται το ύφος του παράβολου που καταβάλλεται για τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που ασκούνται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Η αναπροσαρμογή αυτή λαμβάνει υπόψη αφενός την ανάγκη να τίθεται ένα αποτελεσματικό φίλτρο στην άσκηση καταχρηστικών ενδίκων βοηθημάτων και μέσων κατά των πράξεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού, και αφετέρου την ανάγκη για αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών.

Γ. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Άρθρο 40
Τροποποιήσεις παραβολών και τελών στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

1. Η μόνη παράγραφος του άρθρου 18 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αριθμείται σε παράγραφο 1 και προστίθεται παράγραφος 2, ως εξής:
«2. Η αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη αν δεν συνοδεύεται από παράβολο πενήντα (50) ευρώ, το οποίο επιστρέφεται αν γίνει αυτή ολικά ή μερικά δεκτή. Το ύφος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»
2. Το εδάφιο α’ της παραγράφου 4 του άρθρου 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο μηνυτής, κατά την υποβολή της μήνυσης ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής, καταθέτει, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού εβδομήντα (70) ευρώ.»
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 46 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του
Δημοσίου ποσού πενήντα (50) ευρώ. Το ύφος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί παράβολο η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξαιρούνται από την κατάθεση παράβολου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004. Δεν απαιτείται κατάθεση παράβολου για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και τα εγκλήματα κατά της ενδοοικογενειακής βίας και τα εγκλήματα ρατσιστικών διακρίσεων (άρθρα 81Α και 361 Β του Ποινικού Κώδικα) και τα εγκλήματα παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης. Για αξιόποινες πράξεις που τελούνται σε βάρος δημοσίων οργάνων και υπαλλήλων κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων, ο παθών υποβάλλει την έγκληση ατελώς και χωρίς την κατάθεση παράβολου.»
4. Το εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 48 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας.»
5. Το εδάφιο β’ του άρθρου 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ως τέλος πολιτικής αγωγής, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, ορίζεται το ποσό των σαράντα (40) ευρώ, που καταβάλλεται εφάπαξ με παράβολο υπέρ του Δημοσίου είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασία και καλύπτει την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντα μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης.»
6. Η μόνη παράγραφος του άρθρου 192 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αριθμείται σε παράγραφο 1 και προστίθεται παράγραφος 2, ως εξής:
«2. Η αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη αν δεν συνοδεύεται από παράβολο πενήντα (50) ευρώ, το οποίο επιστρέφεται αν γίνει αυτή ολικά ή μερικά δεκτή. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»
7. Η παράγραφος 1 του άρθρου 322 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανάκριση, να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος” η προθεσμία δεν παρεκτείνεται εξαιτίας της απόστασης. Γι’αυτή την προσφυγή συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα της εισαγγελίας πρωτοδικών ή του γραμματέα του ειρηνοδικείου της διαμονής του, ο οποίος έχει υποχρέωση να το αναφέρει τηλεγραφικά στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών υποβάλλοντας ταυτόχρονα την έκθεση που συντάχθηκε. Ο προσφεύγων, πλην των περιπτώσεων εγκλημάτων ρατσιστικών διακρίσεων (άρθρα 81 Α και 361 Β του Ποινικού Κώδικα) και των εγκλημάτων παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Σε περίπτωση που η προσφυγή ασκείται από περισσότερους κατηγορουμένους, κατατίθεται μόνο ένα παράβολο. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Σε περίπτωση που ο εισαγγελέας εφετών κάνει δεκτή την προσφυγή διατάσσει και την επιστροφή του παράβολου στον καταθέσαντα αυτό.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 40
Τροποποιήσεις παραβόλων και τελών στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Με την παράγραφο 1 εισάγεται η υποχρέωση κατάθεσης παράβολου ποσού πενήντα (50) ευρώ, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης εξαίρεσης δικαστικών προσώπων. Κατά αυτόν τον τρόπο αποτρέπονται οι απερίσκεπτες και καταχρηστικές αιτήσεις εξαίρεσης, χωρίς ωστόσο να καθίσταται αδύνατη η πρόσβαση του αιτούντος στη συγκεκριμένη διαδικασία. Εξάλλου, το παράβολο επιστρέφεται στον αιτούντα εφόσον η αίτηση γίνει ολικά ή μερικά δεκτή.
Με την παράγραφο 2 το παράβολο της μήνυσης μειώνεται στο ποσό των εβδομήντα (70) ευρώ, ώστε να διευκολυνθεί, αφενός, η πρόσβαση των πολιτών στην ποινική δικαιοσύνη αλλά και να διατηρηθεί, αφετέρου, ένα φίλτρο στην υποβολή απερίσκεπτων και καταχρηστικών μηνύσεων.
Με την παράνραφο 3 ομοίως, το ποσό του παραβόλου, που κατατίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού για την υποβολή έγκλησης για τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, μειώνεται κατά το ήμισυ. Στα εγκλήματα για τα οποία δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου προστίθενται και τα ρατσιστικά εγκλήματα.
Με την παράγραφο 4 ομοίως, το ποσό του παραβόλου που κατατίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού για την υποβολή προσφυγής εκ μέρους του εγκαλούντος μειώνεται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Με την παράγραφο 5 το τέλος που καταβάλλεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού για την παράσταση πολιτικής αγωγής μειώνεται στο ποσό των σαράντα (40) ευρώ,
Με την παράγραφο 6 εισάγεται η υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου ποσού πενήντα (50) ευρώ, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης εξαίρεσης πραγματογνώμονα. Το παράβολο επιστρέφεται στον αιτούντα εφόσον η αίτηση γίνει ολικά ή μερικά δεκτή. Η προσθήκη της υποχρέωσης αυτής κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να αποτρέπονται οι απερίσκεπτες και καταχρηστικές αιτήσεις εξαίρεσης, χωρίς ωστόσο να καθίσταται αδύνατη η πρόσβαση του αϊτούντος στη συγκεκριμένη διαδικασία.
Με την παράγραφο 7 το παράβολο για την υποβολή προσφυγής εκ μέρους του κατηγορουμένου κατά της απευθείας κλήσης του στο ακροατήριο μειώνεται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Άρθρο 41
Τροποποιήσεις χρηματικών ποινών και προστίμων στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 21 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν απορριφθεί η αίτηση, καταδικάζεται ο αϊτών στην πληρωμή των εξόδων· αν ταυτόχρονα αποδειχθούν εντελώς ψευδείς οι λόγοι εξαίρεσης που προβλήθηκαν, εκτός από την πληρωμή των εξόδων, καταδικάζεται επίσης και σε χρηματική ποινή πενήντα (50) έως διακόσια πενήντα (250) ευρώ.»
3j)
2. Το εδάφιο β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 163 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν η παράβαση ανακαλυφθεί στο ακροατήριο και ιδίως όταν αυτή προκύπτει από έγγραφο της δικογραφίας, το δικαστήριο που δικάζει την ποινική υπόθεση επιβάλλει υποχρεωτικά στον υπαίτιο την πειθαρχική ποινή επίπληξης ή προστίμου πενήντα (50) έως εκατό πενήντα (150) ευρώ ή και τις βαρύτερες ποινές που προβλέπουν οι πειθαρχικές διατάξεις από τις οποίες διέπεται, ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητάς του.»
3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 201 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο πραγματογνώμοναςπου δεν παρέδωσε την έκθεσή του μέσα στην προθεσμία που του ορίστηκε, καθώς και εκείνος που έδειξε αμέλεια κατά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, απειλούνται με πρόστιμο τριάντα (30) έως εκατό πενήντα (150) ευρώ, καθώς και με την πληρωμή των εξόδων και των τυχόν ζημιών.»
4. Το εδάφιο β’ του άρθρου 229 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν αυτός είναι εισαγγελέας, ανακριτής, ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει το μάρτυρα που δεν εμφανίστηκε από απείθεια την ορισμένη ημέρα σε πρόστιμο είκοσι (20) έως εκατό (100) ευρώ και στην πληρωμή των τελών.»
5. Το εδάφιο α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 231 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν κάποιος από τους μάρτυρες ή τους πραγματογνώμονες που κλητεύθηκε νόμιμα στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί, καταδικάζεται από το δικαστήριο με πρόταση του εισαγγελέα ή του δημόσιου κατήγορου ή και αυτεπαγγέλτως σε πρόστιμο σαράντα (40) έως ογδόντα πέντε (85) ευρώ, εάν κλητεύθηκε σε μονομελές δικαστήριο που δικάζει πλημμελήματα, πενήντα (50) έως εκατό ογδόντα (180) ευρώ, εάν κλητεύθηκε σε πολυμελές δικαστήριο που δικάζει πλημμελήματα και ογδόντα πέντε (85) έως
διακόσια τριάντα (230) ευρώ, εάν κλητεύθηκε σε άλλο δικαστήριο, ως και στην πληρωμή των τελών της αποφάσεως ανεξάρτητα από την αναβολή ή όχι της δίκης.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 41
Τροποποιήσεις χρηματικών ποινών και προστίμων στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Με την παράγραφο 1 αναπροσαρμόζεται το ύψος της χρηματικής ποινής που επιβάλλεται όταν απορριφθεί αίτηση εξαίρεσης κατά δικαστικών προσώπων και αποδειχθούν εντελώς ψευδείς οι προβαλλόμενοι λόγοι εξαίρεσης. Συγκεκριμένα, η επιβαλλόμενη χρηματική ποινή ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ πενήντα (50) και διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, έναντι ποσού μεταξύ δώδεκα (12) και εκατόν είκοσι (120) ευρώ. Η αναπροσαρμογή αυτή κρίθηκε αναγκαία για την αποτελεσματικότητα της ρύθμισης, καθώς είναι η πρώτη μετά από τριακονταετή ισχύ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (μεσολάβησε μόνο η μετατροπή των ποσών σε ευρώ).
Με την παράγραφο 2, ομοίως, αναπροσαρμόζεται το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται όταν ανακαλυφθεί στο ακροατήριο παράβαση σχετική με τις επιδόσεις. Συγκεκριμένα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ πενήντα (50) και εκατόν πενήντα (150) ευρώ, έναντι ποσού μεταξύ πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτών (5,90) και πενήντα εννέα (59) ευρώ.
Με την παράγραφο 3, ομοίως, αναπροσαρμόζεται το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται στον αμελή πραγματογνώμονα. Συγκεκριμένα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ τριάντα (30) και εκατόν πενήντα (150) ευρώ, έναντι ποσού μεταξύ δύο ευρώ και ενενήντα λεπτών (2,90) και πενήντα εννέα (59) ευρώ.
Με την παράγραφο 4, ομοίως, αναπροσαρμόζεται το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται στις περιπτώσεις λιπομαρτυρίας κατά την ανάκριση. Συγκεκριμένα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ είκοσι (20) και εκατό (100) ευρώ, έναντι ποσού μεταξύ πενήντα εννέα λεπτών του ευρώ (0,59) και πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτών (5,90).
Με την παράγραφο 5, ομοίως, αναπροσαρμόζονται τα πρόστιμα που επιβάλλονται στις περιπτώσεις λιπομαρτυρίας στο ακροατήριο. Συγκεκριμένα: α) Εάν ο μάρτυρας ή πραγματογνώμονας κλητεύθηκε σε μονομελές δικαστήριο που δικάζει πλημμελήματα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ σαράντα (40) ευρώ και ογδόντα πέντε (85) ευρώ, έναντι του έως τώρα ισχύοντος ποσού μεταξύ δεκαπέντε (15) ευρώ και πενήντα εννέα (59) ευρώ, β) εάν ο μάρτυρας ή πραγματογνώμονας κλητεύθηκε σε πολυμελές δικαστήριο που δικάζει πλημμελήματα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ πενήντα (50) ευρώ και εκατόν ογδόντα (180) ευρώ, έναντι του έως τώρα ισχύοντος ποσού μεταξύ είκοσι εννέα (29) ευρώ και εκατόν είκοσι (120) ευρώ και γ) για κάθε άλλο δικαστήριο, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ ογδόντα πέντε (85) ευρώ και διακοσίων τριάντα (230) ευρώ, έναντι του έως τώρα ισχύοντος ποσού μεταξύ πενήντα εννέα (59) ευρώ και εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Δ. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.

Άρθρο 42
Διασφάλιση πόρων ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
1. Η υποπερ. η) της περ. Α) της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν.δ. 1017/1971 αντικαθίσταται ως εξής:
«η) ποσοστό τριάντα επί τοις εκατό (30%) επί του καταβαλλόμενου εκάστοτε ποσού λόγω δικαστικού ενσήμου, αγωγής ή άλλου δικογράφου, υποβαλλομένου ενώπιον πάντων των δικαστηρίων του Κράτους, υποκειμένου δε σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις. Με κοινή υπουργική απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να τροποποιείται το ποσοστό του προηγουμένου εδαφίου, με σκοπό την αναπροσαρμογή των πόρων του ταμείου για τη διασφάλιση της πραγματοποίησης της αποστολής του ταμείου.»
2. Οι υποπεριπτώσεις α) έως ζ) της περίπτωσης Α) της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του νομοθετικού διατάγματος 1017/1971 (Α’209), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 7 παράγραφος 10 του νόμου 4043/2012 (Α’25), αντικαθίστανται ως εξής:
«α) ευρώ 4 για κάθε παράσταση δικηγόρου στο Πρωτοδικείο ή οποιαδήποτε Πολιτική ή Δικαστική Αρχή ή Διοικητικό Δικαστήριο, για κάθε υπόθεση πολιτική ή ποινική ή δικαστική και σε κάθε αγωγή, παρέμβαση και σε όλα τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα, προτάσεις ή σημειώματα ή δικόγραφα ενδίκων μέσων, αιτήσεις ή προσφυγές στα ίδια Δικαστήρια και Αρχές.
β) ευρώ 6 για τις ίδιες ανάγκες στο Εφετείο, Κακουργιοδικείο, Διοικητικά Δικαστήρια, όταν δικάζουν κατ’ έφεση ή οποιασδήποτε δικαστικής παρ’ εφέτες Αρχής.
γ) ευρώ 18 για τις ίδιες πράξεις στο Συμβούλιο της Επικράτειας ή τον Άρειο Πάγο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο.
δ) ευρώ 3 για τις ίδιες πράξεις στο Ειρηνοδικείο ή Πταισματοδικείο ή παρ’ αυτά δικαστικής Αρχής.
ε) ευρώ 3 σε κάθε μήνυση ή αίτηση που υποβάλλεται στον Εισαγγελέα ή στον Δημόσιο Κατήγορο και σε κάθε ανακριτικό υπάλληλο, καθώς και σε κάθε αίτηση ή υπόμνημα κάθε τύπου, που υποβάλλεται σε οποιαδήποτε Υπηρεσία αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δικηγορικούς ή Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους ή Συλλόγους Δικαστικών Επιμελητών, πλην των αιτήσεων για έκδοση πιστοποιητικών Ποινικού Μητρώου. Οι αιτήσεις και τα υπομνήματα των απόρων κρατουμένων υποβάλλονται ατελώς.
στ) ευρώ 1 για τη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης για την οποία καταβάλλονται πάγια τέλη, ευρώ 4 σε κάθε φύσεως συμβολαιογραφικές πράξεις για τις οποίες καταβάλλονται αναλογικά τέλη και ευρώ 2 για την έκδοση κάθε αντιγράφου ή αποσπάσματος αυτών.
ζ) ευρώ 2 για κάθε αντίγραφο ή πιστοποιητικό που εκδίδεται από οποιαδήποτε δικαστική Αρχή, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δικηγορικούς Συλλόγους, Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους και Συλλόγους Δικαστικών Επιμελητών, πλην των πιστοποιητικών Ποινικού Μητρώου.»
3. Μετά την υποπερίπτωση ι) της περίπτωσης Α) της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του νομοθετικού διατάγματος 1017/1971 (Α’209), όπως ισχύει, προστίθεται υποπερίπτωση ια) ως εξής:
«ια) το παράβολο που κατατίθεται από το διάδικο ενώπιον κάθε δικαστηρίου κατά την υποβολή αιτήματος αναβολής, όπως αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με τις αντίστοιχες ειδικές διατάξεις όπου αυτό προβλέπεται.»
4. Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 42
Διασφάλιση πόρων ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
Με την παράγραφο 1 αυξάνεται η προβλεπόμενη εισφορά υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., από ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) επί του εκάστοτε καταβαλλόμενου ποσού λόγω δικαστικού ενσήμου. Η αύξηση αυτή, αποσκοπεί στην εξασφάλιση επαρκών πόρων στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. για την πραγματοποίηση των καταστατικών σκοπών του. Με την ίδια παράγραφο, παρέχεται ειδικότερη εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και Οικονομικών να τροποποιούν με κοινή τους απόφαση το εισφερόμενο υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ποσοστό επί του δικαστικού ενσήμου, με σκοπό την αναπροσαρμογή των πόρων του ταμείου για την κατά τα ανωτέρω διασφάλιση της πραγματοποίησης της αποστολής του.
Με την παράγραφο 2 αναπροσαρμόζονται στην πλειοψηφία τους οι αξίες των μεγαροσήμων που προβλέπονται για κάθε παράσταση δικηγόρου στο Δικαστήριο ή οποιαδήποτε Πολιτική ή Δικαστική Αρχή, καθώς και σε κάθε αίτηση ή υπόμνημα κάθε τύπου, που υποβάλλεται σε οποιαδήποτε Υπηρεσία αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δικηγορικούς ή Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους ή Συλλόγους Δικαστικών Επιμελητών, πλην των αιτήσεων για έκδοση πιστοποιητικών Ποινικού Μητρώου. Οι αιτήσεις και τα υπομνήματα των απόρων κρατουμένων υποβάλλονται ατελώς,
Οι ανωτέρω αναπροσαρμογές κρίθηκαν αναγκαίες στα πλαίσια της ανάγκης διασφάλισης των πόρων του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. Λήφθηκε σε κάθε περίπτωση μέριμνα, μέσω εξορθολογισμένων αυξήσεων των λοιπών μεγαροσήμων, για τη διατήρηση αμετάβλητης της αξίας τους στις παραστάσεις ενώπιον Ειρηνοδικείων και Πταισματοδικείων, δηλαδή για διαφορές χαμηλού οικονομικού αντικειμένου και ποινικά αδικήματα χαμηλής απαξίας, καθώς και για τη χορήγηση αντιγράφων και πιστοποιητικών, ώστε να είναι κατά το δυνατόν μικρότερη η επιβάρυνση της καθημερινότητας του πολίτη.
Με την παράγραφο 3 προβλέπεται ότι το παράβολο που κατατίθεται από το διάδικο ενώπιον κάθε δικαστηρίου κατά την υποβολή αιτήματος αναβολής, λογίζεται ως εισφορά υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
Με την παράγραφο 4 προβλέπεται ότι οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΕΛΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΟΛΑ

Άρθρο 43
1. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συστήνεται νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την κωδικοποίηση της νομοθεσίας για τα δικαστικά τέλη, τα παράβολα και, εν γένει, τη δικαστική δαπάνη ως προς όλες τις διαδικασίες όλων των δικαιοδοσιών.
2. Στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διατηρείται ηλεκτρονική εφαρμογή με την οποία δύναται να υπολογιστεί το κόστος των δικαστικών τελών, παραβολών, μεγαροσήμων και λοιπών δαπανών ανά διαδικασία και είδος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ή διαδικαστικής πράξης. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια σχετικά με τη διαχείριση και τη λειτουργία της ηλεκτρονικής εφαρμογής.
3. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και οι Δικαστικές Αρχές οφείλουν να τηρούν στην επίσημη ιστοσελίδα τους ενημερωμένους πίνακες των δικαστικών τελών, παραβολών, μεγαροσήμων και λοιπών δαπανών ανά διαδικασία και είδος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ή διαδικαστικής πράξης.

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 43
Με την παράγραφο 1 προβλέπεται η υποχρέωση σύστασης νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που αναλαμβάνει την κωδικοποίηση της νομοθεσίας για τα δικαστικά τέλη, τα παράβολα και, εν γένει, τη δικαστική δαπάνη ως προς όλες τις διαδικασίες όλων των δικαιοδοσιών, καθώς και η σύσταση μόνιμη Ομάδα Εργασίας με σκοπό τη λήψη περαιτέρω μέτρων που απαιτούνται για την απλοποίηση και ενοποίηση της νομοθεσίας που αφορά τις σχετικές δαπάνες. Με τις
ρυθμίσεις αυτές, επιτυγχάνεται, σε πρώτο χρόνο, η πλήρης διαφάνεια σε σχέση με τα δικαστικά τέλη και παράβολα, και σε δεύτερο χρόνο, ο διαρκής εξορθολογισμός της σχετικής νομοθεσίας.
Με τις παραγράφους 2 και 3 προβλέπεται η διαδικτυακή παρουσίαση του κόστους των δικαστικών τελών, παραβολών, μεγαροσήμων και λοιπών δαπανών ανά διαδικασία και είδος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ή διαδικαστικής πράξης, καθώς και η διαδικασία διαρκούς επικαιροποίησης του ανωτέρω πίνακα. Υποχρέωση αναδημοσίευσης του πίνακα αυτού, με τις εκάστοτε ενημερώσεις του, ανατίθεται και στους Δικηγορικούς Συλλόγους και τις Δικαστικές Αρχές της χώρας, που τηρούν ιστοχώρους. Με τις ανωτέρω ρυθμίσεις, γίνεται ακόμα ένα βήμα στην κατεύθυνση της διαφάνειας ως προς τις ανωτέρω δαπάνες, αλλά και στη διευκόλυνση της καθημερινότητας τόσο των ασκούντων νομικά επαγγέλματα, όσο και του πολίτη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 44
Μεταβατικές Διατάξεις
Τα δικαστικά τέλη, τα παράβολα και τα άλλα καταβλητέα κατά τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου ποσά, όπως διαμορφώνονται σύμφωνα με τον τελευταίο, καταβάλλονται για τα ένδικα βοηθήματα, τα ένδικα μέσα, τις αιτήσεις και τα άλλα δικόγραφα που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, εκτός αν σε ειδικότερες διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.
Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 44
Μεταβατικές Διατάξεις
Με το άρθρο προβλέπεται ότι οι ρυθμίσεις του νόμου καταλαμβάνουν τα ένδικα βοηθήματα, ένδικα μέσα, αιτήσεις κ.α. δικόγραφα που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεώντου.

Άρθρο 45
Έναρξη ισχύος μέρους τρίτου
Χρόνος έναρξης ισχύος του παρόντος μέρους ορίζεται ένας μήνας μετά τη δημοσίευσή του, εκτός αν σε ειδικότερες διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.

ΜΕΤΡΑ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ

Σύμφωνα με το πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στην βουλή στις 12/12/2016:

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΜΕΤΡΑ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Γενικά
Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις του νομοσχεδίου λαμβάνονται σημαντικά μέτρα για την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και τον εξορθολογισμό των διαδικασιών τόσο στο Συμβούλιο της Επικράτειας όσο και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Παράλληλα, λαμβάνεται μέριμνα για την πληρέστερη και αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων.
Οι σημαντικότερες καινοτομίες του νομοσχεδίου είναι οι εξής: Εισάγεται και στο Συμβούλιο της Επικράτειας το έκτακτο ένδικο μέσο της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας μετά από καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 16). Επιχειρείται η εναρμόνιση της παράλληλης πρόβλεψης διοικητικών και ποινικών κυρώσεων για την αυτή πράξη με τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου (άρθρο 17). Εισάγεται ο θεσμός της ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από διοικητικές συμβάσεις, με σκοπό να επιταχυνθεί σημαντικά η έκδοση εκτελεστού τίτλου για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων (άρθρο 23).
Εισάγεται ο θεσμός του εισηγητή δικαστή στις διοικητικές διαφορές ουσίας (πλην των αγωγών), ο οποίος αναμένεται να βελτιώσει και να επιταχύνει την εκδίκαση των διαφορών, καθώς ο εισηγητής θα έχει τη δυνατότητα να ενεργεί πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης και να την προετοιμάζει καλύτερα (άρθρο 24). Εξάλλου, στα μέτρα εξορθολογισμού των διαδικασιών περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Ελαστικοποιούνται οι προϋποθέσεις για την άσκηση έφεσης και αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας (άρθρο 15). Εναρμονίζεται η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων στις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές με βάση το ίδιο χρηματικό όριο που προβλέπεται και για τις λοιπές χρηματικές διαφορές (άρθρο 18). Επιταχύνεται και εξορθολογίζεται η διαδικασία σε συμβούλιο κατά το άρθρο 126Α (άρθρο 22).
Εξορθολογίζεται, με ισόρροπη μέριμνα για τη διασφάλιση των συμφερόντων τόσο του Δημοσίου όσο και των πολιτών, η διαδικασία αναστολής εκτέλεσης στις φορολογικές, τελωνειακές και χρηματικές διαφορές (άρθρο 27). Καθίσταται ευχερέστερη για τον πολίτη και ταχύτερη η χορήγηση του ευεργετήματος πενίας (άρθρο 28).
Τέλος, η μεταβατική ρύθμιση για την κατάργηση των εκκρεμών προ της 31.12.2014 ακυρωτικών υποθέσεων της νομοθεσίας περί αλλοδαπών αναμένεται να αποφορτίσει τα δικαστήρια από σημαντικό αριθμό υποθέσεων οι οποίες θα απορρίπτονταν ως απαράδεκτες (άρθρο 30), ενώ η μεταβατική ρύθμιση για την ανάθεση των «παλαιών» (προ του 2013) υποθέσεων σε προέδρους πρωτοδικών αναμένεται να επιταχύνει σημαντικά την εκκαθάριση των εν λόγω υποθέσεων (άρθρο 31).

Άρθρο 14
Τροποποίηση γενικών δικονομικών κανόνων
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 17 του Π.Δ. 18/1989 (Α’ 8) αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα δικόγραφα της αίτησης ακυρώσεως, της προσφυγής και της αίτησης αναιρέσεως, που ασκούνται από ιδιώτη, υπογράφονται μόνο από δικηγόρο.»
2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 17 καταργείται.
3. Στην τρίτη υποπαράγραφο της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 18/1989, όπως ισχύει μετά τις προσθήκες που έγιναν με το άρθρο 41 του ν. 4055/2012 (Α’ 51), προστίθενται μετά το προτελευταίο εδάφιο τα εξής:
«Η αυξημένη δικαστική δαπάνη του προηγούμενου εδαφίου επιβάλλεται επίσης στον διάδικο που ηττήθηκε, εάν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, το δικόγραφό του υπερβαίνει σε έκταση το αναγκαίο μέτρο ενόφει των τιθέμενων με το ένδικο βοήθημα ή μέσο ζητημάτων.»
4. Η περίπτωση α’ της παραγράφου 3 του άρθρου 21 του Π.Δ. 18/1989 αντικαθίσταται ως εξής: «Σε περίπτωση προσφυγής που ασκείται από υπάλληλο η κοινοποίηση προς την αρμόδια αρχή γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 14
Τροποποίηση γενικών δικονομικών κανόνων
Με την παράγραφο 1 τροποποιείται η παράγραφος 4 του άρθρου 17 του Π.Δ. 18/1989, προκειμένου η υποχρέωση υπογραφής του δικογράφου από δικηγόρο να επεκταθεί και στην υπαλληλική προσφυγή. Η ρύθμιση, η οποία είναι εφαρμοστέα ενώπιον τόσο του Συμβουλίου της Επικράτειας όσο και των διοικητικών εφετείων, δικαιολογείται προεχόντως από την ανάγκη μείζονος προστασίας του προσφεύγοντος, ο οποίος συνήθως δεν διαθέτει τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις, δοθέντος μάλιστα ότι η εκδίκαση της υπαλληλικής προσφυγής γίνεται κατά κύριο λόγο βάσει των δικογράφων και των εγγράφων που έχουν προσκομισθεί (πρβλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 6.3.2003, G.L.&S.L. κατά Γαλλίας).
Παράλληλα, διευκολύνεται και το έργο των δικαστηρίων, με την εξέταση δικογράφων που περιέχουν σαφείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς.
Με την παράγραφο 2 καταργείται, ως συνέπεια της προηγούμενης ρύθμισης, η διάταξη του εδαφίου α’ της παραγράφου 5 του άρθρου 17 του Π.Δ.18/1989, που προέβλεπε τη δυνατότητα υπογραφής του δικογράφου της προσφυγής από τον υπάλληλο.
Με την παράγραφο 3 προστίθεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 19 του Π.Δ.18/1989 εδάφιο, με το οποίο παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα, αν κρίνει ότι το δικόγραφο του διαδίκου που ηττήθηκε υπερβαίνει σε έκταση το αναγκαίο ενόφει των ζητημάτων που τίθενται μέτρο, να του επιβάλει αυξημένη δικαστική δαπάνη. Με τη ρύθμιση αυτή σκοπείται η αποτροπή της πρακτικής κατάθεσης σχοινοτενών δικογράφων, τα οποία επαυξάνουν τον φόρτο του δικαστή συχνά χωρίς λόγο και οδηγούν έτσι σε επιβράδυνση της απονομής της δικαιοσύνης, ιδίως στην περίπτωση που οι ισχυρισμοί θα μπορούσαν να διατυπωθούν κατά τρόπο συνοπτικότερο χωρίς άσκοπες επαναλήψεις, σύμφωνα άλλωστε και με τα ισχύοντα στους κανονισμούς των διεθνών δικαστηρίων (Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).
Αντικαθίσταται με την παράγραφο 4 η διάταξη της περίπτωσης α’ της παραγράφου 3 του άρθρου 21 του Π.Δ.18/1989 περί κοινοποιήσεως, σε περίπτωση που η προσφυγή ασκείται από τον υπάλληλο, δεδομένου ότι η υποχρέωση κοινοποίησης στον προσφεύγοντα της πράξης περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου δημιουργούσε συχνά δικονομικά ζητήματα λόγω μη ανεύρεσής του, με συνέπεια την καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης.

Άρθρο 15
Τροποποίηση διατάξεων περί ενδίκων βοηθημάτων και μέσων
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 41 του Π.Δ. 18/1989 αντικαθίσταται ως εξής: «Οι κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος προσφυγές υπαλλήλων ασκούνται μέσα σε εξήντα ημέρες από την κοινοποίηση ή την αποδεδειγμένη πλήρη γνώση από αυτούς της προσβαλλόμενης απόφασης.»
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του Π.Δ. 18/1989, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), αντικαθίσταται ως εξής:
«Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση.»
3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Π.Δ. 18/1989, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση.»
4. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα αιτήματα των διαδίκων υπογράφονται επί ποινή απαράδεκτου από δικηγόρο και συνοδεύονται από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ, το οποίο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 15
Τροποποίηση διατάξεων περί ενδίκων βοηθημάτων και μέσων
Με την παράγραφο 1 τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 41 του Π.Δ. 18/1989, προκειμένου να προβλεφθεί ότι ως αφετηρία έναρξης της προθεσμίας της υπαλληλικής προσφυγής θεωρείται, πλην της κοινοποίησης, και η πλήρης γνώση από τον προσφεύγοντα της πειθαρχικής απόφασης. Σκοπός της ρύθμισης είναι να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που ανέκυψαν στην πράξη ως προς την εγκυρότητα της κοινοποίησης, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες από τα στοιχεία του φακέλου που προσκομίστηκαν στο δικαστήριο προέκυπτε σαφώς και αναντιλέκτως η πλήρης γνώση της πειθαρχικής απόφασης από τον υπάλληλο (βλ. ΣτΕ 1538/2012).
Με τις παραγράφους 2 και 3 προστίθεται εδάφιο, αντιστοίχως, στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 53 και της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Π.Δ. 18/1989, όπως ισχύουν μετά το ν. 3900/2010, προκειμένου να προβλεφθεί ότι η προϋπόθεση του παραδεκτού που τίθεται με τις εν λόγω διατάξεις καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία ελαστικοποιούνται οι ισχύουσες προϋποθέσεις, παρίσταται αναγκαία, δεδομένου ότι, μέχρι στιγμής, δεν υφίσταται διαθέσιμη μια πλήρης και προσιτή βάση δεδομένων με το σύνολο της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας, των λοιπών ανωτάτων δικαστηρίων, καθώς και των διοικητικών δικαστηρίων της χώρας, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν ο διάδικος να γνωρίζει με βεβαιότητα εάν υφίσταται νομολογία αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση.
Με την παράγραφο 4 τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, όπως ισχύει, προκειμένου να προβλεφθεί, πρώτον, ότι το αίτημα διαδίκου για εισαγωγή υπόθεσης σε πρότυπη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας υπογράφεται επί ποινή απαράδεκτου από δικηγόρο και, δεύτερον, ότι το προβλεπόμενο για το εν λόγω αίτημα παράβολο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος. Η ρύθμιση περί υπογραφής από δικηγόρο κατέστη αναγκαία ενόψει του ότι έχει πολλαπλασιασθεί ο αριθμός των αιτήσεων για πρότυπη δίκη που υπογράφονται από ιδιώτες διαδίκους, οι οποίοι στερούνται συχνά των απαραιτήτων νομικών γνώσεων για να θέσουν με ακρίβεια και ενάργεια τα ζητήματα που τίθενται στα πλαίσια του θεσμού αυτού. Περαιτέρω, η προσθήκη περί κατάπτωσης του παράβολου σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος αποσκοπεί στο να άρει τη σχετική αμφιβολία που υπήρχε, ενόψει της έλλειψης ρητής πρόβλεψης στη διάταξη.

Άρθρο 16
Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας
Στο Μέρος Τρίτο του Π.Δ. 18/1989 προστίθεται μετά το άρθρο 69 Κεφάλαιο Έβδομο και νέο άρθρο 69Α, ως εξής:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας
Άρθρο 69Α
1. Δικαστική απόφαση, για την οποία κρίθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώματος που αφορά τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Σύμβασης, υπόκειται σε αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστικού σχηματισμού του Συμβουλίου της Επικράτειας που την εξέδωσε.
2. Δικαίωμα να ασκήσουν την κατά την προηγούμενη παράγραφο αίτηση έχουν όσοι διατέλεσαν διάδικοι στη δίκη ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον.
3. Η αίτηση ασκείται μέσα σε προθεσμία ενενήντα ημερών, που αρχίζει από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου 44 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τηρουμένης κατά τα λοιπά της ισχύουσας διαδικασίας. Αν κατά τη διάρκεια της παραπάνω προθεσμίας υπάρξει διαδοχή του ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαδίκου, η προθεσμία για τον διάδοχο αρχίζει από τότε που επήλθε η διαδοχή. Ειδικώς στην περίπτωση κληρονομικής διαδοχής, η προθεσμία για τον κληρονόμο αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομιάς.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 16
Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας
Με την προτεινόμενη ρύθμιση θεσπίζεται για το Συμβούλιο της Επικράτειας και τα ακυρωτικά διοικητικά εφετεία το έκτακτο ένδικο μέσο της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε απόφαση, η οποία κρίθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι παραβιάζει τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας ή δικαίωμα που κατοχυρώνεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Όμοια ρύθμιση προβλέπεται ήδη στο άρθρο 105Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και παρίσταται αναγκαία για τον λόγο της ομοιόμορφης αντιμετώπισης των διοικητικών διαφορών ουσίας με τις ακυρωτικές, και της συμπερίληψης και των αναιρετικών υποθέσεων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 17
Σχέση της διοικητικής με την πολιτική και την ποινική δίκη

Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης.»

Άρθρο 17
Σχέση της διοικητικής με την πολιτική και την ποινική δίκη

Με την παράγραφο 1 τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου η δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να επεκταθεί πέραν από τις καταδικαστικές και στις αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και στα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα που έχουν καταστεί αμετάκλητα (βλ. και απόφαση ΕΔΔΑ της 13.7.2010, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας).

Άρθρο 18
Τροποποίηση του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και συναφών διατάξεων
1. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας απαλείφεται η φράση «Κατ’ εξαίρεση.»
2. Η περίπτωση β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«β) των φορολογικών και τελωνειακών εν γένει διαφορών, των οποίων το αντικείμενο δεν υπερβαίνει τις εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ, ανήκει σε πρώτο βαθμό στο μονομελές πρωτοδικείο. Εάν το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και μέχρι του ποσού των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, ανήκει σε πρώτο βαθμό στο τριμελές πρωτοδικείο. Εάν το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, ανήκει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο τριμελές εφετείο.»
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος.
4. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«των διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή των άρθρων 13 και 14 του ν. 2523/1997 (Α’ 179), των παρ. 5 και 6 του άρθρου 46 του ν. 4174/2013 (Α’ 170), του άρθρου 153 του ν. 2960/2001 (Α’ 265) και των περιπτώσεων γ’, δ’ και ε’ της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 (Α’ 182), η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 51 του ν. 3659/2008 (Α’ 77), ανήκει στον πρόεδρο πρωτοδικών του διοικητικού πρωτοδικείου, ο οποίος αποφαίνεται ανεκκλήτως.»
5. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 προστίθεται τελευταίο εδάφιο, ως ακολούθως:
«Η υποχρέωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής δεν ισχύει στις περιπτώσεις των διαφορών που υπάγονται στην αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών του διοικητικού πρωτοδικείου, σύμφωνα με την περίπτωση δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως εκάστοτε ισχύει.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 18
Τροποποίηση του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και συναφών διατάξεων
Με την παράγραφο 2 τροποποιείται η περίπτωση β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να επανέλθει η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου για φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, σε υποθέσεις το αντικείμενο των οποίων δεν υπερβαίνει το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ. Με τη ρύθμιση αυτή εξορθολογίζεται η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου με βάση ίδιο χρηματικό όριο που προβλέπεται και για τις λοιπές χρηματικές διαφορές. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι αντίστοιχες διαφορές με αντικείμενο πάνω από το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και μέχρι του ποσού των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, ενώ αυτές των οποίων το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ εξακολουθούν να εκδικάζονται από το διοικητικό εφετείο.
Με την παράγραφο 3 προβλέπεται ότι η, κατά την προηγούμενη παράγραφο, μεταβολή της καθ’ ύλην αρμοδιότητας για τις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές ισχύει και για τις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος. Έτσι, για όσες υποθέσεις έχει ήδη ορισθεί δικάσιμος κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, θα εφαρμοστεί το νομοθετικό πλαίσιο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας που ίσχυε κατά το χρόνο ορισμού δικασίμου, προκειμένου να μην ανατρέπεται η πορεία εκδίκασης προσδιορισμένων υποθέσεων, ενώ για όσες δεν θα έχει ορισθεί δικάσιμος κατά την έναρξη ισχύος του νόμου θα τύχουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις. Μεταβατική ρύθμιση που να συναρτά την ισχύ νέας διάταξης με κριτήριο το αν κατά την έναρξη ισχύος της έχει ορισθεί δικάσιμος έχει δοκιμαστεί στην πράξη με επιτυχία σε ανάλογο ζήτημα καθ’ ύλην αρμοδιότητας με το άρθρο 47 του ν. 4055/2012.
Με την παράγραφο 4 τροποποιείται η περίπτωση δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να οριστεί ρητά ότι στην αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών ανήκουν και οι διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 46 του ν. 4174/2013. Με τη ρύθμιση αυτή σκοπείται να αντιμετωπιστεί η διχογνωμία που επήλθε στη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων από το γεγονός ότι μετά τη θέση σε ισχύ του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) δεν υπήρξε αντίστοιχη εναρμόνιση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ενόψει της ομοιότητας των ρυθμίσεων του άρθρου 46 του ν. 4174/2013 με εκείνες του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, καθώς επίσης και του άρθρου 153 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, παρίσταται αναγκαία η ενιαία δικονομική μεταχείριση των εν λόγω κατηγοριών υποθέσεων.
Με την παράγραφο 5 προστίθεται εδάφιο στην παράγραφο 1 του άρθρου 63 του ν. 4174/2013, προκειμένου να προβλεφθεί ότι η υποχρέωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής δεν ισχύει στις περιπτώσεις των διαφορών που υπάγονται στην αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών κατά την περίπτωση δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Στην αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών υπήχθησαν, με το άρθρο 13 του ν. 3900/2010, μια σειρά από φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, των οποίων η φύση απαιτεί άμεση και ταχεία επίλυση. Με τη ρύθμιση αυτή πράγματι επιτεύχθηκε σύντομος χρόνος εκδίκασης των ανωτέρω υποθέσεων, που κατά μέσο όρο ανέρχεται σε τρεις (3) μήνες από την κατάθεση των σχετικών προσφυγών. Με το άρθρο 63 του ν. 4174/2013, όμως, οι εν λόγω διαφορές υπήχθησαν στην υποχρέωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής προτού αχθούν προς δικαστική επίλυση, ρύθμιση η οποία επιμήκυνε το συνολικό χρόνο που απαιτείται για την επίλυσή τους. Προκειμένου να διατηρηθεί το όφελος που έχει επιτευχθεί από την ως άνω ταχεία δικαστική επίλυση των εν λόγω υποθέσεων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα ζητήματα που αναφύονται σε αυτές είναι κυρίως νομικά, εξυπηρετώντας παράλληλα και τον σκοπό αποσυμφόρησης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, κρίνεται σκόπιμη η απ’ ευθείας υπαγωγή τους σε δικαστική κρίση, χωρίς να διέρχονται το στάδιο της ενδικοφανούς προσφυγής που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4174/2013. Η ταχεία επίλυση των διαφορών αυτών (που προκύπτουν ενδεικτικά, από την άρνηση χορήγησης αποδεικτικού ή βεβαίωσης ενημερότητας για χρέη προς το Δημόσιο ή τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, από την προσωρινή παύση λειτουργίας καταστήματος, γραφείου, εργοστασίου, εργαστηρίου και γενικά επαγγελματικής εγκατάστασης επιτηδευματία, από την άρνηση θεώρησης φορολογικών βιβλίων και στοιχείων, λόγω μη εκπληρώσεως ληξιπρόθεσμων και απαιτητών οφειλών, από την αναστολή λειτουργίας επαγγελματικών εγκαταστάσεων επιτηδευματιών καθώς και την αφαίρεση πινακίδων και αδειών κυκλοφορίας μεταφορικών μέσων, από την απαγόρευση προς τις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες να παραλαμβάνουν δηλώσεις ή να χορηγούν βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά που απαιτούνται κατά τις κείμενες διατάξεις και ζητούνται από τον παραβάτη για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, κ.ο.κ.), είναι επιβεβλημένη κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και αποβλέπει στην ενίσχυση και διασφάλιση των προϋποθέσεων άσκησης της οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας και την άμεση άρση της αβεβαιότητας ως προς τη συνέχιση ή μη της λειτουργίας των επιχειρήσεων.

Άρθρο 19
Τροποποίηση διατάξεων για την εξαίρεση δικαστών
1. Το άρθρο 17 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν την εξαίρεση του δικαστή για τον οποίο συντρέχει λόγος αποκλεισμού ή στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν συγκεκριμένοι πραγματικοί λόγοι που δικαιολογούν τη δημιουργία αμφιβολίας ως προς την αντικειμενική άσκηση των καθηκόντων του, με έγγραφη αίτηση, που υποβάλλεται στη γραμματεία του δικαστηρίου ή στο ακροατήριο κατά τις διακρίσεις της επόμενης παραγράφου.
2. Η εξαίρεση προτείνεται από τον διάδικο πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση στο ακροατήριο. Αργότερα, και έως το πέρας της συζήτησης στο ακροατήριο, αίτηση εξαίρεσης μπορεί να υποβληθεί, μόνο εάν πιθανολογείται ότι η περίπτωση ή οι λόγοι της εξαίρεσης προέκυψαν ή έγιναν γνωστοί στον διάδικο μετά την πάροδο της πενθήμερης προθεσμίας.
3. Οι διάδικοι με την ίδια αίτηση μπορούν επίσης να ζητήσουν να κριθεί η νομιμότητα διαδικαστικών πράξεων που έχει ενεργήσει ο δικαστής του οποίου ζητείται η εξαίρεση ή που έχουν ενεργηθεί με τη σύμπραξή του πριν από την υποβολή της αίτησης.
4. Η αίτηση υποβάλλεται είτε από τον διάδικο αυτοπροσώπως είτε από πληρεξούσιο με ειδική πληρεξουσιότητα, πρέπει δε να περιέχει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τους λόγους εξαίρεσης και τα στοιχεία από τα οποία αυτοί αποδεικνύονται, διαφορετικά είναι απαράδεκτη.
5. Είναι απαράδεκτη η αίτηση για την εξαίρεση όλων των δικαστών των διοικητικών δικαστηρίων του Κράτους.
6. Δεν επιτρέπεται αίτηση εξαίρεσης: α) όλων των μελών του δικαστηρίου, στο οποίο υπηρετούν πραγματικά περισσότεροι από πέντε (5) δικαστές, β) μελών του δικαστηρίου το οποίο αποφασίζει για την αίτηση εξαίρεσης κατά το άρθρο 18, γ) περισσοτέρων των οκτώ (8) δικαστών για κάθε δικαστήριο στο οποίο υπηρετούν πραγματικά τουλάχιστον δώδεκα (12) δικαστές, δ) περισσοτέρων των τεσσάρων (4) δικαστών για κάθε δικαστήριο στο οποίο υπηρετούν πραγματικά επτά (7) δικαστές και περισσοτέρων των δύο (2) όταν υπηρετούν πραγματικά λιγότεροι από επτά (7) δικαστές, ε) μελών του δικαστηρίου το οποίο αποφασίζει για την παραπομπή της αίτησης εξαίρεσης από δικαστήριο σε δικαστήριο κατά τα άρθρα 11 και 21.
7. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης αίτησης εξαίρεσης από τον διάδικο κατά των ίδιων δικαστών, στο πλαίσιο της ίδιας δίκης.»
2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Με την απορριπτική απόφαση το δικαστήριο, εάν κρίνει ότι οι λόγοι εξαίρεσης είναι απαράδεκτοι ή προδήλως αβάσιμοι, επιβάλλει σε εκείνον που υπέβαλε την αίτηση και τις κυρώσεις της παρ. 2 του άρθρου 42.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 19
Τροποποίηση διατάξεων για την εξαίρεση δικαστών
Με την παράγραφο 1 αντικαθίσταται το περί εξαιρέσεως δικαστών άρθρο 17 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Η προτεινόμενη ρύθμιση, η οποία εναρμονίζεται με την αντίστοιχη του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αποβλέπει στη θέση φραγμών στην καταχρηστική άσκηση αιτήσεων περί εξαιρέσεως δικαστών, οι οποίες έχουν ως μοναδικό σκοπό την παρέλκυση της διοικητικής δίκης.
Με την παράγραφο 2 τροποποιείται η παράγραφος 3 του άρθρου 19 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να προβλεφθεί ότι το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει τις κυρώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του Κώδικα (χρηματική ποινή έως 1.500 ευρώ), αν κρίνει ότι οι προβληθέντες λόγοι εξαίρεσης είναι απαράδεκτοι.

Άρθρο 20
Τροποποίηση του άρθρου 27 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Η περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«α) κατά την εκδίκαση χρηματικών διαφορών, όταν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, αν πρόκειται δε για φορολογική εν γένει διαφορά που αφορά κύριο και πρόσθετο φόρο, όταν ο κύριος φόρος δεν υπερβαίνει το ποσό αυτό.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 20
Τροποποίηση του άρθρου 27 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με το άρθρο 20 αυξάνεται στα 1.500 ευρώ (από 590 ευρώ) το όριο των χρηματικών διαφορών (συμπεριλαμβανομένων και των χρηματικών φορολογικών εν γένει διαφορών) στις οποίες οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι εκπρόσωποί τους θα μπορούν να διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται κατά τη συζήτηση χωρίς δικαστικούς πληρεξούσιους. Η ρύθμιση κρίνεται σκόπιμη μετά πάροδο δεκαέξι περίπου ετών από την έναρξη ισχύος του Κώδικα και δεδομένης της μεταβολής των εν γένει κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.

Άρθρο 21
Τροποποίηση των άρθρων 126 και 128 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
1. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 126 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας καταργούνται. Η ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς δίκες.
2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 128 αντικαθίσταται ως εξής: «Αντίγραφο του δικογράφου που κατατέθηκε, με μνεία της χρονολογίας κατάθεσής του, επιδίδεται, με τη φροντίδα της γραμματείας, στους καθ’ ων τούτο στρέφεται, εξήντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 21
Τροποποίηση των άρθρων 126 και 128 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με την παράγραφο 1 του άρθρου καταργείται, για λόγους επιτάχυνσης και οικονομίας της δίκης, η επί ποινή απαραδέκτου προϋπόθεση επίδοσης επικυρωμένου αντιγράφου του δικογράφου της προσφυγής στην αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή που, παρά το νόμο, παρέλειψε την έκδοσή της μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής, δεδομένου ότι η κοινοποίηση αυτού γίνεται υποχρεωτικά από τη γραμματεία του δικαστηρίου. Για τους ίδιους λόγους η ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς δίκες.
Με την παράγραφο 2 εναρμονίζεται το άρθρο 128 με την προηγούμενη ρύθμιση και τα δικόγραφα όλων των υποθέσεων που κατατέθηκαν επιδίδονται, με επιμέλεια της γραμματείας, σε εκείνους έναντι των οποίων στρέφονται, εξήντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο, ώστε να είναι εφικτή η προετοιμασία των σχετικών φακέλων. Η υποχρέωση αυτή δεν δυσχεραίνει τη φορολογική διοίκηση, η οποία έχει ήδη έτοιμο φυσικό και ηλεκτρονικό φάκελο ενόφει της προηγούμενης άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής.

Άρθρο 22
Τροποποίηση του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
1. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 126Α προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Την κατά τα ανωτέρω εκδίκαση ενδίκου βοηθήματος ή μέσου μπορεί να προτείνει στον πρόεδρο και ο ορισθείς κατά το άρθρο 127 ως εισηγητής.»
2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι κατά τις παραγράφους 1 και 2 αποφάσεις λαμβάνονται μόνον ομοφώνως και μετά την αποστολή του φακέλου από τη διοίκηση, όταν τούτο κρίνεται απαραίτητο.»
3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 126Α αντικαθίσταται ως εξής: «Ο τελευταίος μπορεί, με αίτησή του, που κατατίθεται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση, και πάντως όχι μετά την πάροδο δεκαοκτώ (18) μηνών από την έκδοση της απόφασης, να ζητήσει τη συζήτηση της υπόθεσης στο
ακροατήριο, καταβάλλοντας τριπλάσιο του κατά το άρθρο 277 οριζόμενου παράβολου ή, όταν η υπόθεση έχει εισαχθεί με το ένδικο βοήθημα της αγωγής, τριπλάσιο του οριζόμενου στην περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 277 παράβολου για την προσφυγή.»
4. Στο άρθρο 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 10 ως εξής:
«10. Υποθέσεις που έχουν εισαχθεί αναρμοδίως μπορούν να παραπέμπονται στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο είτε με πράξη του προέδρου του συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο είτε με τη διαδικασία της παραγράφου 1. Με τον ίδιο τρόπο παραπέμπεται και η τυχόν εκκρεμής αίτηση αναστολής.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 22
Τροποποίηση του άρθρου 126Ατου Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με την παράγραφο 1 προστίθεται εδάφιο στην παράγραφο 3 του άρθρου 126Α, προκειμένου να προβλεφθεί ότι δυνατότητα πρότασης για παραπομπή της υπόθεσης σε συμβούλιο, στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2, έχει και ο εισηγητής δικαστής. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται αναγκαία ενόφει της εισαγωγής, με το άρθρο 24 του παρόντος νομοσχεδίου, του θεσμού του εισηγητή δικαστή, προκειμένου να έχει και αυτός, λόγω της γνώσης της δικογραφίας, τη δυνατότητα να προτείνει παραπομπή της υπόθεσης σε συμβούλιο.
Με την παράγραφο 2 τροποποιείται η παράγραφος 5 του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να καταργηθεί η υποχρέωση αποστολής φακέλου από τη Διοίκηση στις υποθέσεις σε συμβούλιο, πλην των περιπτώσεων όπου το δικαστήριο την κρίνει αναγκαία. Δεδομένου ότι η αποστολή του φακέλου από τη Διοίκηση στο δικαστήριο δημιουργεί μια χρονοβόρα διαδικασία στις υποθέσεις σε συμβούλιο, η οποία δεν είναι απαραίτητη όταν το ένδικο βοήθημα ή μέσο είναι προδήλως απαράδεκτο ή νόμω αβάσιμο, κρίνεται σκόπιμη η προτεινόμενη ρύθμιση, ώστε να μην απαιτείται να αναμένει χωρίς λόγο το δικαστήριο την αποστολή του φακέλου στις συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Με την παράγραφο 3 αντικαθίσταται η παράγραφος 6 του άρθρου 126Α, προκειμένου να οριστεί η καταβολή αυξημένου παράβολου (στο τριπλάσιο του κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 277 παράβολου για την προσφυγή) για την εισαγωγή στο ακροατήριο υποθέσεων που έχουν εισαχθεί με το ένδικο βοήθημα της αγωγής, μετά την έκδοση απόφασης με τη διαδικασία του άρθρου 126Α. Τούτο, καθόσον για την άσκηση αγωγής δεν προβλέπεται γενικώς η καταβολή παράβολου και, επομένως, δεν προκύπτει το πολλαπλάσιο ποσό που απαιτείται για την επαναφορά της υπόθεσης μετά την έκδοση απόφασης με τη διαδικασία του άρθρου 126Α. Η πρόβλεψη υποχρέωσης καταβολής παράβολου στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται επιβεβλημένη και για το ένδικο βοήθημα της αγωγής, προς αποτροπή της άσκοπης επαναφοράς υποθέσεων επί των οποίων έχει ήδη προηγηθεί δικαστική κρίση με διαδικασία σε συμβούλιο (κατά το άρθρο 126Α), επιλέγεται δε για την αγωγή το παράβολο που θα ισχύει κάθε φορά για το ένδικο βοήθημα της προσφυγής.
Με την παράγραφο 4 προστίθεται παράγραφος 10 στο άρθρο 126Α, προκειμένου να προβλεφθεί η δυνατότητα παραπομπής στο αρμόδιο δικαστήριο υποθέσεων που έχουν εισαχθεί αναρμοδίως και με πράξη του προέδρου του συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Σκοπός της ρύθμισης είναι να αποφεύγεται η πιο χρονοβόρα διαδικασία εισαγωγής των υποθέσεων αυτών σε συμβούλιο.

Άρθρο 23
Εισαγωγή της ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης διαφορών

1. Μετά το άρθρο 126Α στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται νέο άρθρο 126Β ως εξής:
«Άρθρο 126Β
Ενδοδικαστική συμβιβαστική επίλυση σε συμβούλιο των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από διοικητικές συμβάσεις
1. Οι διαφορές από αγωγές για απαιτήσεις από την εκτέλεση διοικητικών συμβάσεων αρμοδιότητας των διοικητικών εφετείων, υπόκεινται στη διαδικασία ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης σε συμβούλιο, σύμφωνα με τους όρους των επόμενων παραγράφων.
2. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο οριζόμενος από αυτόν δικαστής, αμέσως μετά την κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, ορίζει με πράξη του επ’ αυτού το αρμόδιο τμήμα για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς. Ο πρόεδρος του οικείου τμήματος ορίζει εισηγητή δικαστή με πράξη του, η οποία κοινοποιείται στους διαδίκους. Εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση, οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι να προσκομίσουν στη γραμματεία του δικαστηρίου όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επίλυση της διαφοράς. Ο εισηγητής επιμελείται τη συγκέντρωση των αναγκαίων
στοιχείων από τους διαδίκους, από τους οποίους μπορεί να ζητά, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων, και οργανώνει την επικοινωνία με αυτούς προς τον σκοπό επίλυσης της διαφοράς. Προς τούτο οι διάδικοι καλούνται σε κοινή συνάντηση από τον εισηγητή σε ημερομηνία που ορίζεται από τον ίδιο. Μετά την ολοκλήρωση της ως άνω διαδικασίας, η υπόθεση εισάγεται στο συμβούλιο και συντάσσεται πρακτικό, το οποίο περιέχει τις δηλώσεις των διαδίκων και την απόφαση του συμβουλίου, με την οποία επιλύεται η διαφορά ή διαπιστώνεται η μη επίτευξη της ενδοδικαστικής επίλυσής της.
3. Η απόφαση ενδοδικαστικής επίλυσης, η οποία περιέχει το ύψος της απαίτησης χωρίς παράθεση του πραγματικού, το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας και τον προσδιορισμό του επιτοκίου, έχει τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και συνιστά εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 199 του παρόντος Κώδικα.
4. Η διαδικασία ενδοδικαστικής επίλυσης διεξάγεται κατά τρόπο που να διασφαλίζεται το απόρρητο αυτής.
5. Οι διάδικοι, πλην του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, για τους οποίους έχει εφαρμογή η παράγραφος 1 του άρθρου 29 του παρόντος Κώδικα, εκπροσωπούνται στη διαδικασία του παρόντος άρθρου από δικηγόρους, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, εφαρμοζόμενης και της διάταξης της περίπτωσης Α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του παρόντος Κώδικα. Για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα.»
2. Οι διατάξεις του νέου άρθρου 126Β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που τίθενται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις.

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 23
Εισαγωγή της ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης διαφορών
Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού εισάγεται ο θεσμός της ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης των διοικητικών διαφορών ουσίας, ύστερα από την άσκηση αγωγής στα διοικητικά εφετεία. Ο νέος αυτός θεσμός, έχοντας ως πηγή έμπνευσης μεταξύ άλλων και το άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/7/ΕΕ «για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές», που μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με την υποπαράγραφο Ζ.10 της παραγράφου Ζ’ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α’ 107), αποβλέπει στην επιτάχυνση της διαδικασίας, προκειμένου να επιτευχθεί η επίλυση των ως άνω διαφορών σε σύντομο χρόνο.
Με την παράγραφο 2 προβλέπεται ότι η εφαρμογή των διατάξεων του νέου άρθρου 126Β καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, δηλαδή ακόμη και εκείνες για τις οποίες έχει ορισθεί δικάσιμος κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου.

Άρθρο 24
Εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή σε διαφορές ουσίας
1. Στο άρθρο 127 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του τμήματος, αμέσως μετά την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, με πράξη του επ’ αυτού, ορίζει εισηγητή τόσο για τις υποθέσεις τριμελούς όσο και μονομελούς σύνθεσης και δίνει εντολή να ανακοινωθεί η δικογραφία σε αυτόν. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του τμήματος μπορεί οποτεδήποτε, ακόμη και προφορικώς, να αντικαταστήσει τον εισηγητή σε περίπτωση κωλύματος. Εισηγητής δεν ορίζεται για το ένδικο βοήθημα της αγωγής ή για ένδικο μέσο κατά απόφασης που εκδίδεται επί αγωγής. Σε περίπτωση σώρευσης περισσότερων ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων κατά το άρθρο 124, εισηγητής ορίζεται εφόσον τούτο απαιτείται για ένα από τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα που σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο.»
2. Μετά το άρθρο 128 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 128Α με τίτλο «Καθήκοντα εισηγητή», ως εξής:
«1. Ο εισηγητής, σε συνεργασία, εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο, με τον πρόεδρο του συμβουλίου διεύθυνσης ή τον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή τον πρόεδρο του τμήματος, φροντίζει για τη συγκέντρωση κάθε στοιχείου χρήσιμου για τη διερεύνηση της υπόθεσης και για τη διενέργεια των επιδόσεων εκ μέρους της γραμματείας.
2. Ο εισηγητής μπορεί να ανακοινώνει τη δίκη στους δικαιούμενους σε παρέμβαση, να επικοινωνεί με τους διαδίκους, να τους ενημερώνει για τυχόν τυπικές παραλείψεις και να ζητά από αυτούς να προσκομίσουν στοιχεία που λείπουν ή είναι οπωσδήποτε χρήσιμα.
3. Οι αρχές προς τις οποίες απευθύνεται ο εισηγητής για τη συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών για τη διερεύνηση της υπόθεσης έχουν την υποχρέωση να αποστέλλουν τα ζητούμενα στοιχεία και να παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες.
4. Όταν ανακύπτουν ζητήματα που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως, ο εισηγητής συντάσσει συνοπτική έκθεση, η οποία αναφέρεται αποκλειστικά στα ζητήματα αυτά. Στην περίπτωση αυτή, η έκθεση επισυνάπτεται στον φάκελο το αργότερο τρεις (3) ημέρες πριν από τη συζήτηση, προκειμένου να λάβουν γνώση οι διάδικοι. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης κατάθεσης της έκθεσης από τον εισηγητή, ο διάδικος δύναται να ζητήσει αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης.»
3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 129 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Η έκθεση με τον κατά την προηγούμενη παράγραφο διοικητικό φάκελο διαβιβάζονται στο δικαστήριο τριάντα ημέρες τουλάχιστον πριν από τη δικάσιμο.»
4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 133 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η συνεδρίαση αρχίζει με την προεκφώνηση των υποθέσεων από το πινάκιο, κατά τη σειρά της εγγραφής τους σε αυτό. Την προεκφώνηση ακολουθεί η εκφώνηση και η συζήτηση των υποθέσεων. Σε περίπτωση που έχει συνταχθεί έκθεση κατά το άρθρο 128Α, η συζήτηση αρχίζει με την ανάγνωσή της από τον εισηγητή. Σε ειδική στήλη του πινακίου, ο δικαστής που προεδρεύει κατά τη συνεδρίαση σημειώνει, για κάθε περίπτωση, κατά μεν την προεκφώνηση, αν τυχόν η υπόθεση αναβάλλεται ή διαγράφεται, μετά δε την εκφώνηση και τη συζήτηση, αν οι διάδικοι παραστάθηκαν και πώς κατ’ αυτήν, καθώς και ότι η υπόθεση συζητήθηκε. Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι δεν θα εμφανισθούν στο ακροατήριο, αλλά θα παραστούν με κοινή δήλωση που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Τέτοια δήλωση μπορεί να γίνει και από έναν ή ορισμένους μόνο πληρεξουσίους. Η δήλωση που έχει γίνει από πληρεξούσιο του Δημοσίου, ΟΤΑ ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν έχει καμία δικονομική συνέπεια, αν δεν διαβιβαστεί εμπρόθεσμα στο δικαστήριο ο διοικητικός φάκελος. Η δήλωση αυτή παραδίδεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή, σε περίπτωση κοινής δήλωσης, από έναν τουλάχιστον πληρεξούσιο δικηγόρο στον αρμόδιο γραμματέα το αργότερο την παραμονή της δικασίμου και σημειώνεται αμέσως στο πινάκιο. Σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης ύστερα από αίτηση διαδίκου, δεν κλητεύεται κατά τη νέα δικάσιμο ο διάδικος που υπέβαλε δήλωση.»
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος.

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 24
Εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή σε διαφορές ουσίας
Με το άρθρο 24 εισάγεται σε διαφορές ουσίας ο θεσμός του εισηγητή δικαστή. Η εισαγωγή του θεσμού είναι αναγκαία για τη βελτίωση της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης και για την επιτάχυνση της δίκης, δεδομένου ότι η υπόθεση θα προετοιμάζεται καλύτερα, ο εισηγητής δικαστής κατά τη συζήτηση της υπόθεσης θα γνωρίζει τη διαφορά, αλλά και θα μπορεί να ενεργεί πριν από τη συζήτηση ώστε να προσκομίζεται εγκαίρως ο διοικητικός φάκελος και κάθε άλλο κρίσιμο στοιχείο.
Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 προστίθεται παράγραφος 3 στο άρθρο 127 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, με την οποία τίθεται το πλαίσιο του ορισμού του εισηγητή δικαστή. Ο εισηγητής ορίζεται, τόσο για τις υποθέσεις τριμελούς όσο και μονομελούς σύνθεσης, από τον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή τον πρόεδρο του τμήματος, ενώ παρέχεται η δυνατότητα αντικατάστασής του σε περίπτωση κωλύματος. Εισηγητής δεν θα ορίζεται στις αγωγές (επομένως, ούτε και στα ένδικα μέσα κατά αποφάσεων επί αγωγών), λόγω της φύσης του συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος και ιδίως ενόψει του ότι ο ενάγων έχει την πρωτοβουλία για τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού. Όταν σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο περισσότερα ένδικα βοηθήματα ή μέσα κατά το άρθρο 124, εισηγητής θα ορίζεται εφόσον τούτο απαιτείται για ένα έστω από τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα που σωρεύονται.
Με την παράγραφο 2 προστίθεται νέο άρθρο 128Α με τίτλο «Καθήκοντα εισηγητή», με το οποίο ορίζονται τα καθήκοντα του εισηγητή δικαστή. Η συνεργασία του εισηγητή δικαστή με τον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή τον πρόεδρο του τμήματος κρίνεται απαραίτητη, επειδή στις διαφορές ουσίας στα διοικητικά δικαστήρια δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής ανάλογης ρύθμισης με αυτή του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 20 του Π.Δ. 18/1989 περί ορισμού βοηθού εισηγητή. Η εν λόγω συνεργασία θα αφορά αποκλειστικά το στάδιο της συγκέντρωσης των στοιχείων της δικογραφίας και ως εκ τούτου κρίνεται απαραίτητη όχι μόνο για τις υποθέσεις τριμελούς σύνθεσης αλλά και για τις αντίστοιχες μονομελούς. Ο εισηγητής θα μπορεί να επικοινωνεί με τους διαδίκους και να ζητά από αυτούς να προσκομίσουν στοιχεία που λείπουν ή είναι οπωσδήποτε χρήσιμα, ενώ οι αρχές στις οποίες θα απευθύνεται θα έχουν την υποχρέωση να αποστέλλουν τα στοιχεία και τις πληροφορίες που τους ζητούνται.
Ενόψει των ιδιαιτεροτήτων των διαφορών ουσίας, αλλά και για λόγους συναρτώμενους με το στόχο της επιτάχυνσης κρίνεται σκόπιμο να μην συντάσσεται σε κάθε περίπτωση από τον εισηγητή έκθεση. Υποχρέωση σύνταξης έκθεσης υπάρχει μόνο στην περίπτωση κατά την οποία, κατά την κρίση του εισηγητή, ανακύπτουν ζητήματα που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως. Στην περίπτωση αυτή, η έκθεση περιορίζεται αποκλειστικά στην παράθεση των αυτεπαγγέλτως ερευνώμενων ζητημάτων. Με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να αναλώνεται ο εισηγητής με το ιστορικό της διαφοράς και με όλα τα ζητήματα που έχουν τεθεί από τους διαδίκους, καλύπτεται η απαίτηση να μην αιφνιδιάζεται ο διάδικος όταν ανακύπτουν ζητήματα που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως και επηρεάζουν την υπόθεση, ενώ υπηρετείται ο στόχος της επιτάχυνσης, αφού αποφεύγεται η αναγκαία προς άρση των συνεπειών του εν λόγω αιφνιδιασμού αναβολή της υπόθεσης, δεδομένου ότι κατά τη νομολογία τόσο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όσο και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, το δικαίωμα των διαδίκων να λάβουν γνώση και να αναπτύξουν τις παρατηρήσεις τους επί νομικών ισχυρισμών που ο δικαστής λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη και στους οποίους προτίθεται να στηρίξει την απόφασή του (βλ. ιδίως ΔΕΕ C-89/08), σε περίπτωση δε εξέτασης αυτεπαγγέλτως ερευνώμενου λόγου το δικαστήριο οφείλει να αναβάλει την υπόθεση (βλ. και απόφαση ΕΔΔΑ της 7.6.2001, Kress κατά Γαλλίας). Σε περίπτωση κατά την οποία ανακύπτουν, κατά την κρίση του εισηγητή, ζητήματα που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως, η εισήγηση επισυνάπτεται στον φάκελο το αργότερο τρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους να λαμβάνουν γνώση. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης κατάθεσης της έκθεσης ο διάδικος δύναται να ζητήσει αναβολή.
Με την παράγραφο 3 τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 129 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να οριστεί η προθεσμία για τη διαβίβαση στο δικαστήριο του διοικητικού φακέλου σε τριάντα ημέρες τουλάχιστον πριν από τη δικάσιμο. Σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι να καταστούν ομοιόμορφες οι διατάξεις που ορίζουν την προθεσμία διαβίβασης του διοικητικού φακέλου στη δίκη ουσίας και στην ακυρωτική δίκη, καθόσον δεν υφίσταται δικαιολογητικός λόγος διαφοροποίησης, πολύ δε περισσότερο μετά την εισαγωγή και στη δίκη ουσίας του θεσμού του εισηγητή δικαστή.
Με την παράγραφο 4 τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 133 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να οριστεί, πρώτον, ότι, σε περίπτωση που συντάσσεται έκθεση κατά το άρθρο 128Α, η συζήτηση αρχίζει με την ανάγνωση από τον εισηγητή της έκθεσής του και, δεύτερον, ότι η δήλωση παράστασης από πληρεξούσιο του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. δεν έχει καμία δικονομική συνέπεια, αν δεν διαβιβαστεί εμπρόθεσμα στο δικαστήριο ο διοικητικός φάκελος. Με την πρώτη ρύθμιση σκοπείται να τεθεί σαφώς το σημείο της συνεδρίασης κατά το οποίο θα αναγιγνώσκεται η έκθεση του εισηγητή, όταν θα υπάρχει σχετική υποχρέωση. Με τη δεύτερη ρύθμιση σκοπείται η αντιμετώπιση του φαινομένου, η Διοίκηση να υποβάλει στο δικαστήριο δήλωση παράστασης ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν έχει αποστείλει τον διοικητικό φάκελο με τα στοιχεία της υπόθεσης και την έκθεση των απόψεών της. Ενόψει της ανάγκης για επιτάχυνση, η εν λόγω ρύθμιση έχει τη μορφή πίεσης προς τη Διοίκηση, προκειμένου να διαβιβάσει, και μάλιστα εμπρόθεσμα, τον διοικητικό φάκελο.
Με την παράγραφο 5 προβλέπεται ότι οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος. Με τη ρύθμιση αυτή σκοπείται να εξασφαλιστεί η ομαλή εισαγωγή του νέου θεσμού στα διοικητικά δικαστήρια και να αποφευχθούν αναβολές υποθέσεων για τις οποίες δεν υπήρχε δυνατότητα ορισμού εισηγητή, διότι ο χρόνος συζήτησής τους βρίσκεται πολύ κοντά στον χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου.

Άρθρο 25
Τροποποίηση του άρθρου 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Η παράγραφος 2 του άρθρου 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η κατάργηση διαπιστώνεται με απόφαση του δικαστηρίου, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παρ. 7 του άρθρου 143, τα οποία, εφόσον δεν έχει ορισθεί δικάσιμος, εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις α’, δ’ και ε’ της προηγούμενης παραγράφου.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 25
Τροποποίηση του άρθρου 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με τη ρύθμιση του άρθρου 25 τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να προβλεφθεί ότι η δίκη καταργείται πριν ορισθεί δικάσιμος και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει εκλείψειτο αντικείμενο της δίκης.

Άρθρο 26
Τροποποίηση του άρθρου 194 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 194 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το οποίο προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 81 του ν. 3659/2008 (Α’ 77), αντικαθίσταται ως εξής:
«Μόλις συμπληρωθεί το οκτάμηνο, ο Γενικός Επίτροπος της Επικράτειας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων επιλαμβάνεται και ερευνά αν είναι δικαιολογημένη ή μη η καθυστέρηση.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 26
Τροποποίηση του άρθρου 194 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με το άρθρο 26 τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 194 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και προβλέπεται ότι το δικαιολογημένο ή μη της πέραν του
οκταμήνου καθυστέρησης στη δημοσίευση των αποφάσεων ερευνά, αντί του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης, ο Γενικός Επίτροπος της Επικράτειας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Η ρύθμιση αυτή, η οποία δεν ενέχει από μόνη της πειθαρχική χροιά, θα συμβάλει αποφασιστικά στην επιτάχυνση της διαδικασίας ανασυζήτησης των υποθέσεων, σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης στη δημοσίευση των αποφάσεων. Τούτο, διότι ο Γενικός Επίτροπος της Επικράτειας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μπορεί να εκτιμά άμεσα το δικαιολογημένο ή μη της καθυστέρησης, στο πλαίσιο της επεξεργασίας των στοιχείων που διαθέτει αυτοτελώς, σχετικά με την κίνηση των εργασιών των δικαστικών λειτουργών των διοικητικών δικαστηρίων της χώρας (βλ. άρθρο 29 περ. δ’ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), ώστε η κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 194 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας απονομή της δικαιοσύνης να καθίσταται αποτελεσματική για τους διαδίκους. Εξυπακούεται, άλλωστε, ότι η θεσμική θέση του Γενικού Επιτρόπου διασφαλίζει την ορθολογική χρήση των ανωτέρω στοιχείων για τον σκοπό αυτό.

Άρθρο 27
Τροποποίηση του άρθρου 202 και κατάργηση του άρθρου 209Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ειδικώς επί φορολογικών, τελωνειακών και διαφορών με χρηματικό αντικείμενο, το δικαστήριο μπορεί, με την απόφασή του, να ορίσει ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν καταλαμβάνει τη λήψη ενός ή περισσότερων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων, για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής, επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος, τα οποία αναφέρονται στην απόφαση.»
2. Στο άρθρο 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 6, ως εξής:
«6. Σε κάθε περίπτωση χορήγησης αναστολής, μερικής ή ολικής, η υπόθεση προσδιορίζεται κατά προτεραιότητα, εντός έτους από την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης αναστολής και, στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, εντός έξι μηνών από την έκδοση της απόφασης.»
3. Το άρθρο 209Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως προστέθηκε με το άρθρο 38 του ν. 3900/2010, καταργείται.

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 27
Τροποποίηση του άρθρου 202 και κατάργηση του άρθρου 209Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με την παράγραφο 1 τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να προβλεφθεί ότι στις χρηματικές διαφορές, περιλαμβανομένων των φορολογικών και τελωνειακών, το δικαστήριο μπορεί με την απόφαση αναστολής να ορίσει ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν καταλαμβάνει τη λήψη ενός ή περισσότερων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος. Με τη ρύθμιση αυτή αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που ανέκυφαν συνεπεία της διατύπωσης της διάταξης της παραγράφου 2, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του ν. 3900/2010, καθόσον παρέμενε ασαφές ως προς τι διαφοροποιείται η εξουσία που παρέχεται στο δικαστήριο με την παράγραφο 1 (αναστολή της προσβαλλόμενης πράξης καθ’ εαυτή) από την αντίστοιχη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου. Η νέα ρύθμιση επιτρέπει καταρχήν τη χορήγηση αναστολής της πράξης καθεαυτή και επί των συγκεκριμένων κατηγοριών διαφορών, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό ότι το δικαστήριο δεν εμποδίζεται να ικανοποιήσει πλήρως το αίτημα προσωρινής δικαστικής προστασίας σε όσες περιπτώσεις η στάθμιση αγαθών επιτάσσει το πλήρες ανασταλτικό αποτέλεσμα της οικείας διοικητικής πράξης. Ο εξορθολογισμός που επέρχεται με τη νέα ρύθμιση παρίσταται αναγκαίος, δεδομένου ότι στην περίπτωση αντίστροφου αιτήματος από μέρους της Διοίκησης (άμεση εκτέλεση πράξης φορολογικής ή τελωνειακής αρχής η οποία αναστέλλεται μερικώς ή στο σύνολο της λόγω άσκησης προσφυγής) η εξουσία του δικαστηρίου είναι πλήρης (άρθρο 205Α). Προς άμβλυνση των συνεπειών που επιφέρει η αποδοχή της αίτησης αναστολής σε σχέση με την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης, παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με αίτημα της Διοίκησης, να ορίσει ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν καταλαμβάνει τη λήψη ενός ή περισσότερων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής, επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος, όπως ιδίως ακίνητα του αιτοόντος, κινητά και απαιτήσεις αυτού εις χείρας τρίτων, κ.ά. Η εξαίρεση από το ανασταλτικό αποτέλεσμα διατάσσεται είτε κατόπιν σχετικού αιτήματος της Διοίκησης είτε και αυτεπαγγέλτως, όταν από τα στοιχεία της δικογραφίας (π.χ. δήλωση παγκοσμίου εισοδήματος) προκύπτουν περιουσιακά στοιχεία για τα οποία, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η λήψη των ανωτέρω μέτρων δεν συνεπάγεται ανεπανόρθωτη βλάβη του αιτούντος. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση έχει την ευχέρεια, βάσει της αρχής της μέριμνας του δικαστηρίου για την πρόοδο της δίκης (άρθρο 33 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), να λαμβάνει όλα τα πρόσφορα μέτρα για τη διακρίβωση της αλήθειας και συνεπώς μπορεί να διατάξει τον αιτούντα να προσκομίσει τα στοιχεία εκείνα από τα οποία, κατά την κρίση του, θα προκύπτει αν συντρέχει λόγος εφαρμογής της ρύθμισης για την εν λόγω εξαίρεση.
Με την παράγραφο 2 προστίθεται παράγραφος 6 στο άρθρο 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, με το οποίο ορίζεται ότι, σε περίπτωση χορήγησης αναστολής, η υπόθεση προσδιορίζεται κατά προτεραιότητα, εντός έτους από τη δημοσίευση της απόφασης αναστολής και, στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, εντός έξι μηνών. Με τη ρύθμιση αυτή λαμβάνεται μέριμνα, σε κάθε περίπτωση χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος, μερικού ή ολικού, και ειδικά στις φορολογικές, τελωνειακές και τις διαφορές με χρηματικό αντικείμενο, ώστε να μην παρατείνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα η αβεβαιότητα ως προς την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης.
Με την παράγραφο 3 καταργείται το άρθρο 209Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που είχε προστεθεί με το άρθρο 38 του ν. 3900/2010. Με τη ρύθμιση αίρεται ο περιορισμός της δυνατότητας προβολής λόγων αναστολής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ειδικά στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές και, για λόγους διεύρυνσης του δικαιώματος προσωρινής δικαστικής προστασίας του πολίτη, η περίπτωση του αιτήματος αναστολής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης αντιμετωπίζεται ομοιόμορφα, από άποψη εξουσίας του δικαστηρίου, με την αντίστοιχη περίπτωση του αιτήματος αναστολής εκτέλεσης διοικητικής πράξης.

Άρθρο 28
Τροποποίηση του άρθρου 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Η απαλλαγή χορηγείται ύστερα από αίτηση του διαδίκου. Η υποβολή της αίτησης διακόπτει την προθεσμία για την άσκηση του οικείου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, η οποία αρχίζει από την επομένη της κοινοποίησης της επ’ αυτής απόφασης στον αιτούντα. Σε περίπτωση ήδη εκκρεμούς ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, η αίτηση υποβάλλεται είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Η αίτηση πρέπει σε κάθε περίπτωση να συνοδεύεται από τα σχετικά έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία.
5. Για την αποδοχή ή την απόρριψη της κατά την προηγούμενη παράγραφο αίτησης, αποφαίνεται ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή ο αναπληρωτής του ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο οριζόμενος από αυτούς πρόεδρος του δικαστηρίου, στο οποίο πρόκειται να εισαχθεί ή εκκρεμεί η υπόθεση, με πράξη του, η οποία επιδίδεται στον αιτούντα δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Η διαδικασία διεξάγεται ατελώς και δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο. Προϋπόθεση για την αποδοχή της αίτησης είναι το οικείο ένδικο βοήθημα ή μέσο να μην κρίνεται προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο. Για την ένδεια αρκεί η πιθανολόγηση. Η αποδοχή ή η απόρριψη της αίτησης πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μόνο μία φορά, σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 28
Τροποποίηση του άρθρου 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με το άρθρο 28 τροποποιούνται οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Με τις νέες ρυθμίσεις εξυπηρετείται η βασική αρχή της ταχύτητας που διέπει εξ ορισμού τη διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων για την παροχή του ευεργετήματος πενίας, καθώς οι αιτήσεις αυτές στο εξής θα εξετάζονται όχι μόνο από τους προέδρους των τριμελών συμβουλίων διεύθυνσης ή τους διευθύνοντες προέδρους των δικαστηρίων, αλλά και από τους αναπληρωτές τους ή από τους οριζόμενους από αυτούς προέδρους, ενώ παράλληλα διασφαλίζεται η ορθολογική χρήση της εν λόγω δυνατότητας από τους διαδίκους.

Άρθρο 29
Τροποποίηση του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το οποίο προστέθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 65 του ν. 3994/2011 (Α’ 165), αντικαθίσταται ως εξής:
«Ως αντικείμενο της διαφοράς θεωρείται η διαφορά του κύριου φόρου, δασμού, τέλους, εισφοράς ή προστίμου και, επί προσβολής πλειόνων συναφών πράξεων με κοινή προσφυγή, το άθροισμα του αντικειμένου αυτών.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 29
Τροποποίηση του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με το άρθρο 29 τροποποιείται η παράγραφος 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να προβλεφθεί ότι, στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και εν γένει τελωνειακές διαφορές, ως αντικείμενο της διαφοράς θεωρείται, επί προσβολής πλειόνων συναφών πράξεων με κοινή προσφυγή, το άθροισμα της διαφοράς του κύριου φόρου, δασμού, τέλους ή προστίμου. Όπως έχει κριθεί από το Συμβούλιο της Επικράτειας, η κατά τις διατάξεις του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας υποχρέωση καταβολής αναλογικού παράβολου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής, στις χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές, εν γένει, διαφορές, συνιστά θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος ένδικης προστασίας, ενόψει του σκοπού της πρόβλεψής του (αποτροπή άσκησης απερίσκεπτων και αστήρικτων ενδίκων βοηθημάτων) και του παράλληλου καθορισμού ανωτάτου ορίου παράβολου δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Η νέα ρύθμιση αποβλέπει στη διατήρηση του ανωτάτου ορίου του παράβολου και επί προσβολής πλειόνων συναφών πράξεων της ανωτέρω κατηγορίας διαφορών, με κοινή προσφυγή, εφόσον στην περίπτωση αυτή εξυπηρετείται η οικονομία της δίκης και προστατεύεται ο πυρήνας του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, υπό την τρέχουσα, μάλιστα, συγκυρία της οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ

Άρθρο 30
Αρμοδιότητα για υποθέσεις προ του 2013

Εκκρεμή ένδικα βοηθήματα επί υποθέσεων των περιπτώσεων β’ και γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αρμοδιότητας μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου, τα οποία ασκήθηκαν μέχρι 31.12.2012, χωρίς να έχει ορισθεί δικάσιμος, εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από πρόεδρο πρωτοδικών, εξαιρουμένων των προέδρων τριμελών συμβουλίων διεύθυνσης διοικητικών πρωτοδικείων, και σε δεύτερο βαθμό από εφέτη μονομελούς διοικητικού εφετείου. Οι διατάξεις του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας εφαρμόζονται και για την εκδίκαση των υποθέσεων του προηγούμενου εδαφίου.

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 30
Αρμοδιότητα για υποθέσεις προ του 2013
Με τη μεταβατική ρύθμιση του άρθρου 30 ορίζεται ότι εκκρεμή ένδικα βοηθήματα των περιπτώσεων β’ και γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αρμοδιότητας μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου, τα οποία ασκήθηκαν μέχρι 31.12.2012, χωρίς να έχει ορισθεί δικάσιμος, εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από πρόεδρο πρωτοδικών και σε δεύτερο βαθμό από εφέτη μονομελούς διοικητικού εφετείου. Η ρύθμιση αυτή υπαγορεύεται από την ανάγκη επιτάχυνσης της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης από τα μονομελή διοικητικά πρωτοδικεία, όπου έχουν συσσωρευτεί 55.000 ένδικα βοηθήματα, επί σειρά ετών, αφού τα οικεία εισαγωγικά δικόγραφα έχουν κατατεθεί κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2002 έως 2012. Βάσει δε του προβλεπόμενου, στους οικείους κανονισμούς εσωτερικής υπηρεσίας, αριθμού εκδικαζόμενων, κατά μήνα, υποθέσεων, εκτιμάται ότι οι ανωτέρω εκκρεμείς υποθέσεις θα έχουν διεκπεραιωθεί σε διάστημα που κυμαίνεται (αναλόγως της συνολικής επιβάρυνσης κάθε δικαστηρίου και του αριθμού των προέδρων πρωτοδικών που υπηρετούν σε αυτό) από 10 έως 30 μήνες. Παράλληλα, οι πρωτόδικες θα εκδικάζουν, ως μονομελείς σχηματισμοί, τις υποθέσεις που τα εισαγωγικά τους δικόγραφα έχουν κατατεθεί από το έτος 2013 και εντεύθεν, αποφορτιζόμενοι, εν πολλοίς, από τις ανωτέρω «παλαιές» υποθέσεις.

Άρθρο 31
Μετατροπή θέσεων Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων – Χειριστών ΗΥ

«Ο αριθμός των οργανικών θέσεων του Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων (ήδη Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων – Χειριστών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών) του Τομέα υπαλλήλων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας της Επικράτειας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ορίζεται σε εβδομήντα δύο (72). Πενήντα δύο (52) κενές οργανικές θέσεις του ίδιου Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων, του ίδιου Τομέα, μετατρέπονται σε: α) τριάντα πέντε (35) θέσεις Κλάδου ΠΕ Γραμματέων, β) οκτώ (8)
θέσεις Κλάδου ΠΕ Οικονομολόγων – Λογιστών, γ) τρεις (3) θέσεις Κλάδου ΠΕ Μεταφραστών – Διερμηνέων και δ) έξι (6) θέσεις Κλάδου ΥΕ Φυλάκων.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 31
Μετατροπή θέσεων Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων – Χειριστών ΗΥ

Με την προτεινόμενη ρύθμιση μετατρέπονται θέσεις του Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων δεδομένου ότι ήδη με τον ν. 4055/2012, ο οποίος αντικατέστησε την παράγραφο 3 του άρθρου 189 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ορίστηκε ότι ο δικαστής παραδίδει το πρωτότυπο της απόφασης σε ηλεκτρονική μορφή. Συνεπώς, δεν απαιτείται πλέον καθαρογραφή των σχεδίων αποφάσεων, γεγονός που αποτελούσε το κύριο αντικείμενο απασχόλησης των δακτυλογράφων. Με τα δεδομένα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη ότι συντρέχει επιτακτική ανάγκη τόσο η Γενική Επιτροπεία της Επικράτειας όσο και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια να στελεχωθούν με γραμματειακό προσωπικό εξειδικευμένο προκειμένου να διασφαλισθεί η καλή λειτουργία και η πλήρης ανάπτυξη του νέου «Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Υποθέσεων Διοικητικών Δικαστηρίων», η διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων που προβλέπονται από τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις, καθώς και η ουσιαστική επικουρία του έργου του δικαστή, όπως ισχύει σήμερα στα περισσότερα ευρωπαϊκά δικαστικά συστήματα, κρίνεται σκόπιμο να επανακαθορισθεί ο αριθμός των οργανικών θέσεων των κλάδων και ειδικοτήτων για τον τομέα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, στην κατεύθυνση μετατροπής ενός αριθμού κενών οργανικών θέσεων Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων, σε θέσεις άλλων κλάδων και ειδικοτήτων από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 18 του ν. 2812/2000 (Α’ 67). Ειδικότερα, οι υπηρετούντες σήμερα δικαστικοί λειτουργοί στη Γενική Επιτροπεία της Επικράτειας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ανέρχονται σε 929 έναντι 937 οργανικών θέσεων. Στις παραπάνω δικαστικές υπηρεσίες υφίστανται σήμερα: α) 659 οργανικές θέσεις Κλάδου Γραμματέων (κατηγορίας ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ), εκ των οποίων καλυμμένες είναι οι 511 και παραμένουν κενές 147 οργανικές θέσεις, β) 124 οργανικές θέσεις κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων (ήδη Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων – Χειριστών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών), εκ των οποίων καλυμμένες είναι οι 10 και παραμένουν κενές 114 οργανικές θέσεις, γ) 207 οργανικές θέσεις Κλάδου Επιμελητών, εκ των οποίων καλυμμένες είναι οι 60 και παραμένουν κενές 147 οργανικές θέσεις και δ) 19 οργανικές θέσεις Κλάδου Πληροφορικής, οι οποίες παραμένουν όλες κενές. Από τις πιο πάνω κενές οργανικές θέσεις των συγκεκριμένων κλάδων, επίκειται η πλήρωση 115 θέσεων Κλάδου ΠΕ Γραμματέων (58 από τον διαγωνισμό του 1998, 57 και 3 ΑΜΕΑ από υπό εξέλιξη προκήρυξη) και 57 θέσεων Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων (από τον διαγωνισμό του 1998).

Άρθρο 32 Έναρξη ισχύος

Οι διατάξεις του Μέρους Δεύτερου του παρόντος νόμου ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσής του, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
«ΠΑΡΑΒΟΛΑ ΚΑΙ ΤΕΛΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ, ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ»
Γενικά
Το παρόν μέρος περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τον εξορθολογισμό των δικαστικών τελών, δηλαδή την εύρεση του σημείου ισορροπίας ανάμεσα στους περισσότερους στόχους που συνδέονται με τη χρήση τους, όπως η αποφυγή της άσκησης καταχρηστικών ή όλως αβασίμων ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων, η κάλυψη λειτουργικών δαπανών της δικαιοσύνης, χωρίς παράλληλα να παρεμποδίζεται ουσιωδώς το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας για τον πολίτη ως βασική συνταγματική αρχή (άρθρο 20 Συντ.), καθώς και ρυθμίσεις για την αύξηση της διαφάνειας στον σχετικό τομέα.
Η τρέχουσα δυσμενής οικονομική κατάσταση της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, συνεπάγεται ότι το ύψος των παραβολών και δικαστικών τελών που τίθενται ως προϋποθέσεις για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος ή μέσου και για τη διενέργεια άλλων διαδικαστικών πράξεων επαρκεί για την ικανοποίηση του στόχου της αποτροπής των καταχρηστικών ενδίκων βοηθημάτων/μέσων. Επομένως, με ορίζοντα άλλες πτυχές της αποτελεσματικής λειτουργίας της δικαιοσύνης, ο εξορθολογισμός των οικονομικών επιβαρύνσεων επικεντρώνεται στην ανακατανομή των επιβαλλόμενων δικαστικών παραβολών και τελών, ώστε να προσαρμόζεται ιδίως προς την κλιμάκωση των βαθμών από τους οποίους διέρχεται η δικαστική κρίση (πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εφετείο, ακυρωτικό δικαστήριο), προς το είδος και το αίτημα του ασκούμενου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, ιδίως με το αν με αυτό επιδιώκεται η καταψήφιση χρηματικής απαίτησης και αναλογικά προς το ύψος αυτής. Ιδιαίτερα, ελήφθη υπόψη ότι κατ’ εξαίρεση θα πρέπει να αυξηθεί η προστασία από δαπανήματα που επιβάλλονται έναντι ευάλωτων κατηγοριών των πολιτών, όπως οι εργαζόμενοι (υποθέσεις εργατικών διαφορών), ανεξάρτητα αν αυτά έχουν καταφηφιστικό χαρακτήρα.
Ειδικότερα, νομοθετείται η μείωση των παραβολών για την άσκηση έφεσης κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου και Μονομελούς Πρωτοδικείου και για άσκηση ανακοπής ερημοδικίας ενώ αυξάνονται τα παράβολα για την άσκηση αίτησης αναίρεσης και αναψηλάφησης. Επιπλέον, προβλέπεται η κατάργηση της υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών, η οποία ως είχε τεθεί παράλληλα με αντίστοιχη επιβάρυνση επί των καταψηφιστικών αγωγών έθετε την προβληματική σχετικά με τη συνταγματικότητά της [βλ. και ΑΠ 675/2010, ΠΠρΑθ 4557/2014, ΠΠρΠατρ 104/2014, ΜΠρΧαν 3/2013]. Σε αυτήν την κατεύθυνση, αξιοποιήθηκε ιδιαιτέρως η ενδελεχής μελέτη του ζητήματος από την Επιτροπή Γερμανικών Αποζημιώσεων σε σχέση με την καταβολή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές αποζημίωσης θυμάτων των Κατοχικών Δυνάμεων (1941-1945). Ομοίως, νομοθετείται και η μείωση του καταβλητέου επί εργατικών διαφορών δικαστικού ενσήμου, επί αγωγών δηλαδή με καταψηφιστικό αίτημα και για ποσό που προβλέπεται τέτοιο.
Τέλος, παράλληλα, λαμβάνεται πρόνοια για τη διαφύλαξη των εσόδων του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) από το οποίο χρηματοδοτείται ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη στρατηγικών στον τομέα της Δικαιοσύνης, με ειδικές ρυθμίσεις σε ξεχωριστό κεφάλαιο για τη διασφάλιση των πόρων του. Στο πλαίσιο αυτό νομοθετείται η επιλεκτική αύξηση της αξίας της εισφοράς υπέρ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. (μεγαρόσημα), η επιβάρυνση των παραβολών στις διαδικασίες των ακυρωτικών δικαστηρίων και η επιβολή παράβολου για τη χορήγηση αναβολής ενώπιον τόσο των πολιτικών όσο και των διοικητικών δικαστηρίων. Με το τελευταίο μέτρο επιδιώκεται περαιτέρω η επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, χωρίς την προσφυγή σε μια οριζόντια, γενική οικονομική επιβάρυνση επί των εισαγωγικών της δίκης ενδίκων βοηθημάτων. Το μέτρο αυτό έχει σε κάθε περίπτωση διπλή λειτουργία: αφενός εξισορροπητική ως προς τα έξοδα που δημιουργούνται από την εν λόγω διαδικαστική πράξη που οδηγεί στη διατήρηση των υποθέσεων σε εκκρεμότητα και στην επιβάρυνση της λειτουργίας των δικαστικών θεσμών, και αφετέρου προληπτική ως προς την υποβολή παρελκυστικών αιτημάτων αναβολής.

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Σύμφωνα με το πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στην βουλή στις 12/12/2016:
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ (ν. 3588/2007, Α’ 153)
Α. ΒΑΣΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Καθώς η χώρα μας αντιμετωπίζει σοβαρή οικονομική και κοινωνική κρίση, η Πολιτεία λαμβάνει μέτρα για να ανακόψει ή τουλάχιστον να περιορίσει τις δραματικές συνέπειες της κρίσης χρέους που έχει άμεσες και οδυνηρές επιπτώσεις στους ανθρώπους, στην απασχόληση και στις επιχειρήσεις. Ήδη η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε δραματική αύξηση του αριθμού των προβληματικών επιχειρήσεων. Η αναζήτηση ισχυρών θεσμικών αναχωμάτων καθίσταται επιβεβλημένη έτσι ώστε να υπάρξει δίκαιη εξισορρόπηση των συμφερόντων, προστασία των αδυνάτων και αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης.

Ο ρόλος του πτωχευτικού δικαίου είναι εν προκειμένω καθοριστικός για τη λειτουργία της οικονομίας. Ρυθμίζει την ορθή δικαιικά τάξη της εξόδου από την αγορά, αλλά και την οικονομική αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων που ατύχησαν. Είναι επομένως ένας θεμελιώδης κλάδος δικαίου με κατευθυντήρια και ρυθμιστική αποστολή στη λειτουργία και στη δομή της αγοράς. Η αναθεώρησή του θα είναι τριπλά επωφελής, γι’ αυτό και οι προτεινόμενες ρυθμίσεις κινούνται πάνω στους εξής τρεις άξονες:
(α) Παροχή ουσιαστικής δυνατότητας επαναδραστηριοποίησης (fresh start) του έντιμου επιχειρηματία που ατύχησε παρόλες τις καλόπιστες προσπάθειές του.
(β) Ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και σύντμηση των προθεσμιών εκτύλιξης της πτωχευτικής διαδικασίας, έτσι ώστε, για μεν τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις, η πτώχευση να ολοκληρώνεται σε εύλογο χρονικό διάστημα, για δε τις βιώσιμες επιχειρήσεις, να τίθενται τάχιστα σε εφαρμογή οι μηχανισμοί διάσωσης, (γ) Ενίσχυση της εξυγιαντικής λειτουργίας του πτωχευτικού δικαίου για τις βιώσιμες επιχειρήσεις, έτσι ώστε αυτό να μην αποτελεί καταστροφέα αξιών, αλλά
ένα σύγχρονο εργαλείο αντιμετώπισης της εμπορικής αφερεγγυότητας, με έμφαση στην προληπτική του διάσταση και στην ανάγκη διάσωσης παραγωγικών πόρων (ανθρωπίνων και μη), παράλληλα προς τη λειτουργία του ως συλλογική ικανοποίηση των δανειστών στην προκύπτουσα «κοινωνία ζημίας», με όρους ισότητας (par conditio creditorum).

Οι ανωτέρω άξονες αναπτύσσονται ως ακολούθως:

(α) Χορήγηση δεύτερης ευκαιρίας – απαλλαγή Με την εισαγωγή του θεσμού της απαλλαγής, ο οποίος βρισκόταν σε αχρησία στο προγενέστερο δίκαιο, αποφορτίζεται και αποενοχοποιείται κοινωνικοηθικά η πτώχευση και καθίσταται δυνατή η παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε οφειλέτες – φυσικά πρόσωπα, τα οποία πτώχευσαν, χωρίς να τους βαρύνει κακόπιστη συμπεριφορά. Η δεύτερη ευκαιρία υλοποιείται με την πλήρη απαλλαγή του οφειλέτη που έχει κηρυχθεί συγγνωστός, μετά την παρέλευση δύο ετών από την κήρυξη της πτώχευσης, άλλως με την περάτωσή της, από το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πιστωτών που δεν ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία.
Η προτεινόμενη ρύθμιση βασίζεται σε πρότυπα σχετικών ρυθμίσεων άλλων κρατών μελών και εναρμονίζεται απολύτως με τις σχετικές αρχές της Σύστασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 12.3.2014 για μια νέα προσέγγιση της επιχειρηματικής αποτυχίας και της αφερεγγυότητας (C 2014/1500, εφεξής «η Σύσταση»), η οποία αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο θεσμό της απαλλαγής ως μέσον για την ουσιαστική παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε επιχειρηματίες που πτωχεύουν. Προϋποθέτοντας διαπίστωση μόνον καλής πίστης και έλλειψης δόλου από τον οφειλέτη, ο θεσμός της απαλλαγής αναμένεται να λειτουργήσει ευεργετικά προς την κατεύθυνση επαναδραστηριοποίησης πολλών επιχειρηματιών που επλήγησαν από τη δριμεία οικονομική κρίση, αναγκαζόμενοι να υποστούν την πτωχευτική διαδικασία παρόλες τις έντιμες προσπάθειες αποφυγής της και οι οποίοι αντιμετωπίζουν καταστάσεις ισοδύναμες με «συναλλακτικό θάνατο».
(β) Απλοποίηση και επιτάχυνση της διαδικασίας – Σύντμηση προθεσμιών Η αποτελεσματικότερη εφαρμογή του πτωχευτικού δικαίου και η ταχύτερη περάτωσή των εργασιών της πτώχευσης κρίθηκε απολύτως αναγκαία, καθώς το ισχύον δίκαιο περιλαμβάνει ρυθμίσεις που η σχετική πρακτική έχει αποδείξει ότι επιβαρύνουν τη διαδικασία χρονικά, χωρίς να αντλείται κάποιο όφελος από την εφαρμογή τους. Κατ’ αποτέλεσμα, έτσι όπως εφαρμόζεται σήμερα η πτωχευτική διαδικασία, συχνό είναι το φαινόμενο οι εργασίες της πτώχευσης να ολοκληρώνονται σε χρόνο πέραν της δεκαετίας, με επιβλαβή αποτελέσματα για το σύνολο των εμπλεκομένων μερών, αλλά και την εθνική οικονομία γενικότερα.
Από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις αυτής της κατηγορίας αναφέρονται, ενδεικτικά:
Στο άρθρο 5 προστίθεται νέα παράγραφος 4, κατά το πρότυπο του ισχύοντος άρθρου 100 παρ. 2 που αφορά τη διαδικασία εξυγίανσης. Όταν, δηλαδή, η αίτηση πτώχευσης υποβάλλεται από τον οφειλέτη, απαιτείται η προσκόμιση
οικονομικών καταστάσεων και βεβαίωσης για τα χρέη προς το δημόσιο, προς υποβοήθηση του δικαστηρίου, το οποίο αξιολογεί την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη.
Σε αρμονία με τη γενική στόχευση του σχεδίου νόμου για σύντμηση των διαδικασιών, καταργείται το στάδιο της δικαστικής προεξέτασης του σχεδίου αναδιοργάνωσης (άρθρο 114). Και τούτο διότι η ανάμιξη του δικαστηρίου θα πρέπει να περιορίζεται στον απαραίτητο εκείνο βαθμό προκειμένου να διασφαλίζονται τα δικαιώματα όσων επηρεάζονται από το σχέδιο αναδιοργάνωσης. Η προστασία των προσώπων αυτών διασφαλίζεται με τους λόγους απόρριψης του σχεδίου, που ρυθμίζονται στο άρθρο 124.
Για λόγους επιτάχυνσης της διαδικασίας:

– αντικαθίστανται οι αρμοδιότητες του πτωχευτικού δικαστηρίου με αρμοδιότητες του εισηγητή, όπως λ.χ. για την κατακύρωση της επιχείρησης στον πλειοδότη, τον ορισμό νέας τιμής πρώτης προσφοράς, την παροχή άδειας για εκποίηση ακινήτου όταν ήδη ξεκίνησε η εκτέλεση από τους ενέγγυους πιστωτές, την παροχή άδειας για εκποίηση ακινήτων του οφειλέτη, την επανάληψη του πλειστηριασμού.
– περιορίζονται οι περιπτώσεις προσφυγής στο πτωχευτικό δικαστήριο ή στον εισηγητή δικαστή.

Για λόγους περαιτέρω απλοποίησης της διαδικασίας των μικροπτωχεύσεων προστίθεται η δυνατότητα του πτωχευτικού δικαστηρίου να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του ΠτΚ, προκειμένου να υποδεικνύει άλλον (διαδικαστικά απλούστερο και χρονικά συντομότερο) τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας.
Τέλος προβλέπεται δραστική σύντμηση προθεσμιών διενέργειας διαδικαστικών πράξεων και άσκησης ενδίκων βοηθημάτων, η δυνατότητα εκ νέου σύγκλησης συνέλευσης των πιστωτών εφόσον εμφανισθεί αξιόχρεος επενδυτής για την αγορά του ενεργητικού της επιχείρησης ως συνόλου ή κλάδων, η διεύρυνση των περιπτώσεων καταλογισμού αστικής ευθύνης διοικητών κεφαλαιουχικών εταιριών, η κατάργηση του θεσμού της αποκατάστασης.
(γ) Ενίσχυση εξυγιαντικής λειτουργίας βιώσιμων επιχειρήσεων Ειδικά τόσο στην προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, η οποία συμπυκνώνεται πλέον σε ένα στάδιο, όσο και στην ενδοπτωχευτική διαδικασία αναδιοργάνωσης, οι αλλαγές που προτείνονται (ανάμεσά τους ο δραστικός περιορισμός της δικαστικής παρέμβασης κατά το προστάδιο των διαπραγματεύσεων και η ανάληψη πρωτοβουλίας εξυγίανσης της υπερχρεωμένης επιχείρησης από πιστωτές σε περίπτωση μη συνεργάσιμου οφειλέτη), αναμένεται να καταστήσουν αποτελεσματικότερη τη χρησιμοποίησή τους προς όφελος οφειλετών και δανειστών (συμπεριλαμβανομένων εργαζομένων, προμηθευτών, δημοσίου και ασφαλιστικών ταμείων), να παράσχουν, με τρόπο ευχερώς υλοποιήσιμο, τη δυνατότητα διάσωσης βιώσιμων επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας και να αποτρέψουν καταστρατηγήσεις από μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Έτσι, λοιπόν, η συναίνεση του οφειλέτη είναι ικανή αλλά όχι αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση της συμφωνίας εξυγίανσης, ειδικώς δε λαμβάνεται πρόβλεψη για τους μη συνεργάσιμους μετόχους/εταίρους (άρθρα 101 και 120α ΣχΠτΚ).
Ειδικότερα παρέχεται το δικαίωμα σε πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις εκπροσωπούν τα απαιτούμενα ποσοστά, να υποβάλουν προς επικύρωση συμφωνία εξυγίανσης, αποκλειστικά και μόνον στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών. Το παραπάνω δικαίωμα είναι ουσιωδώς περιορισμένο, καθόσον δύναται να ασκηθεί μόνον στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών, πλην όμως δεν λαμβάνει τα απαιτούμενα μέτρα, έστω και την ύστατη στιγμή, προκειμένου να αποφευχθεί η επικείμενη πτώχευση. Για το λόγο αυτό προβλέπεται και η υποχρεωτική συνυποβολή αίτησης πτώχευσης από τους πιστωτές. Η δε άσκηση του παραπάνω δικαιώματος προϋποθέτει σαφώς ότι η δυσχερής κατάσταση της επιχείρησης είναι έστω και οριακά αναστρέψιμη, καθώς και ότι το ποσοστό ικανοποίησης των πιστωτών, σε συνδυασμό με τα οφέλη από τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας μέσω της συμφωνίας εξυγίανσης, είναι ουσιωδώς μεγαλύτερο από αυτό που θα επιτυγχανόταν σε περίπτωση ικανοποίησης μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας. Αυτό που προέχει, άλλωστε, είναι η διάσωση της επιχείρησης και των αξιών που συνδέονται μ’ αυτήν και όχι ο φορέας της (μέτοχος/εταίρος), σε κάθε περίπτωση εντός των ορίων του σκοπού του άρθρου 1 του ΠτΚ.
Τέλος, στο πλαίσιο της άνω διαδικασίας, ο καταχρηστικώς αρνούμενος οφειλέτης, ο οποίος δεν παρέχει τα αιτούμενα από το δικαστήριο στοιχεία, τα οποία είναι αναγκαία για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας και της επικαλούμενης παύσης η μη των πληρωμών του, τιμωρείται σύμφωνα με τις οικείες υφιστάμενες ποινικές διατάξεις. Επιπρόσθετα, η εν λόγω διάταξη λειτουργεί προς όφελος όχι μόνον των πιστωτών, αλλά και της ίδιας της εταιρίας, στην περίπτωση μη συνετής διοίκησης και αδράνειας από μέρους των οργάνων των κεφαλαιουχικών εταιριών, αδράνεια η οποία έχει ως συνέπεια τη βλάβη και των συμφερόντων των εταίρων. Οι τροποποιήσεις που προτείνονται βρίσκονται σε πλήρη εναρμόνιση με τις αρχές που υιοθετεί η Σύσταση της Επιτροπής καθώς και με τις αποδεκτές διεθνείς πρακτικές στον τομέα της αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας.
Στην κατηγορία των τροποποιήσεων που αποσκοπούν στην ενίσχυση της εξυγιαντικής λειτουργίας του πτωχευτικού δικαίου θα πρέπει να ενταχθεί και η δυνατότητα κήρυξης σε πτώχευση οφειλέτη που αντιμετωπίζει απλή πιθανότητα αφερεγγυότητας, όταν την πτώχευση ζητεί ο ίδιος και μόνον εφόσον συνυποβάλλει σχέδιο αναδιοργάνωσης συγχρόνως με την αίτηση κήρυξης σε πτώχευση (άρθρο 3 παρ. 3 ΣχΠτΚ).
Λοιπές επισημάνσεις:
(α) Η διαδικασία ανοίγματος της διαδικασίας εξυγίανσης κρίθηκε αναγκαίο να καταργηθεί για τους ακόλουθους λόγους:
1. Η εν λόγω διαδικασία χρησιμοποιείτο παρελκυστικά και καταχρηστικά από πολλούς οφειλέτες, νομικά πρόσωπα και ατομικές επιχειρήσεις, προκειμένου να επιτύχουν την ασυλία έναντι των πιστωτών τους, μέσω των χορηγούμενων προληπτικών μέτρων και χωρίς πραγματική πρόθεση επίτευξης συμφωνίας εξυγίανσης. Η εν λόγω ασυλία επεκτεινόταν συχνά και στους εις ολόκληρον υπεύθυνους διοικούντες ή μετόχους-εγγυητές της εταιρίας. Συγκεκριμένα, μέσω των διαδοχικών αναβολών και ματαιώσεων συζήτησης της αίτησης ανοίγματος, με ταυτόχρονη διατήρηση των προληπτικών μέτρων, πολλοί οφειλέτες διατηρούσαν τους πιστωτές τους σε ομηρία και την ίδια την επιχείρηση σε στασιμότητα. Κατά το άνω χρονικό διάστημα, οι οφειλέτες αυτοί είχαν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε καταδολιευτικές ενέργειες.

2. Σε αντίθεση με τη διαδικασία άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης (pre pack), η οποία μόνη διατηρείται, η διαδικασία ανοίγματος διαδικασίας εξυγίανσης ελάχιστες φορές κατέληγε σε εν τοις πράγμασι επίτευξη συμφωνίας, γεγονός που επιβεβαιώνει την καταστρατήγηση της καταργούμενης διαδικασίας.Τούτο επιβεβαιώνεται και από τα στατιστικά στοιχεία των κατά τόπους Πρωτοδικείων. Για το λόγο αυτό, η διαδικασία ανοίγματος έχει περιπέσει σε ουσιαστική αχρησία και στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιείται για τη λήψη και μόνον των αναγκαίων προληπτικών μέτρων κατά το χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων. Έχει μάλιστα παρατηρηθεί ότι όταν οι οφειλέτες επιτύγχαναν τη σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης, παραιτούντο από την αίτηση ανοίγματος και επικύρωναν την επιτευχθείσα συμφωνία μέσω της διαδικασίας άμεσης επικύρωσης. Η διατηρούμενη διαδικασία άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης είναι σαφώς ταχύτερη, καθόσον απαιτείται μία μόνον δικαστική απόφαση, αυτή της επικύρωσης.
Προκειμένου δε να διασφαλιστεί η προστασία της εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων, χωρίς τη δικονομική κατάχρηση της διαδικασίας ανοίγματος, παρέχεται -με την παρ. 6 του αρ. 106α- η δυνατότητα λήψεως προληπτικών μέτρων κατά το άνω χρονικό διάστημα και πριν από την υποβολή της συμφωνίας εξυγίανσης προς επικύρωση, με την ταχεία διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Επιπλέον, για την αποφυγή καταστρατηγήσεων, τίθεται σύντομο χρονικό όριο ισχύος των προληπτικών μέτρων (4 μήνες), ούτως ώστε να επιταχυνθεί και να καταστεί αποτελεσματικότερη η διαδικασία των διαπραγματεύσεων της εταιρίας με τους πιστωτές της, ενώ για την αποφυγή παρελκυστικών τακτικών από τους οφειλέτες απαιτείται για τη χορήγηση των προληπτικών μέτρων -κατά το στάδιο πριν την επικύρωση- έγγραφη επιστολή συναίνεσης ποσοστού 20% των πιστωτών, ούτως ώστε να διαπιστώνεται η διαφαινόμενη συναίνεση των πιστωτών και οι προοπτικές επιτυχίας της διαδικασίας και να μη χορηγούνται τα προληπτικά μέτρα συλλήβδην σε οφειλέτες που δεν έχουν καμία πιθανότητα επίτευξης συμφωνίας.

Εξάλλου, η ανάμειξη του πτωχευτικού δικαστηρίου, με το διορισμό ειδικού εντολοδόχου (άρθρο 101) στη διαδικασία συλλογικής λήψης απόφασης του νομικού προσώπου – σε περίπτωση που η μη σύμπραξη των μετόχων ή εταίρων στη λήψη της προβλεπόμενης στη συμφωνία εξυγίανσης απόφασης πιθανολογείται ως καταχρηστική – δικαιολογείται τόσο με γνώμονα την εξυγίανση ορισμένης εταιρίας που είναι ήδη αφερέγγυα (δηλαδή στους μετόχους ή εταίρους δεν αντιστοιχούν πλέον θετικά κεφάλαια), όσο και με γνώμονα την αποφυγή των ευρύτερων και συστημικής φύσεως συνεπειών που αναμφίβολα πρόκειται να έχει επί ζημία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των πιστωτών αυτών. Και τούτο διότι η κατάρρευση σειράς επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν παρόμοιες συνθήκες αφερεγγυότητας, εξαιτίας της μη σύμπραξης των μετόχων ή εταίρων σε σχέδιο εξυγίανσης που πιθανολογείται ότι θα τις καταστήσει βιώσιμες, συνιστά σοβαρή απειλή για τη σταθερότητα της εθνικής οικονομίας και ειδικότερα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Κατά τα λοιπά, ο κίνδυνος για τα περιουσιακά συμφέροντα των μετόχων ή εταίρων αμβλύνεται αποτελεσματικά από την πρόβλεψη επαρκούς αποζημιωτικής αξίωσης, στο πλαίσιο διαγνωστικής δίκης, αν εντέλει προκύψει ότι εσφαλμένα πιθανολογήθηκε αρνητική καθαρή θέση της εταιρίας σε περίπτωση εκκαθάρισης του οφειλέτη.
(β) Η διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης, η οποία είχε τύχει πενιχρής εφαρμογής και τελούσε σε συστηματική αναντιστοιχία με τις υπόλοιπες διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα, προτείνεται να τεθεί εκτός της ρυθμιζόμενης ύλης, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η συσχέτιση κι ενδεχομένως η αφομοίωσή της από την απολύτως συναφή διαδικασία της ειδικής διαχείρισης του ν. 4307/2014, ενδεχομένως με την προσθήκη του οφειλέτη μεταξύ των προσώπων που δικαιούνται να ζητούν την κίνησή της, καθώς και οι δύο αποβλέπουν στην αντιμετώπιση ειδικότερων αναγκών και υπόκεινται σε συχνές αλλαγές μη συνάδουσες με τη λειτουργικότητα ενός κωδικοποιημένου νομοθετήματος, όπως ο πτωχευτικός κώδικας.
(γ) Η κήρυξη της πτώχευσης, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, συνεπάγεται την παύση της δραστηριότητας και την αδράνεια της επιχείρησης του οφειλέτη, σε τέτοιο βαθμό, ούτως ώστε να καθίσταται ανέφικτη η διάσωση και η αξιοποίηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Εντούτοις, στις ελάχιστες, ομολογουμένως, περιπτώσεις, στις οποίες δεν έχει επέλθει η απαξίωση της επιχείρησης και υφίσταται, έστω και ισχνή πιθανότητα παραγωγικής εκμετάλλευσής της, κρίνεται σκόπιμο να διατηρηθεί η δυνατότητα εξυγίανσης εντός της πτωχευτικής διαδικασίας, ως ultimum refugium, προ της οριστικής επέλευσης των δυσμενών για την επιχειρηματική δραστηριότητα συνεπειών της πτώχευσης (απαξίωση παραγωγικών μέσων, φήμη εταιρίας, απώλεια πελατών και προσφυγή τους στον ανταγωνισμό). Προς τούτο, διατηρείται η διαδικασία αναδιοργάνωσης των αρ. 107 επόμενα, η οποία βελτιστοποιείται ούτως ώστε να καταστεί ταχύτερη και αποτελεσματικότερη.
(δ) Γενικότερα, οι προτεινόμενες αλλαγές στοχεύουν στην ισόρροπη προώθηση της έγκαιρης διάσωσης βιώσιμων επιχειρήσεων και της ταχείας εκκαθάρισης μη βιώσιμων επιχειρήσεων, με ευεργετικά αποτελέσματα για τη διατήρηση θέσεων εργασίας, την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων για δανειστές και οφειλέτες, την έγκαιρη επιστροφή στην παραγωγική διαδικασία παραγωγικών πόρων, παγιδευμένων σε αδρανείς και προβληματικές επιχειρήσεις και την αποτροπή του κινδύνου μετάδοσης της κρίσης και σε άλλες επιχειρήσεις (domino effect).
Οι νέες τροποποιήσεις που επέρχονται στον Πτωχευτικό Κώδικα συνιστούν τον επόμενο σταθμό στην εξελικτική πορεία εκσυγχρονισμού της πτωχευτικής νομοθεσίας – μια πορεία που είχε ως χρόνο αφετηρίας της το έτος 1930, ενδιάμεσο σταθμό ριζικής αναμόρφωσης του δικαίου της πτώχευσης, τον Πτωχευτικό Κώδικα του 2007 και (προσωρινή) κατάληξή της το τρέχον έτος. Με την προτεινόμενη αναμόρφωση επιδιώκεται η αρμονική συνύπαρξη των αποτελεσματικών ρυθμίσεων του Κώδικα με τις νέες, οι οποίες επιβάλλονται από τη σύγχρονη κοινωνικο¬οικονομική πραγματικότητα ή εισφέρονται από τις διεθνείς τάσεις και τη δικαστηριακή πρακτική.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ (ΝΟΜΟΣ 3588/2007, Α’ 153)

Άρθρο 1

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΠΡΩΤΟΥ («Κήρυξη της πτώχευσης»)
1. Στο άρθρο 3 προστίθενται παρ. 3 και 4 ως ακολούθως:

«3. Η πιθανότητα αφερεγγυότητας αποτελεί λόγο κήρυξης της πτώχευσης, όταν την κήρυξή της ζητεί ο οφειλέτης και εφόσον συνυποβάλει πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης κατά τα άρθρα 107 και επόμενα συγχρόνως με την αίτηση της πτώχευσης.
4. Η πτώχευση κηρύσσεται εφ’ όσον με βάση τα οικονομικά στοιχεία που τίθενται υπόψη του δικαστηρίου πιθανολογείται ότι η περιουσία του οφειλέτη επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Άλλως, το δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας, κατά περίπτωση, του οφειλέτη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, καθώς και στα Μητρώα Πτωχεύσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 8. Η καταχώριση διαγράφεται μετά την πάροδο τριετίας.»
2. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 4 ως εξής:
«2. Κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος, όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και, συνεπώς, είναι αναγνωρίσιμος από τους τρίτους. Για τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, ότι κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας.»
3. Προστίθεται νέα παρ. 4 στο άρθρο 5 ως εξής:
«4. Με την αίτηση ο οφειλέτης υποχρεούται να καταθέσει, με ποινή απαραδέκτου, τις οικονομικές του καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, για την τελευταία χρήση για την οποία είναι διαθέσιμες και βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για τα χρέη του οφειλέτη προς το Δημόσιο. Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που στηρίζουν τα παρεχόμενα από τον οφειλέτη στοιχεία, βεβαιωμένα ως προς την ακρίβεια του περιεχομένου τους από τον υπεύθυνο για την διεύθυνση του λογιστηρίου, όπου υπάρχει, και από το νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης. Στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιριών, οι ως άνω οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι δημοσιευμένες και εγκεκριμένες από τη γενική συνέλευση. Στην περίπτωση των λοιπών επιχειρήσεων, αλλά και όταν πρόκειται για ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, αυτές πρέπει να είναι δημοσιευμένες σε μία οικονομική εφημερίδα και ελεγμένες.»
4. Η υπάρχουσα παρ. 4 του άρθρου 5 αναριθμείται σε παρ. 5.
5. Καταργείται η παρ. 2 του άρθρου 6 και οι υπάρχουσες παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 6 αναριθμούνται σε 2 και 3, αντίστοιχα.
6. Αντικαθίσταται η παρ. 3 (μετά την αναρίθμηση) του άρθρου 6 ως εξής: «3. Στην περίπτωση που συντρέχουν οι όροι της παραγράφου 2, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση όποιου από τους διαδίκους έχει έννομο συμφέρον, να επιδικάσει αποζημίωση κατ’ εκείνου που υπέβαλε την αίτηση.»
7. Αντικαθίστανται οι παρ. 1-3 του άρθρου 7 ως εξής:
α. «1. Με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση το πτωχευτικό δικαστήριο διορίζει εισηγητή δικαστή και σύνδικο της πτώχευσης και διατάσσειτη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. Με την ίδια απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο ορίζει ημερομηνία σύγκλησης της συνέλευσης των πιστωτών για να αποφασίσει με βάση την έκθεση του συνδίκου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 70. Η ημερομηνία αυτή δεν πρέπει να απέχει περισσότερο από τέσσερις (4) μήνες από την κήρυξη της πτώχευσης. Στην απόφαση αναφέρονται επίσης και τα στοιχεία του οφειλέτη, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 3.»
239L – β. «2. Στην απόφαση προσδιορίζεται και η ημέρα παύσης των πληρωμών, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν της διετίας από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή, σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, πέραν του έτους πριν το θάνατο. Σε περίπτωση κήρυξης της πτώχευσης, κατά το άρθρο 3 παράγραφος 2 και 3, ημέρα παύσης πληρωμών λογίζεται η ημέρα δημοσίευσης της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση.»
γ. «3. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, με μεταγενέστερη απόφασή του, μετά από αίτηση του συνδίκου, πιστωτή και οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον να μεταβάλει το χρόνο παύσης των πληρωμών. Η αίτηση μεταβολής του χρόνου παύσης των πληρωμών είναι απαράδεκτη μετά από την περάτωση της επαλήθευσης των πιστώσεων, κατά το άρθρο 93 και σε κάθε περίπτωση μετά πάροδο έτους από την κήρυξη της πτώχευσης.»
8. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 8 ως εξής:
«2. Οι αποφάσεις που κηρύσσουν ή ανακαλούν την πτώχευση ή μεταβάλλουν τον χρόνο παύσης των πληρωμών, επικυρώνουν τη συμφωνία εξυγίανσης ή την ακυρώνουν, επικυρώνουν ή απορρίπτουν το σχέδιο αναδιοργάνωσης, ακυρώνουν τούτο ή διατάσσουν την ατομική ανατροπή του ή παύουν τις εργασίες της πτωχεύσεως, καθώς και σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζεται στον παρόντα κώδικα, καταχωρούνται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο με επιμέλεια του συνδίκου, του οφειλέτη ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δημοσιεύονται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ). Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του, να διατάξει και πρόσθετες δημοσιεύσεις.»
9. Αντικαθίσταται το άρθρο 12 ως εξής:
«Αντίκλητοι, κοινοποιήσεις
1. Ο οφειλέτης που κηρύχθηκε σε πτώχευση οφείλει με δήλωσή του προς τον γραμματέα των πτωχεύσεων να ορίσει ως αντίκλητό του πρόσωπο που κατοικεί στην έδρα του πτωχευτικού δικαστηρίου.
2. Όπου προβλέπονται επιδόσεις, κοινοποιήσεις, γνωστοποιήσεις ή ειδοποιήσεις προς τον οφειλέτη, αυτές γίνονται μόνο προς τον αντίκλητο που έχει νομίμως
διορισθεί και πάντοτε εγγράφως. Αν δεν έχει διορισθεί αντίκλητος, η ειδοποίηση των εν λόγω γίνεται με κάθε πρόσφορο μέσο, ακόμη και τηλεφωνικώς από τον γραμματέα των πτωχεύσεων, ο οποίος βεβαιώνει τούτο ενυπογράφως πάνω στο φάκελο της πτώχευσης.
3. Οι κατά τα ανωτέρω επιδόσεις, κοινοποιήσεις, γνωστοποιήσεις ή ειδοποιήσεις προς τον οφειλέτη μπορούν να παραλείπονται, όταν, παρά τις προσπάθειες, διαπιστώνεται ότι είναι αδύνατες, ιδίως λόγω μη ύπαρξης αντικλήτου ή λόγω μη ύπαρξης νόμιμης εκπροσώπησης οφειλετών νομικών προσώπων.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 1

Άρθρο 3
Αντικειμενικές Προϋποθέσεις
Με τη νέα ρύθμιση της παραγράφου 3 εκτός από την παύση πληρωμών και την επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης, προστίθεται η ύπαρξη απλής πιθανότητας αφερεγγυότητας ως τρίτο επώνυμο περιστατικό αφερεγγυότητας, όταν την πτώχευση ζητεί ο οφειλέτης και μόνον εφόσον συνυποβάλει σχέδιο αναδιοργάνωσης συγχρόνως με την υποβολή της αίτησης πτώχευσης. Η προσθήκη αυτή ανταποκρίνεται στο αίτημα της έγκαιρης κίνησης των διαδικασιών αφερεγγυότητας σύμφωνα και με την υπ’ αριθμ. 16 εκτίμηση του προοιμίου της Σύστασης της Επιτροπής της 12.03.2014. Επιπλέον με την εν λόγω προσθήκη στοιχίζεται η πτωχευτική διαδικασία της αναδιοργάνωσης με την προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, στην παράγραφο 1 του άρθρου 99 της οποίας έχει προστεθεί (ν. 4336/2015, όπως ήδη ισχύει) η δικαστικώς διαπιστούμενη ύπαρξη απλής πιθανότητας αφερεγγυότητας ως δεύτερο περιστατικό αφερεγγυότητας μαζί με την περιέλευση του οφειλέτη σε παρούσα ή επαπειλούμενη γενική αδυναμία εκπλήρωσης. Με τη ρύθμιση της παραγράφου 4 αναβαθμίζεται ο λόγος απόρριψης της αίτησης πτωχεύσεως, λόγω του ότι η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας (καταργηθείσα παράγραφος 2 του προϊσχύσαντος άρθρου 6 ΠτΚ), σε θετική πρόσθετη προϋπόθεση για την κήρυξη της πτώχευσης. Επί πλέον αυτού, το άλλο νέο στοιχείο είναι ότι, ενώ στην προϊσχύσασα διάταξη η περιουσιακή ανεπάρκεια, ως λόγος απόρριψης της αίτησης, θα έπρεπε να είχε αποδειχθεί («…εφόσον αποδεικνύεται ότι…»), υπό την ισχύουσα εκδοχή της η ανεπάρκεια της περιουσίας, ως θετική προϋπόθεση της κήρυξης της πτώχευσης, θα πρέπει βασίμως να πιθανολογείται. Η αναβάθμιση αυτή αφενός συμβαδίζει με την μέχρι σήμερα νομολογία που ήδη μεταχειριζόταν την περιουσιακή ανεπάρκεια από λόγο απόρριψης της αίτησης πτωχεύσεως ως προϋπόθεση για την μη κήρυξή της, αφετέρου δε συμβάλει στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων λόγω της μη κήρυξης διαδικασιών εξ αρχής προορισμένων να λιμνάζουν επί μακρόν ασκόπως. Για λόγους ενημέρωσης των συναλλασσόμενων και προειδοποίησης γενικώς της αγοράς διατηρείται βεβαίως η πρόβλεψη ότι το πτωχευτικό δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος του οφειλέτη στο ΓΕΜΗ και στα Μητρώα Πτωχεύσεων επί τριετία.

Άρθρο 4
Αρμόδιο  πτωχευτικό δικαστήριο – Διαδικασία
Με την αναδιατύπωση του ορισμού του κέντρου των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη η έννοια στοιχίζεται προς εκείνη του ισχύοντος Κανονισμού 1346/2000, αλλά και του νέου Κανονισμού 2015/848 που προσεχώς θα τον αντικαταστήσει: αμφότεροι ορίζουν ότι το κέντρο των κυρίων συμφερόντων θα πρέπει να αντιστοιχεί στον τόπο όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και, συνεπώς, είναι τόπος επαληθεύσιμος από τους τρίτους (ιδίως τους πιστωτές και εν γένειτους συναλλασσόμενους με τον οφειλέτη). Με την αναδιατύπωση του ορισμού του κέντρου των κυρίων συμφερόντων (δηλαδή με την προσθήκη του επιρρήματος «συνεπώς» που είχε παραλειφθεί από την προϊσχύσασα διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 4) η έννοια -την οποίαν επιθυμεί και το ενωσιακό δίκαιο της διασυνοριακής αφερεγγυότητας- είναι ότι ως τέτοιο κέντρο θεωρείται ο τόπος όπου ο οφειλέτης ασκεί, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, εμφανώς και σταθερώς τη διοίκηση των κυρίων συμφερόντων του.

Άρθρο 5
Αίτηση πτώχευσης
Στο άρθρο 5 προστίθεται νέα παράγραφος 4, κατά το πρότυπο του ισχύοντος άρθρου 100 παρ. 2 που αφορά τη διαδικασία εξυγίανσης. Όταν, δηλαδή, η αίτηση πτώχευσης υποβάλλεται από τον οφειλέτη, απαιτείται η προσκόμιση οικονομικών καταστάσεων και βεβαίωσης για τα χρέη προς το δημόσιο. Και τούτο προς υποβοήθηση του δικαστηρίου, το οποίο αξιολογεί την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη. Τέλος, διευκρινίζεται ότι – σύμφωνα με τις αρχές του ανακριτικού συστήματος – όταν η αίτηση υποβάλλεται από πιστωτή, το δικαστήριο δόναται να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη.

Άρθρο 7 Απόφαση
Παραλείπεται η ενώπιον του εισηγητή σύγκληση της συνέλευσης πιστωτών προκειμένου να συνταχθεί πίνακας εικαζομένων πιστωτών, διότι στην πράξη έχει αποδειχθεί ότι πρόκειται για μία άνευ χρησιμότητας διαδικασία, η τυπική διατήρηση της οποίας γίνεται αποκλειστικώς και μόνο για να τηρηθεί το γράμμα του νόμου επιβαρύνοντας χρονικά την πτώχευση. Εξ άλλου, εκ του λόγου ότι η επιτροπή πιστωτών, ως όργανο της διαδικασίας, καταργείται, εκλείπει και ο λόγος σύγκλησης της εν λόγω συνέλευσης που θα είχε ως αντικείμενο την εκλογή του (καταργηθέντος) οργάνου.

Άρθρο 2
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ («Συνέπειες της πτώχευσης»)

1. Προστίθεται τρίτο εδάφιο στην παρ. 1 του άρθρου 17 ως εξής:
«Η πτώχευση θεωρείται ότι έχει κηρυχθεί από την έναρξη της ημέρας κατά την οποία δημοσιεύεται η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση στο ακροατήριο.»
2. Καταργείται η παράγραφος 2 του άρθρου 17 και οι υπάρχουσες παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου αυτού αναριθμούνται σε 2 και 3 αντίστοιχα.
3. Αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 18 ως εξής:
α. «1. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση του οφειλέτη, να του αναθέσει τη διοίκηση και ιδίως τη διαχείριση και διάθεση της πτωχευτικής περιουσίας, με ή χωρίς περιοριστικούς όρους, πάντοτε με τη σύμπραξη του συνδίκου, αν η ανάθεση αυτή είναι προς το συμφέρον των πιστωτών. Η σύμπραξη του συνδίκου μπορεί να συνίσταται σε γενικές άδειες διενέργειας πράξεων ή κατηγοριών πράξεων. Η ως άνω ανάθεση παύει αυτοδικαίως όταν η διαδικασία εισέρχεται στο στάδιο της ένωσης των πιστωτών.»
β. «2. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση του συνδίκου, να αφαιρέσει από τον οφειλέτη τη διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας, αν τούτο επιβάλλει το συμφέρον των πιστωτών. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα διοίκησης περιέρχεται στον σύνδικο.»
4. Αντικαθίσταται το άρθρο 19 ως εξής:
«Περιορισμός προς διατήρηση του ενεργητικού
1. Μέχρι την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, άλλως μέχρι την ένωση των πιστωτών, απαγορεύεται η διάθεση στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης χωρίς την άδεια του εισηγητή, που χορηγείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ύστερα από αίτηση του συνδίκου.
2. Αν συντρέχουν όλως εξαιρετικές περιστάσεις, όπως προφανής κίνδυνος ουσιώδους μείωσης της αξίας της επιχείρησης του οφειλέτη ή ύπαρξη ιδιαίτερα ευνοϊκής προσφοράς, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του συνδίκου και αφού ακουσθεί ο εισηγητής, μπορεί να αποφασίσει την εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής, με ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας και των διακρίσεων του άρθρου 135.»
5. Αντικαθίσταται η περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 21 ως εξής:
«δ. η απαίτηση ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία μετά από την ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών (πιστωτές τελευταίας σειράς).»
6. Αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρου 34 ως εξής:
«3. Σε περίπτωση που η κατά το άρθρο 70 έκθεση του συνδίκου προβλέπει βιωσιμότητα της επιχείρησης, ο σύνδικος και ο οφειλέτης μπορούν χωριστά ο καθένας ή από κοινού να ζητήσουν από τον εισηγητή τη διατήρηση των αναγκαίων θέσεων εργασίας μέχρι την έγκριση ή απόρριψη από το πτωχευτικό δικαστήριο του κατά τα άρθρα 107 επ. σχεδίου αναδιοργάνωσης.»
7. Εισάγεται τρίτο εδάφιο στην παρ. 2 του άρθρου 43 ως εξής:
«Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, η γνώση του αντισυμβαλλομένου τεκμαίρεται για τα πρόσωπα που συνδέονται με τον οφειλέτη σύμφωνα με το άρθρο 32 ν. 4308/2014.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ)

Άρθρο 17
Επαναφέρεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 17, ως ασφαλέστερη για την χρονική αφετηρία της κήρυξης της πτώχευσης -και, συνεπώς, της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης και των συνεπειών της-, η έναρξη της ημέρας δημοσίευσης της πτωχευτικής απόφασης στο ακροατήριο, κατά το πρότυπο του προϊσχύσαντος δικαίου (της πρώτης παραγράφου του άρθρου 2 αν 635/1937 : «Από της πρωίας της ημέρας της επ’ ακροατηρίω δημοσιεύσεως της αποφάσεως…»). Συναφώς, καταργείται η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 17 ως περιττή.
Άρθρο 18
Ανάθεση στον οφειλέτη
Με το άρθρο 18 παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να αναθέσει την διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας στον οφειλέτη, ανεξαρτήτως εάν η πτώχευση κηρύσσεται ύστερα από αίτηση του ίδιου του οφειλέτη ή πιστωτών του. Εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου να κρίνει την σκοπιμότητα της ανάθεσης ή μη της διοίκησης στον οφειλέτη, πάντοτε με την σύμπραξη του συνδίκου, εάν η ανάθεση αυτή εξυπηρετεί το συμφέρον των πιστωτών, καθώς και την επιβολή ή μη περιοριστικών όρων. Υπό την έννοια αυτή, η ανάθεση της διοίκησης εκλαμβάνεται ως όφελος της διαδικασίας και όχι ως επιβράβευση ή τιμωρία του οφειλέτη, αναλόγως εάν υπέβαλε ή μη την αίτηση πτώχευσής του -αντιστοίχως. Επί πλέον διευκρινίζεται ότι η σύμπραξη του συνδίκου μπορεί να συνίσταται στην παροχή προς τον οφειλέτη, στον οποίον έχει ανατεθεί η διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας, γενικών αδειών διενέργειας πράξεων ή κατηγοριών πράξεων, η δε σύμπραξη του συνδίκου θα περιορίζεται εν προκειμένω στην άσκηση εποπτείας επ’ αυτών. Διευκρινίζεται ότι η ανάθεση της διοίκησης στον οφειλέτη παύει αυτοδικαίως με την εισέλευση της διαδικασίας στο στάδιο της ένωσης πιστωτών.
Άρθρο 19
Περιορισμός προς διατήρηση του ενεργητικού
Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 19 αναδιατυπώνεται προκειμένου να είναι συνεπής προς το λεκτικό των άρθρων 107 και επόμενων για το σχέδιο αναδιοργάνωσης και της έγκρισής του. Από την δεύτερη παράγραφό απαλείφεται η αναφορά στην καταργηθείσα επιτροπή πιστωτών, διευκρινίζεται δε ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει υπό την συνδρομή των εξαιρετικών περιστάσεων την εκποίηση όχι μόνο του συνόλου της επιχείρησης, αλλά και κλάδων αυτής εφόσον εκδηλώνεται σχετικό ενδιαφέρον.
Άρθρο 21
Πτωχευτικος πιστωτής
Η υπό στοιχείο (δ) κατηγορία πτωχευτικών πιστωτών μετονομάζεται από «πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης» -όρος που ενδεχομένως θα μπορούσε να παραπλανήσει ως προς την πραγματική θέση τους στην πτώχευση- σε «πιστωτές τελευταίας σειράς», όρος που ανταποκρίνεται στο γεγονός ότι πρόκειται για παντελώς ανασφάλιστους πιστωτές, η ικανοποίηση των απαιτήσεων των οποίων μάλιστα έπεται και εκείνης των απαιτήσεων των ανέγγυων πιστωτών.
Άρθρο 34
Από την τρίτη παράγραφο του άρθρου 34 απαλείφεται η αναφορά στην καταργηθείσα επιτροπή πιστωτών.
Άρθρο 43
Το άρθρο 43 παρ. 2, στην τρέχουσα μορφή του, λαμβάνει υπόψη μόνο την περίπτωση που ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο. Δεδομένου, όμως, ότι και ο οφειλέτης – νομικό πρόσωπο μπορεί να προβαίνει σε συναλλαγές με συνδεδεμένα με αυτόν πρόσωπα, προστίθεται η πρόνοια ότι και σε αυτές τις περιπτώσεις συντρέχει τεκμήριο γνώσης για τον αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 3
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΡΙΤΟΥ («Όργανα της πτώχευσης»)

1. Τα άρθρα 52 και 55 αντικαθίστανται ως εξής:
α. «Άρθρο 52
Τα όργανα της πτώχευσης
Τα όργανα της πτώχευσης είναι: το πτωχευτικό δικαστήριο, ο εισηγητής, ο σύνδικος και η συνέλευση των πιστωτών.»
β. «Άρθρο 55
Ανακοπή, έφεση και αναίρεση
Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, οι αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκεινταισε ανακοπή ερημοδικίας, έφεση και αναίρεση μόνο για τους λόγους του άρθρου 559 αριθ. 1, 4, 14, 16, 17 και 19 του ΚΠολΔ. Δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση ή αναίρεση οι αποφάσεις του δικαστηρίου περί διορισμού ή αντικατάστασης του εισηγητή ή του συνδίκου και περί χορήγησης βοηθημάτων προς τον οφειλέτη ή την οικογένεια του.»
2. Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 58 ως εξής:
«1. Εισηγητής στην πτώχευση ορίζεται πρωτόδικης που υπηρετεί στο πρωτοδικείο. Στα πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, εισηγητές των πτωχεύσεων ορίζονται για δύο (2) δικαστικά έτη, με απόφαση της ολομέλειάς τους, έως τρεις από τους προέδρους πρωτοδικών που υπηρετούν σ’ αυτά, κατ’ αποκλειστική απασχόληση. Για τον ορισμό των εισηγητών των πτωχεύσεων βαρύνουσα σημασία έχει ιδίως η δυνατότητα άσκησης των καθηκόντων τους για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, στο πλαίσιο και της ανανέωσης της θητείας τους ως εισηγητών. Στα λοιπά πρωτοδικεία, ο εισηγητής ορίζεται με την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου. Με τον ίδιο τρόπο αντικαθίσταται ο εισηγητής.»
3. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 59 ως εξής:
«2. Επιβλέπει το έργο του συνδίκου και, αν συντρέχει σχετική περίπτωση, μπορεί να ζητήσει την αντικατάστασή του. Παρέχει στο σύνδικο την άδεια εμπορίας ή εκποίησης εμπορευμάτων και εν γένει κινητών και ακινήτων της πτώχευσης, όπου προβλέπεται στον παρόντα κώδικα.»
4. Αντικαθίστανται η παρ. 1 και 2 του άρθρου 60 ως εξής:
α. «1. Ο εισηγητής με αιτιολογημένη διάταξή του αποφαίνεται επί των ζητημάτων που αναφέρονται στον παρόντα κώδικα και παρέχει τις προβλεπόμενες άδειες. Επίσης, αποφασίζει, εντός τριών (3) ημερών, επί όλων των διενέξεων του συνδίκου με τους πιστωτές και τους λοιπούς εμπλεκόμενους στη διαδικασία της πτώχευσης
και σε κάθε άλλη περίπτωση που έχει αρμοδιότητα κατά τον παρόντα κώδικα. Πριν από την έκδοση των ως άνω διατάξεων επιτρέπεται σε καθένα που έχει έννομο συμφέρον να καταθέσει στον εισηγητή έγγραφο υπόμνημα και να επικαλεστεί και να προσκομίσει σχετικά έγγραφα.»
β. «2. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου κατά των διατάξεων του εισηγητή της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και κατά των αποφάσεων επί των διενέξεων του ίδιου με τον σύνδικο ή τον πιστωτή ή με άλλους εμπλεκόμενους στην πτώχευση. Η προσφυγή, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, ασκείται εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση της διάταξης και εκδικάζεται εντός οκτώ (8) ημερών, το δε πτωχευτικό δικαστήριο αποφαίνεται επ’ αυτής αμετακλήτως, εντός δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση. Η προσφυγή στο πτωχευτικό δικαστήριο δεν αναστέλλει την εκτέλεση των διατάξεων του εισηγητή, μπορεί όμως ο πρόεδρος του πτωχευτικού δικαστηρίου, μετά από αίτηση του προσφεύγοντος, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. ΚΠολΔ).»
5. Προστίθεται τρίτο εδάφιο στο άρθρο 61 ως εξής:
«Ειδικότερα, ο εισηγητής μπορεί να αναθέτει σε ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) ή σε άλλα ελεγκτικά όργανα της Διοίκησης τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων, όπως έλεγχο και σύνταξη σχετικής έκθεσης ή λήψη αντιγράφων από τα φορολογικά και λοιπά βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη, ο οποίος έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως, με σκοπό τη διαπίστωση της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και της περιουσίας του τελευταίου.»
6. Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 62 ως εξής:
«1. Αν ο οφειλέτης αρνείται να εμφανιστεί ενώπιον του συνδίκου ή του εισηγητή και εφόσον είχε νομίμως ειδοποιηθεί τουλάχιστον δύο (2) ημέρες πριν από την ημέρα εμφάνισης, ο εισηγητής επιβάλλει σ’ αυτόν ποινή τάξεως από πεντακόσια (500) έως δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ) που εισπράττεται
κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Μετά τη δεύτερη, χωρίς αποτέλεσμα, ειδοποίηση εμφάνισης του οφειλέτη, ο εισηγητής μπορεί να προβεί στην αποστολή έκθεσης κατ’ αυτού για απείθεια κατά τη διάταξη του άρθρου 169 του Ποινικού Κώδικα στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών.»
7. Αντικαθίστανται τα άρθρα 63,64 και 65 ως εξής:
α. «Άρθρο 63
Ποιος διορίζεται σύνδικος
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, με την απόφαση του άρθρου 7, ορίζει ως σύνδικο πρόσωπο το οποίο διαθέτει άδεια διαχειριστή αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το προεδρικό διάταγμα για τη ρύθμιση του επαγγέλματος του διαχειριστή αφερεγγυότητας, το οποίο θα εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 22 της υποπαρ. Γ3 της παρ. Γ’ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α’ 94), όπως τελικώς η ανωτέρω παρ. 22 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 του ν. 4423/2016 (Α’ 182). Η επιλογή του συνδίκου από το πτωχευτικό δικαστήριο γίνεται κατά την κρίση του, αφού λάβει υπόψη του τις διατάξεις που ισχύουν για το διαχειριστή αφερεγγυότητας.
2. Ως σύνδικος δεν μπορεί να διοριστεί πρόσωπο το οποίο:
α) συνδέεται με τον οφειλέτη, και επί νομικών προσώπων με κάποιο από τα φυσικά πρόσωπα που μετέχουν στη διοίκησή τους ή ασκούν έλεγχο επ’ αυτών, με συγγένεια εξ αίματος ή αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή υιοθεσία και εκ πλαγίου μέχρι τέταρτου βαθμού ή είναι σύζυγος αυτών,
β) συνδέεται με τον οφειλέτη ή πρόσωπο που ελέγχει ή ελέγχεται από τον οφειλέτη με συμβατική σχέση,
γ) την πενταετία πριν την υποβολή της αίτησης πτώχευσης:
(αα) συμμετείχε στη διαχείριση ή εκπροσώπηση της επιχείρησης του οφειλέτη, ή
(ββ) είχε την ιδιότητα του νόμιμου ελεγκτή της επιχείρησης του οφειλέτη ή
δ) την τριετία πριν την υποβολή της αίτησης πτώχευσης είχε λάβει άμεσα ή έμμεσα αμοιβή ή είχε πληρωθεί απαίτησή του από τον οφειλέτη ή πρόσωπο που ελέγχει ή ελέγχεται από τον οφειλέτη στο πλαίσιο σύμβασης παροχής εξαρτημένων ή ανεξάρτητων υπηρεσιών ή σύμβασης έργου.
3. Ο σύνδικος ελέγχει τη μη συνδρομή των κωλυμάτων της παραγράφου 2 ως προς τα πρόσωπα που προσλαμβάνει με οποιαδήποτε συμβατική σχέση (εργασίας, έργου κλπ.) για την υποβοήθηση του έργου του, σύμφωνα με το άρθρο 75.
4. Ο σύνδικος ειδοποιείται αμέσως για το διορισμό του με κάθε μέσο, ακόμη και τηλεφωνικά, από τον γραμματέα των πτωχεύσεων. Ο γραμματέας σημειώνει ενυπόγραφα την ειδοποίηση πάνω στο φάκελο της πτώχευσης. Εντός πέντε (5) ημερών από την ειδοποίηση για το διορισμό του, ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει εγγράφως προς τον εισηγητή δήλωση περί υπάρξεως κωλύματος.
5. Ο σύνδικος ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα και οφείλει να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την κείμενη νομοθεσία στο διαχειριστή αφερεγγυότητας.»
β. «Άρθρο 64
Αντικατάσταση συνδίκου
Το πτωχευτικό δικαστήριο αντικαθιστά το σύνδικο στις εξής περιπτώσεις:
α) ύστερα από έγγραφη δήλωση του συνδίκου προς τον εισηγητή, σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 4 ή ύστερα από έγγραφη δήλωση παραίτησής του για σπουδαίο λόγο η οποία επίσης υποβάλλεται στον εισηγητή. Ο εισηγητής απευθύνεται αμέσως προς το πτωχευτικό δικαστήριο, το οποίο, με την απόφαση διορισμού νέου συνδίκου, αποφαίνεται συγχρόνως για το εάν η παραίτηση οφείλεται σε κώλυμα του άρθρου 63 παράγραφος 2 ή εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Εάν δεν συντρέχει κάποια εκ των ανωτέρω δύο περιπτώσεων, ο σύνδικος που παραιτήθηκε δεν μπορεί να διοριστεί εκ νέου σύνδικος για τα επόμενα δύο (2) έτη και το γεγονός αυτό γνωστοποιείται με επιμέλεια της γραμματείας του πτωχευτικού δικαστηρίου στην Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας της παρ. 22 της υποπαραγράφου Γ3 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, όπως ισχύει, προκειμένου να καταχωρισθεί στο μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας που προβλέπεται στην ως άνω διάταξη.
β) ύστερα από απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών που συγκαλείται για να αποφασίσει με βάση την έκθεση του συνδίκου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο
Άρθρο 70. Η σχετική αίτηση υποβάλλεται στο πτωχευτικό δικαστήριο, η απόφαση του οποίου υπόκειται μόνο σε έφεση.
γ) ύστερα από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή για σπουδαίο λόγο που συνίσταται, ιδίως, σε σοβαρή παράβαση του συνδίκου κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του ή μη εκπλήρωση αυτών. Η αίτηση υποβάλλεται στο πτωχευτικό δικαστήριο, η απόφαση του οποίου υπόκειται μόνον σε έφεση.»
γ. «Άρθρο 65
Δημοσιεύσεις πρόσκλησης προς τους πιστωτές
Ο σύνδικος έχει υποχρέωση να επιμεληθεί για τη δημοσίευση, σύμφωνα με το άρθρο 8, περίληψης της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση, με πρόσκληση των πιστωτών να συνέλθουν ενώπιον του εισηγητή στον οριζόμενο στην απόφαση τόπο και χρόνο, ενόψει της συνέλευσης του άρθρου 84. Αν ο σύνδικος βραδύνει, η δημοσίευση γίνεται με επιμέλεια του εισηγητή. Αν ματαιωθεί η συνέλευση, για οποιονδήποτε λόγο, η ημερομηνία σύγκλησης της επόμενης συνέλευσης ορίζεται με απλή πράξη του εισηγητή, η οποία δημοσιεύεται κατά τον ίδιο τρόπο.»
8. Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 67 ως εξής:
«1. Ο σύνδικος μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή να επιτρέψει να εξαιρεθούν από τη σφράγιση και να παραδοθούν σ’ αυτόν, όσα πράγματα υπόκεινται σε άμεση φθορά ή υποτίμηση της αξίας τους ή η διατήρησή τους είναι δαπανηρή. Τα πράγματα αυτά απογράφονται και εκτιμώνται αμέσως από τον σύνδικο, ο οποίος υπογράφει την έκθεση.»
9. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 70 ως εξής:
«2. Η έκθεση του συνδίκου γνωστοποιείται υποχρεωτικά, τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες πριν τη συνέλευση των πιστωτών στον εισηγητή, στον οφειλέτη, και σε εκπρόσωπο των εργαζομένων, προκειμένου να τοποθετηθούν επ’ αυτής. Περίληψη της έκθεσης δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ).»
10. Αντικαθίσταται το άρθρο 71 ως εξής:
«Άρθρο 71
Διατροφή του οφειλέτη και της οικογένειας του
Ο εισηγητής μπορεί, με αιτιολογημένη διάταξή του, μετά από πρόταση του συνδίκου, να επιτρέπει την καταβολή του αναγκαίου χρηματικού ποσού προς τον οφειλέτη για τη στοιχειώδη διατροφή αυτού και της οικογένειάς του που περιλαμβάνει τα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή τους. Πριν από την έκδοση της εν λόγω διάταξης ο εισηγητής καλεί τον οφειλέτη για να εκθέσει τις απόψεις του ή και να καταθέσει σημείωμα με συνημμένα σχετικά έγγραφα. Κατά της διάταξης του εισηγητή που απορρίπτει εν όλω ή εν μέρειτην πρόταση του συνδίκου για καταβολή του πιο πάνω χρηματικού ποσού προς τον οφειλέτη επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, ενώ τέτοια προσφυγή δεν επιτρέπεται κατά της διάταξης του εισηγητή που δέχεται εν όλω τη σχετική πρόταση του συνδίκου.»
11. Αντικαθίστανται οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 74 ως εξής:
α. «2. Ο οφειλέτης προσκαλείται να λάβει γνώση της συμφωνίας της παραγράφου 1 και δικαιούται να προβάλλει τις τυχόν αντιρρήσεις του ενώπιον του εισηγητή εντός τριών (3) ημερών.»
β. «3. Αν η αξία του αντικειμένου του συμβιβασμού δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου, ο εισηγητής τον επικυρώνει ο ίδιος ή αρνείται την επικύρωσή του. Κατά της απόφασης του εισηγητή επιτρέπεται στο σύνδικο, στον αντισυμβαλλόμενο, στον οφειλέτη ή σε οποιονδήποτε πιστωτή, προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.»
12. Αντικαθίσταται το άρθρο 75 ως εξής:
«Άρθρο 75
Πρόσληψη προσώπων με ειδικές γνώσεις
Ο σύνδικος, σε περίπτωση που για την προώθηση των εργασιών της πτώχευσης απαιτούνται ειδικές γνώσεις τεχνικής, οικονομικής, λογιστικής ή άλλης φύσεως, τις οποίες δεν διαθέτει ο ίδιος, μπορεί, μετά από σύμφωνη γνώμη του εισηγητή, να προσλάβει, με οποιαδήποτε συμβατική σχέση (εργασίας, έργου κ.λπ.), τα
απαιτούμενα προς υποβοήθηση του έργου του τρίτα πρόσωπα ή τον οφειλέτη, των οποίων η αμοιβή θα καθοριστεί, κατ’ εύλογη κρίση, από τον εισηγητή με αιτιολογημένη διάταξη του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή στο πτωχευτικό δικαστήριο.»
13. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 77 ως εξής:
«2. Ο οφειλέτης ειδοποιείται πάντοτε για το αίτημα αυτό του συνδίκου και δικαιούται να προβάλλει τις τυχόν αντιρρήσεις του ενώπιον του εισηγητή εντός των τριών (3) επόμενων ημερών από την ειδοποίησή του.»
14. Καταργείται το άρθρο 79.
15. Αντικαθίσταται το άρθρο 80 ως εξής:
«Αρθρο 80 Ευθύνη του συνδίκου
1. Έναντι των πιστωτών και του οφειλέτη ο σύνδικος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ευθύνεται για κάθε πταίσμα. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του οφείλει να επιδεικνύει την επιμέλεια του συνετού συνδίκου. Στο ίδιο μέτρο ο σύνδικος ευθύνεται έναντι των ανωτέρω προσώπων και για τις πράξεις τρίτου, στον οποίο χωρίς δικαίωμα ανέθεσε τη διεξαγωγή υπόθεσης της πτωχευτικής διαδικασίας, ενώ, αν είχε το δικαίωμα ανάθεσης, ευθύνεται μόνο για πταίσμα ως προς την επιλογή του τρίτου και ως προς τις οδηγίες που του έδωσε.
2. Έναντι των τρίτων που ζημιώθηκαν από τη δράση του, ο σύνδικος ευθύνεται προσωπικώς μόνο για δόλο ή βαριά αμέλεια.
3. Αν από τη δράση του συνδίκου δημιουργήθηκε ομαδικό χρέος το οποίο δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί από την πτωχευτική περιουσία, αυτός υποχρεούται να αποζημιώσει τον ομαδικό πιστωτή αν από βαριά αμέλεια δεν διέγνωσε ότι η περιουσία δεν προβλέπεται να επαρκέσει για την εκπλήρωση του ομαδικού χρέους τούτου ή το διέγνωσε αλλά αδιαφόρησε. Σε κάθε περίπτωση που ανακύπτει ευθύνη του συνδίκου έναντι τρίτων, εις ολόκληρον με αυτόν ευθύνεται και η ομάδα των πιστωτών, η οποία δικαιούται να αναζητήσει από το σύνδικο κάθε ποσό που υποχρεώθηκε να καταβάλει για την αιτία αυτή.
4. Η ευθύνη του συνδίκου κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών δεν αποκλείεται.
5. Κάθε αξίωση κατά του συνδίκου παραγράφεται μετά πάροδο τριών (3) ετών από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του ζημιογόνου γεγονότος. Σε κάθε περίπτωση η αξίωση κατά του συνδίκου παραγράφεται μετά πάροδο τριετίας από τη λήξη των καθηκόντων του.»
16. Αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρου 81 ως εξής:
«3. Για την αμοιβή του συνδίκου ισχύουν συμπληρωματικά οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας σχετικά με την αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας.»
17. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 82 ως εξής:
«2. Συγκαλείται αρχικά με την απόφαση που κηρύσσειτην πτώχευση κατά το άρθρο 7. Η σύγκλησή της διατάσσεται επίσης από τον εισηγητή, όπου προβλέπεται ειδικά στον παρόντα κώδικα. Περίληψη της διάταξης του εισηγητή για τη σύγκληση της συνέλευσης, που περιλαμβάνει τον τόπο και χρόνο, καθώς και τα θέματα που θα συζητηθούν, δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών πέντε (5) ημέρες πριν την ημέρα της σύγκλησης και τοιχοκολλάται στα γραφεία του εισηγητή.»
18. Αντικαθίστανται οι παρ. 1,2 και 3 του άρθρου 83 ως εξής:
α. «1. Μετά την επαλήθευση των πιστώσεων, στη συνέλευση μετέχουν οι πιστωτές των οποίων έγιναν δεκτές, έστω και προσωρινά, κατά το άρθρο 94, οι απαιτήσεις τους.»
β. «2. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα Κώδικα, απαρτία υπάρχει, αν μετέχουν στη συνέλευση πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 50% των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί απαρτία, η συνέλευση επαναλαμβάνεται με όσους, ανεξάρτητα από ύψος των απαιτήσεών τους, ευρεθούν παρόντες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα Κώδικα.»
γ. «3. Οι αποφάσεις της συνέλευσης λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των απαιτήσεων που εκπροσωπούνται σε αυτή.»
19. Αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 84 ως εξής:
α. «1. Μετά το πέρας των επαληθεύσεων, ο εισηγητής, εντός δέκα (10) ημερών, υποχρεούται να συγκαλέσει τη συνέλευση των πιστωτών που αποφασίζει, αν πρέπει να συνεχιστεί από τον σύνδικο η άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας της επιχείρησης του οφειλέτη ή ορισμένων κλάδων της για ορισμένο χρονικό διάστημα, αν πρέπει να εκμισθωθεί σε τρίτον η επιχείρηση ως σύνολο ή αν πρέπει να εκποιηθεί η επιχείρηση ως σύνολο ή κατά επιμέρους λειτουργικά σύνολα (κλάδους) αυτής ή να γίνει ρευστοποίηση των κατ’ ιδίαν στοιχείων της χωριστά. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία επί του συνόλου των απαιτήσεων, ανεξαρτήτως πόσοι πιστωτές είναι παρόντες.»
β. «2. Ο οφειλέτης και ο σύνδικος ειδοποιούνται πριν τρεις (3) ημέρες, περί του θέματος αυτού που θα συζητηθεί στη συνέλευση των πιστωτών, και δικαιούνται να προβάλλουν τις τυχόν αντιρρήσεις τους.»
20. Προστίθεται νέα παρ. 5 στο άρθρο 84:
«5. Αν ληφθεί απόφαση από την ανωτέρω πλειοψηφία για ρευστοποίηση των κατ’ ιδίαν στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας χωριστά, είναι δυνατόν, με αίτημα του συνδίκου ή πιστωτών που εκπροσωπούν το 20% του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, να ζητηθεί από το δικαστήριο η άδεια για εκ νέου σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών με αντικείμενο την τροποποίηση της προηγουμένως ληφθείσας απόφασης κατά την παράγραφο 1. Η αίτηση δύναται να υποβληθεί άπαξ, συνοδεύεται δε επί ποινή απαραδέκτου από βεβαίωση πιστωτικού ιδρύματος ή ΕΠΕΥ, εγκατεστημένων στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος, για την ύπαρξη αξιόχρεου επενδυτή ενδιαφερομένου για την αγορά του ενεργητικού της επιχείρησης ως συνόλου ή λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής. Το δικαστήριο μπορεί να απορρίφει την αίτηση, εφόσον κρίνει ότι η ρευστοποίηση των κατ’ ιδίαν στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας έχει ήδη προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν είναι πλέον συμφέρουσα η εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 3
Τα όργανα της πτώχευσης

Καταργείται η επιτροπή των πιστωτών από όργανο της πτώχευσης, διότι η χρησιμότητα την οποία ο νομοθέτης φιλοδοξούσε να έχει, δεν επαληθεύθηκε στην πράξη, θεωρητικώς δε η επιφύλαξη ανέκαθεν ήταν ότι θα καθιστούσε περισσότερο δυσκίνητη την διαδικασία.
Άρθρο 55
Ανακοπή, έφεση και αναίρεση
Με την προσθήκη και των αναιρετικών λόγων εκ των αριθ. 4, 14, 16 και 17 εναρμονίζεται πλήρως η διάταξη με την ΚΠολΔ 562 παρ. 4 που προβλέπει ποιοι λόγοι αναίρεσης εξετάζονται αυτεπαγγέλτως. Είναι συστηματικά συνεπές αλλά και δικαιοπολιτικά σκόπιμο να υφίσταται δικαίωμα άσκησης αιτήσεως αναιρέσεως και για τους λόγους αυτούς.

Άρθρο 58 Ορισμός εισηγητή
Σκοπός της νέας ρύθμισης για τον ορισμό των εισηγητών στα πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιά και Θεσσαλονίκης είναι η διεύρυνση της δυνατότητας για άσκηση των καθηκόντων των εν λόγω εισηγητών για περισσότερο χρόνο, στο πλαίσιο και της ανανέωσης της θητείας τους. Έτσι, θα μπορεί να αξιοποιηθεί η αποκτηθείσα εκ μέρους τους ουσιαστική γνώση του αντικειμένου και απαραίτητη εμπειρία για την αντιμετώπιση των τόσο σοβαρών και εξειδικευμένων θεμάτων που αντιμετωπίζουν.

Άρθρο 60
Διατάξεις του εισηγητή
1) Μετά τις πιο κάτω αναφερόμενες τροποποιήσεις, ώστε ο εισηγητής δικαστής με αιτιολογημένη διάταξή του (αντί του πτωχευτικού δικαστηρίου) να αποφαίνεται επί ορισμένων ζητημάτων, η παρ. 1 θα πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να περιλάβει και την περίπτωση αυτή.
2) Ως προς την προβλεπόμενη στην παρ. 2 προθεσμία των είκοσι (20) ημερών για την άσκηση προσφυγής κατά των διατάξεων του εισηγητή κλπ ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, γίνεται σύντμηση αυτής σε δέκα (10) ημέρες, για λόγους μείωσης του χρόνου της πτωχευτικής διαδικασίας.
Ανακριτικά καθήκοντα του εισηγητή
Με την παρούσα ρύθμιση εξειδικεύονται οι δυνατότητες άσκησης των προβλεπομένων προανακριτικών καθηκόντων του εισηγητή στο πλαίσιο της επιδίωξης για διαπίστωση της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και της περιουσίας του οφειλέτη .

Άρθρο 62
Επιβολή κυρώσεων κατά του οφειλέτη
Επέρχεται βελτίωση της διάταξης με την αντικατάσταση του όρου «υποτροπής» με φράση συμβατή με τις αρχές του πτωχευτικού και γενικότερα του εμπορικού δικαίου.

Άρθρο 63
Ποιος διορίζεται σύνδικος
Αντικαθίσταται η διάταξη σχετικά με το διορισμό του συνδίκου προκειμένου να εναρμονισθεί με το νέο θεσμό του διαχειριστή αφερεγγυότητας που εισήχθη με την παρ. 22 της υποπαραγράφου Γ3 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 66 ν. 4356/2015 (Α’181) και εν συνεχεία με την παρ. 1 του άρθρου 13 ν. 4378/2016 (Α’55) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 ν. 4423/2016 (Α’ 182). Μετά τη δημιουργία του πρώτου μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας, το οποίο θα τηρεί η Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας που συστήθηκε με την ανωτέρω διάταξη, τα καθήκοντα που προβλέπει ο παρών Κώδικας για το σύνδικο θα ανατίθενται αποκλειστικά σε πρόσωπο το οποίο έχει καταχωρισθεί στο μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας και διαθέτει την άδεια του διαχειριστή αφερεγγυότητας, κατά τα ισχύοντα στην ανωτέρω διάταξη και στο προεδρικό διάταγμα που θα εκδοθεί σε εξουσιοδότηση της παραγράφου 11 αυτής.
Για το σκοπό αυτό το πτωχευτικό δικαστήριο θα επιλέγει από το μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας πρόσωπο που κατά την κρίση του είναι κατάλληλο να αναλάβει καθήκοντα συνδίκου σε συγκεκριμένη πτωχευτική διαδικασία, αφού όμως λάβει υπόψη του, πέραν των οριζομένων στο άρθρο 63 παράγραφος 2 του παρόντος Κώδικα, τις ειδικότερες ρυθμίσεις που θεσπίζονται για το μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας και το διαχειριστή. Διευκρινίζεται ότι εκτός των καθηκόντων που ανατίθενται στο σύνδικο με τον παρόντα Κώδικα, ο σύνδικος εμπίπτει κατά τα λοιπά, ως διαχειριστής αφερεγγυότητας, στη νομοθεσία που διέπει το διαχειριστή αφερεγγυότητας και οφείλει να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις και τους κανόνες συμπεριφοράς που αυτή προβλέπει.

Αντικατάσταση συνδίκου
Η διάταξη του άρθρου 64 για την αποποίηση του συνδίκου αντικαθίσταται με νέα η οποία ρυθμίζει τα περί αντικατάστασης του συνδίκου, ενσωματώνοντας σε μία διάταξη τόσο την περίπτωση της αποποίησης όσο και της αντικατάστασης του άρθρου 79, το οποίο καταργείται. Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, η αντικατάσταση του συνδίκου μπορεί να προκληθεί τόσο με δική του πρωτοβουλία, εφόσον συντρέχει στο πρόσωπό του κάποιο από τα κωλύματα της παραγράφου 2 του άρθρου 63 ή σπουδαίος λόγος για τον οποίο αποφαίνεται το πτωχευτικό δικαστήριο, όσο και ύστερα από απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών του άρθρου 84, χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη σπουδαίου λόγου, ή ύστερα από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, σε οποιοδήποτε στάδιο της πτωχευτικής διαδικασίας, εφόσον όμως υπάρχει σπουδαίος λόγος. Σε όλες τις περιπτώσεις η αντικατάσταση του συνδίκου γίνεται με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου, το οποίο ελέγχει τη συνδρομή των προϋποθέσεων που προβλέπονται ανά περίπτωση. Με τη διάταξη του άρθρου 64, ως αντικαθίσταται κατά τα ανωτέρω, επιδιώκεται η εναρμόνιση με το νέο θεσμό του διαχειριστή αφερεγγυότητας και των αυστηρότερων προϋποθέσεων που αυτό επιδιώκει να εισαγάγει για την ανάληψη και άσκηση των καθηκόντων, μεταξύ των άλλων, και του συνδίκου. Αντιπροσωπευτική προς την κατεύθυνση αυτή είναι η συνέπεια της περίπτωσης α’ του άρθρου 64 για την απαγόρευση ανάθεσης καθηκόντων συνδίκου για δύο έτη σε πρόσωπο το οποίο έχει αποποιηθεί αναιτίως, ήτοι χωρίς να συντρέχει στο πρόσωπό του κάποιο από τα κωλύματα της παραγράφου 2 του άρθρου 63 ή άλλος σπουδαίος λόγος, γεγονός το οποίο γνωστοποιείται στην Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας, η οποία τηρεί το μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την παρ. 22 της υποπαραγράφου Γ3 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 ν. 4423/2016.
Άρθρο 67
Εκποίηση ποαγμάτων που υπόκεινται σε Φθορά κ.λπ.
Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 67 διορθώνεται ως προς το ότι αρμόδιος για την σφράγιση είναι πλέον ο σύνδικος (άρθρο 11 ΠτΚ, άρθρο 22 παρ. 1 ν. 4055/2012), όχι ο ειρηνοδίκης, όπως προφανώς εκ παραδρομής αναφέρεται στην προϊσχύσασα διάταξη.
Άρθρο 70
Έκθεση του συνδίκου
Γίνεται σύντμηση της προθεσμίας των (10) ημερών σε (5) ημέρες, για λόγους μείωσης του χρόνου της πτωχευτικής διαδικασίας. Επιπλέον προβλέπεται
η δημοσίευση περίληψης της έκθεσης του συνδίκου στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ) για λόγους έγκαιρης ενημέρωσης των πιστωτών.

Άρθρο 71
Διατροφή του οφειλέτη και της οικογένειας του
Για λόγους επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται για το συγκεκριμένο ζήτημα να αποφαίνεται ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης με αιτιολογημένη διάταξή του (συνοπτική αιτιολογία) αντί του πτωχευτικού δικαστηρίου. Επίσης, για τους ίδιους λόγους επίσπευσης αποκλείεται ρητά η δυνατότητα προσφυγής κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της γενικής διάταξης του άρθρου 60 του ΠτΚ, εκτός από την προβλεπόμενη εξαίρεση, κατ’ επιείκεια προς τον οφειλέτη.

Άρθρο 80
Ευθύνη του συνδίκου
Η διάταξη του άρθρου 80 για την ευθύνη του συνδίκου αντικαθίσταται με νέα η οποία ενισχύει, ενόψει του νέου θεσμού του διαχειριστή αφερεγγυότητας, την ευθύνη του συνδίκου κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Διευκρινίζεται ότι ο σύνδικος εμπίπτει, ως διαχειριστής αφερεγγυότητας, στο πειθαρχικό δίκαιο που θεσπίζεται με τις νέες διατάξεις για το διαχειριστή αφερεγγυότητας.

Άρθρο 81
Αντιαισθία του συνδίκου
Ενόφει της θέσπισης του θεσμού του διαχειριστή αφερεγγυότητας και της ανάθεσης σε πρόσωπο που διαθέτει την αντίστοιχη άδεια καθηκόντων συνδίκου κατά τον παρόντα Κώδικα, διευκρινίζεται στην παράγραφο 3 ότι για την αμοιβή του συνδίκου θα εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι περί αμοιβών διατάξεις που ισχύουν για το διαχειριστή αφερεγγυότητας.
Άρθρο82
Σύγκληση της συνέλευσης
Η τροποποίηση της δεύτερης παράγραφος του άρθρου 82 είναι συνέπεια της τροποποίησης της πρώτης παραγράφου του άρθρου 7, δυνάμει της οποίας παραλείπεται η ενώπιον του εισηγητή σύγκληση της συνέλευσης πιστωτών προκειμένου να συνταχθεί πίνακας εικαζομένων πιστωτών, καθώς επίσης και εκ του ότι η επιτροπή πιστωτών καταργείται. Στην δεύτερη παράγραφο δημιουργείται η υποχρέωση του κατά περίπτωση αρμοδίου για την σύγκληση οργάνου (του πτωχευτικού δικαστηρίου ή του εισηγητή) να προβεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας εντός πέντε ημερών πριν από την ημέρα της σύγκλησης. Περαιτέρω, γίνεται σύντμηση της προθεσμίας των ( 10 ) ημερών σε ( 5 ) ημέρες, για λόγους μείωσης του χρόνου της πτωχευτικής διαδικασίας.

Άρθρο 83
Ποιοι συιαιιετένουν – απαρτία – πλειοψηφία
Η τροποποίηση της πρώτης παραγράφου του άρθρου 83 αποτελεί συνέπεια της τροποποίησης της πρώτης παραγράφου του άρθρου 7, δυνάμει της οποίας παραλείπεται η ενώπιον του εισηγητή σύγκληση της συνέλευσης πιστωτών προκειμένου να συνταχθεί πίνακας εικαζομένων πιστωτών. Με τη δεύτερη παράγραφο εισάγεται το ποσοτικό κριτήριο των πιστωμάτων για τον υπολογισμό της απαρτίας, σε αντικατάσταση του “κατά κεφαλάς” κριτηρίου που ίσχυε πριν την ανωτέρω αντικατάσταση, προκειμένου να διασφαλισθεί αντιπροσωπευτικότερη συμμετοχή των πιστωτών στη συνέλευση. Αντίστοιχες τροποποιήσεις γίνονται στην παράγραφο 3 για την απαιτούμενη πλειοψηφία.

Άρθρο 84
Τρόπος εξακολούθησης εργασιών της πτώχευσης
Στην πρώτη και δεύτερη παράγραφο του άρθρου 84 οι προθεσμίες σύγκλησης της συνέλευσης των πιστωτών και ειδοποίησης του οφειλέτη και του συνδίκου συντέμνονται σε δέκα ημέρες από το πέρας των επαληθεύσεων και σε τρεις ημέρες προηγούμενες της σύγκλησης, αντιστοίχως. Εξ άλλου στην πρώτη παράγραφο του άρθρου προς διευκόλυνση της λήψης των αποφάσεων της συνέλευσης των πιστωτών στο πλαίσιο του άρθρου 84 -ιδίως της απόφασης περί εκποιήσεως της επιχείρησης ως συνόλου ή και κλάδων αυτής-, αντί της προϊσχύσασας διπλής πλειοψηφίας του συνόλου των πιστωτών και των απαιτήσεων προβλέπεται μόνο η πλειοψηφία απαιτήσεων. Αποκλειστικά και μόνο πλειοψηφία των απαιτήσεων προεβλέπετο επίσης για την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού λειτουργούσας επιχείρησης στο πλαίσιο της ειδικής εκκαθάρισης του προϊσχύσαντος άρθρου 106ια ΠτΚ, το ίδιο δε ίσχυε και υπό το παλαιότερο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 46α ν. 1892/1990.

Άρθρο 84
Τρόπος εξακολούθησης εργασιών της πτώχευσης
Προστίθεται η δυνατότητα εκ νέου, αλλά άπαξ, σύγκλησης από τον εισηγητή δικαστή της συνέλευσης των πιστωτών, ύστερα από σχετικό αίτημα του συνδίκου ή πιστωτών εκπροσωπούντων το 20% των απαιτήσεων, προκειμένου η συνέλευση να μπορεί να επανέρχεται στην αρχική απόφασή της περί χωριστής εκποιήσεως των κατ’ ιδίαν στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας και να την μετατρέπει σε απόφαση περί εκποιήσεως της επιχείρησης ως συνόλου ή επί μέρους λειτουργικών συνόλων της επιχείρησης (κλάδων), εφ’ όσον εκδηλώνεται μεταγενεστέρως και με αξιόπιστο τρόπο σχετικό ενδιαφέρον. Αυτονόητο είναι ότι η μεταστροφή αυτή θα είναι δυνατή εφ’ όσον δεν έχει εν των μεταξύ προχωρήσει η ρευστοποίηση σημαντικών στοιχείων της επιχείρησης ή του κλάδου της.
Άρθρο 4
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ («ΕΞΕΛΕΓΞΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ»)

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 92 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η ανακοπή στρέφεται κατά του συνδίκου. Η ανακοπή μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανομή, σε καμία δε περίπτωση πέραν των έξι (6) μηνών από το
πέρας της προθεσμίας αναγγελίας. Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει τις διανομές που έχουν ήδη διαταχθεί από τον εισηγητή. Εάν διαταχθούν νέες διανομές πριν την έκδοση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, ο ανακόπτων μετέχει σ’ αυτές για ορισμένο ποσό που προσδιορίζεται προσωρινά από τον πρόεδρο του πτωχευτικού δικαστηρίου που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Το ποσό αυτό δεν καταβάλλεται στον ανακόπτοντα, αλλά φυλάσσεται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής. Μετά την αναγνώριση της απαίτησης, ο ανακόπτων δικαιούται να ζητήσει από τον εισηγητή, να προαφαιρέσει από τα ποσά που δεν έχουν ακόμη διανεμηθεί τα μερίσματα που του αναλογούν από τις προηγηθείσες διανομές».
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 95 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι αντιρρήσεις εισάγονται από κοινού στο σύνολό τους, εντός δέκα (10) ημερών από την ολοκλήρωση των επαληθεύσεων, ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με έκθεση του εισηγητή, εντός είκοσι (20) ημερών από την εισαγωγή των αντιρρήσεων. Στη συζήτηση κλητεύονται ο οφειλέτης και οι πιστωτές των οποίων αμφισβητήθηκαν οι απαιτήσεις, καθώς και αυτοί που υπέβαλαν τις αντιρρήσεις, με επιμέλεια του συνδίκου. Στη διαδικασία μπορεί να παρέμβει όποιος έχει έννομο συμφέρον. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου επιτρέπεται μόνο έφεση.»
3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 90 εισάγειαι δεύτερο εδάφιο, ως εξής:
«Η ως άνω προθεσμία αναστέλλεται για το χρονικό διάστημα από 1η ως 31η Αυγούστου.»

Άρθρο 5
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ
(«Ειδικές διατάξεις επί νομικών προσώπων»)

Το άρθρο 98 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 98
Αστική ευθύνη διοικητών κεφαλαιουχικών εταιριών
1. Αν δεν υποβληθεί εγκαίρως η αίτηση πτώχευσης ανώνυμης εταιρείας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του παρόντος, τα υπαίτια για την καθυστέρηση μέλη του διοικητικού της συμβουλίου ευθύνονται εις ολόκληρον για την αποκατάσταση της ζημίας των εταιρικών πιστωτών από την μείωση του πτωχευτικού μερίσματος που επήλθε λόγω της καθυστέρησης. Την ίδια ευθύνη υπέχει και αυτός που άσκησε την επιρροή του στο μέλος ή τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, με αποτέλεσμα να μην υποβάλουν εγκαίρως την αίτηση. Οι σχετικές απαιτήσεις των εταιρικών δανειστών ασκούνται μόνον από τον σύνδικο.
2. Αν η παύση πληρωμών της ανώνυμης εταιρείας προκλήθηκε από δόλο ή βαρεία αμέλεια των μελών του διοικητικού της συμβουλίου, τα υπαίτια μέλη ευθύνονται εις ολόκληρον σε αποζημίωση έναντι των εταιρικών πιστωτών για την ζημία που τους προκλήθηκε. Την ίδια ευθύνη υπέχει και αυτός που άσκησε την επιρροή του στο μέλος ή τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ώστε να προβούν σε πράξεις ή παραλείψεις που είχαν ως αποτέλεσμα την περιέλευση της εταιρείας σε παύση πληρωμών. Οι σχετικές αξιώσεις υπόκεινται σε τριετή παραγραφή από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, εφόσον δε πρόκειται περί ζημίας εκ δόλου, σε δεκαετή.
3. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, καθώς και στην ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 5

Άρθρο 98
Αστική ευθύνη διοικητών κεφαλαιουχικών εταιριών
Η αναθεώρηση των διατάξεων περί αστικής ευθύνης των διοικητών κεφαλαιουχικών εταιριών στις περιπτώσεις της παρέλκυσης της πτώχευσης (άρθρο 98 παράγραφος 1) καθώς και της υπαίτιας πρόκλησης της πτώχευσης (άρθρο 98 παράγραφος 2) κρίνεται επιβεβλημένη, προκειμένου να καταστεί πιο αποτελεσματική η άσκηση των σχετικών αξιώσεων, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα οι εν λόγω διατάξεις δεν έχουν τύχει εφαρμογής στην πράξη, παρά την κοινώς αποδεκτή αναγκαιότητα ύπαρξης ευθύνης των διοικούντων τα νομικά πρόσωπα, οι οποίοι, ασκώντας μη συνετή διοίκηση, με τις ενέργειες ή τις παραλείψεις τους προξενούν ζημία στους καλόπιστους συναλλασσόμενους με τα νομικά πρόσωπα. Οι αλλαγές που επέρχονται στις εν λόγω διατάξεις με την παρούσα τροποποίηση σκοπούν στον ειδικότερο προσδιορισμό των ευθυνόμενων προσώπων, των δικαιούχων των αποζημιώσεων, καθώς και της ζημίας, της οποίας επιδιώκεται η αποκατάσταση, προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η άσκηση των σχετικών αξιώσεων.
Ειδικότερα: (α) στην πρώτη περίπτωση (παρέλκυση της πτώχευσης), προσδιορίζεται πλέον συγκεκριμένα η ζημία των εταιρικών πιστωτών, η οποία θα συνίσταται στο ποσό κατά το οποίο μειώθηκε το πτωχευτικό μέρισμα, σε σχέση με την προγενέστερη διατύπωση της διάταξης, σύμφωνα με την οποία η ζημία περιοριζόταν στη γενικώς αναφερόμενη διαφορά της περιουσιακής κατάστασης των πιστωτών κατά το χρονικό διάστημα που έπρεπε να υποβληθεί η αίτηση πτώχευσης μέχρι και την κήρυξη αυτής. Περαιτέρω, διευρύνεται ο κύκλος των ενεχόμενων προσώπων, στα οποία περιλαμβάνονται πλέον όχι μόνον όσα προέτρεψαν ευθέως τους διοικούντες στη μη υποβολή της αίτησης πτώχευσης, αλλά και όσα άσκησαν επιρροή προς την κατεύθυνση αυτή («ηθικοί αυτουργοί» της παρέλκυσης της πτώχευσης). Με την εν λόγω τροποποίηση εναρμονίζεται το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου 1 με αυτό της παραγράφου 2. (β) στη δεύτερη περίπτωση (υπαίτια πρόκληση της πτώχευσης) εξειδικεύεται η ευθύνη στο ποσό της ζημίας που προκλήθηκε στους εταιρικούς πιστωτές. Επισημαίνεται ότι η εν λόνω αξίωση θα ασκείται ευθέως από τους θίγόμενους πιστωτές και όχι από το σύνδικο της πτώχευσης, ούτως ώστε να ενισχύεται η δραστικότητα, αλλά και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της διάταξης.
Τέλος, προσδιορίζεται συγκεκριμένος χρόνος παραγραφής της εν λόγω αξιώσεως, εντός τριετίας στην περίπτωση πρόκλησης βλάβης από βαριά αμέλεια και εντός δεκαετίας στην περίπτωση ζημίας εκ δόλου, αναλογικώς προς όσα ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 22α § 5 Κ.Ν. 2190/20.

Άρθρο 6
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΕΚΤΟΥ («Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης»)

1. Αντικαθίσταται το άρθρο 99 ως εξής:
«Άρθρο 99
Διαδικασία εξυγίανσης
1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1, το οποίο έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών του κατά τρόπο γενικό, δύναται να αιτείται την επικύρωση της συνυποβαλλόμενης συμφωνίας εξυγίανσης που προβλέπεται στο άρθρο 100. Το πρόσωπο του προηγούμενου εδαφίου δύναται να υποβάλει την ως άνω αίτηση και όταν δεν συντρέχει παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης, αν κατά την κρίση του δικαστηρίου υφίσταται απλώς πιθανότητα αφερεγγυότητάς του, η οποία δύναται να αρθεί με τη διαδικασία αυτή.
2. Η διαδικασία εξυγίανσης αποτελεί συλλογική προπτωχευτική διαδικασία, που αποσκοπεί στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης με την επικύρωση της συμφωνίας που προβλέπεται στο παρόν κεφάλαιο, χωρίς να παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών παραβλάπτεται, αν προβλέπεται ότι οι μη συμβαλλόμενοι στη συμφωνία πιστωτές θα βρεθούν σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτή στην οποία θα βρίσκονταν με βάση το όγδοο κεφάλαιο του παρόντος Κώδικα. Για την εκτίμηση της οικονομικής θέσης των πιστωτών λαμβάνονται υπόψη τα ποσά και τυχόν άλλα ανταλλάγματα που θα λάβουν και οι όροι αποπληρωμής των ποσών αυτών.
3. Αν ο οφειλέτης έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών, με την αίτηση για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης του παρόντος κεφαλαίου πρέπει να συνυποβάλλεται με το ίδιο δικόγραφο αίτηση για την κήρυξη πτώχευσης κατά το άρθρο 5 παράγραφος 2. Παράλειψη συνυποβολής αίτησης πτώχευσης δεν καθιστά απαράδεκτη την αίτηση επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης του παρόντος κεφαλαίου, είναι όμως δυνατή η υποβολή αίτησης πτώχευσης από τους πιστωτές ή τον εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του παρόντος Κώδικα. Το άρθρο 98 εφαρμόζεται και στην παρούσα περίπτωση. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο δεχθεί την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, απορρίπτει την αίτηση κήρυξης πτώχευσης με την απόφαση με την οποία επικυρώνει τη συμφωνία. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίψει την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, προχωρεί στην εξέταση της αίτησης πτώχευσης.
4. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως σε αιτήσεις του οφειλέτη, πιστωτών ή του εισαγγελέα πρωτοδικών για την κήρυξη πτώχευσης, οι οποίες εκκρεμούν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης του παρόντος κεφαλαίου και σε αιτήσεις του οφειλέτη, πιστωτών ή του εισαγγελέα πρωτοδικών οι οποίες κατατίθενται στο χρονικό διάστημα μετά από την υποβολή της αίτησης αυτής. Στην περίπτωση αυτή και μετά από αίτημα του οφειλέτη ή πιστωτή, η αίτηση κήρυξης της πτώχευσης είτε συνεκδικάζεται είτε αναβάλλεται για συνεκδίκαση με την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης.
5. Αν ο οφειλέτης περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών μετά την υποβολή αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης, οφείλει να υποβάλει αίτηση πτώχευσης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 και δύναται να ζητήσει την αναστολή της εξέτασης της αίτησης πτώχευσης μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως επικυρώσεως.
6. Αν ο οφειλέτης είναι ανώνυμη εταιρεία και συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 48 παράγραφος 1 στοιχείο γ’ κ.ν. 2190/1920, αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης, ήτοι από την υποβολή της αίτησης επικύρωσης του άρθρου 104 του παρόντος μέχρι να εκδοθεί απόφαση γι’ αυτή, η έκδοση απόφασης για τη λύση της εταιρείας και η τυχόν προθεσμία που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι τη λήξη της διαδικασίας εξυγίανσης. Αν ο οφειλέτης είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 45 παράγραφος 2 του ν. 3190/1955, αναστέλλεται κατά την ως άνω διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης η έκδοση απόφασης για τη λύση της εταιρείας.
7. Αρμόδιο δικαστήριο για τις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου είναι το κατά το άρθρο 4 αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο που, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
8. Οι διατάξεις των άλλων κεφαλαίων του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται στις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου μόνο στο μέτρο που γίνεται παραπομπή σε αυτές».
2. Αντικαθίσταται το άρθρο 100 ως εξής:
«Άρθρο 100
Απαιτούμενη πλειοψηφία πιστωτών
1. Προκειμένου να επικυρωθεί συμφωνία εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 106β, θα πρέπει να έχει συναφθεί από τον οφειλέτη και από πιστωτές του που εκπροσωπούν το εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων στο οποίο περιλαμβάνεται το σαράντα τοις εκατό (40%) των τυχόν εμπραγμάτως ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων απαιτήσεων. Η επικύρωση συμφωνίας, η οποία έχει συναφθεί μόνον από πιστωτές, που συγκεντρώνουν το ποσοστό του παραπάνω εδαφίου, χωρίς τη σύμπραξη του οφειλέτη, είναι δυνατή εφόσον ο οφειλέτης βρίσκεται, κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας, σε παύση πληρωμών. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3 έως 5 του άρθρου 99.
2. Τα ποσοστά της παραγράφου 1 υπολογίζονται με βάση κατάσταση πιστωτών που επισυνάπτεται στη συμφωνία εξυγίανσης. Η ημερομηνία που φέρει η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να είναι προγενέστερη των τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της συμφωνίας στο δικαστήριο. Στην κατάσταση των πιστωτών πρέπει να συμπεριλαμβάνονται όλοι οι πιστωτές, ανεξαρτήτως γενικών ή ειδικών προνομίων, οι απαιτήσεις των οποίων υπήρχαν κατά την ημερομηνία του προηγούμενου εδαφίου, έστω και αν δεν είναι ληξιπρόθεσμες. Πιστωτές θεωρούνται επίσης και όσοι έχουν απαιτήσεις από χρηματοδοτικές μισθώσεις που οφείλονται συμβατικά από την ημερομηνία του πρώτου εδαφίου μέχρι τη συμβατική ημερομηνία λήξης των συμβάσεων. Δεν λαμβάνονται υπόψη πιστωτές που δεν θίγονται από τη συμφωνία εξυγίανσης κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 116 παράγραφος 3.
3. Στην περίπτωση της συμφωνίας του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, οι απαιτήσεις των πιστωτών που περιλαμβάνονται στην κατάσταση της παραγράφου 2 θα πρέπει να προκύπτουν από τα βιβλία του οφειλέτη ή να έχουν αναγνωριστεί ή να έχουν πιθανολογηθεί με απόφαση δικαστηρίου οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, ακόμη και με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Στην περίπτωση της συμφωνίας του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1, η κατάσταση των πιστωτών της παραγράφου 2 συντάσσεται με βάση τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις του οφειλέτη, εφόσον υπάρχουν ή τα βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη ή τα βιβλία και στοιχεία των συμβαλλόμενων πιστωτών ή αποφάσεις δικαστηρίων οτιοιουδήτχοτε βαθμού δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένων αποφάσεων που εκδίδονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων».
3. Αντικαθίσταται το άρθρο 101 ως εξής:
«Άρθρο 101
Σύμπραξη συνέλευσης μετόχων ή εταίρων – Σύμπραξη τρίτων
1. Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο και κατά τις οικείες διατάξεις απαιτείται για την εκπλήρωση ορισμένων όρων της συμφωνίας εξυγίανσης απόφαση της συνέλευσης των μετόχων ή των εταίρων, η απόφαση αυτή δύναται είτε να λαμβάνεται μετά την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης είτε να τίθεται στη συμφωνία εξυγίανσης ως αναβλητική αίρεση για τη θέση της σε ισχύ.
2. Όταν ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών, το πτωχευτικό δικαστήριο με την απόφασή του που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης κατά το άρθρο 106β δύναται να διορίσει ειδικό εντολοδόχο, κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 106β, με την εξουσία να ασκήσει το δικαίωμα παράστασης και ψήφου εκείνων των μετόχων ή εταίρων του οφειλέτη που δεν συμπράττουν στη λήψη της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, και υπό τον όρο της μη σύμπραξής τους, εφόσον, επιπλέον των οριζομένων στο άρθρο 106β, πιθανολογεί ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης του οφειλέτη κατά το κεφάλαιο όγδοο οι μέτοχοι ή οι εταίροι δεν θα λάβουν μέρος στο προϊόν της εκκαθάρισης. Σε αυτή την περίπτωση, στην έκθεση του εμπειρογνώμονα του άρθρου 104 εκτίθεται η γνώμη του σε σχέση με την συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων. Η κοινοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου στην εταιρία υποκαθιστά την κατά το νόμο διαδικασία νομιμοποίησης του ειδικού εντολοδόχου για τη συμμετοχή του στη συνέλευση. Στο πλαίσιο της συνέλευσης που συγκαλείται για τη λήψη της απόφασης της παραγράφου 1, πρώτα δίδεται ο λόγος στους μετόχους ή εταίρους οι οποίοι δηλώνουν την πρόθεσή τους να υπερψηφίσουν ή καταψηφίσουν την προβλεπόμενη στη συμφωνία εξυγίανσης απόφαση ή να απέχουν από την σχετική ψηφοφορία. Εφόσον από την καταμέτρηση των ψήφων δεν συγκεντρώνεται η απαραίτητη απαρτία ή πλειοψηφία για την έγκριση της ως άνω απόφασης, τότε ο ειδικός εντολοδόχος ασκεί το δικαίωμα ψήφου στην έκταση που αυτό απαιτείται για την έγκρισή της. Οι μη συμπράττοντες μέτοχοι ή εταίροι διατηρούν δικαίωμα αποζημίωσης έναντι της εταιρίας και των πιστωτών, σε περίπτωση που στο πλαίσιο διαγνωστικής δίκης αποδειχθεί ότι μετά την εκκαθάριση θα απέμενε σχετικό προϊόν.
3. Σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ένας ή περισσότεροι μέτοχοι ή εταίροι Ε.Π.Ε. δηλώνουν ότι δεν θα παραστούν στη σχετική συνέλευση ή δεν θα υπερψηφίσουν την αντίστοιχη απόφαση, καθώς και όταν δεν παραστούν ή δεν υπερψηφίσουν την απόφαση σε συνέλευση που έχει λάβει χώρα και έχει συγκληθεί ή πρόκειται να συγκληθεί νέα συνέλευση με τα ίδια θέματα, το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται, αν κρίνει ότι η άρνηση είναι καταχρηστική, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, να διορίσει ειδικό εντολοδόχο, που θα δύναται να συγκαλέσει γενική συνέλευση και να ασκήσει το δικαίωμα παράστασης και ψήφου αντί των μετόχων ή των εταίρων αυτών. Θεωρείται ότι αρνούνται καταχρηστικά οι μέτοχοι ή οι εταίροι ιδίως αν το δικαστήριο κρίνει ότι χωρίς την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης ο οφειλέτης αναμένεται να πτωχεύσει και ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης του οφειλέτη κατά το κεφάλαιο όγδοο οι μέτοχοι ή οι εταίροι δεν θα λάβουν μέρος στο προϊόν της εκκαθάρισης. Η κοινοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου στην εταιρία υποκαθιστά την κατά το νόμο διαδικασία νομιμοποίησης του ειδικού εντολοδόχου για τη συμμετοχή του στη συνέλευση, καθ’ όλα τα στάδια αυτής.
4. Στην περίπτωση που για την εκπλήρωση ορισμένων όρων της συμφωνίας απαιτείται η σύμπραξη τρίτων προσώπων που δεν συμβάλλονται, αυτή είτε παρέχεται με σχετική δήλωση τούτων σε έγγραφο που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής και συνοδεύει τη συμφωνία είτε τίθεται ως αναβλητική αίρεση στη συμφωνία για τη θέση της σε ισχύ».
4. Αντικαθίσταται το άρθρο 102 ως εξής:
«Άρθρο 102
Συμμετοχή δημοσίου και δημοσίων φορέων
Το δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δημόσιες επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, φορείς κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης, δύνανται να συναινούν στη σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης υπογράφοντας τη συμφωνία με τους ίδιους όρους που θα συναινούσε υπό τις αυτές συνθήκες ιδιώτης πιστωτής ακόμη και όταν με τη συμφωνία το δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι δημόσιες επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα και οι φορείς κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης παραιτούνται από προνόμια και εξασφαλίσεις ενοχικής ή εμπράγματης φύσεως».
5. Αντικαθίσταται το άρθρο 103 ως εξής:
«Άρθρο 103
Περιεχόμενο της συμφωνίας εξυγίανσης
1. Η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να έχει ως αντικείμενο οποιαδήποτε ρύθμιση του ενεργητικού και του παθητικού του οφειλέτη και ιδίως:
α. Τη μεταβολή των όρων των υποχρεώσεων του οφειλέτη. Η μεταβολή αυτή δύναται ενδεικτικά να συνίσταται στη μεταβολή του χρόνου εκπλήρωσης των απαιτήσεων, περιλαμβανομένης της τροποποίησης των όρων υπό τους οποίους δύναται να ζητηθεί η πρόωρη αποπληρωμή τους, στη μεταβολή του επιτοκίου, στην αντικατάσταση της υποχρέωσης καταβολής επιτοκίου με την υποχρέωση καταβολής μέρους των κερδών, στην αντικατάσταση απαιτήσεων με μετατρέψιμες ή μη ομολογίες έκδοσης του οφειλέτη ή στην υποχρέωση των εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστωτών να δεχθούν την εναλλαγή υποθηκικής ή ενεχυρικής τάξης υπέρ νέων πιστωτών του οφειλέτη. Δεν θίγονται οι πιστώσεις που είναι εξασφαλισμένες με συμφωνία χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3301/2004 στο μέτρο που ικανοποιούνται από την ασφάλεια αυτή, εκτός αν συμφωνήσει διαφορετικά ο ασφαλειολήπτης.
β. Την κεφαλαιοποίηση υποχρεώσεων του οφειλέτη με την έκδοση μετοχών κάθε είδους ή κατά περίπτωση εταιρικών μεριδίων. Πριν από την κεφαλαιοποίηση δύναται να λαμβάνει χώρα μείωση του μετοχικού κεφαλαίου για την απόσβεση ζημιών σε κάθε περίπτωση ή αν οι μετοχές του οφειλέτη είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, για το σχηματισμό αποθεματικού. Στην τελευταία περίπτωση δεν απαιτείται να πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 4 παράγραφος 4α του κ.ν. 2190/1920 περί σχέσης της χρηματιστηριακής προς την ονομαστική αξία.
γ. Τη ρύθμιση των σχέσεων των πιστωτών μεταξύ τους μετά από την επικύρωση της συμφωνίας είτε υπό την ιδιότητά τους ως πιστωτών είτε σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης, υπό την ιδιότητά τους ως μετόχων ή εταίρων. Ενδεικτικά η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να προβλέπει ότι μία κατηγορία πιστωτών δεν δύναται να ζητήσει την αποπληρωμή των απαιτήσεων προς αυτή πριν από την πλήρη ικανοποίηση μιας άλλης, να ρυθμίζει θέματα διοίκησης της επιχείρησης του οφειλέτη μετά την κεφαλαιοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών, να ρυθμίζει θέματα σε σχέση με τη μεταβίβαση των μετοχών ή εταιρικών μεριδίων που θα προκόψουν από την κεφαλαιοποίηση, όπως ενδεικτικά δικαίωμα ή υποχρέωση των μετόχων μειοψηφίας σε περίπτωση πώλησης της πλειοψηφίας των μετοχών να πωλήσουν τις μετοχές τους με τους ίδιους όρους με τους οποίους γίνεται η πώληση της πλειοψηφίας.
δ. Τη μείωση των απαιτήσεων έναντι του οφειλέτη.
ε. Την εκποίηση επί μέρους περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
στ. Την ανάθεση της διαχείρισης της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτο με βάση οποιαδήποτε έννομη σχέση περιλαμβανομένης ενδεικτικά της εκμίσθωσης ή της σύμβασης διαχείρισης.
ζ. Τη μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτο ή σε εταιρεία των πιστωτών κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 106δ.
η. Την αναστολή των ατομικών και συλλογικών διώξεων των πιστωτών για κάποιο διάστημα μετά την επικύρωση της συμφωνίας. Η αναστολή αυτή δεν θα δεσμεύει τους μη συμβαλλόμενους πιστωτές για διάστημα που υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την επικύρωση της συμφωνίας.
θ. Το διορισμό προσώπου που θα επιβλέπει την εκτέλεση των όρων της συμφωνίας εξυγίανσης ασκώντας τις εξουσίες που του δίνονται κατά τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης.
ι. Την καταβολή συμπληρωματικών ποσών προς εξόφληση απαιτήσεων σε περίπτωση βελτίωσης της οικονομικής θέσης του οφειλέτη. Η συμφωνία θα πρέπει να ορίζει με ακρίβεια τις προϋποθέσεις καταβολής των ποσών αυτών.
2. Οι εγγυήσεις, οι ασφαλίσεις πιστώσεων και άλλες συμβάσεις με αντίστοιχο αποτέλεσμα υπέρ απαιτήσεων που κεφαλαιοποιούνται τρέπονται, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, σε δικαίωμα προαίρεσης του πιστωτή να πωλήσει στον εγγυητή ή ασφαλιστή τις μετοχές ή τα εταιρικά μερίδια που προκύπτουν από την κεφαλαιοποίηση του χρέους κατά το χρόνο στον οποίο θα καθίστατο κατά τους όρους του ληξιπρόθεσμο το χρέος και για ποσό ίσο με το άθροισμα του κεφαλαίου και των τυχόν τόκων που καλύπτονται από την εγγύηση. Το δικαίωμα προαίρεσης δύναται να ασκηθεί εντός δύο μηνών από το χρόνο κατά τον οποίο θα καθίστατο ληξιπρόθεσμη η υποχρέωση που κεφαλαιοποιήθηκε και, αν είναι ήδη ληξιπρόθεσμη κατά την κεφαλαιοποίηση, εντός δύο μηνών από την τελευταία.
3. Η μη τήρηση της συμφωνίας εξυγίανσης από τον οφειλέτη δύναται να τίθεται ως διαλυτική αίρεση της συμφωνίας εξυγίανσης ή ως λόγος καταγγελίας της.
4. Η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να τελεί και υπό άλλες αιρέσεις αναβλητικές ή διαλυτικές, όπως ενδεικτικά την τροποποίηση ή καταγγελία εκκρεμών αμφοτεροβαρών συμβάσεων, οι όροι των οποίων είναι επαχθείς για την επιχείρηση του οφειλέτη. Σε περίπτωση αναβλητικής αίρεσης θα πρέπει να προβλέπεται ο χρόνος εντός του οποίου θα πρέπει να πληρωθεί η αίρεση, μη δυνάμενος να υπερβεί τους εννέα (9) μήνες από την επικύρωση, και να ρυθμίζονται προσωρινά οι υποχρεώσεις του οφειλέτη στο μέτρο που κρίνεται αναγκαίο για την αποφυγή της παύσης πληρωμών του οφειλέτη όσο εκκρεμεί η αίρεση.
5. Η ισχύς της συμφωνίας εξυγίανσης τελεί υπό την προϋπόθεση της επικύρωσης της από το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτός αν κατά τη βούληση των συμβαλλομένων το σύνολο ή μέρος των όρων της ισχύουν μεταξύ τους και χωρίς την επικύρωση κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου.
6. Η συμφωνία εξυγίανσης συνάπτεται με ιδιωτικό έγγραφο, εκτός αν οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται με αυτή απαιτούν τη σύνταξη δημοσίου εγγράφου. Στην τελευταία περίπτωση το συμβολαιογραφικό έγγραφο μπορεί να αναπληρωθεί με δηλώσεις ενώπιον του δικαστηρίου.
7. Η συμφωνία εξυγίανσης συνοδεύεται υποχρεωτικά από επιχειρηματικό σχέδιο με χρονική διάρκεια ίση με αυτή της συμφωνίας, το οποίο εγκρίνεται από τους συμβαλλόμενους κατ’ άρθρο 100».
6. Αντικαθίσταται το άρθρο 104 ως εξής:
«Άρθρο 104
Αίτηση επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης
1. Στην περίπτωση συμφωνίας εξυγίανσης που συνάπτεται από τον οφειλέτη και τους πιστωτές του, η αίτηση επικύρωσής της από το πτωχευτικό δικαστήριο υποβάλλεται από τον οφειλέτη ή συμβαλλόμενο πιστωτή. Στην περίπτωση της συμφωνίας εξυγίανσης που συνάπτεται μόνον από τους πιστωτές του οφειλέτη, η αίτηση επικύρωσης υποβάλλεται από οιονδήποτε από τους συμβαλλόμενους πιστωτές.
2. Στην αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο πρέπει να περιγράφονται η επιχείρηση του οφειλέτη, η οικονομική του κατάσταση με παράθεση των πιο πρόσφατων οικονομικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν οφειλών του προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, τα αίτια της οικονομικής του αδυναμίας και τα μέτρα που συμφωνήθηκαν για την αντιμετώπιση της οικονομικής του αδυναμίας. Ιδιαίτερα γίνεται περιγραφή του μεγέθους της επιχείρησης, του προσωπικού που απασχολεί, καθώς και της κατάστασης και των προοπτικών της αγοράς, στην οποία ο οφειλέτης δραστηριοποιείται.
3. Στην περίπτωση συμφωνίας εξυγίανσης που συνάπτεται από τον οφειλέτη και τους πιστωτές του η αίτηση επικύρωσης πρέπει να συνοδεύεται, με ποινή απαραδέκτου, από τα ακόλουθα έγγραφα: α) Την υπογεγραμμένη συμφωνία εξυγίανσης, β) Τις οικονομικές καταστάσεις του οφειλέτη, εφόσον υπάρχουν, για την τελευταία χρήση, για την οποία είναι διαθέσιμες. Στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιριών, οι ως άνω οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι δημοσιευμένες και εγκεκριμένες από γενική συνέλευση. Στην περίπτωση των λοιπών επιχειρήσεων, αλλά και όταν πρόκειται για ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, αυτές πρέπει να είναι δημοσιευμένες σε μία οικονομική εφημερίδα και ελεγμένες, γ) Βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας yia τα χρέη του οφειλέτη προς το Δημόσιο, δ) Έκθεση εμπειρογνώμονα, η οποία συντάσσεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο. Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που στηρίζουν τα παρεχόμενα στοιχεία, βεβαιωμένα ως προς την ακρίβεια του περιεχομένου τους από τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου, όπου υπάρχει, και από το νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης του οφειλέτη. Τα έγγραφα του προηγούμενου εδαφίου μπορούν να προσκομισθούν και με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης.
4. Στην περίπτωση της συμφωνίας εξυγίανσης που συνάπτεται μόνον από τους πιστωτές του οφειλέτη, συνυποβάλλεται επί ποινή απαραδέκτου αίτηση για την κήρυξη του οφειλέτη σε κατάσταση πτώχευσης, καθώς και έκθεση εμπειρογνώμονα που συντάσσεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο. Τα υπόλοιπα έγγραφα της παραγράφου 3 συνυποβάλλονται με την αίτηση, εφόσον έχουν παρασχεθεί από τον οφειλέτη στους πιστωτές ή τον ορισθέντα εμπειρογνώμονα. Σε περίπτωση ελλείψεων, το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να διατάξει να χορηγηθούν από τον οφειλέτη στον ορισθέντα εμπειρογνώμονα όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πληρότητα της αίτησης εντός προθεσμίας ενός μηνός από την έκδοση της μη οριστικής του απόφασης. Με τη συμπλήρωση της προθεσμίας αυτής ο αϊτών ή οι αιτούντες πιστωτές επαναφέρουν με κλήση τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης, η οποία προσδιορίζεται εντός διμήνου από την υποβολή της. Η μη παροχή συνδρομής και των απαιτουμένων στοιχείων από τον οφειλέτη προς τον εμπειρογνώμονα συνιστά το έγκλημα της μη συμμόρφωσης σε διάταξη δικαστικής απόφασης ( άρθρο 232Α του Ποινικού Κώδικα), που διώκεται και τιμωρείται κατά τις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα καθώς και του Κ.Ποιν.Δ. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο δεχθεί την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, απορρίπτει την αίτηση κήρυξης πτώχευσης με την απόφαση με την οποία επικυρώνει τη συμφωνία. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίψει την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, προχωρεί στην εξέταση της αίτησης πτώχευσης.
5. Στην έκθεση του εμπειρογνώμονα των παραγράφων 3 και 4 πρέπει να εκτίθεται η γνώμη του σε σχέση με τα οικονομικά στοιχεία του οφειλέτη, την κατάσταση της αγοράς και τη συνδρομή των προϋποθέσεων επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 106β. Στην έκθεση του προηγούμενου εδαφίου περιλαμβάνεται επίσης βεβαίωση του εμπειρογνώμονα για την ακρίβεια και εγκυρότητα της κατάστασης των πιστωτών που συνοδεύει τη συμφωνία εξυγίανσης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 100 με ειδική μνεία των ενέγγυων πιστωτών και επισυνάπτεται κατάλογος των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 2α του άρθρου 106 β, δεν απαιτείται να εκτίθεται η γνώμη του εμπειρογνώμονα σε σχέση με τη συνδρομή της προϋπόθεσης του στοιχείου α’ της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου.
6. Ο εμπειρογνώμονας επιλέγεται από τον οφειλέτη και τους συμβαλλόμενους πιστωτές του από κοινού στην περίπτωση της αίτησης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 και από τους συμβαλλόμενους πιστωτές στην περίπτωση της αίτησης του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1. Ο εμπειρογνώμονας είναι πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει νόμιμα υπηρεσίες στην Ελλάδα σύμφωνα με το ν. 3601/2007 (Α’ 178) ή νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο, όπως ορίζονται στο ν. 3693/2008 (Α’ 174). Αν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, ως εμπειρογνώμονας δύναται να ορίζεται και ελεγκτής πτυχιούχος ανώτατης σχολής, που είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) και κάτοχος άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α’ τάξεωςτου ν. 2515/1997 (Α’ 154)».
7. Αντικαθίσταται το άρθρο 105 ως εξής:
«Άρθρο 105 Δικάσιμος – Κλητεύσεις
1. Για τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την υποβολή της.
2. Στη συζήτηση της αίτησης κλητεύεται ο οφειλέτης, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στους αιτούντες κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 104, άλλως η συζήτηση είναι απαράδεκτη. Η κλήτευση του οφειλέτη γίνεται τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες πριν από την ημερομηνία συζήτησης, με επίδοση αντιγράφου της αίτησης στο οποίο σημειώνεται ο προσδιορισμός της δικασίμου. Με επιμέλεια του αιτούντος ή των αιτούντων, η αίτηση δημοσιεύεται εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών στο Δελτίο
Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ-ΤΑΝ) και στο Γ.Ε.ΜΗ.
3. Στη συζήτηση δύναται να παραστεί και να ακουσθεί και εκπρόσωπος των εργαζομένων. Κάθε άλλο πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να παρέμβει προφορικά.
4. Ο αρμόδιος δικαστής δύναται κατά το άρθρο 748 παράγραφος 3 Κ.Πολ.Δ. να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και την προθεσμία της κλήτευσης. Εφόσον υπάρχουν χρέη του οφειλέτη προς το δημόσιο ή προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, διατάσσεται υποχρεωτικά η κλήτευση τούτων».
8. Αντικαθίσταται το άρθρο 106 ως εξής:
«Άρθρο 106 Αυτοδίκαιη αναστολή
1. Από την κατάθεση της συμφωνίας εξυγίανσης προς επικύρωση και μέχρι την έκδοση απόφασης από το πτωχευτικό δικαστήριο για την επικύρωση ή μη της συμφωνίας εξυγίανσης, αναστέλλονται αυτόματα τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν την υποβολή της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης. Η ανωτέρω αναστολή δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες. Για την ως άνω διάρκεια αναστέλλεται η λήψη οποιοσδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης της συντηρητικής κατάσχεσης και της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, συναινετικής ή κατ’ αντιδικία, εκτός εάν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης, τεχνολογικού ή εν γένει εξοπλισμού της που δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει τον κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη. Για την ως άνω διάρκεια αναστέλλονται οι αποκλειστικές προθεσμίες άσκησης αξιώσεων και παραγραφής, υπό τις οποίες τελούν οι απαιτήσεις των πιστωτών και τα δικαιώματα των υπέρ του οφειλέτη εγγυητών και συνοφειλετών του εις ολόκληρον, καθώς και οι προθεσμίες και η άσκηση διαδικαστικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών των ενδίκων μέσων. Η ως άνω αυτόματη αναστολή διώξεων μπορεί να εφαρμοστεί
μόνον μία φορά ανά οφειλέτη. Στο Μητρώο Πτωχεύσεων του άρθρου 8 παράγραφος 3 σημειώνεται η έναρξη ισχύος της αυτόματης αναστολής διώξεων κατά την πρώτη υποβολή αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατά το άρθρο 104.
2. Η αναστολή της προηγούμενης παραγράφου επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη.
3. Μετά την πάροδο της περιόδου των τεσσάρων (4) μηνών που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δύναται να διαταχθεί η αναστολή λήψης μέτρων, εκκρεμών ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη καθώς και η λήψη κάθε άλλου προληπτικού μέτρου, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 106α. Η παράγραφος 2 ισχύει και στην περίπτωση αυτή».
9. Αντικαθίσταται το άρθρο 106α ως εξής:
«Άρθρο 106α Προληπτικά μέτρα
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο ή κατά περίπτωση ο πρόεδρός του, με απόφαση που λαμβάνεται κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δύναται, μετά την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, να διατάξει και οποιοδήποτε άλλο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 προληπτικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά καταλαμβάνουν τις απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης επικύρωσης και μπορούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αίτησης επικύρωσης.
2. Εφόσον συντρέχει σπουδαίος επιχειρηματικός ή κοινωνικός λόγος, τα παραπάνω προληπτικά μέτρα μπορεί να επεκτείνονται και υπέρ εγγυητών ή λοιπών συνοφειλετών του οφειλέτη.
3. Τα προληπτικά μέτρα της παραγράφου 1 δεν μπορούν να θίγουν τα δικαιώματα από συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3301/2004 (Α’ 263) ή από ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού κατά την έννοια της ίδιας διάταξης και ανεξάρτητα από το αν η ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού περιέχεται σε συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας ή σε συμφωνία της οποίας αποτελεί μέρος η συμφωνία παροχής ασφάλειας. Επίσης δεν θίγεται το δικαίωμα καταγγελίας και απόδοσης του μισθίου σε περίπτωση σύμβασης μίσθωσης, εφόσον ο οφειλέτης είναι υπερήμερος ως προς την καταβολή έξι (6) ή περισσότερων μηνιαίων μισθωμάτων. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διατήρηση των αναγκαίων θέσεων εργασίας μέχρι την επικύρωση ή την απόρριψη της συμφωνίας εξυγίανσης
4. Κατά τη συζήτηση της αίτησης για τη λήψη προληπτικών μέτρων το δικαστήριο δύναται να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη ή τον οφειλέτη στην περίπτωση που δεν έχει συμμετάσχει στη σύναψη της συμφωνίας κατά τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1 και 4 του άρθρου 104. Η κλήτευση μπορεί να γίνεται με τα μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 686 παράγραφος 4 ΚΠολΔ.
5. Στα προληπτικά μέτρα των προηγούμενων παραγράφων δύνανται να τίθενται εξαιρέσεις, αν συντρέχει σπουδαίος κοινωνικός λόγος, όπως, ενδεικτικά, προκειμένου να καταβληθούν σε πιστωτή ποσά που είναι αναγκαία για τη διατροφή τούτου ή της οικογένειας του ή για την ικανοποίηση απαιτήσεων διατροφής άλλων προσώπων. Απαιτήσεις εργαζομένων για μισθούς δεν καταλαμβάνονται από τα προληπτικά μέτρα, εκτός αν το δικαστήριο επεκτείνει αυτά και στις απαιτήσεις αυτές για σπουδαίο λόγο και για ορισμένο χρόνο ειδικά αναφερόμενους στην απόφαση.
6. Τα προληπτικά μέτρα του προηγούμενου άρθρου και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, δύνανται να διαταχθούν και πριν από την κατάθεση αίτησης επικύρωσης συμφωνίας, άπαξ, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, η οποία θα δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ), εφόσον προσκομίζεται από τον αιτούντα έγγραφη δήλωση πιστωτών που εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον 20% του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη και συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της επείγουσας περίπτωσης ή του επικειμένου κινδύνου κατά τις διατάξεις των άρθρων 682 επ. Κ.Πολ.Δ. Τα προληπτικά μέτρα που διατάσσονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο ή τυχόν προσωρινή διαταγή που εκδόθηκε ισχύουν έως την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης και σε κάθε περίπτωση κατ’ ανώτατο όριο έως τέσσερις ( 4 ) μήνες συνολικά από την έκδοση της απόφασης ή τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής, οπότε παύουν αυτοδικαίως να ισχύουν, απαγορευομένης της παράτασης ισχύος τους.
7. Το πτωχευτικό δικαστήριο ή κατά περίπτωση ο πρόεδρός του δύναται οποτεδήποτε, ύστερα από αίτηση του έχοντος έννομο συμφέρον ή αυτεπαγγέλτως, να ανακαλεί ή να μεταρρυθμίζει κατά περίπτωση τα κατά τις προηγούμενες παραγράφους προληπτικά μέτρα».
10. Αντικαθίσταται το άρθρο 106β ως εξής:
«Άρθρο 106β
Επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης, εφόσον έχει υπογράφει από τον οφειλέτη και από την απαιτούμενη κατά την παρ. 1 του άρθρου 100 πλειοψηφία του συνόλου των πιστωτών, ή μόνον από πιστωτές του που συγκεντρώνουν την ανωτέρω πλειοψηφία.
2. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης όταν, επιπλέον των προϋποθέσεων της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, πληρούνται σωρευτικά και τα ακόλουθα:
α. Πιθανολογείται ότι κατόπιν της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης η επιχείρηση του οφειλέτη θα καταστεί βιώσιμη.
β. Πιθανολογείται ότι η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών δεν παραβλάπτεται κατά την έννοια του άρθρου 99 παρ. 2.
γ. Η συμφωνία εξυγίανσης δεν είναι αποτέλεσμα δόλου ή άλλης αθέμιτης πράξης ή κακόπιστης συμπεριφοράς του οφειλέτη, πιστωτή ή τρίτου, και δεν παραβιάζει διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ιδίως του δικαίου του ανταγωνισμού.
δ. Η συμφωνία εξυγίανσης αντιμετωπίζει με βάση την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης τους πιστωτές, που βρίσκονται στην ίδια θέση. Αποκλίσεις από την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών επιτρέπονται για σπουδαίο επιχειρηματικό ή κοινωνικό λόγο που εκτίθεται ειδικά στην απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου ή αν ο θίγόμενος πιστωτής συναινεί στην απόκλιση. Ενδεικτικά, δύνανται να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης απαιτήσεις πελατών της επιχείρησης του οφειλέτη, η μη ικανοποίηση των οποίων βλάπτει ουσιωδώς τη φήμη της ή τη συνέχιση της επιχείρησης, απαιτήσεις, η εξόφληση των οποίων είναι αναγκαία για τη διατροφή του πιστωτή και της οικογένειάς του, καθώς και εργατικές απαιτήσεις.
ε. Συναινεί ο οφειλέτης, στην περίπτωση της αίτησης του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 104. Η συναίνεση του οφειλέτη θεωρείται ότι έχει δοθεί, εάν, έως και τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης, δεν ασκήσει παρέμβαση κατά της αποδοχής της. Με την εξαίρεση της περίπτωσης του άρθρου 106δ, η παρέμβαση του οφειλέτη κατά της αποδοχής της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας δεν εμποδίζει την επικύρωση της συμφωνίας από το πτωχευτικό δικαστήριο, εάν από την αίτηση και ιδίως από την έκθεση του εμπειρογνώμονα της παραγράφου 5 του άρθρου 104 προκύπτει ότι η συμφωνία εξυγίανσης δεν θα καταστήσει τη νομική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη χειρότερη από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν χωρίς τη συμφωνία.
3. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης χωρίς να ελέγχει τη συνδρομή της προϋπόθεσης υπό στοιχείο α’ της προηγούμενης παραγράφου εφόσον πληρούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α. Η συμφωνία περιλαμβάνει ρητή δήλωση των συμβαλλόμενων πιστωτών ότι συμφωνούν με το περιεχόμενο του επιχειρηματικού σχεδίου της παραγράφου 7 του άρθρου 103.
β. Η συμφωνία περιλαμβάνει: (αα) λεπτομερή καταγραφή της ταυτότητας των συμβαλλομένων και μη πιστωτών και των απαιτήσεών τους και (ββ) σαφή αναφορά των πιστωτών, συμβαλλομένων και μη, οι απαιτήσεις των οποίων αναμένεται να επηρεαστούν από την υλοποίηση της συμφωνίας και ο τρόπος επηρεασμού τους.
γ. Η συμφωνία μαζί με το επιχειρηματικό σχέδιο έχουν κοινοποιηθεί με νόμιμη επίδοση δικαστικού επιμελητή σε όλους τους μη συμβαλλόμενους πιστωτές, οι απαιτήσεις των οποίων επηρεάζονται από τη συμφωνία, και το ύψος της απαίτησής τους ανέρχεται σε ποσοστό 10% και άνω του συνολικού ύφους των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, ενώ σε εκείνους που το ύψος της απαίτησής τους είναι μικρότερο του 10% του συνολικού ύφους των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, αρκεί κοινοποίηση της συμφωνίας με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως ηλεκτρονική ή συστημένη ταχυδρομική επιστολή, τηλεομοιοτυπικό μήνυμα ή καταχώριση περίληψής της στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 105.
4. Αν με την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης δεν αίρεται η παύση πληρωμών που τυχόν υφίσταται, το πτωχευτικό δικαστήριο δεν επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης και, αν εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης, κηρύσσει την πτώχευση του οφειλέτη. Αν δεν εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης, αλλά το δικαστήριο διαπιστώσει την παύση των πληρωμών, η απόφαση απόρριψης της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης κοινοποιείται με μέριμνα της γραμματείας του δικαστηρίου στον εισαγγελέα πρωτοδικών για να κρίνει κατά πόσο θα υποβάλει αίτηση πτώχευσης κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1.
5. Το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται σε περίπτωση που δεν του έχουν προσκομιστεί όλα τα στοιχεία που τεκμηριώνουν το βάσιμο της αίτησης ή που διαπιστώνει ότι η συμφωνία εξυγίανσης δεν πρέπει να επικυρωθεί, αντί της απόρριψης της αίτησης να τάξει προθεσμία για την προσκόμιση εγγράφων, την παροχή διευκρινίσεων ή την τροποποίηση της συμφωνίας εξυγίανσης. Τα έγγραφα, οι διευκρινίσεις ή η τροποποίηση πρέπει να υποβληθούν εντός της προθεσμίας που τάσσει το δικαστήριο και δεν δύναται να υπερβαίνει το δεκαήμερο.
6. Με την απόφαση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης ή και με μεταγενέστερη απόφαση, το δικαστήριο, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή του, δύναται να ορίσει πρόσωπο από το Μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας, που θα καταρτιστεί κατά τις διατάξεις του πιο πάνω προεδρικού διατάγματος, ως ειδικό εντολοδόχο, για τη διενέργεια ειδικών πράξεων, τις οποίες ορίζει το δικαστήριο, ιδίως για τη διαφύλαξη της περιουσίας του οφειλέτη, τη διενέργεια ειδικών διαχειριστικών πράξεων, τη διενέργεια των πράξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 101 ή την επίβλεψη της εκτέλεσης της συμφωνίας εξυγίανσης. Η απόφαση ορίζει τις πράξεις στις οποίες δύναται να προβαίνει ο ειδικός εντολοδόχος και τη διάρκεια της εντολής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διάρκεια της συμφωνίας εξυγίανσης.
7. Η απόφαση που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης ή που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσής της δημοσιεύεται αμελλητί σε περίληψη στο Γ.Ε.ΜΗ. και στο Δελτίο της παραγράφου 2 του άρθρου 105 με επιμέλεια του οφειλέτη ή πιστωτών.
8. Τριτανακοπή κατά της επικυρωτικής απόφασης δύναται να ασκηθεί ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου από πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση και δεν είχε κλητευθεί νομίμως σύμφωνα με το άρθρο 105 εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση κατά την προηγούμενη παράγραφο.
9. Στην περίπτωση της παραγράφου 7 το δικαστήριο ακυρώνει τη συμφωνία μόνο αν δεν είναι εφικτή η διατήρηση της με επανυπολογισμό των ποσών που δικαιούται να λάβει το πρόσωπο που άσκησε την ανακοπή ή την τριτανακοπή. Στον επανυπολογισμό αυτόν προβαίνει το ίδιο το δικαστήριο.
10. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσης επιτρέπεται έφεση κατά τις κοινές διατάξεις.
11. Η επικυρωθείσα συμφωνία εξυγίανσης δύναται να τροποποιείται άπαξ με μεταγενέστερη συμφωνία όλων των συμβαλλόμενων μερών, η οποία κατατίθεται προς επικύρωση ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, με επιμέλεια του οφειλέτη ή οποιουδήποτε εκ των συμβαλλόμενων πιστωτών. Το δικαστήριο επικυρώνει την τροποποιητική συμφωνία, εφόσον συντρέχουν περιοριστικά και σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Η τροποποίηση αφορά το χρόνο και τον τρόπο αποπληρωμής των απαιτήσεων ή το είδος των εκατέρωθεν παροχών.
β) Οι μεταβολές που επέρχονται στην αρχική συμφωνία δεν επηρεάζουν τους όρους αποπληρωμής των μη συμβαλλόμενων πιστωτών και δεν επιβαρύνουν τη θέση τους, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με την επικυρωθείσα συμφωνία εξυγίανσης.
γ) Η τροποποιητική συμφωνία δεν θίγει τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών, συμβαλλόμενων και μη.
Στη σχετική δίκη δύναται να ασκηθεί μόνο κύρια παρέμβαση, χωρίς προδικασία, από οποιονδήποτε έχοντα έννομο συμφέρον, ο οποίος επικαλείται τη μη τήρηση των ανωτέρω προϋποθέσεων και αποδεικνύει βλάβη στα συμφέροντά του, προερχόμενη από τη μη τήρησή τους. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου που απορρίπτει την αίτηση τροποποίησης επιτρέπεται μόνον έφεση κατά τις κοινές διατάξεις, αποκλεισμένου οποιουδήποτε άλλου ένδικου μέσου ή βοηθήματος, συμπεριλαμβανομένης της τριτανακοπής».
11. Αντικαθίσταται το άρθρο 1066 ως εξής:
«Άρθρο 106δ
Μεταβίβαση της επιχείρησης του οφειλέτη
1. Όταν κατά τη συμφωνία εξυγίανσης ή με σύμβαση που καταρτίζεται σε εκτέλεση της τελευταίας μεταβιβάζεται το σύνολο ή μέρος της επιχείρησης του οφειλέτη, μεταβιβάζονται στον αποκτώντα το ενεργητικό της επιχείρησης ή του μέρους της και ενδεχομένως, στο μέτρο που προβλέπεται στη συμφωνία, μέρος των υποχρεώσεων, ενώ οι λοιπές υποχρεώσεις κατά περίπτωση εξοφλούνται από το τίμημα της πώλησης της επιχείρησης ή του μέρους της, διαγράφονται, ή στην περίπτωση μεταβίβασης μέρους της επιχείρησης παραμένουν ως υποχρεώσεις του οφειλέτη ή κεφαλαιοποιούνται. Ως προς τη μεταβίβαση των εκκρεμών συμβατικών σχέσεων εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 33. Ως προς τη μεταβίβαση διοικητικών αδειών εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 141 παράγραφος 3. Για τη σύμβαση μεταβίβασης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 133 και 134.
2. Η μεταβίβαση της επιχείρησης ή μέρους της, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μπορεί να γίνει είτε σε τρίτο είτε σε εταιρεία που συνιστάται από τους πιστωτές, σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο είτε σε άλλη εταιρεία, υφιστάμενη ή νεοϊδρυόμενη, υπό τη μορφή εισφοράς εις είδος, τηρουμένωντων προϋποθέσεων των άρθρων 9 και 9α του κ.ν. 2190/1920.
3. Είναι δυνατόν κατά τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης να συστήνεται ανώνυμη εταιρεία με εισφορά σε είδος μέρους ή του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, τηρουμένων των προϋποθέσεων των άρθρων 9 και 9α του κ.ν. 2190/1920. Η εταιρεία αυτή αποκτά το σύνολο ή μέρος της επιχείρησης του
οφειλέτη έναντι εξόφλησης των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη που έχουν εισφερθεί σε αυτή. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 103 παράγραφος 1 περίπτωση γ’.
4. Στην περίπτωση του παρόντος άρθρου, και με την επιφύλαξη των παραγράφων 10 επ. του άρθρου 106β, τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία εξυγίανσης μέρη έχουν τη δυνατότητα να τροποποιήσουν τη συμφωνία εξυγίανσης κατά το μέρος που αφορά στους όρους μεταβίβασης της επιχείρησης ή μέρους της, εφόσον έως την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης επικύρωσης έχουν μεταβληθεί τα στοιχεία του μεταβιβαζόμενου ενεργητικού και προσκομίζεται με τις προτάσεις
συμπληρωματική έκθεση του ορισθέντος εμπειρογνώμονα επί των τροποποιούμενων όρων.
5. Στην περίπτωση του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται το άρθρο 178».
12. Αντικαθίσταται το άρθρο 106ε ως εξής:
«Άρθρο 106ε
Ακύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης μετά την επικύρωση
1. Η συμφωνία εξυγίανσης μπορεί να ακυρωθεί με απόφαση του δικαστηρίου μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) εάν μετά από την επικύρωση αποκαλύφθηκε ότι η συμφωνία αποτέλεσε προϊόν δόλου του οφειλέτη ή συμπαιγνίας του με πιστωτή ή τρίτο, ιδίως λόγω απόκρυφης του ενεργητικού ή διόγκωσης του παθητικού του.
β) εάν η μη εκπλήρωση των όρων της συμφωνίας από τον οφειλέτη είναι τόσο ουσιώδης, ώστε με βεβαιότητα να προβλέπεται η αδυναμία εξυγίανσης της επιχείρησής του.
2. Η ακύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης επιφέρει αυτοδικαίως την αποδέσμευση των πιστωτών από τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης και την επαναφορά τους στην πριν από την επικύρωση της συμφωνίας νομική θέση τους ως προς το ύφος, το είδος, την εξασφάλιση και τα προνόμια των απαιτήσεών τους κατά του οφειλέτη, εφόσον είχαν διαμορφωθεί διαφορετικά στη συμφωνία εξυγίανσης, μετά από αφαίρεση των ποσών που τυχόν είχαν λάβει κατά τη συμφωνία. Η απόφαση που
ακυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης ή που απορρίπτει την αίτηση ακύρωσής της δημοσιεύεται αμελλητί σε περίληψη στο Γ.Ε.ΜΗ. και στο Δελτίο της παραγράφου 2 του άρθρου 105 με επιμέλεια του οφειλέτη ή πιστωτών.
3. Η κήρυξη πτώχευσης του οφειλέτη, μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, επιφέρει τη ματαίωση υλοποίησης της συμφωνίας. Στην περίπτωση αυτή:
α) οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν έχουν ικανοποιηθεί πλήρως κατά τη συμφωνία, επανέρχονται, ως προς το ύψος και το χρόνο λήξης τους, όπως είχαν πριν την επικύρωση της συμφωνίας, μετά την αφαίρεση των τυχόν ληφθέντων,
β) εμπράγματες εξασφαλίσεις, οι οποίες, κατά τη συμφωνία είχαν εξαλειφθεί ή άλλως αρθεί, δεν αναβιώνουν, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στη συμφωνία και τούτο έχει σημειωθεί στα οικεία δημόσια βιβλία,
γ) εμπράγματες εξασφαλίσεις, οι οποίες είχαν συσταθεί σύμφωνα με τη συμφωνία για να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση απαιτήσεων, εξακολουθούν να ισχύουν μόνον κατά το ποσό και για το χρόνο που έχει συμφωνηθεί στη συμφωνία, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά σε αυτή.
4. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα δικαιώματα που έχει κάθε πιστωτής κατά το κοινό δίκαιο για τις περιπτώσεις μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη που αναλαμβάνονται ή διαμορφώνονται με τη συμφωνία, καθώς και καθυστερημένης ή πλημμελούς εκπλήρωσης, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων καταγγελίας ή υπαναχώρησης».
13. Αντικαθίσταται το άρθρο 106στ ως εξής:
«Άρθρο 106στ
Καθήκοντα και αμοιβές των οργάνων της διαδικασίας
1. Οι εμπειρογνώμονες πρέπει να είναι ανεξάρτητοι από τον οφειλέτη κατά την έννοια των όρων του διατάγματος το οποίο θα εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 22 της υποπαρ. Γ3 της παρ. Γ’ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α’ 94), όπως τελικώς η ανωτέρω παρ. 22 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 του ν. 4423/2016 (Α’ 182). Δεν επιτρέπεται ο ορισμός δημοσίων υπαλλήλων που υπηρετούν σε οικονομικές υπηρεσίες ως εμπειρογνωμόνων.
2. Ο εμπειρογνώμονας υποχρεούται να εκτελείτα καθήκοντα του με ευσυνειδησία, αντικειμενικότητα και αμεροληψία. Έναντι των πιστωτών και του οφειλέτη ο εμπειρογνώμονας ευθύνεται για δόλο και βαριά αμέλεια.
3. Η αμοιβή των εμπειρογνωμόνων κατά το παρόν κεφάλαιο συμφωνείται με τον οφειλέτη και τους πιστωτές ή μόνον με τους πιστωτές στην περίπτωση που κατατίθεται αίτηση για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 104.
4. Οι εμπειρογνώμονες έχουν υποχρέωση να μην γνωστοποιούν πληροφορίες που περιέρχονται σε αυτούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εφόσον αυτό δεν είναι αναγκαίο για τη σύναψη της συμφωνίας.»

Αιτιολογική έκθεση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΠΡΟΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
I. Γενικά επί των προτεινόμενων τροποποιήσεων
Η σχεδόν πενταετής εφαρμογή της διαδικασίας εξυγίανσης, η οποία αντικατέστησε την εισαχθείσα, με τη θέση σε ισχύ (το 2007) του Πτωχευτικού Κώδικα, διαδικασία συνδιαλλαγής, ανέδειξε μεν τη χρησιμότητα της διαδικασίας ως μέσου πρόληψης της πτώχευσης, κατέδειξε όμως και μια σειρά μειονεκτήματά της, η θεραπεία των οποίων κρίνεται αναγκαία. Με τις εισαγόμενες τροποποιήσεις επιχειρείται θεραπεία αυτών των μειονεκτημάτων και, γενικότερα, ενίσχυση της εξυγιαντικής και προληπτικής της πτώχευσης λειτουργίας της διαδικασίας, έτσι ώστε αυτή να αποτελέσει ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό εργαλείο αντιμετώπισης της εμπορικής αφερεγγυότητας για τις βιώσιμες επιχειρήσεις. Με τις εισαγόμενες τροποποιήσεις, οι οποίες αποτελούν συνέχεια και διεύρυνση των τροποποιήσεων που επήλθαν με το ν. 4336/2015, όπως ισχύει, συγκροτείται ένα σύγχρονο πλαίσιο εξυγίανσης βιώσιμων επιχειρήσεων, το οποίο είναι απόλυτα εναρμονισμένο με τις αρχές της Σύστασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 12.3.2014 για μια νέα προσέγγιση για την επιχειρηματική αποτυχία και την αφερεγγυότητα (C 2014/1500, εφεξής «η Σύσταση»), καθώς και με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές οι οποίες είναι αποτυπωμένες στις αντίστοιχες διαδικασίες των περισσότερων κρατών μελών.
Εντός του ανωτέρω πλαισίου, ως σημαντικότερες αλλαγές του έκτου κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, επισημαίνονται οι ακόλουθες:
(α) Η απλούστευση της διαδικασίας εξυγίανσης με την κατάργηση του προσταδίου δικαστικού ανοίγματος, που, όπως κατέδειξε η εμπειρία εφαρμογής του, ήταν εξαιρετικά ευάλωτο σε καταστρατηγήσεις. Η τροποποίηση αυτή, όπως και η αντίστοιχη τροποποίηση στο σχέδιο αναδιοργάνωσης των άρθρων 108 επ., συνιστά προσαρμογή προς την αντίστοιχη αρχή της Σύστασης (αρ. 7), η οποία επιβάλει περιορισμό της ανάμειξης του δικαστηρίου στο βαθμό που είναι απαραίτητος και αναλογικός για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πιστωτών και άλλων ενδιαφερομένων μερών. Η τροποποίηση αυτή συνδυάζεται με την νέα δυνατότητα χορήγησης προληπτικών μέτρων κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων μιας τέτοιας συμφωνίας, έτσι ώστε να μην υπονομεύονται οι προοπτικές ενός σχεδίου εξυγίανσης από τις ατομικές διώξεις μεμονωμένων πιστωτών.
(β) Επιχειρείται διεύρυνση της χρησιμοποίησης της διαδικασίας στις περιπτώσεις αδιαφορίας και αδράνειας των διοικούντων και διαχειριστών μιας επιχείρησης, σε βάρος των συμφερόντων των πιστωτών της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων εργαζομένων, προμηθευτών, πελατών, του δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων. Η διεύρυνση αυτή υλοποιείται μέσω της παροχής δυνατότητας κίνησης της διαδικασίας από πιστωτές, και ισχύει μόνον στην περίπτωση που ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών. Ο εν λόγω περιορισμός του ως άνω δικαιώματος καθίσταται αναγκαίος προς αποφυγή καταχρηστικής συμπεριφοράς των πιστωτών και προσβολής από μέρους τους των περιουσιακών δικαιωμάτων των μετόχων.
(γ) Η διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης, η οποία είχε τύχει πενιχρής μέχρι σήμερα εφαρμογής και τελούσε σε συστηματική αναντιστοιχία με τις υπόλοιπες διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα, τίθεται εκτός της ρυθμιζόμενης ύλης, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η συσχέτιση κι ενδεχομένως η αφομοίωσή της από την απολύτως συναφή διαδικασία της ειδικής διαχείρισης του ν. 4307/2014, καθώς και οι δύο αποβλέπουν στην αντιμετώπιση ειδικότερων αναγκών και υπόκεινται σε συχνές αλλαγές μη συνάδουσες με τη λειτουργικότητα ενός κωδικοποιημένου νομοθετήματος, όπως ο πτωχευτικός κώδικας.
Γενικότερα, οι τροποποιήσεις στη διαδικασία εξυγίανσης στοχεύουν στην προώθηση της έγκαιρης διάσωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, έτσι ώστε, συνδυαζόμενες με την εισαγωγή του θεσμού της απαλλαγής, να καταστήσουν στόχο υλοποιήσιμο την παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε επιχειρήσεις, με ευεργετικά αποτελέσματα για τη διατήρηση θέσεων εργασίας και εν γένει την παραμονή συντελεστών παραγωγής στην οικονομική ζωή, με ταυτόχρονη συμβολή στην αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων για δανειστές και οφειλέτες.
Άρθρο 99
Διαδικασία εξυγίανσης
Το άρθρο 99 συνεχίζει να αποτελεί το εισαγωγικό άρθρο της διαδικασίας εξυγίανσης, στο οποίο περιγράφεται η φύση της διαδικασίας και προβλέπονται οι υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις εφαρμογής του. Οι τροποποιήσεις στο προηγούμενο άρθρο 99 συνιστούν κυρίως προσαρμογή των ρυθμίσεων στη μορφή της διαδικασίας επικύρωσης ήδη συναφθείσης συμφωνίας μεταξύ πιστωτών και οφειλέτη. Όπως προαναφέρθηκε, η κατάργηση του προσταδίου ανοίγματος επιβάλλεται για να προσαρμοστεί η ελληνική διαδικασία στις επιταγές της Σύστασης για διαδικασία μη χρονοβόρα και για περιορισμό των δικαστικών
παρεμβάσεων. Επιπλέον όμως, έχει παρατηρηθεί εμπειρικά και επισημανθεί ότι η χρήση του προσταδίου του ανοίγματος της διαδικασίας σπανιότατα οδηγούσε σε ολοκλήρωση της διαδικασίας με επικύρωση συμφωνίας, αποτελώντας τις περισσότερες φορές μέσο είτε «ασυλίας» έναντι των ατομικών διώξεων των πιστωτών είτε καθυστέρησης υπαγωγής στην πτωχευτική διαδικασία. Τα
αποτελέσματα ήταν άκρως βλαπτικά για το σύνολο των πιστωτών μιας επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων, που παρέμεναν όμηροι μιας ουσιαστικά πτωχευμένης επιχείρησης κατά της οποίας αδυνατούσαν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους (μισθούς, μισθώματα κτλ.), επειδή τύγχανε προληπτικής προστασίας κατά το προστάδιο αυτό, το οποίο σχεδόν ουδέποτε κατέληγε στο σκοπό για τον οποίο είχε αρχικά θεσπιστεί. Επιπλέον ακόμη και στις περιπτώσεις άμεσης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης (μέσω του άρθρου 106β), η αίτηση ανοίγματος υποβάλετο αποκλειστικά και μόνο για τη χορήγηση των προληπτικών μέτρων, δεδομένου ότι δεν υπήρχε δυνατότητα χορήγησής τους κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων. Επομένως με τις τροποποιήσεις του παρόντος αίρεται και η κατά τα ανωτέρω δικονομική κατάχρηση της αίτησης ανοίγματος. Από τις σχετικές αλλαγές, ιδιαίτερης επισήμανσης χρήζει η κατάργηση της σύγκλησης της συνέλευσης πιστωτών για τη σύναψη της συμφωνίας, καθώς, αφενός δεν συνάδει με τη νέα φύση της διαδικασίας και αφετέρου έτυχε πενιχρής εφαρμογής υπό το προηγούμενο καθεστώς.

Άρθρο 100
Απαιτούυενη πλειοψηφία  πιστωτών
Το νέο άρθρο 100 για την απαιτούμενη πλειοψηφία πιστωτών δεν αλλάζει, σε σχέση με την συναφή ρύθμιση του παλαιού άρθρου 106α, τα ποσοστά που απαιτούνται για να τύχει επικύρωσης από το δικαστήριο μια συμφωνία εξυγίανσης, καθώς αυτά παραμένουν στο 60% του συνόλου των απαιτήσεων στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το 40% των τυχόν εμπραγμάτως ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων απαιτήσεων.
Η τροποποίηση που εισάγεται με την παράγραφο 1 αφορά στην παρεχόμενη δυνατότητα επικύρωσης συμφωνίας που έχει συναφθεί μόνον από πιστωτές, χωρίς τη σύμπραξη του οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος βρίσκεται σε παύση πληρωμών. Η σχετική πρόβλεψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσθήκη ως προϋπόθεσης επικύρωσης μιας τέτοιας συμφωνίας της εικαζόμενης συναίνεσης του οφειλέτη, κατά τα προβλεπόμενα στη νέα διάταξη του στοιχ. ε της παραγράφου 2 του άρθρου 106 β.
Με τις παραγράφους 2 και 3 προβλέπεται ο τρόπος και η θεμελίωση υπολογισμού των προβλεπόμενων ποσοστών και για τις δύο κατηγορίες συμφωνιών (με και χωρίς τη σύμπραξη του οφειλέτη), με βάση κατάσταση πιστωτών που επισυνάπτεται στη συμφωνία εξυγίανσης. Η ημερομηνία που φέρει η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να είναι προγενέστερη των τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της συμφωνίας στο δικαστήριο.

Άρθρο 101
Σύμπραξη συνέλευσης υετόνων ή εταίρων – Σύμπραξη τρίτων
Η διάταξη του άρθρου 101 αποτελεί αναρίθμηση της προϋφιστάμενης διάταξης του αρ. 106 γ η οποία ενισχύεται με την προσθήκη νέας παραγράφου 2 και την αναρίθμηση των επόμενων παραγράφων. Με τη νέα ρύθμιση της παραγράφου 2 επιδιώκεται η ταχύτερη υλοποίηση της συμφωνίας εξυγίανσης σε περιπτώσεις στις οποίες η τυχόν μη σύμπραξη των μετόχων ή εταίρων στη λήψη της προβλεπόμενης στη συμφωνία εξυγίανσης απόφασης, μπορεί να πιθανολογηθεί από το δικαστήριο ως καταχρηστική ήδη κατά το στάδιο επικύρωσης της συμφωνίας, λόγω της παύσης πληρωμών στην οποία ήδη βρίσκεται ο οφειλέτης και της έλλειψης επαρκούς περιουσίας για την ικανοποίηση των μετόχων ή εταίρων σε περίπτωση πτώχευσης. Για το σχηματισμό της κρίσης του το δικαστήριο θα λάβει υπόψη του ιδίως την έκθεση του εμπειρογνώμονα στην οποία θα πρέπει να περιλαμβάνεται η γνώμη του σε σχέση με τη συνδρομή των ως άνω δύο προϋποθέσεων. Διευκρινίζεται ότι η εξουσία άσκησης των δικαιωμάτων φήφου που θα δίδει το δικαστήριο στον ειδικό εντολοδόχο με την απόφαση του άρθρου 106β στην ως άνω περίπτωση, θα αφορά ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου που είναι απαραίτητο για τη λήψη της απόφασης της παραγράφου 1 και υπό τον όρο της μη άσκησής του από τους δικαιούχους μετόχους ή εταίρους στο χρόνο που ορίζεται στη συμφωνία εξυγίανσης. Επομένως, το πτωχευτικό δικαστήριο, έχοντας στη διάθεση του τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, κρίνει, με μια απόφαση, εκτός από την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, την τυχόν καταχρηστική άρνηση σύμπραξης (διαφωνίας ή αποχής) των μετόχων σχετικά με την εφαρμογή εξυγιαντικών μέτρων που απαιτούν απόφαση της συνέλευσης των μετόχων ή εταίρων (ενδεχομένως και με καταστατικές πλειοψηφίες) και ως εκ τούτου θα έπρεπε να έχουν αποφασιστεί ήδη πριν την υποβολή της συμφωνίας εξυγίανσης προς επικύρωση. Ούτως αποφεύγεται η αδικαιολόγητη καθυστέρηση υλοποίησης της συμφωνίας εξυγίανσης με ταυτόχρονη αποφυγή βλάβης των συμφερόντων των μετόχων εταίρων της εταιρίας, οι οποίοι, με βάση την εκδοχή αναγκαστικής εκποίησης που επιβεβαιώνεται στην έκθεση του εμπειρογνώμονα, σε περίπτωση μη εφαρμογής της συμφωνίας εξυγίανσης, θα ικανοποιούντο σε ουσιωδώς μικρότερο βαθμό, ή ενδεχομένως και καθόλου σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης ή πτώχευσης.
Η παράγραφος 3 της διάταξης ρυθμίζει τις περιπτώσεις στις οποίες ο οφειλέτης δεν βρίσκεται σε παύση πληρωμών, επαναλαμβάνοντας τη ρύθμιση της
παραγράφου 2 του παλαιού άρθρου 106γ με κάποιες φραστικές προσαρμογές. Στην περίπτωση αυτή η καταχρηστικότητα ή μη της άρνησης των μη συναινουντων μετόχων θα κρίνεται από το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, με την εξέταση ιδίως της πιθανότητας πτώχευσης του οφειλέτη και της έλλειψης ικανοποίησης των μετόχων ή εταίρων σε περίπτωση ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη. Επιπλέον των προσαρμογών αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον ειδικό εντολοδόχο της παραγράφου 2 να συγκαλέσει ο ίδιος γενική συνέλευση, με σκοπό την ευχερέστερη χρήση της διάταξης σε περιπτώσεις μη συνεργάσιμων, προς τον σκοπό της εξυγίανσης, μετόχων ή εταίρων, και χωρίς να παρακάμπτεται η αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης. Η παράγραφος 4 επαναλαμβάνει τη ρύθμιση της παραγράφου 3 του παλαιού άρθρου 106γ.

Άρθρο 102
Συμμετοχή  δημοσίου και δημοσίων Φορέων
Το άρθρο αυτό αποτελεί επανάληψη του παλαιού άρθρου 106 δ για τη συμμετοχή δημοσίου και δημοσίων φορέων με φραστική προσαρμογή ενόψει της κατάργησης της συνέλευσης των πιστωτών.

Άρθρο 103
Περιεχόμενο της συμφωνίας  εξυγίανσης
Το άρθρο αυτό αποτελεί επανάληψη του παλαιού άρθρου 106 ε για το περιεχόμενο της συμφωνίας εξυγίανσης, με ελάχιστες φραστικές προσαρμογές. Η διαγραφή της αναφοράς στο στοιχείο θ’ της παραγράφου 1 για τον ειδικό εντολοδόχο έγινε για λόγους αποφυγής επαναλήψεων, καθώς σχετική πρόβλεψη περιλαμβάνεται πλέον στην παράγραφο 5 του άρθρου 106 β. Το δικαίωμα καταγγελίας της παραγράφου 3 ενεργεί αποκλειστικά προς όφελος του καταγγέλλοντος πιστωτή σε αντιδιαστολή προς την ακύρωση της συμφωνίας κατά το άρθρο 106 ε.

Άρθρο 104
Αίτηση επικύρωσης συμφωνίας  εξυγίανσης
Το άρθρο αυτό έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, η οποία αποτελεί πλέον την εναρκτήρια πράξη της διαδικασίας.
Στην παράγραφο 1 αναφέρονται τα πρόσωπα που δικαιούνται να υποβάλουν την αίτηση τόσο στην περίπτωση συμφωνίας που συνάπτεται από τον οφειλέτη και τους πιστωτές του, όσο και στην περίπτωση συμφωνίας που συνάπτεται μόνον από πιστωτές. Για τη δεύτερη περίπτωση προβλέπεται ότι η αίτηση επικύρωσης μπορεί να υποβληθεί από οποιονδήποτε από τους συμβαλλόμενους πιστωτές.
Στην παράγραφο 2 αναφέρονται το περιεχόμενο και τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η αίτηση.
Στην παράγραφο 3 αναφέρονται τα έγγραφα που πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να συνοδεύουν την αίτηση επικύρωσης συμφωνίας που συνάπτεται από τον οφειλέτη και τους πιστωτές του, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης εμπειρογνώμονα, όπως προέβλεπε και η παράγραφος 3 του παλαιού άρθρου 100. Πλην των εγγράφων αυτών, ρητά προβλέπεται η δυνατότητα προσκόμισης και άλλων, αρμοδίως βεβαιωμένων ως προς την ακρίβειά τους, εγγράφων, τα οποία μπορούν να προσκομιστούν και με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση της αίτησης, σύμφωνα με τους οικείους δικονομικούς κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Στην παράγραφο 4 αναφέρονται τα έγγραφα που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση επικύρωσης συμφωνίας που συνάπτεται μόνον από τους πιστωτές. Επί ποινή απαραδέκτου της αίτησης, προβλέπεται υποχρέωση συνυποβολής αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε κατάσταση πτώχευσης καθώς και έκθεσης εμπειρογνώμονα. Η εξέταση της αίτησης πτώχευσης είναι δυνατή μόνον μετά την απόρριψη της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης. Για την περίπτωση ελλείψεων στα λοιπά έγγραφα της παραγράφου 3, οι οποίες οφείλονται στην έλλειψη συνεργασίας του οφειλέτη, προβλέπεται η δυνατότητα του δικαστηρίου να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να διατάξει τη χορήγηση από τον οφειλέτη στον ορισθέντα εμπειρογνώμονα όλων των απαιτούμενων στοιχείων, με παραπομπή στο άρθρο 232 Α του Ποινικού Κώδικα για την περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Στην παράγραφο 5 αναφέρεται το περιεχόμενο που πρέπει να έχει η έκθεση του εμπειρογνώμονα τόσο στην περίπτωση συμφωνίας που συνάπτεται από τον οφειλέτη και τους πιστωτές του, όσο και στην περίπτωση συμφωνίας που συνάπτεται μόνον από πιστωτές, κατά το πρότυπο της προηγούμενης ρύθμισης του άρθρου 100 παράγραφος 3.
Τέλος, στην παράγραφο 6, αναφέρονται ο τρόπος και τα προσόντα επιλογής του εμπειρογνώμονα κατά το πρότυπο της προηγούμενης ρύθμισης του άρθρου 100 παράγραφος 4.

Άρθρο 105
Δικάσιμος – Κλητεύσεις
Στο άρθρο αυτό συγκεντρώνονται όλες οι ρυθμίσεις για τον ορισμό δικασίμου και για τις κλητεύσεις. Για την περίπτωση που ο οφειλέτης δεν συμπεριλαμβάνεται στους αιτούντες κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 104, η κλήτευση αυτού προβλέπεται επί ποινή απαραδέκτου. Προβλέπεται, επίσης, ότι με επιμέλεια του αιτούντος ή των αιτούντων, η αίτηση πρέπει να δημοσιεύεται εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητων Απασχολουμένων (Ταμείο Νομικών) και στο Γ.Ε.ΜΗ., ενώ παραμένουν και οι ρυθμίσεις της παραγράφου 6 του παλαιού άρθρου 100 για την υποχρεωτική κλήτευση του δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον υπάρχουν αντίστοιχα χρέη, για την κλήτευση, με εντολή του αρμόδιου δικαστή, λοιπών πιστωτών του οφειλέτη και την παράσταση στη συζήτηση εκπροσώπου των εργαζομένων χωρίς τήρηση προδικασίας.

Άρθρο 106
Αυτοδίκαιη αναστολή
Το άρθρο αυτό προβλέπει, στα πρότυπα της προηγούμενης ρύθμισης της παραγράφου 2 του άρθρου 106 β, την αυτόματη αναστολή λήψης μέτρων ατομικής και συλλογικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, για το διάστημα από την υποβολή της συμφωνίας προς επικύρωση και μέχρι την έκδοση απόφασης από το δικαστήριο, με ανώτατη διάρκεια τεσσάρων (4) μηνών (παράγραφος 1). Η παράγραφος 2 προβλέπει ότι η αναστολή αυτή επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη. Με την παράγραφο 3 εισάγεται η δυνατότητα λήψης των ίδιων ή άλλων προληπτικών μέτρων με δικαστική απόφαση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 106 α που ακολουθεί.

Άρθρο 106α Προληπτικά μέτρα
Στο άρθρο αυτό συγκεντρώνονται οι ρυθμίσεις για τα προληπτικά μέτρα που δύνανται να ληφθούν με δικαστική απόφαση, μετά την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, χωρίς να θίγεται η αυτόματη αναστολή διώξεων του άρθρου 106. Στο πλαίσιο αυτό, η παράγραφος 1 προβλέπει τη δυνατότητα λήψης οποιουδήποτε άλλου από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 προληπτικά μέτρα, ενώ οι παράγραφοι 2 έως 5 και 7 επαναλαμβάνουν ρυθμίσεις του προηγούμενου άρθρου 103 κατάλληλα προσαρμοσμένες στην νέα απλοποιημένη μορφή της διαδικασίας εξυγίανσης.
Στην παράγραφο 6 του άρθρου αυτού εισάγεται η καινοτομία λήψης κάθε είδους προληπτικών μέτρων (τόσο του άρθρου 106 όσο και του άρθρου 106 α), με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, και πριν από την κατάθεση αίτησης επικύρωσης συμφωνίας, έτσι ώστε να μην κωλύεται η διαπραγμάτευση μεταξύ των μερών και να μην ακυρώνονται οι προοπτικές ευόδωσης ενός σχεδίου εξυγίανσης από ατομικές διώξεις μεμονωμένων πιστωτών. Προς αποτροπή καταστρατηγήσεων, η σχετική αίτηση, πλην της πλήρωσης των προϋποθέσεων των άρθρων 682 επ. ΚΠολΔ, θα πρέπει να συνοδεύεται από έγγραφη δήλωση του 20% των πιστωτών και τα χορηγούμενα προληπτικά μέτρα ή η τυχόν προσωρινή διαταγή θα ισχύουν κατ’ ανώτατο όριο, τέσσερις (4) μήνες.

Άρθρο 1066
Επικύρωση της συμφωνίας  εξυγίανσης
Το άρθρο 106 β επαναλαμβάνει τη ρύθμιση του προηγούμενου άρθρου 106 ζ για την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης με τις ακόλουθες βασικές αλλαγές:
(α) Στις υφιστάμενες προϋποθέσεις επικύρωσης συμφωνίας προστίθεται (ως στοιχ. ε της παραγράφου 2) η προϋπόθεση συναίνεσης του οφειλέτη, ειδικά για την περίπτωση που ο ίδιος δεν αποτελεί συμβαλλόμενο στη συμφωνία μέρος κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 104. Για την αντιμετώπιση του ενδεχομένου μη συνεργαζόμενων ή αδρανών οφειλετών, η συναίνεση του οφειλέτη τεκμαίρεται εάν ο ίδιος δεν έχει ασκήσει παρέμβαση κατά της αποδοχής της αίτησης επικύρωσης. Ακόμη όμως κι εάν έχει ασκήσει τέτοια παρέμβαση, αυτή δεν εμποδίζει την επικύρωση της συμφωνίας (με την εξαίρεση μεταβίβασης της επιχείρησης του οφειλέτη κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 106 δ), εάν προκύπτει ότι η συμφωνία εξυγίανσης δεν θα καταστήσει τη νομική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη χειρότερη από εκείνη που θα βρισκόταν χωρίς τη συμφωνία. Η τελευταία πρόβλεψη είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση περιπτώσεων κατάχρησης του δικαιώματος του οφειλέτη να εμποδίσει τη διαδικασία εξυγίανσης, σε βάρος των πιστωτών της εταιρίας, όταν ο ίδιος δεν αντλεί κανένα όφελος από τη στάση του αυτή.
(β) Περιλαμβάνεται στο άρθρο αυτό (ως παράγραφος 5) η δυνατότητα του δικαστηρίου να ορίσει ειδικό εντολοδόχο, στον οποίο θα ανατίθενται μεταξύ των άλλων και οι εξουσίες του άρθρου 101 παρ. 2 και 3.
(γ) Παρέχεται η σημαντικότατη δυνατότητα τροποποίησης συμφωνίας εξυγίανσης που επικυρώθηκε, με μεταγενέστερη συμφωνία όλων των συμβαλλομένων μερών (παράγραφος 10). Η σχετική δυνατότητα προβλέπεται για μια φορά και υποβάλλεται σε αυστηρές προϋποθέσεις, έτσι ώστε αφενός να παρέχεται η δυνατότητα προσαρμογής της συμφωνίας σε νέες συνθήκες που δεν καθιστούν απαγορευτική την προοπτική εξυγίανσης και αφετέρου να αποτρέπονται καταστρατηγήσεις που θα οδηγούσαν σε παρέλκυση των διαδικασιών και σε δυσανάλογη βλάβη των εμπλεκομένων μερών.

Άρθρο 1066
Μεταβίβαση της επιχείρησης του οφειλέτη
Το άρθρο αυτό επαναλαμβάνει στα βασικά της σημεία την προηγούμενη ρύθμιση του άρθρου 106 θ για τη μεταβίβαση της επιχείρησης του οφειλέτη, περιλαμβάνοντας ρητά στην παράγραφο 2 τη δυνατότητα μεταβίβασης σε οιονδήποτε τρίτο ή σε εταιρία που συνιστάται από πιστωτές του οφειλέτη, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 ή σε άλλη εταιρία, υφιστάμενη ή νεοϊδρυόμενη, υπό τη μορφή εισφοράς εις είδος, με την τήρηση, στην τελευταία περίπτωση των προϋποθέσεων των άρθρων 9 και 9α του κ.ν. 2190/1920. Απολύτως νέα είναι η παράγραφος 4 με την οποία εισάγεται δυνατότητα τροποποίησης της συμφωνίας εξυγίανσης κατά το μέρος που αφορά στους όρους μεταβίβασης της επιχείρησης ή μέρους της με τις εκεί προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις.

Άρθρο 106ε
Ακύρωση της συμφωνίας  εξυγίανσης μετά την επικύρωση
Με το άρθρο αυτό εισάγεται δυνατότητα ακύρωσης της συμφωνίας με απόφαση του δικαστηρίου ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται σε περιπτώσεις αποκάλυψης δόλου του οφειλέτη ή συμπαιγνίας του με πιστωτή ή τρίτο καθώς και σε περιπτώσεις που η μη εκπλήρωση των όρων της συμφωνίας από τον οφειλέτη είναι τόσο ουσιώδης, ώστε με βεβαιότητα να προβλέπεται η αδυναμία εξυγίανσης της επιχείρησής του (παράγραφος 1). Εισάγεται ρύθμιση για τις επιπτώσεις της ακύρωσης της συμφωνίας στις απαιτήσεις των πιστωτών, η οποία προβλέπει επαναφορά στη νομική θέση που είχαν κατά την επικύρωση της συμφωνίας (παράγραφος 2). Ως ειδική περίπτωση ματαίωσης υλοποίησης της συμφωνίας προβλέπεται η κήρυξη πτώχευσης του οφειλέτη μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης και ρυθμίζεται η τύχη των απαιτήσεων των πιστωτών και των εμπράγματων εξασφαλίσεων (παράγραφος 3), χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα των πιστωτών κατά το κοινό δίκαιο (παράγραφος 4).

Άρθρο 106στ
Καθήκοντα και αμοιβές των οργάνων της διαδικασίας
Στο άρθρο αυτό ρυθμίζονται τα καθήκοντα και η αμοιβή του εμπειρογνώμονα. Η ρύθμιση επαναλαμβάνει τις σχετικές ρυθμίσεις του προηγούμενου άρθρου 106 ι. Οι ρυθμίσεις του τελευταίου για το μεσολαβητή και τον ειδικό εντολοδόχο δεν επαναλαμβάνονται, καθώς ο μεν μεσολαβητής δεν έχει θέση στη νέα μορφή της διαδικασίας, ενώ ο ειδικός εντολοδόχος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. που θα εκδοθεί για το διαχειριστή αφερεγγυότητας, όπου και περιλαμβάνονται οι σχετικές προβλέψεις.

Άρθρο 7
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΕΒΔΟΜΟΥ («Σχέδιο αναδιοργάνωσης»)

1. Αντικαθίσταται το άρθρο 108 ως εξής:
«Άρθρο 108
Πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης
1. Σχέδιο δικαιούται να υποβάλει στο πτωχευτικό δικαστήριο ο οφειλέτης ή πιστωτές, σύμφωνα με τις ακόλουθες ρυθμίσεις.
2. Ο οφειλέτης δικαιούται να υποβάλει σχέδιο αναδιοργάνωσης συγχρόνως με την αίτησή του, με την οποία ζητεί να κηρυχθεί σε πτώχευση κατά το άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3, καθώς και το άρθρο 5 παράγραφος 2, ή μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την κήρυξή του σε πτώχευση. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον εισηγητή μια φορά και για σύντομο χρόνο, όχι πέραν του μηνός, εφόσον αποδεικνύεται ότι η καθυστέρηση δεν είναι επιζήμια για τους πιστωτές και ότι υπάρχουν βάσιμες ελπίδες αποδοχής του σχεδίου από τους πιστωτές.
3. Πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο πρέπει να περιλαμβάνεται και ποσοστό τουλάχιστον σαράντα τοις εκατό (40%) των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλιζόμενων απαιτήσεων δύνανται να συνυποβάλουν με την αίτηση πτώχευσης κατά του οφειλέτη πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης. Ο υπολογισμός των ως άνω ποσοστών γίνεται με βάση κατάσταση πιστωτών που συντάσσεται από κάτοχο άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α’ ή Β1 Τάξεως του ν. 2515/1997 ή ορκωτό ελεγκτή, βασίζεται στις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις ή/και τα βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη ή/και των αιτούντων πιστωτών και αποτυπώνεται σε βεβαίωση του συντάκτη ότι συντρέχει η προϋπόθεση της ως άνω πλειοψηφίας. Η βεβαίωση αυτή επισυνάπτεται στην αίτηση με ποινή απαράδεκτου. Κοινοπρακτούντες και ομολογιούχοι πιστωτές συμμετέχουν στο σχηματισμό των ως άνω ποσοστών σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας. Αν δεν συμπληρώνονται τα ως άνω ποσοστά, το πτωχευτικό δικαστήριο κηρύσσει την πτώχευση του οφειλέτη, η δε πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης θεωρείται ως μη υποβληθείσα.»
2. α) Αντικαθίσταται η περ. γ* της παρ. 1 του άρθρου 109 ως εξής:
«γ) διαμόρφωση, των δικαιωμάτων και γενικά της νομικής θέσης που έχει κάθε πιστωτής, ανάλογα με την κατηγορία πτωχευτικών πιστωτών στην οποία ανήκει, ή άλλος που συμμετέχει στο σχέδιο χωρίς να είναι πιστωτής, όπως άφεση, μείωση ή καταβολή σε δόσεις των απαιτήσεων, παραίτηση ή περιορισμός εμπράγματης ασφάλειας ή προνομίου, μεταβίβαση της επιχείρησης ως συνόλου ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής, καθώς και τη θέση του οφειλέτη κατά την εκπλήρωση του σχεδίου και τη συνέχιση ευθύνης του ή την πλήρη ή μερική απαλλαγή του.»
β) Αντικαθίσταται η παρ. 4 του άρθρου 109 ως εξής:
«4. Το σχέδιο πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση ορκωτού ελεγκτή, η αμοιβή του οποίου καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 106στ παράγραφος 3.»
3. Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 111 ως εξής: «1. Όταν συντρέχουν πιστωτές με απαιτήσεις διαφορετικής νομικής θέσης, ο καθορισμός των δικαιωμάτων εκείνων που συμμετέχουν στο σχέδιο γίνεται υποχρεωτικά ανά ομάδες, ως εξής:
α) πιστωτές με ενέγγυες απαιτήσεις, εφόσον τα δικαιώματα τους θίγονται με το σχέδιο
β) πιστωτές με απαιτήσεις που έχουν γενικό προνόμιο γ) πιστωτές με ανέγγυες απαιτήσεις και
δ) πιστωτές με απαιτήσεις τελευταίας σειράς, μόνον εάν το σχέδιο προβλέπει περί των τελευταίων.»
4. Καταργείται το άρθρο 114.
α. Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 115 ως εξής:
«1. Το πτωχευτικό δικαστήριο καθορίζει με την απόφασή του αμέσως προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των δυο (2) μηνών, για την αποδοχή ή μη του σχεδίου από τους πιστωτές, καθώς και ημερομηνία σύγκλησης ειδικής συνέλευσης των πιστωτών για συζήτηση και ψηφοφορία επί του σχεδίου. Η προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 8. Εάν το σχέδιο αναδιοργάνωσης υποβάλλεται από τον οφειλέτη μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την κήρυξή του σε πτώχευση, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 108, ο εισηγητής με διάταξή του καθορίζει την προθεσμία και την ημερομηνία του πρώτου εδαφίου.»
β. Αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρου 115 ως εξής:
«3. Η απόφαση του δικαστηρίου ή η διάταξη του εισηγητή που καθορίζει ημερομηνία σύγκλησης της ειδικής συνέλευσης δημοσιεύεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση κατά το άρθρο 8 παράγραφος 1.»
5. Αντικαθίσταται το άρθρο 118 ως εξής:
«Αρθρο 118
Τροποποιήσεις του σχεδίου
Εκείνος που υπέβαλε το σχέδιο δικαιούται να επιφέρει τροποποιήσεις σε επί μέρους προτάσεις του σχεδίου που προκύπτουν κατά τη συζήτησή του και τις θεωρεί αναγκαίες για την αποδοχή του.»
6. α. Αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 120 ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των ορισμών της παραγράφου 2 προϋπόθεση για την έναρξη της ψηφοφορίας επί του σχεδίου, όταν το σχέδιο έχει υποβληθεί από πιστωτές σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 108, είναι η προηγούμενη συναίνεση του οφειλέτη.»
β. Αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 120 ως εξής:
«3. Οι κατά την παράγραφο 2 αντιρρήσεις του οφειλέτη δεν εμποδίζουν την επικύρωση του σχεδίου από το πτωχευτικό δικαστήριο, εάν προβλέπεται ότι το σχέδιο δεν θα καταστήσει τη νομική κατάσταση του οφειλέτη χειρότερη από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν χωρίς το σχέδιο.»
7. Εισάγεται νέο άρθρο 120α ως εξής:
«Άρθρο 120α
Σύμπραξη συνέλευσης μετόχων ή εταίρων
Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο και κατά τις οικείες διατάξεις απαιτείται για την εκπλήρωση ορισμένων όρων της πρότασης σχεδίου αναδιοργάνωσης η σύμπραξη της συνέλευσης των μετόχων ή των εταίρων, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 101 παράγραφοι 1, 2 και 3.»
8. Αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 122 ως εξής:
«3. Στη συζήτηση καλούνται, τουλάχιστον πριν τρεις (3) ημέρες, να εκφέρουν τις απόψεις τους, ο οφειλέτης και ο σύνδικος. Όποιος έχει έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα παρέμβασης χωρίς τήρηση προδικασίας.»
9. Αντικαθίσταται η περ. α’ του άρθρου 124 ως εξής:
«α) εάν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του παρόντος κώδικα ως προς το περιεχόμενο του σχεδίου, την ίση μεταχείριση των πιστωτών που συμμετέχουν στην ίδια ομάδα ή υποομάδα, τη διαδικασία συζήτησης και ψηφοφορίας, τις αναγκαίες
πλειοψηφίες των πιστωτών και τη συναίνεση του οφειλέτη και εφόσον η σχετική παράβαση θα μπορούσε ουσιωδώς να είχε επηρεάσει την αποδοχή του σχεδίου από τους πιστωτές.»
10. Αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 128 ως εξής:
«1. Η ακύρωση του σχεδίου επιφέρει αυτοδικαίως:
α) τη λήξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και της εποπτείας εκπλήρωσης των όρων του σχεδίου
β) την αποδέσμευση των πιστωτών από τους όρους του σχεδίου και την επαναφορά τους στην κατά την κήρυξη της πτώχευσης νομική θέση τους ως προς το ύφος, το είδος, την εξασφάλιση και τα προνόμια των απαιτήσεων τους κατά του οφειλέτη, εφόσον είχαν διαμορφωθεί διαφορετικά στο σχέδιο, μετά από αφαίρεση των ποσών που τυχόν είχαν λάβει σύμφωνα με το σχέδιο και
γ) την εισέλευση της διαδικασίας στο στάδιο της ένωσης των πιστωτών.»
11. Αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 131 ως εξής:
«2. Ο σύνδικος πληροφορεί ανά έξι (6) μήνες με έκθεσή του τον εκπρόσωπο των πιστωτών που έχει προς τούτο οριστεί στο σχέδιο, για την πορεία του σχεδίου και τις προβλέψεις για την εκπλήρωσή του.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 7
Το στάδιο της δικαστικής προεξέτασης του σχεδίου, που θεσπίζει το άρθρο 114 ΠτΚ, καταργείται. Δεδομένης της ανάγκης επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας, η δικαστική παρέμβαση κατά τον έλεγχο του σχεδίου αναδιοργάνωσης κρίνεται ως πληθωρική: υπό το προϊσχύσαν καθεστώς του ΠτΚ προεβλέποντο α) η αυτεπάγγελτη δικαστική προεξέταση του σχεδίου πρίν από την διαδικασία αποδοχής του από τους πιστωτές, β)τυχόν πρόσθετη δικαστική προεξέτασή του σε περίπτωση ουσιωδών τροποποιητικών παρεμβάσεων του οφειλέτη και γ) η δικαστική επικύρωση του σχεδίου μετά την αποδοχή του από τους πιστωτές. Είναι προφανές ότι επρόκειτο για μία υπερπολυτελή διαδικασία που δεν ανταποκρίνεται στην υπόδειξη της από 12.3.2014 Σύστασης της Επιτροπής ΕΕ ότι η διαδικασία αναδιάρθρωσης θα πρέπει να έχει την ευελιξία εκείνη που θα επιτρέπει την λήψη περισσότερων μέτρων εξωδικαστικώς, η δε ανάμειξη του δικαστηρίου θα πρέπει να αρκείται στον απαραίτητο εκείνο βαθμό ανάμειξης προκειμένου να διασφαλίζονται τα δικαιώματα όσων επηρεάζονται από το σχέδιο αναδιάρθρωσης (σύσταση υπ’ αριθμόν 7). Για τους λόγους αυτούς καταργείται το στάδιο της δικαστικής προεξέτασης του σχεδίου.
Άρθρο 108
Πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης
Με τις τροποποιήσεις του άρθρου 108, περιορίζεται το χρονικό περιθώριο υποβολής του σχεδίου αλλά και τροποποιούνται τα πρόσωπα που μπορούν να υποβάλουν σχέδιο. Έτσι, ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει σχέδιο είτε συγχρόνως με την αίτηση πτώχευσης είτε εντός τριών μηνών από την κήρυξή της, προθεσμία η οποία μπορεί να παραταθεί υπό προϋποθέσεις κατά ένα μήνα. Επίσης, καταργείται η δυνατότητα του συνδίκου να υποβάλει σχέδιο αναδιοργάνωσης, εάν ο οφειλέτης αδρανεί. Εκτός της σημαντικής διαδικαστικής ελάφρυνσης και της εξ ίσου σημαντικής οικονομίας χρόνου που αυτό θα συνεπάγεται, η ιδέα είναι να παραμείνει η πρωτοβουλία μόνο στον οφειλέτη, ούτως ώστε η προσπάθεια αναδιοργάνωσης να μην χρονοτριβεί και η διαδικασία να εισέρχεται στο αμέσως επόμενο στάδιο της εκκαθάρισης. Αντί της καταργούμενης εμπλοκής του συνδίκου κατά τα ανωτέρω και κατ’ αντιστοιχία προς τα ισχύοντα στην προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης (άρθρο 100), παρέχεται -και εδώ- η δυνατότητα σε ορισμένη πλειοψηφία πιστωτών (σε πιστωτές που εκπροσωπούν το 60% του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται το 40% των εξασφαλισμένων) να υποβάλουν, συγχρόνως με την αίτηση πτώχευσης κατά του οφειλέτη τους, προσυμφωνημένο μεταξύ τους, χωρίς την σύμπραξη του τελευταίου, σχέδιο αναδιοργάνωσης. Αυτονόητο είναι ότι εν προκειμένω ο οφειλέτης ευρίσκεται σε κατάσταση παύσης των πληρωμών του και μόνον, διότι μόνο σε αυτή την περίπτωση οι πιστωτές έχουν το δικαίωμα να ζητούν με αίτησή τους την πτώχευση του οφειλέτη. Στην υπόθεση αυτή θα ισχύει το άρθρο 120 περί συναινέσεως, πραγματικής ή πλασματικής, του οφειλέτη και περί παραμερισμού του, εάν αυθαιρέτως αρνείται την συναίνεση. Επίσης θα εφαρμόζεται το άρθρο 120α, εάν οι μέτοχοι ή οι εταίροι του οφειλέτη νομικού προσώπου αρνούνται καταχρηστικώς να συμπράττουν στην λήψη απαραίτητης κατά το εταιρικό δίκαιο απόφασης για την εκπλήρωση όρων του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Σε περίπτωση μη πλήρωσης των σχετικών ποσοστών πλειοψηφίας των αιτούντων πιστωτών, το δικαστήριο εξετάζει την συνυποβαλλόμενη από τους πιστωτές αίτηση πτώχευσης και την κηρύσσει, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της, αγνοεί δε το συνυποβληθέν σχέδιο αναδιοργάνωσης, εφόσον δεν πληρούνται τα απαιτούμενα ποσοστά για την υποβολή του.

Άρθρο 109
Ελάχιστο περιεχόμενο του σχεδίου
Με τις τροποποιήσεις του άρθρου 109, διευκρινίζεται ότι το σχέδιο μπορεί να προβλέπει και μεταβίβαση της επιχείρησης ως συνόλου ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής. Στην παρ. 4 ορίζεται ότι το σχέδιο συνοδεύεται από έκθεση ορκωτού λογιστή.

Άρθρο 111
Κατηγοριοποίηση των απαιτήσεων
Με τις τροποποιήσεις του άρθρου 111, αντικαθίσταται ο ανεπιτυχής όρος «πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης» με τον όρο «πιστωτές τελευταίας σειράς» (όπως και στο άρθρο 21).

Άρθρο 115
Αποδοχή του σχεδίου
Δεδομένης της κατάργησης της δικαστικής προεξέτασης, το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 115, με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση, ορίζει και την προθεσμία για την αποδοχή ή μη του σχεδίου και την ημερομηνία σύγκλησης ειδικής συνέλευσης των πιστωτών. Όταν το σχέδιο δεν υπεβλήθη μαζί με την αίτηση πτώχευσης, αλλά ύστερα από την κήρυξή της κατά το άρθρο 108 παράγραφος 2, τα ως άνω καθορίζονται με διάταξη του εισηγητή, για λόγους επιτάχυνσης της διαδικασίας.

Άρθρο 118
Τροποποιήσει του σχεδίου
Με τις τροποποιήσεις του άρθρου 118 καταργείται ο περιορισμός ότι οι τροποποιήσεις στο σχέδιο δεν μπορεί να αφορούν απαιτήσεις τις οποίες το σχέδιο δεν έθιγε. Και τούτο διότι το σχέδιο μπορεί να είχε παραλείψει πιστωτές οι οποίοι θα έπρεπε να έχουν την ίδια αντιμετώπιση με άλλους πιστωτές. Οι πιστωτές που προστίθενται στο σχέδιο ασφαλώς έχουν εφεξής δικαίωμα ψήφου, αφού δεν είναι πλέον μη θίγόμενοι κατά το άρθρο 116 παρ. 3.

Άρθρο 120
Συναίνεση του οφειλέτη επί σχεδίου πιστωτών
Με τις τροποποιήσεις του άρθρου 120, ορίζεται ότι για την παράκαμψη της συναίνεσης του οφειλέτη αρκεί να διασφαλίζεται ότι το σχέδιο δεν θα καταστήσει τη νομική κατάστασή του χειρότερη από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν χωρίς το σχέδιο.

Άρθρο 120α
Σύαπραξη συνέλευσης μετόχων η εταίρων
Το άρθρο 120 αφορά την παράκαμψη της συναίνεσης του οφειλέτη. Όταν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, η συναίνεση αυτή εκδηλώνεται από το εκπροσωπευτικό όργανο. Έτσι, στην περίπτωση νομικών προσώπων, το άρθρο 120 αφήνει αρρύθμιστη την περίπτωση καταχρηστικής άρνησης σε εξυγιαντικά μέτρα από μέρους της συνέλευσης των εταίρων ή της γενικής συνέλευσης των μετόχων, όταν ασφαλώς αυτή απαιτείται κατά το εταιρικό δίκαιο. Σημειώνεται ότι τη ρύθμιση αυτή περιέχει ήδη το ισχύον δίκαιο στο άρθρο 106γ (σχετικά με τη συμφωνία εξυγίανσης). Για αυτούς τους λόγους, εισάγεται νέο άρθρο 120α το οποίο προβλέπει ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπονται στη διαδικασία εξυγίανσης.

Άρθρο122
Δικαστική επικύρωση
Στο άρθρο 122 παρ. 3 απαλείφεται η αναφορά στην καταργούμενη επιτροπή πιστωτών.

Άρθρο 124
Λόγοι απόρριψης του σχεδίου
Στο άρθρο 124 περ. α) διευκρινίζεται ότι το δικαστήριο ελέγχει και την τήρηση της αρχής της ισότητας των πιστωτών, καθώς αυτή με το ισχΰον δίκαιο αποτελεί αντικείμενο αξιολόγησης από το δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαστικής προεξέτασης.

Άρθρο 128
Αποτελέσματα τικ ακύρωση
Με τις τροποποιήσεις του άρθρου 128, ορίζεται ότι εάν το επικυρωθέν σχέδιο αναδιοργάνωσης ακυρωθεί, η διαδικασία εισέρχεται απευθείας στο επόμενο στάδιο της ένωσης των πιστωτών (σε αρμονία με το άρθρο 132 παρ. 1). Επίσης, καταργείται η πρόβλεψη περί απαλλαγής όσων εγγυήθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο υπέρ του οφειλέτη ως συνέπεια της ακύρωσης του σχεδίου.

Άρθρο 131
Εποπτεία εκπλήρωσης του σχεδίου
Στο άρθρο 131 παρ. 2 απαλείφεται η αναφορά στην καταργούμενη επιτροπή πιστωτών.

Άρθρο 8
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΟΓΔΟΟΥ («Η εκκαθάριση της περιουσίας του οφειλέτη και η διανομή»)

1. Αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 135 ως εξής:
«1. Αν αποφασισθεί, μετά το πέρας των επαληθεύσεων από τη συνέλευση των πιστωτών σύμφωνα με το άρθρο 84 ότι η επιχείρηση του οφειλέτη πρέπει να εκποιηθεί ως σύνολο επιχείρησης ή κατά τα επιμέρους λειτουργικά σύνολα (κλάδους) αυτής, η εκποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις.»
2. Αντικαθίσταται το άρθρο 136 ως εξής:
«Άρθρο 136
Εκτίμηση της αξίας του ενεργητικού
Αν η απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών του άρθρου 84, περί εκποίησης της επιχείρησης του οφειλέτη ως συνόλου, επικυρωθεί από τον εισηγητή και δεν ασκηθεί κατ’ αυτής εμπρόθεσμη προσφυγή ή η ασκηθείσα εμπροθέσμως προσφυγή απορριφθεί από το πτωχευτικό δικαστήριο κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 84, ο σύνδικος ζητεί από τον εισηγητή να του επιτραπεί η πρόσληψη πιστοποιημένου εκτιμητή, φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο περιλαμβάνεται στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών που τηρείται στη Διεύθυνση Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών και είναι δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του ίδιου Υπουργείου. Ο τελευταίος προβαίνει στην εκτίμηση της αξίας της επιχείρησης ως συνόλου, εν όψει της δυνατότητας συνέχισης της επιχείρησης, καθώς και στην ταυτόχρονη εκτίμηση της αξίας και των κατ’ ιδίαν υλικών και άυλων στοιχείων του ενεργητικού της. Εφόσον στην περιουσία της επιχείρησης του οφειλέτη περιλαμβάνεται ακίνητο, για την εκτίμηση της αξίας αυτού λαμβάνεται υπόψη η εμπορική του αξία.»
3. Αντικαθίσταται το άρθρο 137 ως εξής:
«Άρθρο 137 Διάταξη του εισηγητή
1. Ο σύνδικος, με βάση την απογραφή του ενεργητικού του οφειλέτη (άρθρο 68 παρ. 2) και τον ισολογισμό ή τη λογιστική κατάσταση που έχει συντάξει (άρθρο 76 παρ. 1 και 2) και κάθε άλλο στοιχείο που έχει στη διάθεση του, καθώς και την έκθεση του κατά το προηγούμενο άρθρο εκτιμητή, συντάσσει, εντός είκοσι (20) ημερών, λεπτομερή έκθεση προς τον εισηγητή, στην οποία αναφέρονται όλα τα επί μέρους στοιχεία που απαρτίζουν το ενεργητικό και τα οποία περιέρχονται στον αγοραστή που αναδεικνύεται πλειοδότης, τους τυχόν προτεινόμενους όρους της πώλησης και γενικά κάθε χρήσιμη πληροφορία.
2. Με την έκθεση της προηγούμενης παραγράφου ο σύνδικος ζητεί από τον εισηγητή να του επιτραπεί η εκποίηση με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό της
επιχείρησης ως συνόλου, αντί του συνολικού τιμήματος που εκτιμά αυτός και αντί των όρων που τυχόν αυτός θεωρεί ότι προσήκουν στην περίπτωση.
3. Ο εισηγητής με αιτιολογημένη διάταξή του, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ) και η οποία δεν υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, αποφαίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών, καθορίζοντας την αξία της επιχείρησης, την τιμή πρώτης προσφοράς και τους όρους υπό τους οποίους πρέπει να γίνει η εκποίηση. Σε αυτή την περίπτωση η ανακοπή του άρθρου 152 ασκείται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση στο ως άνω Δελτίο.»
4. α. Αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 138 ως εξής:
«1. Ο σύνδικος, εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση της κατά το προηγούμενο άρθρο διάταξης του εισηγητή, δημοσιεύει διακήρυξη περί διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού. Η διακήρυξη περιέχει:
α) την επωνυμία, την έδρα, τη δραστηριότητα και συνοπτική περιγραφή της επιχείρησης του οφειλέτη, το ενεργητικό της οποίας πωλείται ως σύνολο, χωρίς να απαιτείται λεπτομερής περιγραφή των επί μέρους στοιχείων, τα οποία αναγράφονται στην έκθεση του συνδίκου του προηγούμενου άρθρου, αντίγραφο της οποίας μπορεί να λάβει ατελώς κάθε ενδιαφερόμενος
β) πρόσκληση προς κάθε ενδιαφερόμενο να παραλάβει από τον σύνδικο αντίγραφο της κατά το άρθρο 137 έκθεσής του και να υποβάλει την προσφορά του, η οποία συνοδεύεται από εγγυητική επιστολή τράπεζας που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, για ποσό και με όρους που προσδιορίζονται επίσης στη διακήρυξη
γ) την προθεσμία υποβολής των προσφορών, στον εισηγητή, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των είκοσι (20) ημερών από την τελευταία δημοσίευση της διακήρυξης στον τύπο, σύμφωνα με τις διατάξεις της επόμενης παραγράφου, καθώς και την ημέρα και ώρα αποσφράγισης των προσφορών από τον εισηγητή και
δ) το ονοματεπώνυμο του συμβολαιογράφου της έδρας της επιχείρησης του οφειλέτη, ενώπιον του οποίου, μετά από την έγκριση του εισηγητή, συνάπτεται η σύμβαση της μεταβίβασης της επιχείρησης.» β. Προστίθεται παράγραφος 3 στο άρθρο 138 ως εξής:
«3. Επιπλέον των ανωτέρω η διακήρυξη αυτή δημοσιεύεται με επιμέλεια του συνδίκου στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολου μένων.»
5. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 139 ως εξής:
«2. Κατά την καθορισθείσα στη διακήρυξη ημέρα και ώρα, ο εισηγητής αποσφραγίζει τις προσφορές, παρουσία του συνδίκου και εκείνων που υπέβαλαν τις προσφορές. Ο εισηγητής συντάσσει έκθεση περί της αποσφράγισης, στην οποία προσαρτώνται όλες οι προσφορές και την οποία υπογράφει ο ίδιος, ο γραμματέας, ο σύνδικος και οι λοιποί παρόντες. Αντίγραφο της έκθεσης και των προσφορών παραδίνεται στον σύνδικο αυθημερόν, καθώς και σε κάθε ενδιαφερόμενο που δικαιολογεί έννομο συμφέρον.»
6. Αντικαθίσταται το άρθρο 140 ως εξής:
«Άρθρο 140
Κατακύρωση
1. Ο σύνδικος, εντός πέντε (5) ημερών από την αποσφράγιση των προσφορών, συντάσσει συνοπτική έκθεση αξιολόγησής τους και προτείνει την κατακύρωση ή μη της επιχείρησης στον πλειοδότη, δηλαδή σ’ αυτόν του οποίου την προσφορά κρίνει ως πλέον συμφέρουσα για τους πιστωτές. Η έκθεση υποβάλλεται στον εισηγητή, αντίγραφο δε αυτής χορηγείται αδαπάνως και σε κάθε ενδιαφερόμενο που δικαιολογεί έννομο συμφέρον.
2. Ο εισηγητής, με αιτιολογημένη διάταξή του, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ) και η οποία δεν υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, εγκρίνει ή απορρίπτει την κατακύρωση. Σε αυτή την περίπτωση η ανακοπή του άρθρου 152 ασκείται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση στο ως άνω Δελτίο. Πριν από την έκδοση της ως άνω διάταξης καλούνται ο σύνδικος, ο οφειλέτης και αυτοί
που μετείχαν στο δημόσιο πλειστηριασμό να καταθέσουν στον εισηγητή έγγραφο υπόμνημα και να επικαλεστούν και να προσκομίσουν σχετικά έγγραφα. Ο εισηγητής, αφού λάβει υπόψη τα παραπάνω, εφόσον κρίνει την προσφορά του πλειοδότη συμφέρουσα για τους πιστωτές, εγκρίνει τη σύναψη της σύμβασης μεταβίβασης της επιχείρησης. Άλλως, ο δημόσιος πλειστηριασμός επαναλαμβάνεται, σύμφωνα με το άρθρο 144.»
7. Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 141 ως εξής:
«1. Μετά την κατά το προηγούμενο άρθρο έγκριση από τον εισηγητή, ο σύνδικος συνάπτει ενώπιον του συμβολαιογράφου ο οποίος ορίζεται στη διακήρυξη τη σύμβαση μεταβίβασης του ενεργητικού της επιχείρησης, με βάση τους όρους της προσφοράς του και τους τυχόν άλλους ευνοϊκότερους όρους που υποδείχθηκαν στον πλειοδότη και αυτός τους αποδέχθηκε με δήλωσή του προς τον σύνδικο και τον εισηγητή.»
8. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 144 ως εξής:
«2. Ο σύνδικος, στην περίπτωση μη έγκρισης της κατακύρωσης από τον εισηγητή, επαναλαμβάνει εντός δεκαπέντε (15) ημερών τις δημοσιεύσεις του άρθρου 138, ορίζοντας νέες ημερομηνίες υποβολής προσφορών. Ο σύνδικος μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή να ορίσει, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, νέα τιμή πρώτης προσφοράς. Ο νέος δημόσιος πλειστηριασμός διεξάγεται με τις ίδιες διατυπώσεις και έχει τα ίδια αποτελέσματα που ορίζονται στις ανωτέρω διατάξεις.»
9. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 147 ως εξής:
«2. Σε περίπτωση που άρχισε εκτέλεση από τους ενέγγυους πιστωτές κατά την προηγούμενη παράγραφο, αν και μετά την ένωση αυτή καθυστερεί κατά τρόπο αδικαιολόγητο που επιφέρει συγκεκριμένη βλάβη των πιστωτών, ο εισηγητής, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να δώσει την άδεια στον σύνδικο να εκποιήσει το ακίνητο κατά τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.»
10. Αντικαθίσταται το άρθρο 148 ως εξής:
«Άρθρο 148 Διαδικασία διακήρυξης
1. Η εκποίηση των ακινήτων του οφειλέτη γίνεται ύστερα από άδεια του εισηγητή που παρέχεται μετά από αίτηση του συνδίκου, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Στη διάταξη του εισηγητή ορίζεται η αξία του ακινήτου, η τιμή πρώτης προσφοράς και οι όροι της εκποίησης. Αν έχειπροηγηθεί η διαδικασία των άρθρων 135 επ., ως αξία του ακινήτου θεωρείται η εκτίμησή του σύμφωνα με το άρθρο 136.
2. Μετά από την έκδοση της διάταξης της παραγράφου 1 ο εισηγητής συντάσσει έκθεση στην οποία αναφέρεται το ακίνητο που εκποιείται, η τιμή πρώτης προσφοράς και οι όροι που τυχόν όρισε, ο τόπος και χρόνος του πλειστηριασμού, ο τόπος και χρόνος των επαναλήψεών του, καθώς και κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.
3. Ο σύνδικος, εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση της διάταξης του εισηγητή, εκδίδει διακήρυξη περί διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού. Η διακήρυξη περιέχει σύντομη περιγραφή του ακινήτου, την τιμή πρώτης προσφοράς και τους όρους που όρισε ο εισηγητής, τον τόπο και χρόνο του πλειστηριασμού και τις επαναλήψεις του, καθώς και κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.
4. Αντίγραφο της διακήρυξης τοιχοκολλάται στο γραφείο του εισηγητή και κοινοποιείται στους ενυπόθηκους πιστωτές και στο Δημόσιο δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν τον πλειστηριασμό. Περίληψη της διακήρυξης, που αναφέρει τα ανωτέρω στοιχεία, δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν τον πλειστηριασμό και τις τυχόν επαναλήψεις του. Ο εισηγητής μπορεί να διατάξει πρόσθετες δημοσιεύσεις σε πολιτικές ή οικονομικές αθηναϊκές εφημερίδες, καθώς και σε εφημερίδα του τόπου όπου βρίσκεται το ακίνητο, τις οποίες ορίζει ο ίδιος. Στις δημοσιεύσεις αυτές πρέπει να αναφέρεται η ημέρα και ώρα του πλειστηριασμού και οι τυχόν επαναλήψεις. Οι πρόσθετες δημοσιεύσεις λαμβάνουν χώρα, εφόσον διαταχθούν, πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν τον πλειστηριασμό.
5. Επιπλέον των ανωτέρω η διακήρυξη αυτή δημοσιεύεται με επιμέλεια του συνδίκου στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολο υ μέ νων.»
11. Αντικαθίσταται το άρθρο 150 ως εξής:
«Άρθρο 150
Επανάληψη πλειστηριασμού
1. Εάν ο πλειστηριασμός επαναληφθεί τρεις (3) συνεχείς ανά εβδομάδα φορές, χωρίς να εμφανιστεί πλειοδότης, αναβάλλεται για μία ακόμη φορά από τον εισηγητή χωρίς άλλες διατυπώσεις, σε ημερομηνία απέχουσα τέσσερις (4) εβδομάδες από την τελευταία επανάληψη. Αν η διαδικασία αποβεί άκαρπη, κατόπιν αίτησης του συνδίκου, ο εισηγητής με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, υποχρεούται να μεταρρυθμίσει την κατά το άρθρο 148 διάταξή του και να ορίσει μικρότερη τιμή πρώτης προσφοράς ή να θέσει όρους για τη διευκόλυνση της εκποίησης του ακινήτου περιλαμβανομένηςτης ελεύθερης εκποίησης. Πριν από την έκδοση της ως άνω διάταξης όποιος δικαιολογεί έννομο συμφέρον μπορεί να καταθέσει στον εισηγητή έγγραφο υπόμνημα και να επικαλεστεί και να προσκομίσει σχετικά έγγραφα.
2. Ο εισηγητής αποφαίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της αίτησης του συνδίκου και μεταρρυθμίζει τη διάταξη. Αμέσως μετά την έκδοση της διάταξης, ο εισηγητής συντάσσει νέα έκθεση, κατά το άρθρο 148 παρ. 2 και ο σύνδικος συντάσσει νέα διακήρυξη, την οποία προσαρμόζει στη διάταξη, τηρώντας τις διατυπώσεις της παρ. 3 του ίδιου άρθρου. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται και για κάθε περαιτέρω μείωση της τιμής πρώτης προσφοράς.»
12. Αντικαθίστανται οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 152 ως εξής:
«3. Η άσκηση της ανακοπής και η προθεσμία αυτής δεν αναστέλλουν την περαιτέρω διαδικασία της εκκαθάρισης, εκτός αν διατάξει τούτο ο εισηγητής, μετά από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που δικαιολογεί έννομο συμφέρον και αφού ακουσθεί ο
QRZ
σύνδικος, που προσκαλείται να εκθέσει τις απόψεις του εγγράφως προ τριών (3) ημερών.
4. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεσή της και το δικαστήριο αποφαίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών. Η απόφαση του δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, έφεση ή αναίρεση. Το πτωχευτικό δικαστήριο με την απόφασή του που απαγγέλλει την ακύρωση, ορίζει ποιες από τις πράξεις πρέπει να επαναληφθοΰν.»
13. Αντικαθίσταται η περ. α’ του άρθρου 154 ως εξής:
«(α) Οι απαιτήσεις από χρηματοδοτήσεις οποιοσδήποτε φύσεως προς την επιχείρηση του οφειλέτη, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση της δραστηριότητας και των πληρωμών της, η διάσωσή της και η διατήρηση ή επαύξηση της περιουσίας της, με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης ή το σχέδιο αναδιοργάνωσης. Το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις προσώπων που, με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης, συνεισέφεραν αγαθά ή υπηρεσίες προς το σκοπό συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης και των πληρωμών, για την αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών που συνεισέφεραν. Επίσης, το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις από χρηματοδότηση κάθε φύσης και παροχή αγαθών και υπηρεσιών προς την επιχείρηση του οφειλέτη που δίδονται για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου και γεννώνται κατά το χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης, το οποίο δύναται να απέχει έως έξι (6) μήνες, κατ’ ανώτατο όριο, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης επικύρωσης. Το προνόμιο του προηγούμενου εδαφίου υφίσταται ανεξάρτητα από την επικύρωση ή μη της συμφωνίας εξυγίανσης, εφόσον οι σκοποί των χρηματοδοτήσεων ή των παροχών και η ύπαρξη του προνομίου προβλέπονται ρητά στη συμφωνία εξυγίανσης ή σε συμβάσεις που καταρτίζονται κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Το προνόμιο των προηγούμενων εδαφίων δεν αφορά σε μετόχους ή εταίρους για τις εισφορές τους σε μετρητά ή σε είδος στα πλαίσια αύξησης του κεφαλαίου του οφειλέτη.»
14. Αντικαθίσταται το άρθρο 156 ως εξής:
«Άρθρο 156 Συρροή προνομίων
1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 154 υπάρχουν και οι απαιτήσεις του άρθρου 155 αριθμ. 1(γ), προτιμιόνται οι πρώτες. Αν υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 155 αριθμ. Ια) και 1β), τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 154 ικανοποιούνται έως το ένα τρίτο του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές και τα δύο τρίτα διατίθενται για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του άρθρου 155 αριθ. Ια) και 1β). Από τα υπόλοιπα που απομένουν από το ένα τρίτο ή τα δύο τρίτα, μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των άρθρων 154 και 155 αριθ. Ια) και 1β), κατά το προηγούμενο εδάφιο, κατατάσσονται, ώσπου να καλυφθούν, οι απαιτήσεις της άλλης από τις προαναφερόμενες δύο κατηγορίες, που δεν έχουν ικανοποιηθεί.
2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, αν υπάρχουν περισσότερες απαιτήσεις από αυτές που αναφέρονται στα άρθρα 154 ή 155, η απαίτηση της προηγούμενης τάξης προτιμάται από την απαίτηση της επόμενης τάξης και αν είναι της ίδιας τάξης ικανοποιούνται συμμέτρως. Αν συντρέχουν περισσότερες απαιτήσεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 155 αριθ. 1β), ακολουθείται η κατά το ουσιαστικό δίκαιο σειρά.
3. Αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 154 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 155, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε, μετά την ολοσχερή ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 154 (α), οι απαιτήσεις του άρθρου 155 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) ή από το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) κατατάσσονται, ώσπου να καλυφθούν οι απαιτήσεις της εκάστοτε άλλης από τις δύο προαναφερόμενες κατηγορίες, που δεν έχουν ικανοποιηθεί. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 155 και του άρθρου 154 κατηγορίες β-ζ κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου 1. Αν υπάρχουν απαιτήσεις του άρθρου 155 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι πρώτες ικανοποιούνται έως το
ενενήντα τοις εκατό (90%) και οι δεύτερες έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Αν υπάρχουν απαιτήσεις του άρθρου 154 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε, μετά την ολοσχερή ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 154α, οι λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 ικανοποιούνται σε ποσοστό έως το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, ενώ οι μη προνομιούχοι ικανοποιούνται στο υπόλοιπο ποσοστό συμμέτρως.»
15. α. Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 161 ως εξής:
«1. Εντός δέκα (10) ημερών από την επομένη της τελευταίας χρονολογικά δημοσίευσης του άρθρου 153 παρ. 2, οποιοσδήποτε δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ασκήσει κατά του πίνακα διανομής ανακοπή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου για λόγους που αναφέρονται στην κατάταξη των πιστωτών. Η ανακοπή απευθύνεται κατά του συνδίκου και κατά των πιστωτών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Η απόφαση του δικαστηρίου υπόκειται σε όλα τα ένδικα μέσα, πλην της ανακοπής ερημοδικίας.»
β. Αναριθμείται η υπάρχουσα παρ. 2 του άρθρου 161 σε 3 και προστίθεται παρ. 2 ως εξής:
«2. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεσή της και η απόφαση επ’ αυτής εκδίδεται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τη συζήτησή της.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 8
Άρθρο135
Γενική διάταξη
ΣΤΟ άρθρο 135 παρ. 1 ορίζεται ότι η εκποίηση της επιχείρησης μπορεί να γίνει είτε ως σύνολο είτε κατά τα επιμέρους λειτουργικά σύνολα (κλάδους) αυτής.

Άρθρο 136
Εκτίμιση  της αξίας του ενεργητικού
Στο άρθρο 136 στη θέση του εκτιμητή από τον κατάλογο εμπειρογνωμόνων τίθεται ο πιστοποιημένος εκτιμητής, ο οποίος περιλαμβάνεται στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών. Ορίζεται, επίσης, ότι για την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου λαμβάνεται υπόψη η εμπορική του αξία (σε αντιστοιχία με το άρ. 993 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Άρθρο 137
Διάταξη του εισηγητή
Για λόγους επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται για το συγκεκριμένο ζήτημα να αποφαίνεται ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης με αιτιολογημένη διάταξή του. Επίσης, για τους ίδιους λόγους επίσπευσης αποκλείεται ρητά η δυνατότητα προσφυγής κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της γενικής διάταξης του άρθρου 60 του ΠτΚ. Σημειώνεται ότι υφίσταται δυνατότητα άσκησης ανακοπής κατά της συγκεκριμένης πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας (της διαδικασίας του δημόσιου πλειστηριασμού) για την εκποίηση της περιουσίας του οφειλέτη από καθένα που έχει έννομο συμφέρον κατά τη διάταξη του άρθρου 152 ΠτωχΚ. Για το σκοπό αυτό προστίθεται η δημοσίευση περίληψης της έκθεσης του εισηγητή στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητων Απασχολούμενων. Αντίστοιχες προσαρμογές γίνονται στο άρθρο 138 παρ. 1.
Άρθρο 138
Περιεχόμενο  και δημοσίευση της διακήρυξης
Γίνεται τροποποίηση της διάταξης για τον εναρμονισμό της με το προηγούμενο άρθρο.

Άρθρο 138
Περιεχόμενο  και δημοσίευση της διακήρυξης
Προστίθεται παράγραφος, σύμφωνα με την οποία η διακήρυξη περί διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού δημοσιεύεται και στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (σε αντιστοιχία με το άρ. 995 παρ. 4 ΚΠολΔ).

Άρθρο 139
Κατάθεση και αποσφράγιση των προσφορών Απαλείφεται η αναφορά στην καταργούμενη επιτροπή πιστωτών.

Άρθρο 140 Η κατακύρωση
Απαλείφεται η αναφορά στην καταργούμενη επιτροπή πιστωτών.
Για λόγους επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται για το συγκεκριμένο ζήτημα να αποφαίνεται ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης με αιτιολογημένη διάταξή του. Επίσης, για τους ίδιους λόγους επίσπευσης αποκλείεται ρητά η δυνατότητα προσφυγής κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της γενικής διάταξης του άρθρου 60 του ΠτΚ.

Άρθρο 141
Η σύμβαση μεταβίβασης  επινείοησπε
Γίνεται τροποποίηση της διάταξης για τον εναρμονισμό της με το προηγούμενο άρθρο.

Άρθρο 144
Επανάληψη του δημοσίου πλειστηριασμού
Για λόγους επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται για το συγκεκριμένο ζήτημα να αποφαίνεται ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης με αιτιολογημένη διάταξή του. Επίσης, για τους ίδιους λόγους επίσπευσης αποκλείεται ρητά η δυνατότητα προσφυγής κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της γενικής διάταξης του άρθρου 60 του ΠτΚ.
Εκποίηση ακινήτων
Για λόγους επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται για το συγκεκριμένο ζήτημα να αποφαίνεται ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης με αιτιολογημένη διάταξή του. Επίσης, για τους ίδιους λόγους επίσπευσης αποκλείεται ρητά η δυνατότητα προσφυγής κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της γενικής διάταξης του άρθρου 60 του ΠτΚ. Επιπλέον προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφέστερο η έννοια της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 καθυστέρησης στην εκτέλεση.

Άρθρο148
Διαδικασία διακήρυξης
1) Για λόγους επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται για το συγκεκριμένο ζήτημα να αποφαίνεται ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης με αιτιολογημένη διάταξή του. Επίσης, για τους ίδιους λόγους επίσπευσης αποκλείεται ρητά η δυνατότητα προσφυγής κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της γενικής διάταξης του άρθρου 60 του ΠτΚ,
2) Γίνεται σύντμηση των προθεσμιών της παρ. 4 από (20) σε ( 10 ) και από (10) σε (5 ) ημέρες, για λόγους μείωσης του χρόνου της πτωχευτικής διαδικασίας.
3) Καθιερώνεται επιπλέον δημοσίευση στην ιστοσελίδα που προβλέπεται στην ΚΠολΔ 995 παρ. 4.

Άρθρο 148
Διαδικασία διακήρυξης
Προστίθεται παράγραφος, σύμφωνα με την οποία η διακήρυξη περί διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού δημοσιεύεται και στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (σε αντιστοιχία με το άρ. 995 παρ. 4 ΚΠολΔ).

Άρθρο 150

Επανάληψη πλειστηριασμού
Για λόγους επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται για το συγκεκριμένο ζήτημα να αποφαίνεται ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης με αιτιολογημένη διάταξή του. Επίσης, για τους ίδιους λόγους επίσπευσης
αποκλείεται ρητά η δυνατότητα προσφυγής κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της γενικής διάταξης του άρθρου 60 του ΠτΚ.

Άρθρο152
Ανακοπή κατά της εκτελεστικής διαδικασίας
Ενόψει του ότι οι πιο πάνω ανακοπές αναφέρονται σε διαδικαστικά ζητήματα, προβλέπεται κατάργηση της δυνατότητας άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, έφεσης ή αναίρεσης κατά της σχετικής απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου, ώστε αυτή να μην υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι παραμένει σε κάθε περίπτωση η δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά της απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου στην πλέον σοβαρή περίπτωση της άσκησης ανακοπής κατά του πίνακα διανομής κατ’ άρθρο 161 ΠτΚ. Ακόμη σημειώνεται ότι στις πιο πάνω περιπτώσεις των αποφάσεων επί ανακοπών κατά της εκτελεστικής διαδικασίας τα περισσότερα ζητήματα ανακύπτουν από σχετικές διατάξεις του εισηγητή (άρθρα 137, 140, 144, 147, 148 και 150 ΠτΚ). Είναι δε γνωστό ότι ο εισηγητής, ως δικαστικό όργανο που εκδίδει διατάξεις ή πράξεις ή αποφάσεις, αποτελεί για τα εν λόγω ζητήματα στην ουσία τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, η δε προσφυγή κατ’ αυτών ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου λειτουργικά έχει το χαρακτήρα εφέσεως.

Άρθρο 154 Γενικά προνόμοια
Στην περ. α’, δεδομένου ότι πλέον διατηρείται μόνον η διαδικασία άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης, η διάταξη αναδιατυπώνεται. Περαιτέρω, η εν λόγω διάταξη τροποποιείται αναλόγως, ούτως ώστε το προνόμιο που θεσπίζει να εκτείνεται και στις χρηματοδοτήσεις ή τις παροχές που χορηγούνται στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης (ενδιάμεσες χρηματοδοτήσεις/παροχές), λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υφίσταται πλέον το χρονικό σημείο της αίτησης για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης. Σκοπός της επέκτασης του εν λόγω προνομίου είναι τόσο η διασφάλιση των συμφερόντων των πιστωτών που συνδράμουν ενεργά στη διατήρηση της επιχείρησης και της αξίας της κατά τον κρίσιμο χρόνο που μεσολαβεί από την έναρξη των διαπραγματεύσεων μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας εξυγίανσης, όσο και παροχή κινήτρων στους πιστωτές που επεκτείνουν τον επιχειρηματικό τους κίνδυνο με σκοπό τη διάσωση της επιχείρησης των οφειλετών τους. Προς το σκοπό αποφυγής καταχρήσεων και ασφάλειας δικαίου, τίθεται ως απώτατο χρονικό διάστημα για την ύπαρξη του προνομίου ο εύλογος χρόνος των έξι (6) μηνών πριν από την υποβολή της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, ούτως ώστε να μην καταλαμβάνονται και χρηματοδοτήσεις που εκφεύγουν των σκοπών της εν λόγω διάταξης. Επιπλέον, απαιτείται η ρητή μνεία του προνομίου και των σκοπών των χρηματοδότησης ή των παροχών, είτε στη συμφωνία εξυγίανσης είτε στα συμβατικά έγγραφα στα οποία προβλέπονται οι ενδιάμεσες χρηματοδοτήσεις/παροχές. Η τελευταία πρόβλεψη τίθεται ούτως ώστε να καλύπτει τις χρηματοδοτήσεις/παροχές, οι οποίες δόθηκαν προς το σκοπό εξυγίανσης της εταιρίας, χωρίς ωστόσο να επιτευχθεί η επικύρωση της σκοπούμενης συμφωνίας, η οποία πάντως κατατέθηκε στο δικαστήριο προς επικύρωση.

Άρθρο156 Συρροή προνομοίων
Με την τροποποίηση του άρθρου 156 επιτυγχάνεται πλήρης εναρμόνιση των διατάξεων ΚΠολΔ και ΠτωχΚ, όσον αφορά την κατάταξη των πιστωτών και τη διανομή του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης, καθόσον το άρθρο 156 θα περιλαμβάνει πλέον πλήρη και αυτοτελή ρύθμιση, όμοια με αυτή του αρ. 977 ΚΠολΔ (με την εξαίρεση της υπερ-προνομιακής αντιμετώπισης των απαιτήσεων της περ. α’ του άρ. 154). Τούτο αίρει και την υφιστάμενη αντίφαση που προκύπτει από τη διαφορετική ημερομηνία έναρξης εφαρμογής των δύο διατάξεων που προβλέπεται στους Ν. 4335/2015 (πτωχεύσεις κηρυσσόμενες από 01.01.2016) και 4336/2015, όπως ισχύει (αιτήσεις υποβαλλόμενες από 19.08.2016), καθόσον δεν δύναται να εφαρμόζεται μεταγενέστερο δίκαιο για την κατάταξη των πιστωτών (αρ. 154 ΠτωχΚ από 19.08.2015) και προγενέστερο για τη διανομή του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης (αναλογικά άρ. 977 ΚΠολΔ από 01.01.2016). Η προτεινόμενη νέα διάταξη του αρ. 156 ΠτωχΚ θα εφαρμόζεται επί διαδικασιών στις οποίες η αίτηση πτώχευσης έχει κατατεθεί μετά την 19.08.2015. Ούτως επιτυγχάνεται η ενότητα του εφαρμοστέου δικαίου.

Άρθρο 161
Ανακοπή κατά του πίνακα διανομής
Στο άρθρο 161 παρ. 1 διευκρινίζεται ότι η ανακοπή κατά του πίνακα διανομής αφορά αποκλειστικά λόγους που αναφέρονται στην κατάταξη των πιστωτών (καθώς άλλοι λόγοι έχουν προβληθεί σε προγενέστερα στάδια, ιδίως μέσω των ανακοπών του άρθρου 152).
Για την επίσπευση του χρόνου διάρκειας της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται ρύθμιση για καθιέρωση προθεσμίας προς προσδιορισμό της συζήτησης της ανακοπής και έκδοσης απόφασης. Ανάλογη ρύθμιση έχει περιληφθεί στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στο άρθρο 979 §2 ( ανακοπή κατά του πίνακα ), κατά την πρόσφατη τροποποίηση αυτού με το ν. 4335/2015.

Άρθρο 161
Ανακοπή κατά του πίνακα διανουής
Προστίθεται παράγραφος, με την οποία τίθενται χρονικά όρια για τον προσδιορισμό της συζήτησης της ανακοπής και την έκδοση της σχετικής απόφασης.

Άρθρο 9
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΕΝΑΤΟΥ
(«Απλοποιημένη διαδικασία επί πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου»)

Αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 162 ως εξής:
«Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των λοιπών κεφαλαίων του παρόντος κώδικα, εκτός αν το πτωχευτικό δικαστήριο κατά την κρίση του αποφασίσει τον τρόπο και τους τύπους, σύμφωνα με τους οποίους θα διεξαχθεί η πτωχευτική διαδικασία, ακόμη και κατά παρέκκλιση των διατάξεών του.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 9
Με το τροποποιημένο δεύτερο εδάφιο του άρθρου παρέχεται η δυνατότητα στο πτωχευτικό δικαστήριο να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα και να αποφασίσει τον τρόπο και τους τύπους, σύμφωνα με τους οποίους θα διεξαχθεί η απλοποιημένη διαδικασία επί πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου. Πρότυπο για την προτεινόμενη διάταξη απετέλεσε η παράγραφος 2 του άρθρου 135 σχετικά με την απλοποιημένη διαδικασία εκποίησης της επιχείρησης ως συνόλου κατά το στάδιο της ένωσης των πιστωτών, η αξία της οποίας δεν υπερβαίνει κατά την αποτίμηση του δικαστηρίου το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Τα σημεία εκείνα, ως προς τα οποία το πτωχευτικό δικαστήριο θα έχει την δυνατότητα να παρεκκλίνει, θα μπορούν να αφορούν συντμήσεις προθεσμιών, απλοποιημένη διαδικασία αποδοχής του σχεδίου αναδιοργάνωσης, εφ’ όσον προτείνεται, απλοποιημένη διαδικασία εκποιήσεων -επί πλέον των μέτρων απλούστευσης της διαδικασίας που ήδη προβλέπονται στο άρθρο 163, οι διατάξεις του οποίου διατηρούνται.

Άρθρο 10
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΔΕΚΑΤΟΥ («Η περάτωση της πτώχευσης»)
1. Αντικαθίσταται το άρθρο 164 ως εξής:
«Γενικά Άρθρο 164
1. Η πτώχευση περατώνεται με την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης (άρθρο 125 παρ. 2), με την εκποίηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού της, καθώς και με την παύση των εργασιών της λόγω της έλλειψης ενεργητικού, λόγω της παρόδου του χρόνου που ορίζεται στο άρθρο 166 παρ. 3 ή λόγω της εξόφλησης όλων των πτωχευτικών πιστωτών κατά το κεφάλαιο και τόκους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης.
2. Η τελεσίδικη επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης και η περάτωση της πτώχευσης λόγω εξόφλησης όλων των πτωχευτικών πιστωτών συνιστούν λόγους αναβίωσης του νομικού προσώπου τηρουμένων των διατάξεων του εταιρικού δικαίου».
2. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 165 ως εξής:
«2. Ο εισηγητής συγκαλεί εντός μηνός τη συνέλευση των πιστωτών, ενώπιον των οποίων ο σύνδικος λογοδοτεί για τη διαχείρισή του. Στη συνέλευση αυτή καλείται και δικαιούται να παραστεί και ο οφειλέτης. Οι πιστωτές γνωμοδοτούν περί της διαχείρισης του συνδίκου. Συντάσσεται περί αυτού έκθεση από τον εισηγητή, στην οποία καταχωρούνται και οι παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών. Αν η σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών δεν καταστεί δυνατό να πραγματοποιηθεί, μετά από δεύτερη ατελέσφορη προσπάθεια, ο σύνδικος λογοδοτεί ενώπιον μόνου του εισηγητή».
3. Αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 166 ως εξής:
«1. Αν οι εργασίεςτης πτώχευσης δεν μπορούν να εξακολουθήσουν, λόγω έλλειψης των αναγκαίων χρημάτων ή ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από έκθεση του εισηγητή και αφού ακούσει τον σύνδικο, μπορεί, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, πιστωτή ή του συνδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να κηρύξει την παύση των εργασιών της πτώχευσης.
2. Στην περίπτωση της παραγράφου 1 περατώνεται η πτώχευση, αίρεται η πτωχευτική απαλλοτρίωση και ο οφειλέτης αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιουσίας του. Οι πιστωτές αναλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα, εκτός αν ο οφειλέτης έχει απαλλαγεί σύμφωνα με το άρθρο 169, παύει δε το λειτούργημα του συνδίκου και του εισηγητή. Τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μετά πάροδο μηνός από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 1».
4. Καταργείται το άρθρο 167.

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 10

Άρθρο 164 Γενικά
Συνέπεια της επιλογής να καταργηθεί, ως πεπαλαιωμένος, ο θεσμός της πτωχευτικής αποκατάστασης (του αντικατασταθέντος ενδεκάτου κεφαλαίου), οι τρόποι περάτωσης της πτώχευσης που απαριθμούνται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 164 συμπληρώνονται από την περίπτωση που υπό το προϊσχύσαν δίκαιο θα επέφερε την αποκατάσταση του οφειλέτη, φυσικού ή νομικού προσώπου, συγχρόνως δε και την άνευ ετέρου περάτωση της πτώχευσης -προστίθεται δηλαδή η περίπτωση της εξόφλησης όλων των πτωχευτικών πιστωτών κατά το κεφάλαιο και τόκους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης. Με την προσθήκη νέας, δεύτερης, παραγράφου στο ίδιο άρθρο 164, διευκρινίζεται ότι συνιστά λόγο αναβίωσης του νομικού προσώπου η περάτωση της πτώχευσης λόγω τελεσιδίκου επικυρώσεως του σχεδίου αναδιοργάνωσης, αλλά και λόγω εξοφλήσεως όλων των πιστωτών κατά το κεφάλαιο και τους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης γεννηθέντες τόκους (λόγος αναβίωσης που ήδη προεβλέπετο στο πλαίσιο της καταργηθείσας πτωχευτικής αποκατάστασης νομικού προσώπου). Η αναβίωση δεν επέρχεται άνευ ετέρου, αλλά υπόκειται στις προβλεπόμενες από το εταιρικό δίκαιο διαδικασίες, αναλόγως της εταιρικής μορφής (για παράδειγμα, προκειμένου περί ανώνυμης εταιρίας, η αναβίωση υπόκειται στα οριζόμενα της παραγράφου 4 του άρθρου 47“ κν 2190/1920).

Άρθρο 165
Η λογοδοσία του συνδίκου
Το συγγνωστό ή μη του οφειλέτη αυτονομείται από την διαδικασία λογοδοσίας του συνδίκου και δεν αποτελεί πλέον αντικείμενο γνωμοδότησης των πιστωτών στο πλαίσιο της συνέλευσης του άρθρου 165. Και τούτο διότι χρονικώς δεν συμβαδίζει με το αναθεωρημένο καθεστώς απαλλαγής του οφειλέτη φυσικού προσώπου, της οποίας απαλλαγής το συγγνωστό εξακολουθεί να αποτελεί την προϋπόθεση.

Άρθρο 166
Παύση των εργασιών της πτώχευσης
Από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 166 απαλείφεται η αναφορά στην καταργηθείσα επιτροπή των πιστωτών. Η περιεχόμενη στην δεύτερη παράγραφο του άρθρου ρύθμιση περί των αποτελεσμάτων της παύσης των εργασιών της πτώχευσης αναπροσαρμόζεται στο νέο καθεστώς της απαλλαγής του οφειλέτη φυσικού προσώπου, η έννοια της οποίας δεν συμβιβάζεται με την δυνατότητα ανάκτησης από τους πιστωτές των ατομικών διώξεων κατά του (απαλλαγέντος) οφειλέτη.

Άρθρο 11
Αντικατάσταση ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΕΝΔΕΚΑΤΟΥ («Η αποκατάσταση του οφειλέτη»)

Αντικαθίσταται το Κεφάλαιο ενδέκατο του Πτωχευτικού Κώδικα (άρθρα 168 έως 170α) εξ ολοκλήρου, ως εξής:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Η ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Άρθρο 167
Κήρυξη του οφειλέτη συγγνωστού
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτιμώντας τα αίτια και τις συνθήκες της πτώχευσης, ύστερα από σχετική έκθεση του εισηγητή, στην οποία καταχωρούνται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών, και αφού ακούσει το σύνδικο, αποφαίνεται ότι ο οφειλέτης είναι συγγνωστός, αν αυτός επιδεικνύει καλή πίστη τόσο κατά την κήρυξη της πτώχευσης όσο και κατά την διάρκειά της, είναι συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης και η πτώχευση δεν οφείλεται σε δόλιες
ενέργειες του. Δεν μπορούν να κηρυχθούν συγγνωστοί αυτοί που καταδικάστηκαν για κάποια από τις πράξεις των άρθρων 171 και 172 του παρόντος ή για κάποια από τις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα. Αν υπάρχει εκκρεμής ποινική δίωξη για κάποια από αυτές τις πράξεις, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να αναβάλλει την απόφασή του μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας. Η απόφαση ανακαλείται αν επέλθει μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση.
2. Αν η πτώχευση περατώθηκε με απόφαση που κηρύσσει την παύση των εργασιών της, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 166, με την ίδια απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτιμώντας τα αίτια και τις συνθήκες της πτώχευσης και αφού ακούσει τον σύνδικο, αποφαίνεται ύστερα και από σχετική έκθεση του εισηγητή ότι ο οφειλέτης είναι συγγνωστός.
3. Αν η πτώχευση περατώθηκε με απόφαση που διατάσσει την εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου υπό τις περιστάσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του παρόντος, το πτωχευτικό δικαστήριο ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, εκτιμώντας τα αίτια και τις συνθήκες της πτώχευσης και αφού ακούσει τον σύνδικο, αποφαίνεται ύστερα και από σχετική έκθεση του εισηγητή, ότι ο οφειλέτης είναι συγγνωστός.
4. Αν ο οφειλέτης κηρυχθεί συγγνωστός, δεν προσωποκρατείται από τους πιστωτές της πτώχευσης, εκτός αν ειδικοί νόμοι ορίζουν διαφορετικά, παύουν δε οι στερήσεις δικαιωμάτων οι οποίες συνέπειες της πτώχευσης σύμφωνα με το άρθρο 15 του παρόντος. Η διάταξη της απόφασης περί κηρύξεως του οφειλέτη συγγνωστού σημειώνεται στο Μητρώο Πτωχεύσεων, καθώς και στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο.
Αρθρο 168
Αίτηση περί απαλλαγής
Ο οφειλέτης υποβάλλει μετά την παρέλευση δύο ετών από την κήρυξη της πτώχευσης, άλλως μέχρι την περάτωσή της, αν αυτή επέρχεται ενωρίτερα, αίτηση περί της απαλλαγής του.
Άρθρο 169
Απόφαση περί απαλλαγής
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο αποφασίζει επί της υποβληθείσας σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο αίτησης του οφειλέτη και, εφ’ όσον τον κρίνει συγγνωστό σύμφωνα με το άρθρο 167, τον απαλλάσσει πλήρως από το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πιστωτών που δεν ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία. Η απόφαση επί της αίτησης εκδίδεται υποχρεωτικά μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τη συζήτησή της.
2. Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από οφειλές που δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε με δόλο ή βαρεία αμέλεια.
3. Αν η πτώχευση περατώνεται με την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, ο οφειλέτης απαλλάσσεται άνευ ετέρου, εκτός εάν το σχέδιο ορίζει διαφορετικά.
4. Απαλλαγή του οφειλέτη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου επιτρέπεται μόνο μία φορά, εκτός εάν πρόκειται για νεότερη απαλλαγή με βάση σχέδιο αναδιοργάνωσης».

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 11
Καταργείται ο θεσμός της πτωχευτικής αποκατάστασης του οφειλέτη που περιείχετο στο ενδέκατο κεφάλαιο (καταργηθέντα άρθρα 168 έως 170) του ΠτΚ, το οποίο πλέον περιέχει την αυτοτελή ρύθμιση περί απαλλαγής των οφειλετών φυσικών προσώπων (νέα άρθρα 167, 168 και 169). Η αιτιολογία είναι ότι η νέα αντίληψη περί συντόμου απαλλαγής του οφειλέτη από το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πιστωτών που δεν ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία, καθιστά περιττή την αποκατάσταση του οφειλέτη (φυσικού προσώπου), η οποία θα επήρχετο μετά την παρέλευση της δεκαετίας. Θα μπορούσε «η ολοσχερής εξόφληση όλων των πιστωτών κατά το κεφάλαιο και τους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης τόκους» να παραμείνει ως ο μοναδικός λόγος αποκατάστασης τόσο του φυσικού όσο και του νομικού προσώπου, ο οποίος σε κάθε περίπτωση συνεπιφέρει την περάτωση της πτώχευσης -επί πλέον δε για τα νομικά πρόσωπα, την δυνατότητα αναβίωσής τους κατά την παράγραφο 3 του προϊσχύσαντος άρθρου 170. Κρίθηκε ωστόσο προτιμότερη η ολοσχερής κατάργηση του θεσμού της πτωχευτικής αποκατάστασης. Προκειμένου δε να διασώζονται τα αποτελέσματά της (δηλαδή η παύση των στερήσεων του άρθρου 15 ΠτΚ για τον αποκατασταθέντα οφειλέτη φυσικό πρόσωπο, η δυνατότητα αναβίωσης του αποκατασταθέντος οφειλέτη νομικού προσώπου, καθώς και περάτωση της πτώχευσης εάν ο αποκατασταθείς οφειλέτης, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εξόφλησε όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές κατά κεφάλαιο και τόκους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης), η μεν παύση των στερήσεων μετακινήθηκε στην οικεία θέση (στην νέα τέταρτη παράγραφο του άρθρου 167) ως αποτέλεσμα της κήρυξης του οφειλέτη φυσικού προσώπου ως συγγνωστού, η δε δυνατότητα αναβίωσης του νομικού προσώπου απετέλεσε περιεχόμενο της νέας δεύτερης παραγράφου του νέου άρθρου 164, τέλος δε η εξόφληση του συνόλου των πτωχευτικών πιστωτών συγκαταλέγεται πλέον μεταξύ των περιπτώσεων περάτωσης της πτώχευσης της πρώτης παραγράφου του ίδιου άρθρου 164 ΠτΚ.
Αρθρο 167
Κήρυξη του οφειλέτη συγννωστού
Το συγγνωστό του οφειλέτη φυσικού προσώπου παραμένει η αναγκαία, αλλά και η μόνη πλέον προϋπόθεση για την απαλλαγή του, αξιολογείται δε σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου 1 του προϊσχύσαντος άρθρου 167 ΠτΚ (καλή πίστη, μη δόλια πρόκληση της πτώχευσης), στα οποία προστίθενται και η διάρκεια της καλής πίστης του οφειλέτη, καθώς και η καλή συνεργασία του με τα όργανα της διαδικασίας -εννοείται μέχρι του χρόνου υποβολής της αίτησης περί απαλλαγής του. Κατά την διαμόρφωση της κρίσης του το πτωχευτικό δικαστήριο θα πρέπει να εκτιμά τα αίτια και τις συνθήκες της πτώχευσης, να λαμβάνει υπ’ όψιν του έκθεση του εισηγητή περί των περιστάσεων της πτώχευσης, στην οποία καταχωρούνται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών, να ακούει δε και τον σύνδικο. Τυχόν ανάκληση της απόφασης, δια της οποίας κηρύσσεται ο οφειλέτης συγγνωστός, «αν επέρχεται μεταβολή πραγμάτων» που να την δικαιολογεί κατά το άρθρο 167 παράγραφος 1 in fine, συνεπιφέρει αυτοδικαίως την άρση της απαλλαγής του, μόνη και απαραίτητη προϋπόθεση της οποίας (απαλλαγής) είναι, όπως αναφέρθηκε, η κήρυξή του ως συγγνωστού. Μεταξύ των συνεπειών της κήρυξης του οφειλέτη ως συγγνωστού (της παρ. 4) περιλαμβάνεται και η παύση των στερήσεων από δικαιώματα -στερήσεις που επέρχονται ως προσωπικής φύσεως συνέπειες της πτώχευσης ως προς τον οφειλέτη κατά το άρθρο 15 ΠτΚ. Η μετακίνηση της συνέπειας αυτής από το (προϊσχύσαν) άρθρο 170 ΠτΚ στην τέταρτη παράγραφο του ισχύοντος άρθρου 167 εξηγείται εκ του ότι ολόκληρο το ενδέκατο κεφάλαιο του ΠτΚ περί της πτωχευτικής αποκατάστασης του οφειλέτη (άρθρα 168 έως και 170“) καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τις διατάξεις περί απαλλαγής του οφειλέτη φυσικού προσώπου. Ως εκ τούτου, η παύση των στερήσεων από δικαιώματα, οι οποίες επήρχοντο ως αποτέλεσμα της κήρυξης της πτώχευσης, από συνέπεια της (καταργηθείσας) αποκατάστασης του οφειλέτη φυσικού προσώπου μετακινήθηκε -προκειμένου να διατηρηθεί- ως συνέπεια της κήρυξής του ως συγγνωστού.

Άρθρο 168
Αίτηση περί απαλλαγής
Ανεξαρτήτως εάν η αίτηση της πτώχευσης υποβάλλεται από τον οφειλέτη (φυσικό πρόσωπο) ή πιστωτή του, ο οφειλέτης υποβάλλει αίτημα περί της απαλλαγής του μετά την παρέλευση δύο ετών από τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης -άλλως μέχρι την περάτωσή της, εάν αυτή επέρχεται νωρίτερα. Η περάτωση μπορεί να επέρχεται νωρίτερα της διετίας στο παράδειγμα της εκποίησης της επιχείρησης ως συνόλου υπό τις περιστάσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 19 σε συνδυασμό προς το άρθρο 164 ΠτΚ ή όταν παύουν οι εργασίες της πτώχευσης λόγω ελλείψεως αναγκαίων χρημάτων ή ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας (άρθρο 166 παρ. 1 ΠτΚ) ή στην υπόθεση που η εξόφληση όλων των πιστωτών κατά κεφάλαιο και τους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης τόκους γίνεται από τον οφειλέτη νωρίτερα της διετίας.

Άρθρο 169
Απόφαση περί απαλλαγής
Το πτωχευτικό δικαστήριο οφείλει να αποφασίζει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα ημερών, επί της υποβληθείσας κατά τα ανωτέρω αίτησης του οφειλέτη περί απαλλαγής και, εφ’ όσον τον κρίνει συγγνωστό, να τον απαλλάσσει πλήρως από το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πιστωτών που δεν ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία, εφ’ όσον όμως δεν πρόκειται για οφειλές οι οποίες δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε με δόλο ή βαρεία αμέλεια. Το εύρος της απαλλαγής, κατά το περιεχόμενό της, θα ποικίλλει αναλόγως του τρόπου περάτωσης της πτώχευσης: Εάν η πτώχευση περατώνεται συνεπεία εκποιήσεως όλων των στοιχείων του ενεργητικού της κατά το άρθρο 164 -άρα με ένωση των πιστωτών ή με συνολική εκποίηση της επιχείρησης της παραγράφου 2 του άρθρου 19- ο συγγνωστός οφειλέτης απαλλάσσεται κατά το ποσό των απαιτήσεων των πιστωτών που παραμένει ανεξόφλητο με βάση τον πίνακα διανομής. Οσάκις η πτώχευση περατώνεται με παύση εργασιών λόγω ελλείψεως ενεργητικού, η πλήρης απαλλαγή του συγγνωστού οφειλέτη θα συνεπάγεται την αδυναμία των πιστωτών να αναλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα κατ’ αυτού -θα καθιστά δηλαδή κατ’ εξαίρεσιν ανεφάρμοστο το αποτέλεσμα που κατά τον κανόνα επιφέρει η παύση των εργασιών της πτώχευσης σύμφωνα με την δεύτερη παράγραφο του ισχύοντος άρθρου 166 ΠτΚ. Εάν η πτώχευση περατώνεται λόγω παρόδου δεκαετίας από την έναρξη της ένωσης ή δεκαπενταετίας από την κήρυξή της, η απαλλαγή του οφειλέτη θα είναι πλήρης, διότι το δικαστήριο θα έχει ήδη επιληφθεί της αιτήσεως περί απαλλαγής του οφειλέτη και θα τον έχει απαλλάξει, εφ’ όσον τον έχει κρίνει συγγνωστό. Τέλος, στην υπόθεση που η πτώχευση περατώνεται λόγω της πλήρους εξοφλήσεως όλων των πτωχευτικών πιστωτών κατά το κεφάλαιο και τους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης τόκους, ζήτημα απαλλαγής του συγγνωστού οφειλέτη ενδεχομένως θα τίθεται μόνο για το ποσό των τόκων που θα έχουν γεννηθεί κατά την διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας και που μπορούν να αναζητώνται εκ των υστέρων, μετά την περάτωση της πτώχευσης, στο πλαίσιο της ανάκτησης των ατομικών διώξεων των πιστωτών.
Ιδιαίτερη είναι η ρύθμιση περί απαλλαγής του οφειλέτη, όταν η πτώχευση περατώνεται με την δικαστική επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης: η ευθύνη, την οποίαν ο οφειλέτης θα υπέχει ή δεν θα υπέχει μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, μπορεί να συνιστά αντικείμενο ρύθμισης στο σχέδιο (άρθρα 107 και 109 παρ. 1 υπό γ ΠτΚ). Αυτό σημαίνει ότι περιεχόμενο του σχεδίου είναι δυνατόν να αποτελεί είτε η συνέχιση της ευθύνης του οφειλέτη μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας είτε η απαλλαγή του -είτε πλήρως ή μερικώς, είτε σε συνδυασμό προς τις περιεχόμενες στο σχέδιο λύσεις ή αυτοτελώς, είτε αμέσως ή μετά την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος εντός του οποίου ο οφειλέτης θα πρέπει να έχει επιδείξει συνέπεια ως προς την αποπληρωμή των οφειλών. Οι σχετικές προβλέψεις είναι αυτάρκεις και εξαντλούν το ζήτημα της απαλλαγής. Εάν το περιεχόμενο του σχεδίου δεν αναφέρεται στο ζήτημα αυτό, ο οφειλέτης απαλλάσσεται άνευ ετέρου. Και τούτο διότι η συμφωνηθείσα μεταξύ των πιστωτών και του οφειλέτη διαμόρφωση του ύψους των απαιτήσεων με βάση το σχέδιο ισοδυναμεί κατ’ ουσίαν με την απαλλαγή του οφειλέτη από το υπόλοιπο των απαιτήσεων που, με βάση τους συμφωνηθέντες όρους του σχεδίου, δεν θα ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία -εκτός εάν, όπως σημειώθηκε, το σχέδιο ορίζει διαφορετικά. Τυχόν ακύρωση του σχεδίου μετά την επικύρωσή του κατά το άρθρο 127 ΠτΚ συνεπάγεται ότι η απαλλαγή παύει αυτοδικαίως να ισχύει, διότι επίσης αυτοδικαίως επερχόμενη συνέπεια της ακύρωσης είναι η αποδέσμευση των πιστωτών από τους όρους του σχεδίου και η επαναφορά τους στην κατά την κήρυξη της πτώχευσης νομική θέση τους ως προς το ύψος, το είδος, την εξασφάλιση των απαιτήσεών τους κατά του οφειλέτη .

Άρθρο 12
Τροποποιήσεις στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ («Ποινικές διατάξεις»)
Αντικαθίσταται η παρ. 4 του άρθρου 171 ως εξής:
4. Οι πράξεις του παρόντος άρθρου είναι αξιόποινες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση ή η αίτηση απορριφθεί για το λόγο ότι προβλέπεται πως η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για τη κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου.»

Άρθρο 13
1. Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων του Μέρους Πρώτου του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τα άρθρα 63, 64, 80 και την παρ. 3 του άρθρου 81 του Πτωχευτικού Κώδικα, η ισχύς των οποίων αρχίζει από την ενεργοποίηση του Μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας, που θα καταρτιστεί κατά τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος για τη ρύθμιση του επαγγέλματος του διαχειριστή αφερεγγυότητας, το οποίο θα εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 22 της υποπαρ. Γ3 της παρ. Γ’ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α’ 94), όπως τελικώς η ανωτέρω παρ. 22 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 του ν. 4423/2016 (Α’ 182).
2. Μεταβατικές διατάξεις
α. Η παρ. 10 του άρθρου 106β και τα άρθρα 167, 168 και 169 του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως αυτά τίθενται με τον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί εκκρεμών κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος διαδικασιών.
β. Κατά τα λοιπά οι διατάξεις του παρόντος, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο προηγούμενο άρθρο, εφαρμόζονται επί των διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του. Ως έναρξη διαδικασιών νοείται ότι η κατάθεση αίτησης πτώχευσης ή αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης.
γ. Η διάταξη του άρθρου 156 του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως αντικαθίσταται με το παρόν, εφαρμόζεται και επί αιτήσεων που έχουν κατατεθεί από 19 Αυγούστου 2016. δ. Οι προϊσχύσασες διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται επί των εκκρεμών διαδικασιών.
ε. Μέχρι την ενεργοποίηση του Μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας, που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο, θα εφαρμόζονται οι προϊσχύσασες των άρθρων 63, 64, 79, 80 και 81 διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα. Μετά την ενεργοποίηση του ως άνω Μητρώου και την έναρξη ισχύος των νέων διατάξεων των άρθρων 63,64,80 και 81 παρ. 3 του Πτωχευτικού Κώδικα, αυτά θα εφαρμόζονται επί των διαδικασιών που θα αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος τους. Οι προϊσχύσασες αντίστοιχες διατάξεις θα εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται επί των εκκρεμών διαδικασιών κατά τον ως άνω χρόνο.
6. Οι διατάξεις άλλων νόμων που παραπέμπουν σε άρθρα των καταργούμενων ή αντικαθιστώμενων διατάξεων του ν. 3588/2007, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου θεωρούνται ότι παραπέμπουν σε αντίστοιχες διατάξεις του.

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 13
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τα άρθρα 63, 64, 80 και 81 παράγραφος 3 , η ισχύς των οποίων αρχίζει από την ενεργοποίηση του Μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας, που θα καταρτιστεί κατά τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος, το οποίο θα εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 22 της υποπαρ. Γ3 της παρ. Γ’ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α’ 94), όπως τελικώς η ανωτέρω παρ. 22 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 του ν. 4423/2016 (Α’ 182), ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.