Σύμφωνα με το πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στην βουλή στις 12/12/2016:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΕΞΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΒΟΛΩΝ, ΤΕΛΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΟΔΩΝ
Α. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Άρθρο 33
Κατάργηση δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α’ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α’ 165) και το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α’51) αντικαθίσταται ως εξής:
«Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.»
2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του.

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 33
Κατάργηση δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές

Με την παράγραφο 1 επανέρχεται στην αρχική της διατύπωση η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α’ 189), πριν τις διαδοχικές τροποποιήσεις της από το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α’ 165) και το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α’51), ούτως ώστε να εξαιρείται πλέον το σύνολο των αναγνωριστικών αγωγών από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου. Η ρύθμιση αυτή έρχεται να αποκαταστήσει την έννοια της διαφοροποίησης μεταξύ καταψηφιστικών και αναγνωριστικών αγωγών καθώς η καταβολή δικαστικού ενσήμου συνδέεται με την εκτελεστότητα, και υπό την έννοια αυτή παρίσταται εύλογο να μην επιβαρύνεται με αυτό η αναγνωριστική αγωγή, στο μέτρο που δεν άγει σε εκτελεστό τίτλο.
Με την παράγραφο 2 ορίζεται ότι η ρύθμιση της παραγράφου 1 καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και όσες αγωγές μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, ακόμα και αν αυτές είχαν αρχικά ασκηθεί ως καταψηφιστικές. Η ρύθμιση αυτή τίθεται για λόγους ίσης μεταχείρισης, καθώς η καταψηφιστική αγωγή που τρέπεται σε αναγνωριστική παράγει τις ίδιες έννομες συνέπειες σαν να είχε ασκηθεί ως αναγνωριστική εξαρχής.

Άρθρο 34
Μεταρρύθμιση δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές των εργατικών διαφορών

Στο άρθρο 71 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως εξής:
«Στις περιπτώσεις εργατικών διαφορών για τις οποίες καταβάλλεται δικαστικό ένσημο αυτό καθορίζεται σε ποσοστό τέσσερα τοις χιλίοις (4%ο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 34
Μεταρρύθμιση δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές των εργατικών διαφορών

Με την παράγραφο 1 προστίθεται δεύτερο εδάφιο στο άρθρο 71 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο ορίζει ότι στις περιπτώσεις εργατικών διαφορών για τις οποίες προβλέπεται υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, αυτό καθορίζεται σε ποσοστό τέσσερα τοις χιλίοις (4%ο) επί του ύφους της αξίωσης, ανεξαρτήτως αν αυτή επιδιώκεται δικαστικώς με αγωγή ή άλλο δικόγραφο που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε ελληνικό δικαστήριο. Κατά συνέπεια, πέρα από την ήδη υφιστάμενη απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου για εργατικές υποθέσεις καθ’ ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, αυτό μειώνεται στο μισό και για όλες τις υπόλοιπες καταψηφιστικές αγωγές των εργατικών διαφορών. Η ρύθμιση παρίσταται αναγκαία καθώς, λόγω της οικονομικής κρίσης, πολύ συχνά πλέον οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται σε δικαστική διεκδίκηση των αξιώσεών τους, έχοντας ήδη περιέλθει σε δυσχερή οικονομική θέση, καθώς η διεκδίκηση αυτή αφορά τους ίδιους τους πόρους διαβίωσής τους.

Άρθρο 35
Τροποποιήσεις διατάξεων σχετικά με τα παράβολα και τα τέλη στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

1. Στο άρθρο 241 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήματος του διαδίκου, πλην των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση, υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.):
α) ενώπιον Ειρηνοδικείου και Μονομελούς Πρωτοδικείου παράβολου ποσού είκοσι (20) ευρώ
β) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου παραβόλου ποσού τριάντα (30) ευρώ
γ) ενώπιον του Εφετείου παράβολου ποσού σαράντα (40) ευρώ.
Στις περιπτώσεις που το αίτημα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου.
Αν υποβάλλεται κοινό αίτημα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιμερίζεται ισομερώς σε αυτούς.»
2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 495 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), αντικαθίσταται ως εξής:
«Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, ως εξής:
Α. Για το ένδικο μέσο της έφεσης:
α) κατά απόφασης Ειρηνοδικείου παράβολο ποσού εβδομήντα πέντε (75) ευρώ
β) κατά απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ
γ) κατά απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό πενήντα (150) ευρώ.
Β. Για το ένδικο μέσο της αναίρεσης:
α) κατά απόφασης Ειρηνοδικείου παράβολο ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ
β) κατά απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού τριακοσίων (300) ευρώ
γ) κατά απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ
δ) κατά απόφασης Εφετείου παράβολο ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.
Γ. Για το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης: α) κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων, μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ
β) κατά αποφάσεων Εφετείου και του Αρείου Πάγου παράβολο ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ.»
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 505 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ο ανακόπτων οφείλει να προκαταβάλει στη γραμματεία του δικαστηρίου κατά την κατάθεση της ανακοπής το παράβολο που όρισε η ερήμην απόφαση και ανέρχεται για κάθε ανακόπτοντα:
α) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκατόν είκοσι (120) ευρώ και μεγαλύτερο από διακόσια (200) ευρώ, αν αυτή εκδίδεται από το Ειρηνοδικείο,
β) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκατό πενήντα (150) ευρώ και μεγαλύτερο από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, αν αυτή εκδίδεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο, ή
γ) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από διακόσια (200) ευρώ και μεγαλύτερο από τριακόσια (300) ευρώ, όταν εκδίδεται από το Πολυμελές Πρωτοδικείο ή το Εφετείο.
Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφείτο παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο.»
4. Στο άρθρο 575 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προστίθενται εδάφια δ’ και ε’ ως εξής:
«Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήματος του διαδίκου, πληντων περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση υπέρ του Ταμείου
Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ) παράβολου ποσού πενήντα (50) ευρώ. Στις περιπτώσεις που το αίτημα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου. Αν υποβάλλεται κοινό αίτημα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιμερίζεται ισομερώς σε αυτούς..»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 35
Τροποποιήσεις διατάξεων σχετικά με τα παράβολα και τα τέλη στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Με την παράγραφο 1 προστίθεται παράγραφος 3 στο άρθρο 241 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με την οποία εισάγεται υποχρέωση του διαδίκου να καταθέτει στο Δικαστήριο παράβολο υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., ως προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήματος του, σε κάθε περίπτωση που αφορά το συγκεκριμένο λόγο αναβολής πλην της αποχής των δικηγόρων. Η ρύθμιση αυτή παρίσταται αναγκαία, δεδομένου ότι μεγάλος όγκος των υποθέσεων που σήμερα εκκρεμούν ενώπιον της δικαιοσύνης προέρχεται από αναβολές υποθέσεων. Αυτό έχει ως συνέπεια τόσο τη δαπάνη πόρων του δικαστικού συστήματος όσο και την αύξηση της εκκρεμότητας και άρα των καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης. Εκτιμάται ότι η εισαγωγή του εν λόγω παράβολου, το οποίο είναι κλιμακούμενο ανάλογα με τη βαθμίδα της δικαιοσύνης και ανέρχεται σε ποσό τέτοιο που δεν καθιστά απαγορευτική την πρόσβαση σε αυτή, θα λειτουργήσει καταρχάς αποτρεπτικά για την υποβολή αιτημάτων αναβολής, περιορίζοντάς τα στην πράξη στα υπαγορευόμενα από επιτακτικούς λόγους ανωτέρας βίας, ενώ σε κάθε περίπτωση θα αποκαταστήσει εν μέρει τους δαπανώμενους πόρους, προκειμένου για την ενίσχυση της λειτουργίας της.
Με την παράγραφο 2 αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 495 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αναφορικά με τα ποσά των παραβολών που κατατίθενται στο δικαστήριο για την άσκηση των ενδίκων μέσων της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης. Η εκτίμηση που διαπνέει την εισαγόμενη ρύθμιση είναι ότι, αν και η υποχρέωση καταβολής παράβολου για την άσκηση ενδίκου μέσου είναι καταρχήν ένα πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή της άσκησης προδήλως αβάσιμων ένδικων βοηθημάτων, είναι ωστόσο δυσανάλογη η ομοιόμορφη επιβάρυνση της άσκησης όλων των ενδίκων μέσων κάθε κατηγορίας με παράβολο ενιαίας αξίας. Για το λόγο αυτό, κρίνεται σκοπιμότερο, σύμφωνα και με το πνεύμα της προηγούμενης παραγράφου η αξία του παράβολου να κλιμακώνεται, αναλόγως του ενδίκου μέσου και του δικαστηρίου στο οποίο αυτό υποβάλλεται.
Με την παράγραφο 3 αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 505 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η οποία αφορά το παράβολο που προκαταβάλλεται κατά την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. Με την εισαγόμενη ρύθμιση, το ποσό του παράβολου ερημοδικίας αναπροσαρμόζεται κατά τρόπο ώστε να κάθε φορά να ανταποκρίνεται στη βαθμίδα του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται το ένδικο μέσο. Το παράβολο κατατίθεται επί ποινή απαραδέκτου του ενδίκου μέσου, ενώ επιστρέφεται στον ανακόπτοντα ακόμα και σε περίπτωση μερικής νίκης του. Τέλος, παρέχεται ειδικότερη εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την αναπροσαρμογή του ύψους του ποσού του παράβολου.
Με την παράγραφο 4 προστίθενται εδάφια δ’ και ε’ στο άρθρο 575 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με τα οποία, κατ’ αναλογία της ρύθμισης της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, προκειμένου να χορηγηθεί αναβολή της συζήτησης του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, κατόπιν αιτήματος διαδίκου, αυτός υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ).

Β. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Άρθρο 36
Τροποποιήσεις στο π.δ. 18/1989

1. Στο άρθρο 33 του Π.Δ. 18/1989 (Α’ 8) προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήματος του διαδίκου, πλην των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση, παράβολου υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων ύψους πενήντα (50) ευρώ. Στις περιπτώσεις που το αίτημα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου. Αν υποβάλλεται κοινό αίτημα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιμερίζεται ισομερώς σε αυτούς..»
2. Τα εδάφια α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του Π.Δ. 18/1989 (Α’ 8), αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Το ένδικο μέσο που ασκείται στο Συμβούλιο της Επικράτειας απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αν μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης δεν καταβληθεί παράβολο. Το παράβολο ορίζεται, όταν πρόκειται για αίτηση ακυρώσεως, υπαλληλική προσφυγή, αίτηση αναιρέσεως σε διαφορές κοινωνικής ασφάλισης ή τριτανακοπή σε εκατό πενήντα (150) ευρώ, όταν πρόκειται για έφεση σε διακόσια (200) ευρώ, όταν πρόκειται για αναστολή εκτελέσεως, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αίτηση ερμηνείας και αίτηση διόρθωσης σε πενήντα (50) ευρώ και όταν πρόκειται για αίτηση αναιρέσεως, πλην εκείνων που αφορούν διαφορές κοινωνικής ασφάλισης, σε τριακόσια πενήντα (350) ευρώ.».

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 36
Τροποποιήσεις στο π.δ. 18/1989
Με την παράγραφο 1 προστίθεται παράγραφος 5 στο άρθρο 33 του Π.Δ. 18/1989, με την οποία, κατ’ αναλογία της πρώτης παραγράφου του άρθρου 3 του παρόντος νομοθετήματος, προκειμένου να χορηγηθεί αναβολή της συζήτησης των υποθέσεων που εκδικάζονται σύμφωνα με τη δικονομία του Π.Δ. 18/1989, απαιτείται η κατάθεση παράβολου υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων.
Με την παράγραφο 2 αντικαθίστανται τα εδάφια α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του Π.Δ. 18/1989 και αναπροσαρμόζονται τα παράβολα άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που διέπονται από τη δικονομία του Π.Δ. 18/1989, ανάλογα με το είδος του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τους βαθμούς δικαιοδοσίας που έχει διέλθει η ένδικη διαφορά, καθώς και τα δικαιώματα των διαδίκων που διακυβεύονται. Σκοπός της αναπροσαρμογής αυτής είναι η αποτελεσματική δικαστική προστασία σύμφωνα με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ αλλά και ο εξορθολογισμός του κόστους πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

Αρθρο 37
Τροποποιήσεις στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας

1. Το εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Αν ο ιδιώτης διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος ή ο εκπρόσωπος ή ο δικαστικός πληρεξούσιός του υποπέσει σε παράβαση των κανόνων της προηγούμενης παραγράφου, το δικαστήριο, με την οριστική του απόφαση, επιβάλλει σε αυτόν χρηματική ποινή από εκατό πενήντα (150) έως χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.»
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 93 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Προκειμένου για χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού, ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 209Α. Το καταβλητέο ποσό υπολογίζεται από την αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή, η οποία συντάσσει ατελώς, μετά από αίτηση του εκκαλούντος, ειδικό σημείωμα, με το οποίο βεβαιώνεται και η καταβολή του.»
3. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 135 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο γ’ ως εξής:
«Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήματος του διαδίκου, πληντων περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση παράβολου υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ως εξής: α) ποσού τριάντα (30) ευρώ, ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, β) ποσού σαράντα (40) ευρώ, ενώπιον του τριμελούς πρωτοδικείου και γ) ποσού πενήντα (50) ευρώ, ενώπιον του εφετείου. Στις περιπτώσεις που το αίτημα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου. Αν υποβάλλεται κοινό αίτημα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιμερίζεται ισομερώς σε αυτούς.»
4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Το παράβολο ορίζεται:
α) για την ένσταση κατά τα άρθρα 246 και 269, την αντένσταση κατά το άρθρο 256, την προσφυγή και την ανακοπή κατά το άρθρο 217 σε εκατό (100) ευρώ και για τις αιτήσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας και την αίτηση διόρθωσης ή ερμηνείας σε πενήντα (50) ευρώ,
β) για την ανακοπή ερημοδικίας και την τριτανακοπή σε εκατό πενήντα (150) ευρώ, για την έφεση και για την αντέφεση σε διακόσια (200) ευρώ και για την αίτηση αναθεώρησης σε τριακόσια (300) ευρώ.
Εξαιρετικά το παράβολο της προσφυγής σε διαφορές από άσκηση προσφυγής ασφαλισμένου σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης, ορίζεται σε είκοσι πέντε (25) ευρώ.»
5. Τα εδάφια α’ και β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίστανται ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση, στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές καιτελωνειακέςεν γένει διαφορές, το παράβολο για την προσφυγή, την έφεση και την αντέφεση ορίζεται σε ποσοστό ίσο προς το ένα τοις εκατό (1%) του αντικειμένου της διαφοράς και μέχρι του ποσού των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.
Αν το παράβολο υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, καταβάλλεται το ποσό αυτό, το επιπλέον δε τυχόν οφειλόμενο και μέχρι του ορίου των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, καταλογίζεται, αν συντρέχει περίπτωση, με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου επί της προσφυγής ή της έφεσης.»
6. Στο άρθρο 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) προστίθεται παράγραφος 12, ως εξής:
«Οι ρυθμίσεις των παραγράφων 9 και 10 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται για το παράβολο που κατατίθεται σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφος 3 εδάφιο γ’, το οποίο εκπίπτει πάντοτε υπέρ εκείνου για τον οποίο έχει εκδοθεί.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 37
Τροποποιήσεις στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με την παράγραφο 1 αντικαθίσταται το εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, και αναπροσαρμόζεται το πλαίσιο της χρηματικής ποινής που επιβάλλει το δικαστήριο, σε περίπτωση που ο ιδιώτης διάδικος, ο νόμιμος αντιπρόσωπος ή ο εκπρόσωπος ή ο δικαστικός πληρεξούσιός του, παραβιάσουν την υποχρέωση, που επιβάλλεται με την παράγραφο 1 του άρθρου 42 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Με την παράγραφο 2 αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 93 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, σε περίπτωση άσκησης έφεσης σε χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, μειώνεται από πενήντα τοις εκατό (50%) σε είκοσι τοις εκατό (20%) το ποσοστό του οφειλόμενου, σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, που πρέπει να καταβληθεί έως την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, επί ποινή απαραδέκτου της έφεσης. Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε αναγκαία για την εξισορρόπηση μεταξύ της διευκόλυνσης της πρόσβασης του διαδίκου στο δεύτερο βαθμό δικαστικής κρίσης, της αποτροπής άσκησης προδήλως αβάσιμων ενδίκων μέσων και του δημοσίου συμφέροντος για την ταχεία είσπραξη των οφειλόμενων χρηματικών ποσών, στο μέτρο που αυτά έχουν ήδη επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση.
Με την παράγραφο 3 προστίθεται εδάφιο γ’ στην παράγραφο 3 του άρθρου 135 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κατ’ αναλογία της ρύθμισης της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του παρόντος νομοθετήματος, με το οποίο εισάγεται, ως προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής με αίτημα του διαδίκου, η υποχρέωση κατάθεσης παράβολου υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ..
Με την παράγραφο 4 αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και αναπροσαρμόζονται τα παράβολα που κατατίθενται ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ένδικων βοηθημάτων και μέσων, πάντοτε αναλόγως του είδους του είδους αυτών και της βαθμίδας του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνονται.
Με την παράγραφο 5 αντικαθίστανται τα εδάφια α’ και β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αναφορικά με το παράβολο της προσφυγής, της έφεσης και της αντέφεσης στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές. Το παράβολο αυτό, το οποίο ορίζεται κατ’ εξαίρεση σε ποσοστό επί του αντικειμένου της διαφοράς αντί παγίου ποσού, αναπροσαρμόζεται τόσο ως προς το ποσοστό όσο και ως προς το ανώτατο ποσό στο οποίο μπορεί να ανέρχεται. Σε κάθε δε περίπτωση, διατηρείται η υφιστάμενη ρύθμιση σύμφωνα με την οποία προκαταβάλλεται παράβολο μόνο μέχρι του ποσού των 3.000 ευρώ, τυχόν δε επιπλέον οφειλόμενο καταλογίζεται με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου επί της προσφυγής ή της έφεσης, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, εφόσον δηλαδή ηττήθηκε ο διάδικος.
Με την παράγραφο 6 προστίθεται παράγραφος 12 στο άρθρο 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία, οι ρυθμίσεις των παραγράφων 9 και 10 του ίδιου άρθρου, που ορίζουν τα της κατάπτωσης του παράβολου, δεν εφαρμόζονται στο παράβολο που κατατίθεται προκειμένου να χορηγηθεί από το δικαστήριο αναβολή με αίτημα διαδίκου, σύμφωνα με το άρθρο 135 παρ. 3 εδάφιο γ’. Το παράβολο αυτό καταπίπτει πάντοτε υπέρ εκείνου για τον οποίο έχει εκδοθεί. Η πρόβλεψη αυτή συνάδει με τον αυτοτελή χαρακτήρα της αναβλητικής απόφασης σε σχέση με την οριστική απόφαση με την οποία τέμνεται η διαφορά.

Άρθρο 38
Τροποποιήσεις στον ν. 4129/2013
Η παράγραφος 3 του άρθρου 73 του ν. 4129/2013 (Α’ 52) «Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο» αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Το παράβολο ορίζεται: α) για τις εφέσεις, αιτήσεις αναστολής, αιτήσεις αναθεωρήσεως, αιτήσεις ανακοπής και τριτανακοπής και αιτήσεις διορθώσεως ή ερμηνείας στις συνταξιοδοτικές διαφορές σε είκοσι (20) ευρώ, β) για τις αιτήσεις αναιρέσεως στις συνταξιοδοτικές διαφορές σε εβδομήντα (70) ευρώ, γ) για τις αιτήσεις ανάκλησης κατά των πράξεων των Κλιμακίων του άρθρου 35 του παρόντος ή των Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και τις αιτήσεις αναθεωρήσεως κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί των αιτήσεων αυτών σε εκατό (100) ευρώ, δ) για τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα κατά καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσεων και για τις χρηματικού αντικειμένου διαφορές σε ποσοστό ένα τοις εκατό του αμφισβητούμενου ποσού, χωρίς τις τυχόν προσαυξήσεις. Το αναλογικό παράβολο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των εβδομήντα (70) ευρώ. Αν υπερβαίνει το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, καταβάλλεται το ποσό αυτό και το τυχόν επιπλέον οφειλόμενο παράβολο καταλογίζεται με την απόφαση, σε περίπτωση απόρριψης ή εν μέρει αποδοχής του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσά ή τα ποσοστά των παραβολών.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 38
Τροποποιήσεις στον ν. 4129/2013
Με το άρθρο αυτό αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 73 του νόμου 4129/2013 (Α’ 52) «Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο», που αφορά τα παράβολα που κατατίθενται ως προϋπόθεση του παραδεκτού στις δίκες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με την προτεινόμενη διάταξη αναπροσαρμόζονται τα παράβολα προκειμένου να αποτραπεί η καταχρηστική άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων. Τέλος, παρέχεται ειδικότερη εξουσιοδότηση προς τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για αναπροσαρμογή των ποσών ή των ποσοστών των ως άνω παραβολών.

Άρθρο 39
Τροποποίηση στο άρθρο 45 παρ. 2 του ν. 3959/2011 (Προστασία Ελεύθερου Ανταγωνισμού)

Η παράγραφος 2 του άρθρου 45 του ν. 3959/2011, αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η προσφυγή, η αίτηση αναίρεσης, η ανακοπή, η αίτηση αναθεώρησης και η παρέμβαση, που ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου στα διοικητικά δικαστήρια, καθώς και η αίτηση επανασυζήτησης ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού, συνοδεύονται, με ποινή το απαράδεκτο αυτών, από γραμμάτιο καταβολής παράβολου επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ. Ως προς την απόδοση του παράβολου εφαρμόζονται οι παράγραφοι 9,10 και 11 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και της παραγράφου 4 του άρθρου 36 του Π.Δ. 18/1989. Από την υποχρέωση αυτή απαλλάσσεται το Δημόσιο.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 39
Τροποποίηση στο άρθρο 45 παρ. 2 ν. 3959/2011 (Προστασία Ελεύθερου Ανταγωνισμού)
Με το άρθρο αυτό τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 45 ν. 3959/2011, και αναπροσαρμόζεται το ύφος του παράβολου που καταβάλλεται για τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που ασκούνται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Η αναπροσαρμογή αυτή λαμβάνει υπόψη αφενός την ανάγκη να τίθεται ένα αποτελεσματικό φίλτρο στην άσκηση καταχρηστικών ενδίκων βοηθημάτων και μέσων κατά των πράξεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού, και αφετέρου την ανάγκη για αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών.

Γ. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Άρθρο 40
Τροποποιήσεις παραβολών και τελών στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

1. Η μόνη παράγραφος του άρθρου 18 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αριθμείται σε παράγραφο 1 και προστίθεται παράγραφος 2, ως εξής:
«2. Η αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη αν δεν συνοδεύεται από παράβολο πενήντα (50) ευρώ, το οποίο επιστρέφεται αν γίνει αυτή ολικά ή μερικά δεκτή. Το ύφος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»
2. Το εδάφιο α’ της παραγράφου 4 του άρθρου 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο μηνυτής, κατά την υποβολή της μήνυσης ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής, καταθέτει, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού εβδομήντα (70) ευρώ.»
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 46 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του
Δημοσίου ποσού πενήντα (50) ευρώ. Το ύφος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί παράβολο η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξαιρούνται από την κατάθεση παράβολου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004. Δεν απαιτείται κατάθεση παράβολου για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και τα εγκλήματα κατά της ενδοοικογενειακής βίας και τα εγκλήματα ρατσιστικών διακρίσεων (άρθρα 81Α και 361 Β του Ποινικού Κώδικα) και τα εγκλήματα παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης. Για αξιόποινες πράξεις που τελούνται σε βάρος δημοσίων οργάνων και υπαλλήλων κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων, ο παθών υποβάλλει την έγκληση ατελώς και χωρίς την κατάθεση παράβολου.»
4. Το εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 48 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας.»
5. Το εδάφιο β’ του άρθρου 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ως τέλος πολιτικής αγωγής, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, ορίζεται το ποσό των σαράντα (40) ευρώ, που καταβάλλεται εφάπαξ με παράβολο υπέρ του Δημοσίου είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασία και καλύπτει την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντα μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης.»
6. Η μόνη παράγραφος του άρθρου 192 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αριθμείται σε παράγραφο 1 και προστίθεται παράγραφος 2, ως εξής:
«2. Η αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη αν δεν συνοδεύεται από παράβολο πενήντα (50) ευρώ, το οποίο επιστρέφεται αν γίνει αυτή ολικά ή μερικά δεκτή. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»
7. Η παράγραφος 1 του άρθρου 322 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανάκριση, να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος” η προθεσμία δεν παρεκτείνεται εξαιτίας της απόστασης. Γι’αυτή την προσφυγή συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα της εισαγγελίας πρωτοδικών ή του γραμματέα του ειρηνοδικείου της διαμονής του, ο οποίος έχει υποχρέωση να το αναφέρει τηλεγραφικά στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών υποβάλλοντας ταυτόχρονα την έκθεση που συντάχθηκε. Ο προσφεύγων, πλην των περιπτώσεων εγκλημάτων ρατσιστικών διακρίσεων (άρθρα 81 Α και 361 Β του Ποινικού Κώδικα) και των εγκλημάτων παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Σε περίπτωση που η προσφυγή ασκείται από περισσότερους κατηγορουμένους, κατατίθεται μόνο ένα παράβολο. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Σε περίπτωση που ο εισαγγελέας εφετών κάνει δεκτή την προσφυγή διατάσσει και την επιστροφή του παράβολου στον καταθέσαντα αυτό.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 40
Τροποποιήσεις παραβόλων και τελών στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Με την παράγραφο 1 εισάγεται η υποχρέωση κατάθεσης παράβολου ποσού πενήντα (50) ευρώ, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης εξαίρεσης δικαστικών προσώπων. Κατά αυτόν τον τρόπο αποτρέπονται οι απερίσκεπτες και καταχρηστικές αιτήσεις εξαίρεσης, χωρίς ωστόσο να καθίσταται αδύνατη η πρόσβαση του αιτούντος στη συγκεκριμένη διαδικασία. Εξάλλου, το παράβολο επιστρέφεται στον αιτούντα εφόσον η αίτηση γίνει ολικά ή μερικά δεκτή.
Με την παράγραφο 2 το παράβολο της μήνυσης μειώνεται στο ποσό των εβδομήντα (70) ευρώ, ώστε να διευκολυνθεί, αφενός, η πρόσβαση των πολιτών στην ποινική δικαιοσύνη αλλά και να διατηρηθεί, αφετέρου, ένα φίλτρο στην υποβολή απερίσκεπτων και καταχρηστικών μηνύσεων.
Με την παράνραφο 3 ομοίως, το ποσό του παραβόλου, που κατατίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού για την υποβολή έγκλησης για τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, μειώνεται κατά το ήμισυ. Στα εγκλήματα για τα οποία δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου προστίθενται και τα ρατσιστικά εγκλήματα.
Με την παράγραφο 4 ομοίως, το ποσό του παραβόλου που κατατίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού για την υποβολή προσφυγής εκ μέρους του εγκαλούντος μειώνεται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Με την παράγραφο 5 το τέλος που καταβάλλεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού για την παράσταση πολιτικής αγωγής μειώνεται στο ποσό των σαράντα (40) ευρώ,
Με την παράγραφο 6 εισάγεται η υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου ποσού πενήντα (50) ευρώ, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης εξαίρεσης πραγματογνώμονα. Το παράβολο επιστρέφεται στον αιτούντα εφόσον η αίτηση γίνει ολικά ή μερικά δεκτή. Η προσθήκη της υποχρέωσης αυτής κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να αποτρέπονται οι απερίσκεπτες και καταχρηστικές αιτήσεις εξαίρεσης, χωρίς ωστόσο να καθίσταται αδύνατη η πρόσβαση του αϊτούντος στη συγκεκριμένη διαδικασία.
Με την παράγραφο 7 το παράβολο για την υποβολή προσφυγής εκ μέρους του κατηγορουμένου κατά της απευθείας κλήσης του στο ακροατήριο μειώνεται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Άρθρο 41
Τροποποιήσεις χρηματικών ποινών και προστίμων στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 21 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν απορριφθεί η αίτηση, καταδικάζεται ο αϊτών στην πληρωμή των εξόδων· αν ταυτόχρονα αποδειχθούν εντελώς ψευδείς οι λόγοι εξαίρεσης που προβλήθηκαν, εκτός από την πληρωμή των εξόδων, καταδικάζεται επίσης και σε χρηματική ποινή πενήντα (50) έως διακόσια πενήντα (250) ευρώ.»
3j)
2. Το εδάφιο β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 163 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν η παράβαση ανακαλυφθεί στο ακροατήριο και ιδίως όταν αυτή προκύπτει από έγγραφο της δικογραφίας, το δικαστήριο που δικάζει την ποινική υπόθεση επιβάλλει υποχρεωτικά στον υπαίτιο την πειθαρχική ποινή επίπληξης ή προστίμου πενήντα (50) έως εκατό πενήντα (150) ευρώ ή και τις βαρύτερες ποινές που προβλέπουν οι πειθαρχικές διατάξεις από τις οποίες διέπεται, ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητάς του.»
3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 201 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο πραγματογνώμοναςπου δεν παρέδωσε την έκθεσή του μέσα στην προθεσμία που του ορίστηκε, καθώς και εκείνος που έδειξε αμέλεια κατά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, απειλούνται με πρόστιμο τριάντα (30) έως εκατό πενήντα (150) ευρώ, καθώς και με την πληρωμή των εξόδων και των τυχόν ζημιών.»
4. Το εδάφιο β’ του άρθρου 229 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν αυτός είναι εισαγγελέας, ανακριτής, ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει το μάρτυρα που δεν εμφανίστηκε από απείθεια την ορισμένη ημέρα σε πρόστιμο είκοσι (20) έως εκατό (100) ευρώ και στην πληρωμή των τελών.»
5. Το εδάφιο α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 231 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν κάποιος από τους μάρτυρες ή τους πραγματογνώμονες που κλητεύθηκε νόμιμα στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί, καταδικάζεται από το δικαστήριο με πρόταση του εισαγγελέα ή του δημόσιου κατήγορου ή και αυτεπαγγέλτως σε πρόστιμο σαράντα (40) έως ογδόντα πέντε (85) ευρώ, εάν κλητεύθηκε σε μονομελές δικαστήριο που δικάζει πλημμελήματα, πενήντα (50) έως εκατό ογδόντα (180) ευρώ, εάν κλητεύθηκε σε πολυμελές δικαστήριο που δικάζει πλημμελήματα και ογδόντα πέντε (85) έως
διακόσια τριάντα (230) ευρώ, εάν κλητεύθηκε σε άλλο δικαστήριο, ως και στην πληρωμή των τελών της αποφάσεως ανεξάρτητα από την αναβολή ή όχι της δίκης.»

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 41
Τροποποιήσεις χρηματικών ποινών και προστίμων στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Με την παράγραφο 1 αναπροσαρμόζεται το ύψος της χρηματικής ποινής που επιβάλλεται όταν απορριφθεί αίτηση εξαίρεσης κατά δικαστικών προσώπων και αποδειχθούν εντελώς ψευδείς οι προβαλλόμενοι λόγοι εξαίρεσης. Συγκεκριμένα, η επιβαλλόμενη χρηματική ποινή ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ πενήντα (50) και διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, έναντι ποσού μεταξύ δώδεκα (12) και εκατόν είκοσι (120) ευρώ. Η αναπροσαρμογή αυτή κρίθηκε αναγκαία για την αποτελεσματικότητα της ρύθμισης, καθώς είναι η πρώτη μετά από τριακονταετή ισχύ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (μεσολάβησε μόνο η μετατροπή των ποσών σε ευρώ).
Με την παράγραφο 2, ομοίως, αναπροσαρμόζεται το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται όταν ανακαλυφθεί στο ακροατήριο παράβαση σχετική με τις επιδόσεις. Συγκεκριμένα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ πενήντα (50) και εκατόν πενήντα (150) ευρώ, έναντι ποσού μεταξύ πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτών (5,90) και πενήντα εννέα (59) ευρώ.
Με την παράγραφο 3, ομοίως, αναπροσαρμόζεται το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται στον αμελή πραγματογνώμονα. Συγκεκριμένα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ τριάντα (30) και εκατόν πενήντα (150) ευρώ, έναντι ποσού μεταξύ δύο ευρώ και ενενήντα λεπτών (2,90) και πενήντα εννέα (59) ευρώ.
Με την παράγραφο 4, ομοίως, αναπροσαρμόζεται το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται στις περιπτώσεις λιπομαρτυρίας κατά την ανάκριση. Συγκεκριμένα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ είκοσι (20) και εκατό (100) ευρώ, έναντι ποσού μεταξύ πενήντα εννέα λεπτών του ευρώ (0,59) και πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτών (5,90).
Με την παράγραφο 5, ομοίως, αναπροσαρμόζονται τα πρόστιμα που επιβάλλονται στις περιπτώσεις λιπομαρτυρίας στο ακροατήριο. Συγκεκριμένα: α) Εάν ο μάρτυρας ή πραγματογνώμονας κλητεύθηκε σε μονομελές δικαστήριο που δικάζει πλημμελήματα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ σαράντα (40) ευρώ και ογδόντα πέντε (85) ευρώ, έναντι του έως τώρα ισχύοντος ποσού μεταξύ δεκαπέντε (15) ευρώ και πενήντα εννέα (59) ευρώ, β) εάν ο μάρτυρας ή πραγματογνώμονας κλητεύθηκε σε πολυμελές δικαστήριο που δικάζει πλημμελήματα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ πενήντα (50) ευρώ και εκατόν ογδόντα (180) ευρώ, έναντι του έως τώρα ισχύοντος ποσού μεταξύ είκοσι εννέα (29) ευρώ και εκατόν είκοσι (120) ευρώ και γ) για κάθε άλλο δικαστήριο, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ ογδόντα πέντε (85) ευρώ και διακοσίων τριάντα (230) ευρώ, έναντι του έως τώρα ισχύοντος ποσού μεταξύ πενήντα εννέα (59) ευρώ και εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Δ. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.

Άρθρο 42
Διασφάλιση πόρων ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
1. Η υποπερ. η) της περ. Α) της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν.δ. 1017/1971 αντικαθίσταται ως εξής:
«η) ποσοστό τριάντα επί τοις εκατό (30%) επί του καταβαλλόμενου εκάστοτε ποσού λόγω δικαστικού ενσήμου, αγωγής ή άλλου δικογράφου, υποβαλλομένου ενώπιον πάντων των δικαστηρίων του Κράτους, υποκειμένου δε σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις. Με κοινή υπουργική απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να τροποποιείται το ποσοστό του προηγουμένου εδαφίου, με σκοπό την αναπροσαρμογή των πόρων του ταμείου για τη διασφάλιση της πραγματοποίησης της αποστολής του ταμείου.»
2. Οι υποπεριπτώσεις α) έως ζ) της περίπτωσης Α) της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του νομοθετικού διατάγματος 1017/1971 (Α’209), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 7 παράγραφος 10 του νόμου 4043/2012 (Α’25), αντικαθίστανται ως εξής:
«α) ευρώ 4 για κάθε παράσταση δικηγόρου στο Πρωτοδικείο ή οποιαδήποτε Πολιτική ή Δικαστική Αρχή ή Διοικητικό Δικαστήριο, για κάθε υπόθεση πολιτική ή ποινική ή δικαστική και σε κάθε αγωγή, παρέμβαση και σε όλα τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα, προτάσεις ή σημειώματα ή δικόγραφα ενδίκων μέσων, αιτήσεις ή προσφυγές στα ίδια Δικαστήρια και Αρχές.
β) ευρώ 6 για τις ίδιες ανάγκες στο Εφετείο, Κακουργιοδικείο, Διοικητικά Δικαστήρια, όταν δικάζουν κατ’ έφεση ή οποιασδήποτε δικαστικής παρ’ εφέτες Αρχής.
γ) ευρώ 18 για τις ίδιες πράξεις στο Συμβούλιο της Επικράτειας ή τον Άρειο Πάγο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο.
δ) ευρώ 3 για τις ίδιες πράξεις στο Ειρηνοδικείο ή Πταισματοδικείο ή παρ’ αυτά δικαστικής Αρχής.
ε) ευρώ 3 σε κάθε μήνυση ή αίτηση που υποβάλλεται στον Εισαγγελέα ή στον Δημόσιο Κατήγορο και σε κάθε ανακριτικό υπάλληλο, καθώς και σε κάθε αίτηση ή υπόμνημα κάθε τύπου, που υποβάλλεται σε οποιαδήποτε Υπηρεσία αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δικηγορικούς ή Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους ή Συλλόγους Δικαστικών Επιμελητών, πλην των αιτήσεων για έκδοση πιστοποιητικών Ποινικού Μητρώου. Οι αιτήσεις και τα υπομνήματα των απόρων κρατουμένων υποβάλλονται ατελώς.
στ) ευρώ 1 για τη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης για την οποία καταβάλλονται πάγια τέλη, ευρώ 4 σε κάθε φύσεως συμβολαιογραφικές πράξεις για τις οποίες καταβάλλονται αναλογικά τέλη και ευρώ 2 για την έκδοση κάθε αντιγράφου ή αποσπάσματος αυτών.
ζ) ευρώ 2 για κάθε αντίγραφο ή πιστοποιητικό που εκδίδεται από οποιαδήποτε δικαστική Αρχή, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δικηγορικούς Συλλόγους, Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους και Συλλόγους Δικαστικών Επιμελητών, πλην των πιστοποιητικών Ποινικού Μητρώου.»
3. Μετά την υποπερίπτωση ι) της περίπτωσης Α) της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του νομοθετικού διατάγματος 1017/1971 (Α’209), όπως ισχύει, προστίθεται υποπερίπτωση ια) ως εξής:
«ια) το παράβολο που κατατίθεται από το διάδικο ενώπιον κάθε δικαστηρίου κατά την υποβολή αιτήματος αναβολής, όπως αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με τις αντίστοιχες ειδικές διατάξεις όπου αυτό προβλέπεται.»
4. Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 42
Διασφάλιση πόρων ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
Με την παράγραφο 1 αυξάνεται η προβλεπόμενη εισφορά υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., από ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) επί του εκάστοτε καταβαλλόμενου ποσού λόγω δικαστικού ενσήμου. Η αύξηση αυτή, αποσκοπεί στην εξασφάλιση επαρκών πόρων στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. για την πραγματοποίηση των καταστατικών σκοπών του. Με την ίδια παράγραφο, παρέχεται ειδικότερη εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και Οικονομικών να τροποποιούν με κοινή τους απόφαση το εισφερόμενο υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ποσοστό επί του δικαστικού ενσήμου, με σκοπό την αναπροσαρμογή των πόρων του ταμείου για την κατά τα ανωτέρω διασφάλιση της πραγματοποίησης της αποστολής του.
Με την παράγραφο 2 αναπροσαρμόζονται στην πλειοψηφία τους οι αξίες των μεγαροσήμων που προβλέπονται για κάθε παράσταση δικηγόρου στο Δικαστήριο ή οποιαδήποτε Πολιτική ή Δικαστική Αρχή, καθώς και σε κάθε αίτηση ή υπόμνημα κάθε τύπου, που υποβάλλεται σε οποιαδήποτε Υπηρεσία αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δικηγορικούς ή Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους ή Συλλόγους Δικαστικών Επιμελητών, πλην των αιτήσεων για έκδοση πιστοποιητικών Ποινικού Μητρώου. Οι αιτήσεις και τα υπομνήματα των απόρων κρατουμένων υποβάλλονται ατελώς,
Οι ανωτέρω αναπροσαρμογές κρίθηκαν αναγκαίες στα πλαίσια της ανάγκης διασφάλισης των πόρων του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. Λήφθηκε σε κάθε περίπτωση μέριμνα, μέσω εξορθολογισμένων αυξήσεων των λοιπών μεγαροσήμων, για τη διατήρηση αμετάβλητης της αξίας τους στις παραστάσεις ενώπιον Ειρηνοδικείων και Πταισματοδικείων, δηλαδή για διαφορές χαμηλού οικονομικού αντικειμένου και ποινικά αδικήματα χαμηλής απαξίας, καθώς και για τη χορήγηση αντιγράφων και πιστοποιητικών, ώστε να είναι κατά το δυνατόν μικρότερη η επιβάρυνση της καθημερινότητας του πολίτη.
Με την παράγραφο 3 προβλέπεται ότι το παράβολο που κατατίθεται από το διάδικο ενώπιον κάθε δικαστηρίου κατά την υποβολή αιτήματος αναβολής, λογίζεται ως εισφορά υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
Με την παράγραφο 4 προβλέπεται ότι οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΕΛΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΟΛΑ

Άρθρο 43
1. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συστήνεται νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την κωδικοποίηση της νομοθεσίας για τα δικαστικά τέλη, τα παράβολα και, εν γένει, τη δικαστική δαπάνη ως προς όλες τις διαδικασίες όλων των δικαιοδοσιών.
2. Στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διατηρείται ηλεκτρονική εφαρμογή με την οποία δύναται να υπολογιστεί το κόστος των δικαστικών τελών, παραβολών, μεγαροσήμων και λοιπών δαπανών ανά διαδικασία και είδος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ή διαδικαστικής πράξης. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια σχετικά με τη διαχείριση και τη λειτουργία της ηλεκτρονικής εφαρμογής.
3. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και οι Δικαστικές Αρχές οφείλουν να τηρούν στην επίσημη ιστοσελίδα τους ενημερωμένους πίνακες των δικαστικών τελών, παραβολών, μεγαροσήμων και λοιπών δαπανών ανά διαδικασία και είδος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ή διαδικαστικής πράξης.

Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 43
Με την παράγραφο 1 προβλέπεται η υποχρέωση σύστασης νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που αναλαμβάνει την κωδικοποίηση της νομοθεσίας για τα δικαστικά τέλη, τα παράβολα και, εν γένει, τη δικαστική δαπάνη ως προς όλες τις διαδικασίες όλων των δικαιοδοσιών, καθώς και η σύσταση μόνιμη Ομάδα Εργασίας με σκοπό τη λήψη περαιτέρω μέτρων που απαιτούνται για την απλοποίηση και ενοποίηση της νομοθεσίας που αφορά τις σχετικές δαπάνες. Με τις
ρυθμίσεις αυτές, επιτυγχάνεται, σε πρώτο χρόνο, η πλήρης διαφάνεια σε σχέση με τα δικαστικά τέλη και παράβολα, και σε δεύτερο χρόνο, ο διαρκής εξορθολογισμός της σχετικής νομοθεσίας.
Με τις παραγράφους 2 και 3 προβλέπεται η διαδικτυακή παρουσίαση του κόστους των δικαστικών τελών, παραβολών, μεγαροσήμων και λοιπών δαπανών ανά διαδικασία και είδος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ή διαδικαστικής πράξης, καθώς και η διαδικασία διαρκούς επικαιροποίησης του ανωτέρω πίνακα. Υποχρέωση αναδημοσίευσης του πίνακα αυτού, με τις εκάστοτε ενημερώσεις του, ανατίθεται και στους Δικηγορικούς Συλλόγους και τις Δικαστικές Αρχές της χώρας, που τηρούν ιστοχώρους. Με τις ανωτέρω ρυθμίσεις, γίνεται ακόμα ένα βήμα στην κατεύθυνση της διαφάνειας ως προς τις ανωτέρω δαπάνες, αλλά και στη διευκόλυνση της καθημερινότητας τόσο των ασκούντων νομικά επαγγέλματα, όσο και του πολίτη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 44
Μεταβατικές Διατάξεις
Τα δικαστικά τέλη, τα παράβολα και τα άλλα καταβλητέα κατά τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου ποσά, όπως διαμορφώνονται σύμφωνα με τον τελευταίο, καταβάλλονται για τα ένδικα βοηθήματα, τα ένδικα μέσα, τις αιτήσεις και τα άλλα δικόγραφα που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, εκτός αν σε ειδικότερες διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.
Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 44
Μεταβατικές Διατάξεις
Με το άρθρο προβλέπεται ότι οι ρυθμίσεις του νόμου καταλαμβάνουν τα ένδικα βοηθήματα, ένδικα μέσα, αιτήσεις κ.α. δικόγραφα που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεώντου.

Άρθρο 45
Έναρξη ισχύος μέρους τρίτου
Χρόνος έναρξης ισχύος του παρόντος μέρους ορίζεται ένας μήνας μετά τη δημοσίευσή του, εκτός αν σε ειδικότερες διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.

Recommended Posts