Άρειος Πάγος 1333/2017
Ανάκληση του καταστατικού διαχειριστή σε ΟΕ – Ποιοι αναλαμβάνουν την διαχείριση
ΑΠ 1333 / 2017
(Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ “Αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου, ή, αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου, ο πρόεδρος των πρωτοδικών διορίζει προσωρινή διοίκηση ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον”.
Η διάταξη αυτή, όπως προκύπτει από τη γενικότητα της διατυπώσεώς της, εφαρμόζεται σε κάθε είδους νομικό πρόσωπο, και συνεπώς και στις εμπορικές εταιρίες κάθε μορφής, μεταξύ των οποίων και οι ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες. Στις περιπτώσεις της ομόρρυθμης και ετερόρρυθμης εταιρείας που πρόκειται για ενώσεις προσώπων κατ’ εξοχήν προσωπικού και εμπιστευτικού χαρακτήρα, στις οποίες, μεταξύ άλλων, ισχύει η βασική αρχή της αυτοδιαχείρισης και όπου η έξωθεν επιβολή μιας δοτής διοίκησης εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους για τους ομόρρυθμους εταίρους (λόγω της απεριόριστης ευθύνης τους για τα εταιρικά χρέη) και δεν συμβιβάζεται με το έντονα προσωπικό και εμπιστευτικό στοιχείο που πρέπει να επικρατεί στις εσωτερικές σχέσεις μιας προσωπικής εταιρίας, προκειμένου η ύπαρξη και λειτουργία της να μη στερείται νοήματος, για να έχουμε έλλειψη διοίκησης, όπως την εννοεί το άρθρο 69 του ΑΚ, πρέπει να κωλύονται όλοι οι ομόρρυθμοι εταίροι και το καταστατικό να μην προβλέπει αναπλήρωσή τους ή, αν πρόκειται για σύγκρουση συμφερόντων, πρέπει να συγκρούονται τα συμφέροντα όλων των ομορρύθμων εταίρων με τα συμφέροντα της εταιρίας.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ (άρθρα 249 έως και 294) του ν. 4072/2012 “Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος – Νέα εταιρική μορφή κ.λπ.” (Α’ 86/11-4-2012), η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (πλην ορισμένων διατάξεων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, (άρθρο 330 παρ. 2 του νόμου), ρυθμίζονται θέματα που αφορούν στις προσωπικές εμπορικές εταιρείες (ομόρρυθμη, ετερόρρυθμη, αφανή και κοινοπραξία).
Ειδικότερα, τα θέματα που αφορούν στην ομόρρυθμη εταιρεία ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 249 έως και 270, που περιλαμβάνονται στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ του Μέρους αυτού. Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 294 του ανωτέρω νόμου, αυτός εφαρμόζεται και στις εταιρίες, οι οποίες κατά την έναρξη της ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, ενώ από την έναρξη ισχύος του καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 18-28, 38,39, 47-50 και 64 του Εμπορικού Νόμου. Εξάλλου, η διαχείριση στην ομόρρυθμη εταιρία ρυθμίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 254 του ν. 4072/2012.
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, δικαίωμα και υποχρέωση διαχείρισης έχουν όλοι οι εταίροι. Σε αντίθεση με την αστική εταιρία όπου ισχύει η αρχή της συλλογικής διαχείρισης, στην ομόρρυθμη εταιρία ισχύει η αρχή της ατομικής διαχείρισης, δηλαδή κάθε εταίρος διαχειριστής μπορεί για λόγους ταχείας λήψης αποφάσεων, να ενεργεί μόνος διαχειριστικές πράξεις, χωρίς τη συγκατάθεση άλλων (νόμιμη διαχείριση (άρθρο 254 παρ. 2).
Η εταιρική σύμβαση μπορεί να θέσει άλλους τρόπους διαχείρισης και λήψης των αποφάσεων (ολικός ή μερικός αποκλεισμός ορισμένων εταίρων, συλλογική διαχείριση).
Όμως, σε περίπτωση επείγοντος, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 751 ΑΚ, κάθε εταίρος διαχειριστής ή μη διαχειριστής μπορεί να λάβει μόνος του τα δέοντα μέτρα. Ταυτόχρονα, προβλέπεται δικαίωμα εναντίωσης σε κάθε εταίρο διαχειριστή στην ενέργεια μιας πράξης πριν την εκτέλεσή της, ως αντίβαρο στην ευρεία εξουσία του διαχειριστή στα πλαίσια της ατομικής διαχείρισης (άρθρο 254 παρ. 2 εδ. 2).
Η τέλεση όμως της πράξης παρά την εναντίωση δεν επιδρά στο κύρος της (αναλογική εφαρμογή παρ. 3 εδ. 3 του άρθρου 257). Γεννάται μόνο υποχρέωση αποζημίωσης, ενδεχομένως, αν η τέλεση της πράξης αποτελεί παράβαση της προς τα έσω διαχειριστικής εξουσίας του εταίρου. Περαιτέρω, κατ’ αναλογία της ατομικής διαχείρισης, για λόγους ταχείας σύναψης συναλλαγών ισχύει ο κανόνας της ατομικής εκπροσώπησης, κατά τον οποίο κάθε εταίρος έχει εξουσία εκπροσώπησης της εταιρίας (§1 άρθρο 257).
Η εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπει άλλο τρόπο εκπροσώπησης από τον οριζόμενο στο νόμο (καταστατική εκπροσώπηση). Έτσι μπορεί να προβλέπεται συλλογική εκπροσώπηση όλων ή ορισμένων εταίρων, ή αποκλεισμός όλων πλην ενός.
Στην περίπτωση κατά την οποία με το καταστατικό της εταιρείας η εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης ανατέθηκε σε ένα ή περισσότερους εταίρους ή και σε όλους τους εταίρους από κοινού (καταστατική διαχείριση), αν ο διαχειριστής βρίσκεται σε πραγματική ή νομική αδυναμία να διαχειρίζεται τις εταιρικές υποθέσεις (π.χ. μακρά απουσία ή, εξομοιούμενη με αυτήν, αδιαφορία και αμέλεια περί την εκπλήρωση των καθηκόντων του ή προστριβές και αγεφύρωτες διχογνωμίες ανάμεσα στα μέλη της διοίκησης), γίνεται δεκτόν ότι υφίσταται, μεν, έλλειψη καταστατικής διαχείρισης, πλην όμως η εταιρεία δεν βρίσκεται, χωρίς άλλο, σε κατάσταση παντελούς έλλειψης διαχείρισης, διότι αν το καταστατικό δεν προβλέπει αναπλήρωση της διαχείρισης που λείπει και οι εταίροι δεν συμφωνήσουν στην αντικατάσταση της “ελλείπουσας” διοίκησης, αναβιώνει η νόμιμη διαχείριση και εκπροσώπηση των άρθρων 254 και 257 του ν. 4072/2012, δηλαδή η εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρείας από τον κάθε ομόρρυθμο εταίρο.
Η έλλειψη της καταστατικής διαχείρισης κατά την προεκτεθείσα έννοια, που συνεπάγεται την αναβίωση της νόμιμης διαχείρισης, αποτελεί ζήτημα πραγματικό που πρέπει να αποδεικνύεται από τον επικαλούμενο κατά τρόπο άμεσο και απόλυτα πειστικό, με την προσκομιδή πρόσφορων στοιχείων.
Περαιτέρω, οι διατάξεις του ν. 4072/2012 δεν προβλέπουν κάποια ειδικότερη ρύθμιση για την ανάκληση του ορισθέντος στην εταιρική σύμβαση διαχειριστή και τις συνέπειες αυτής. Το κενό θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συμπληρώνεται με την αναλογική εφαρμογή του άρθρ. 752 ΑΚ, το οποίο, μαζί με τις λοιπές διατάξεις των άρθρ. 741-784 του ΑΚ για την αστική εταιρία, πλην εκείνων των άρθρ. 758 και 761, εξακολουθούν να εφαρμόζονται στην ομόρρυθμη εταιρεία, συμπληρωματικά και εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με τις ειδικότερες ρυθμίσεις του ν. 4072/2012, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 249 παρ. 2 του ν. 4072/2012. Επομένως, η ανάκληση του ορισθέντος στην εταιρική σύμβαση διαχειριστή θα μπορεί να γίνει δυνάμει του άρθρ. 752 ΑΚ, ήτοι με την λήψη ομόφωνης απόφασης από τους λοιπούς εταίρους, ένεκα σπουδαίου λόγου, η οποία απευθύνεται στον διαχειριστή και επιφέρει τα αποτελέσματά της αμέσως μετά την λήψη της από αυτόν.
Σε αυτή την περίπτωση, κι εφόσον δεν προβλέπεται κάτι διαφορετικό στην εταιρική σύμβαση, θα αναβιώνει η νόμιμη διαχείριση και εκπροσώπηση, η οποία τόσο υπό την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρ. 22 ΕΝ όσο και υπό τις νέες διατάξεις των άρθρ. 254 και 257 του ν. 4072/2012, ταυτίζεται με την ατομική διαχείριση όλων των εταίρων.
Ελλείψει, δηλαδή, ειδικότερης ή άλλης ρύθμισης στις νέες διατάξεις του ν. 4072/2012 για την ανάκληση του καταστατικού διαχειριστή και τις συνέπειές της και δεδομένου ότι το σύστημα διαχείρισης και εκπροσώπησης της ομόρρυθμης εταιρείας που εισάγουν οι νέες διατάξεις του ν. 4072/2012 δεν παρουσιάζει ουσιώδεις αποκλίσεις από εκείνο του άρθρ. 22 ΕΝ, η άποψη που είχε επικρατήσει υπό την ισχύ του καταργηθέντος άρθρ. 22 ΕΝ περί αναβίωσης της νόμιμης, ήτοι ατομικής διαχείρισης όλων των εταίρων σε περίπτωση ανάκλησης του ορισθέντος διά του καταστατικού διαχειριστή, εξακολουθεί να βρίσκει νόμιμο έρεισμα εφαρμογής και υπό το πρίσμα των νέων διατάξεων του ν. 4072/2012.
Στην περίπτωση αυτή, όπως υποστηρίζεται από την ανωτέρω άποψη, ο κάθε εταίρος, συμπεριλαμβανομένου του ανακληθέντος, θα μπορεί πλέον, αμέσως μετά την επίδοση της ανάκλησης, να προβαίνει μόνος του (και όχι μόνον σε σύμπραξη με τους υπόλοιπους) σε πράξεις εσωτερικής διαχείρισης ή εκπροσώπησης της εταιρίας, αλλά το δικαίωμά του αυτό εξισορροπείται από το δικαίωμα εναντίωσης των άλλων συνεταίρων του.
Αριθμός 1333/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ε. Διονυσοπούλου, Σοφία Ντάντου, Γεώργιο Χοϊμέ και Αλεξάνδρα Κακκαβά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Ε. Α. του Ι., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Κωνσταντίνο Σαράντη και Φώτιο Παπαχρήστου και 2) Β. – Β. Α. του Ι., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Τιμόθεο Σιγάλα, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Θ. Α., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ειρήνη Σπεντζοπούλου, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 2-2-2017 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-1-2013 αίτηση της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7631/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2199/2013 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 4-9-2015 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελένη Διονυσοπούλου διάβασε την από 6-5-2016 έκθεση της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού Αρεοπαγίτου Ειρήνης Καλού, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των πρώτου, κατά ένα μέρος του και δεύτερου λόγων αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών, καθώς και την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2199/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειουσών ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική δίκη μέρος, η 2199/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, επιλαμβανόμενο εφέσεων των διαδίκων, εταίρων ομόρρυθμης εταιρείας, κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που δέχθηκε κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς την επικουρική της βάση, αίτηση της ήδη αναιρεσίβλητης περί διορισμού προσωρινού διαχειριστή, αυτής (ομόρρυθμης εταιρείας) τρίτου προσώπου (μη εταίρου της), για την διαχείριση των επειγουσών υποθέσεων αυτής, μέχρι τα μέλη της να τροποποιήσουν την εταιρική σύμβαση, τις οποίες (εφέσεις) απέρριψε κατ’ ουσίαν, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ “Αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου, ή, αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου, ο πρόεδρος των πρωτοδικών διορίζει προσωρινή διοίκηση ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον”.
Η διάταξη αυτή, όπως προκύπτει από τη γενικότητα της διατυπώσεώς της, εφαρμόζεται σε κάθε είδους νομικό πρόσωπο, και συνεπώς και στις εμπορικές εταιρίες κάθε μορφής, μεταξύ των οποίων και οι ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες. Στις περιπτώσεις της ομόρρυθμης και ετερόρρυθμης εταιρείας που πρόκειται για ενώσεις προσώπων κατ’ εξοχήν προσωπικού και εμπιστευτικού χαρακτήρα, στις οποίες, μεταξύ άλλων, ισχύει η βασική αρχή της αυτοδιαχείρισης και όπου η έξωθεν επιβολή μιας δοτής διοίκησης εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους για τους ομόρρυθμους εταίρους (λόγω της απεριόριστης ευθύνης τους για τα εταιρικά χρέη) και δεν συμβιβάζεται με το έντονα προσωπικό και εμπιστευτικό στοιχείο που πρέπει να επικρατεί στις εσωτερικές σχέσεις μιας προσωπικής εταιρίας, προκειμένου η ύπαρξη και λειτουργία της να μη στερείται νοήματος, για να έχουμε έλλειψη διοίκησης, όπως την εννοεί το άρθρο 69 του ΑΚ, πρέπει να κωλύονται όλοι οι ομόρρυθμοι εταίροι και το καταστατικό να μην προβλέπει αναπλήρωσή τους ή, αν πρόκειται για σύγκρουση συμφερόντων, πρέπει να συγκρούονται τα συμφέροντα όλων των ομορρύθμων εταίρων με τα συμφέροντα της εταιρίας.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ (άρθρα 249 έως και 294) του ν. 4072/2012 “Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος – Νέα εταιρική μορφή κ.λπ.” (Α’ 86/11-4-2012), η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (πλην ορισμένων διατάξεων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, (άρθρο 330 παρ. 2 του νόμου), ρυθμίζονται θέματα που αφορούν στις προσωπικές εμπορικές εταιρείες (ομόρρυθμη, ετερόρρυθμη, αφανή και κοινοπραξία).
Ειδικότερα, τα θέματα που αφορούν στην ομόρρυθμη εταιρεία ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 249 έως και 270, που περιλαμβάνονται στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ του Μέρους αυτού. Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 294 του ανωτέρω νόμου, αυτός εφαρμόζεται και στις εταιρίες, οι οποίες κατά την έναρξη της ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, ενώ από την έναρξη ισχύος του καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 18-28, 38,39, 47-50 και 64 του Εμπορικού Νόμου. Εξάλλου, η διαχείριση στην ομόρρυθμη εταιρία ρυθμίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 254 του ν. 4072/2012.
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, δικαίωμα και υποχρέωση διαχείρισης έχουν όλοι οι εταίροι. Σε αντίθεση με την αστική εταιρία όπου ισχύει η αρχή της συλλογικής διαχείρισης, στην ομόρρυθμη εταιρία ισχύει η αρχή της ατομικής διαχείρισης, δηλαδή κάθε εταίρος διαχειριστής μπορεί για λόγους ταχείας λήψης αποφάσεων, να ενεργεί μόνος διαχειριστικές πράξεις, χωρίς τη συγκατάθεση άλλων (νόμιμη διαχείριση (άρθρο 254 παρ. 2).
Η εταιρική σύμβαση μπορεί να θέσει άλλους τρόπους διαχείρισης και λήψης των αποφάσεων (ολικός ή μερικός αποκλεισμός ορισμένων εταίρων, συλλογική διαχείριση).
Όμως, σε περίπτωση επείγοντος, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 751 ΑΚ, κάθε εταίρος διαχειριστής ή μη διαχειριστής μπορεί να λάβει μόνος του τα δέοντα μέτρα. Ταυτόχρονα, προβλέπεται δικαίωμα εναντίωσης σε κάθε εταίρο διαχειριστή στην ενέργεια μιας πράξης πριν την εκτέλεσή της, ως αντίβαρο στην ευρεία εξουσία του διαχειριστή στα πλαίσια της ατομικής διαχείρισης (άρθρο 254 παρ. 2 εδ. 2).
Η τέλεση όμως της πράξης παρά την εναντίωση δεν επιδρά στο κύρος της (αναλογική εφαρμογή παρ. 3 εδ. 3 του άρθρου 257). Γεννάται μόνο υποχρέωση αποζημίωσης, ενδεχομένως, αν η τέλεση της πράξης αποτελεί παράβαση της προς τα έσω διαχειριστικής εξουσίας του εταίρου. Περαιτέρω, κατ’ αναλογία της ατομικής διαχείρισης, για λόγους ταχείας σύναψης συναλλαγών ισχύει ο κανόνας της ατομικής εκπροσώπησης, κατά τον οποίο κάθε εταίρος έχει εξουσία εκπροσώπησης της εταιρίας (§1 άρθρο 257).
Η εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπει άλλο τρόπο εκπροσώπησης από τον οριζόμενο στο νόμο (καταστατική εκπροσώπηση). Έτσι μπορεί να προβλέπεται συλλογική εκπροσώπηση όλων ή ορισμένων εταίρων, ή αποκλεισμός όλων πλην ενός.
Στην περίπτωση κατά την οποία με το καταστατικό της εταιρείας η εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης ανατέθηκε σε ένα ή περισσότερους εταίρους ή και σε όλους τους εταίρους από κοινού (καταστατική διαχείριση), αν ο διαχειριστής βρίσκεται σε πραγματική ή νομική αδυναμία να διαχειρίζεται τις εταιρικές υποθέσεις (π.χ. μακρά απουσία ή, εξομοιούμενη με αυτήν, αδιαφορία και αμέλεια περί την εκπλήρωση των καθηκόντων του ή προστριβές και αγεφύρωτες διχογνωμίες ανάμεσα στα μέλη της διοίκησης), γίνεται δεκτόν ότι υφίσταται, μεν, έλλειψη καταστατικής διαχείρισης, πλην όμως η εταιρεία δεν βρίσκεται, χωρίς άλλο, σε κατάσταση παντελούς έλλειψης διαχείρισης, διότι αν το καταστατικό δεν προβλέπει αναπλήρωση της διαχείρισης που λείπει και οι εταίροι δεν συμφωνήσουν στην αντικατάσταση της “ελλείπουσας” διοίκησης, αναβιώνει η νόμιμη διαχείριση και εκπροσώπηση των άρθρων 254 και 257 του ν. 4072/2012, δηλαδή η εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρείας από τον κάθε ομόρρυθμο εταίρο.
Η έλλειψη της καταστατικής διαχείρισης κατά την προεκτεθείσα έννοια, που συνεπάγεται την αναβίωση της νόμιμης διαχείρισης, αποτελεί ζήτημα πραγματικό που πρέπει να αποδεικνύεται από τον επικαλούμενο κατά τρόπο άμεσο και απόλυτα πειστικό, με την προσκομιδή πρόσφορων στοιχείων. Περαιτέρω, οι διατάξεις του ν. 4072/2012 δεν προβλέπουν κάποια ειδικότερη ρύθμιση για την ανάκληση του ορισθέντος στην εταιρική σύμβαση διαχειριστή και τις συνέπειες αυτής. Το κενό θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συμπληρώνεται με την αναλογική εφαρμογή του άρθρ. 752 ΑΚ, το οποίο, μαζί με τις λοιπές διατάξεις των άρθρ. 741-784 του ΑΚ για την αστική εταιρία, πλην εκείνων των άρθρ. 758 και 761, εξακολουθούν να εφαρμόζονται στην ομόρρυθμη εταιρεία, συμπληρωματικά και εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με τις ειδικότερες ρυθμίσεις του ν. 4072/ 2012, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρ. 249 παρ. 2 του ν. 4072/ 2012. Επομένως, η ανάκληση του ορισθέντος στην εταιρική σύμβαση διαχειριστή θα μπορεί να γίνει δυνάμει του άρθρ. 752 ΑΚ, ήτοι με την λήψη ομόφωνης απόφασης από τους λοιπούς εταίρους, ένεκα σπουδαίου λόγου, η οποία απευθύνεται στον διαχειριστή και επιφέρει τα αποτελέσματά της αμέσως μετά την λήψη της από αυτόν. Σε αυτή την περίπτωση, κι εφόσον δεν προβλέπεται κάτι διαφορετικό στην εταιρική σύμβαση, θα αναβιώνει η νόμιμη διαχείριση και εκπροσώπηση, η οποία τόσο υπό την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρ. 22 ΕΝ όσο και υπό τις νέες διατάξεις των άρθρ. 254 και 257 του ν. 4072/2012, ταυτίζεται με την ατομική διαχείριση όλων των εταίρων. Ελλείψει, δηλαδή, ειδικότερης ή άλλης ρύθμισης στις νέες διατάξεις του ν. 4072/ 2012 για την ανάκληση του καταστατικού διαχειριστή και τις συνέπειές της και δεδομένου ότι το σύστημα διαχείρισης και εκπροσώπησης της ομόρρυθμης εταιρείας που εισάγουν οι νέες διατάξεις του ν. 4072/2012 δεν παρουσιάζει ουσιώδεις αποκλίσεις από εκείνο του άρθρ. 22 ΕΝ, η άποψη που είχε επικρατήσει υπό την ισχύ του καταργηθέντος άρθρ. 22 ΕΝ περί αναβίωσης της νόμιμης, ήτοι ατομικής διαχείρισης όλων των εταίρων σε περίπτωση ανάκλησης του ορισθέντος διά του καταστατικού διαχειριστή, εξακολουθεί να βρίσκει νόμιμο έρεισμα εφαρμογής και υπό το πρίσμα των νέων διατάξεων του ν. 4072/2012.
Στην περίπτωση αυτή, όπως υποστηρίζεται από την ανωτέρω άποψη, ο κάθε εταίρος, συμπεριλαμβανομένου του ανακληθέντος, θα μπορεί πλέον, αμέσως μετά την επίδοση της ανάκλησης, να προβαίνει μόνος του (και όχι μόνον σε σύμπραξη με τους υπόλοιπους) σε πράξεις εσωτερικής διαχείρισης ή εκπροσώπησης της εταιρίας, αλλά το δικαίωμά του αυτό εξισορροπείται από το δικαίωμα εναντίωσης των άλλων συνεταίρων του.
Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, ΑΠ 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, κυρία παρέμβαση, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ.ΑΠ 10/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο με το να απορρίψει όλους τους λόγους της έφεσης των αναιρεσειουσών, κρίνοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο που έκανε δεκτό το επικουρικό αίτημα της αιτούσας-εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσίβλητης διορίζοντας προσωρινό διαχειριστή της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “… και Σία Ο.Ε.” τρίτο πρόσωπο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, παραβίασε την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ, την οποία ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα (άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ), διότι η διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ δεν τυγχάνει εφαρμογής στις προσωπικές εταιρίες αλλά μόνο σε εταιρίες με σωματειακή δομή, όπως ιδίως η ανώνυμη εταιρία, και το σωματείο, στις οποίες υπάρχουν χωριστά όργανα διοικήσεως, και επί πλέον, όπως γίνεται δεκτό από την κρατούσα γνώμη και τη νομολογία, στην ομόρρυθμη εταιρία ισχύει η αρχή της αυτοδιαχείρισης, σύμφωνα με την οποία η διαχείριση της ομόρρυθμης εταιρίας μπορεί να ασκείται μόνο από εταίρους και όχι από τρίτους, καθόσον η εταιρική ιδιότητα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την εταιρική διαχείριση και διότι ανεξάρτητα από τα παραπάνω, και αν ακόμη γινόταν δεκτό ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι δυνατός ο διορισμός προσωρινού διαχειριστή και στις προσωπικές εταιρίες, αφ’ ενός μεν πάντως ο χρόνος άσκησης των καθηκόντων του δεν πρέπει να είναι μεγάλος ή αόριστος, αλλά μόνο προς κάλυψη έκτακτων αναγκών, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, αφού η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν προσδιορίζει το χρόνο άσκησης των καθηκόντων του διαχειριστή, αλλά αντίθετα, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά απ’ αυτή, ο χρόνος λειτουργίας του διαχειριστή που θα διοριστεί δεν θα είναι ούτε για την τέλεση συγκεκριμένων πράξεων ούτε σύντομος και ορισμένης διάρκειας αλλά θα είναι απροσδιόριστος και στο διηνεκές, μέχρι δηλαδή, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, “ξεπεραστεί η κρίση”, αφ’ ετέρου δε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν βασίζει την κρίση της για την εφαρμογή του άρθρου 69 ΑΚ σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των ατομικών συμφερόντων των διαχειριστών και εκείνων του νομικού προσώπου, ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ επιτρέπει το διορισμό προσωρινής διοίκησης μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στη διάταξη περιπτώσεις: α) αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου (έλλειψη διοίκησης) και β) αν “τα συμφέροντά τους συγκρούονται με εκείνα του νομικού προσώπου”. Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και κατ’ ορθή εκτίμηση μόνο από τον αριθμό 1 του ως άνω άρθρου, με την αιτίαση ότι το Εφετείο με το να διορίσει, προσωρινό διαχειριστή, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 69 ΑΚ, μολονότι δέχεται ότι “στην ομόρρυθμο εταιρία η έξωθεν υποβολή μιας δοτής διοίκησης εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους για τους ομόρρυθμους εταίρους και δεν συμβιβάζεται με το έντονα προσωπικό και εμπιστευτικό στοιχείο που πρέπει να επικρατεί στις εσωτερικές σχέσεις μιας προσωπικής εταιρίας, προκειμένου η ύπαρξη και λειτουργία της να μη στερείται νοήματος”, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ, η οποία δεν εφαρμόζεται στην ομόρρυθμη εταιρία, σύμφωνα με όσα κάνει δεκτά το ίδιο το δικαστήριο, παρά την, έλλειψη άλλου κανόνα δικαίου που κατ’ εξαίρεση να επιτρέπει απόκλιση από τον γενικό κανόνα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι η ένδικη αίτηση της αναιρεσίβλητης ως προς το επικουρικό της αίτημα περί διορισμού προσωρινής διοικήσεως (διαχειριστή) κατά το άρθρο 69 ΑΚ, τρίτου πρόσωπου μη εταίρου της ομόρρυθμης εταιρίας “”….” Θ. Α., Ε. Α. και Β. – Β. Α.” είναι νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη με τις ακόλουθες αιτιολογίες και παραδοχές: “Οι εκκαλούσες της υπό στοιχείο Α’ εφέσεως (ήδη αναιρεσείουσες) είναι αδελφές, θυγατέρες του Ι. Α., η δε εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β’ εφέσεως (ήδη αναιρεσίβλητη) είναι σύζυγος (ήδη χήρα) του πατέρα των ως άνω εκκαλουσών-αδελφών Ι. Α., από δεύτερο έγκυρο γάμο του. Αποτελούν και οι τρεις τα μοναδικά ομόρρυθμα μέλη της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία *… και Σια Ο.Ε.*, με το διακριτικό τίτλο *….*, σύμφωνα με την τελευταία από 30-6-2003 τροποποίηση του καταστατικού της εταιρίας, διάρκειας αορίστου χρόνου (άρθρο 3° καταστατικού). Η εταιρία αυτή συστάθηκε, με πρωτοβουλία του Ι. Α., μεταξύ αυτού και του Π. Κ. και Ρ. συζ. Δ. Κ., δυνάμει του από 21-9-1981 ιδιωτικού συμφωνητικού, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με σκοπό την εισαγωγή από το εξωτερικό ειδών υγιεινής, την εμπορία αυτών με κέρδος και την αντιπροσώπευση στην Ελλάδα οίκων της ημεδαπής και αλλοδαπής των ειδών αυτών. Η διάρκεια της εταιρίας ορίστηκε αορίστου χρόνου, εφόσον, όπως προκύπτει από το άρθρο 5 του καταστατικού σύστασης αυτής, πέντε (5) μήνες πριν από τη λήξη της 1ης ή 2ης πενταετίας δεν ήθελε καταγγελθεί εγγράφως από δύο ομόρρυθμα μέλη της, διαχειριστής δε, ταμίας και νόμιμος εκπρόσωπος της Ο.Ε. ορίστηκε, για όλη τη διάρκειά της, ο Ι. Α…. Με το από 25-2-1985 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο δημοσιεύθηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία εταιριών, έγινε η πρώτη (1η) τροποποίηση του άνω αρχικού εταιρικού καταστατικού, λόγω αποχώρησης της Ρ. Κ., τη μερίδα της οποίας έλαβε η Ά. Π., η οποία έγινε μέλος της Ο.Ε. Διαχειριστής, ταμίας και νόμιμος εκπρόσωπος της ΟΕ παρέμεινε ο Ι. Α., καθόσον το καταστατικό σύστασης της εν λόγω Ο.Ε. δεν τροποποιήθηκε κατά τα λοιπά. Με το από 11-4-1987 ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο δημοσιεύθηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία εταιριών, έγινε η δεύτερη (2η) τροποποίηση του εταιρικού καταστατικού λόγω *πρόσληψης* κατά τη διατύπωση του συμφωνητικού αυτού στην Ο.Ε. της Β. – Β., θυγατέρας Ι. Α. (β’ εκκαλούσας της υπό στοιχείο Α’ εφέσεως) και της Α. Ψ., οπότε τα ομόρρυθμα μέλη της εν λόγω ΟΕ έγιναν πέντε, με ποσοστό συμμετοχής στις κερδοζημίες της εταιρίας 1/5, για τον καθένα. Διαχειριστής, ταμίας και νόμιμος εκπρόσωπος της ΟΕ παρέμεινε ο Ι. Α.. Με το από 25-6-1990 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο δημοσιεύθηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία εταιριών, έγινε η τρίτη (3η) τροποποίηση του εταιρικού καταστατικού, λόγω αποχώρησης από την ΟΕ της Ά. Π., που συνταξιοδοτήθηκε, και εισόδου στην ΟΕ της Ό. θυγατέρας Η. Α., η οποία έλαβε τη μερίδα της Π.. Διαχειριστής, ταμίας και νόμιμος εκπρόσωπος της ΟΕ παρέμεινε ο Ι. Α.. Με το από 2-4-1993 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο δημοσιεύθηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία εταιριών, έγινε η τέταρτη (4η) τροποποίηση του εταιρικού καταστατικού… Διαχειριστής, ταμίας και νόμιμος εκπρόσωπος της ΟΕ παρέμεινε ο Ι. Α.. Με το από 25-7-1995 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο δημοσιεύθηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία εταιριών, έγινε η πέμπτη (5η) τροποποίηση του εταιρικού καταστατικού… Διαχειριστής, ταμίας και νόμιμος εκπρόσωπος της ΟΕ παρέμεινε ο Ι. Α.. Με το από 30-1-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο δημοσιεύθηκε στα ως άνω βιβλία εταιριών, έγινε η έκτη (6η) τροποποίηση του εταιρικού καταστατικού… Διαχειριστής, ταμίας και νόμιμος εκπρόσωπος της ΟΕ παρέμεινε και πάλι ο Ι. Α.. Με το από 17-10-2000 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο δημοσιεύθηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία εταιριών, έγινε η έβδομη (7η) τροποποίηση του εταιρικού καταστατικού, λόγω αποχωρήσεως α) του ιδρυτή της ΟΕ Ι. Α., ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε, β) της Β. – Μ. Κ., γ) της Α. Δ. και δ) του Δ. Ν., οι οποίοι μεταβίβασαν, λόγω πωλήσεως τις εταιρικές τους μερίδες (20% ο καθένας), οι μεν δύο πρώτοι στη Β. – Β., θυγ. Ι. Α. η δε τρίτη και ο τέταρτος στους Α. Α. και Θ. Α. συζ. Ι. Α. (εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β’ εφέσεως). Με το ίδιο συμφωνητικό α) άλλαξε η επωνυμία της εταιρίας από *… ΟΕ* σε *… ΟΕ* (βλ. άρθρο 1), β) διατηρήθηκε η διάρκεια της ΟΕ σε αορίστου χρόνου, γ) το ποσοστό συμμετοχής στις κερδοζημίες της ΟΕ ορίστηκε σε 60% για τη Β. – Β. θυγ. Ι. Α., σε 20% για τη Θ. Α. συζ. Ι. Α., σε 20% για τον Α. Α.. Γίνεται λεπτομερής αναφορά των άνω εταιρικών, αρχικού και τροποποιητικών, για να καταδειχθεί ότι *ιθύνων νους, ψυχή και καρδιά* της άνω ΟΕ ήταν έως τη συνταξιοδότησή του, αλλά και κατόπιν κατά τα κατωτέρω, ο Ι. Α. που είχε την έμπνευση και πρωτοβουλία να προβεί στη σύσταση της εταιρίας αυτής. Ουσιαστικά ήταν αυτός που κατηύθυνε την εταιρία στις σωστές επιλογές για την κερδοφόρα ανάπτυξή της και αυτός που αποφάσιζε για το ποιός θα παραμένει κάθε φορά μέλος της ΟΕ και ποιός θα απομακρύνεται. Έχοντας δε απόλυτη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του, απαίτησε και παρέμεινε διαχειριστής, ταμίας και νόμιμος εκπρόσωπος της ΟΕ, από τη σύστασή της έως και μετά την αποχώρησή του από την ΟΕ. Συγκεκριμένα με το ως άνω από 17-10-2000 ιδιωτικό συμφωνητικό, κατά το οποίο αποχωρεί από την ΟΕ, παρότι μεταβιβάζεται στη θυγατέρα του Β. – Β. ποσοστό 40%, ώστε η τελευταία με το δικό της έως τότε ποσοστό (20%) να συγκεντρώσει το 60% στην ΟΕ, εντούτοις αυτός, από έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπό της ως προς τις επιχειρηματικές της ικανότητες, δεν της παραχωρεί τη διοίκηση και διαχείριση της εταιρίας που ήταν δικό του δημιούργημα αλλά την κρατεί ουσιαστικά ο ίδιος, μέσω της συζύγου του Θ. (αιτούσα και νυν εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β’ έφεση). Επέβαλε την άποψη στα εναπομείναντα ομόρρυθμα μέλη της ΟΕ να αποφασίσουν ότι διαχειριστές και εκπρόσωποι της εταιρίας ορίζονται η Α. Θ. σύζυγος Ι. Α. και ο διοριζόμενος από την εταιρία Α. Ι. του Ι.. Μάλιστα για να διασφαλίσει τον οικογενειακό χαρακτήρα της επιχείρησης, αφού πλέον ανήκε κατά 80% στη θυγατέρα του και τη σύζυγό του, *προσέδωσε* στον εαυτό του, ως ουσιαστικού διαχειριστή της ΟΕ, και βαρύνουσα αρμοδιότητα όσον αφορά τη μεταβίβαση εταιρικών μεριδίων, αφού με το 8° άρθρο ορίστηκε ότι: *Μεταβίβαση εταιρικής μερίδας γίνεται μόνο με τη σύμφωνη γνώμη των διαχειριστών*, δηλαδή τυπικά της συζύγου του, Θ. και ουσιαστικά τη δική του. Την αρμοδιότητα αυτή, που βέβαια *εν τοις πράγμασι* είχε και έως τότε, αφού αυτός επέλεγε ποιός κάθε φορά θα εισέλθει ως μέλος και ποιός θα απομακρυνθεί από την *εταιρία του*, διατήρησε έως το τέλος της ζωής του, καθόσον και στα τροποποιητικά καταστατικά που ακολούθησαν, περιελήφθη ότι ακριβώς αναφέρεται στο παραπάνω 8° άρθρο. Με το από 9-7-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο δημοσιεύθηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία εταιριών, έγινε η 8η τροποποίηση του εταιρικού καταστατικού και άλλαξε η επωνυμία της ΟΕ από “… Ο.Ε.” σε “… … ΟΕ” και διακριτικό τίτλο (… ΟΕ) (βλ. άρθρο 1). Η διάρκεια της ΟΕ παρέμεινε αορίστου χρόνου, η συμμετοχή των εταίρων παρέμεινε ίδια, η διαχείριση και διοίκηση της εταιρίας παρέμεινε στα ίδια πρόσωπα, δηλαδή στην Α. Θ. και το διοριζόμενο από την εταιρία Α. Ι., χωρίς σύμφωνη γνώμη των οποίων δεν μπορούσε να γίνει μεταβίβαση εταιρικής μερίδας. Με το από 18-12-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο δημοσιεύθηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία εταιριών, έγινε η 9η τροποποίηση του εταιρικού καταστατικού. Αποχώρησε από την εταιρία ο εταίρος Α. Α. και μεταβίβασε, λόγω πώλησης, τη μερίδα του (20%) στην Ε. θυγ. Ι. Α. (1η εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α’ έφεση) που εισήλθε για πρώτη φορά στην εταιρία. Η ομόρρυθμη εταίρος Β. – Β. Α. μεταβίβασε από το ποσοστό της (60%) στην μεν αδελφή της, Ε., 13%, στη δε σύζυγο του πατέρα της, Θ. Α., 14%, και έτσι μοναδικοί ομόρρυθμοι εταίροι της εν λόγω ΟΕ έγιναν οι τώρα διάδικοι, η κάθε μία από τις αιτησίβλητες και νυν εκκαλούσες στην υπό στοιχείο Α’ έφεση με ποσοστό 33% και η αιτούσα και νυν εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β’ έφεση με ποσοστό 34%…. Η διάρκεια της ΟΕ παρέμεινε αορίστου χρόνου, η διαχείριση και διοίκηση της εταιρίας παρέμεινε στα ίδια πρόσωπα, δηλαδή στην Α. Θ. και το διοριζόμενο από την εταιρία Α. Ι., χωρίς σύμφωνη γνώμη των οποίων δεν μπορούσε να γίνει η μεταβίβαση εταιρικής μερίδας. Παρατηρείται και εδώ ότι ο Ι. Α. δεν καθιστά τις θυγατέρες του διαχειρίστριες της εταιρίας, παρότι αυτές κατείχαν την πλειοψηφία των μερίδων (33% + 33% = 66%)… Με το από 30-6-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο δημοσιεύθηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία εταιριών έγινε η ενδέκατη (11η) και τελευταία τροποποίηση του εταιρικού καταστατικού. Οι θυγατέρες του Ι. Α., Β. – Β. και Ε. (αιτησίβλητες και νυν εκκαλούσες στην υπό στοιχείο Α’ έφεση) οι οποίες συμμετείχαν στα κέρδη και τις ζημίες της ΟΕ με ποσοστό 33% η καθεμιά, μεταβίβασαν ποσοστό 18% (από 9% η καθεμιά) προς τη Θ. Α., σύζυγο του πατέρα τους, και έτσι τα μερίδια των εταίρων διαμορφώθηκαν για καθεμιά από τις αιτησίβλητες-εκκαλούσες (Β. – Β. Α. και Ε. Α.) σε ποσοστό 24% και για την αιτούσα-εκκαλούσα Θ. Α. σε ποσοστό 52%. Η διάρκεια της εταιρίας παρέμεινε αορίστου χρόνου και η διαχείριση και διοίκηση της εταιρίας παρέμεινε στα ίδια πρόσωπα, δηλαδή στην Α. Θ. και το διοριζόμενο από την εταιρία Α. Ι.. Οι τελευταίες δύο παραπάνω καταστατικές τροποποιήσεις, στις 18-12-2001 και 30-6-2003, καθώς και η ενδιάμεση (10η) που έγινε στις 23-6-2003, έγιναν ενόσω ο Ι. Α. είχε σοβαρά προβλήματα υγείας, που τον ακολούθησαν έως το θάνατό του, όχι όμως τέτοια που να επηρεάζουν τις πνευματικές του λειτουργίες… … ενώ ήταν ασθενής, σοβαρά στις 18-12-2001 και πολύ πιο σοβαρά στις 30-6-2003, που προφανώς επηρέαζαν την ενεργό ανάμειξή του στην εταιρία, στο ρυθμό και στην έκταση που πριν ασθενήσει ασχολείτο με την εταιρία, εντούτοις δεν παραχώρησε τη διοίκηση και διαχείριση της εν λόγω ΟΕ στις θυγατέρες του και όχι μόνο. Αφαίρεσε απ’ αυτές, στις 18-12-2001 μέρος της εταιρικής τους μερίδας (18% συνολικά), που παραχώρησε στη σύζυγό του, την οποία και κατέστησε πλειοψηφούσα ομόρρυθμο εταίρο με ποσοστό 52% και διατήρησε τη διαχείριση της ΟΕ, διά της συζύγου του. Επίσης και όταν η υγεία του είχε, κατά τα ανωτέρω, κλονιστεί πολύ σοβαρά κατά τα έτη 2002 και 2003, δεν παραχώρησε τη διαχείριση της ΟΕ στις θυγατέρες του με την από 30-6-2003 τελευταία τροποποίηση. Αντίθετα, πέραν του ότι διατήρησε, παρά τα προβλήματα της υγείας του, τη διαχείριση της ΟΕ μέσω της συζύγου του, περιέλαβε στην τελευταία τροποποίηση του εταιρικού, στις 30-6-2003, και απαγορευτικούς όρους στις θυγατέρες του να λύσουν την εταιρία, ενόσω θα ζούσε η σύζυγός του. Συγκεκριμένα, με το κρίσιμο εν προκειμένω άρθρο 7 του ως άνω από 30-6-2003 τροποποιητικού εταιρικού συμφωνητικού προβλέπονται, ως προς τη διαχείριση της ΟΕ αυτολεξεί τα ακόλουθα: *Άρθρο 7. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ. Διαχειριστές και εκπρόσωποι της εταιρίας ορίζονται η εταίρος Α. Θ. συζ. Ι. καθώς και ο διοριζόμενος από την εταιρία Α. Ι. του Ι.. Οι πιο πάνω διαχειριστές θα εκπροσωπούν την εταιρία από κοινού ή ατομικά σε κάθε σχέση της με τους τρίτους και ενώπιον Δημοσίων ή άλλων αρχών θα δίδουν τους επιβαλλόμενους ή επαγόμενους όρκους στην εταιρία και θα αντεπάγουν αυτούς, θα συμμετέχουν και θα ψηφίζουν ελεύθερα στις συνελεύσεις πιστωτών σε περιπτώσεις πτωχεύσεων, θα διορίζουν πληρεξούσιους δικηγόρους η άλλα πρόσωπα για λογαριασμό της εταιρίας με’ ορισμένες εξουσίες, εντός του κύκλου των αρμοδιοτήτων τους θα αποδέχονται ή θα απορρίπτουν προτεινόμενους συμβιβασμούς, θα υπογράφουν την αλληλογραφία και όλα τα έγγραφα της εταιρίας, θα προσλαμβάνουν και θα απολύουν το αναγκαίο στην εταιρία προσωπικό, θα συνάπτουν κάθε σύμβαση που αφορά την εταιρία, θα ενεργούν κάθε είσπραξη και πληρωμή και γενικά θα εκτελούν κάθε πράξη διοικήσεως αναγκαία για την λειτουργία της εταιρίας και για την εκπλήρωση των αναγκών της. Οι παραπάνω αρμοδιότητες απαριθμούνται ενδεικτικά και όχι περιοριστικά. Επίσης για την έκδοση, αποδοχή και οπισθογράφηση συναλλαγματικών, γραμματίων εις διαταγήν και επιταγών για λογαριασμό της εταιρίας, τη συνομολόγηση δανείων και κάθε άλλης τραπεζικής συναλλαγής απαιτείται η υπογραφή τουλάχιστον ενός εκ των δύο διαχειριστών…*. Αμέσως μετά το θάνατο, στις 9-1-2006, του Ι. Α., με την πρωτοβουλία, τις άοκνες προσπάθειες, την εργασία και την επιχειρηματική ικανότητα του οποίου η εν λόγω επιχείρηση κατέστη κραταιά στον εμπορικό χώρο των ειδών υγιεινής, εμφανίστηκαν προβλήματα μεταξύ των μοναδικών ομορρύθμων μελών της ΟΕ, των τώρα διαδίκων, προβλήματα που είχαν σχέση με τη διαχείριση της εταιρίας. Άρχισαν προστριβές μεταξύ τους, που χρόνο με το χρόνο εντάθηκαν και τα προβλήματα ποτέ δεν επιλύθηκαν. Οι αιτησίβλητες και νυν εκκαλούσες στην υπό στοιχείο Α’ έφεση, δεν επιθυμούσαν, μετά το θάνατο του πατέρα τους, να έχει τη διαχείριση της εταιρίας, όπως προβλεπόταν από το καταστατικό, αποκλειστικά η Θ. Α., χήρα Ι. Α. (αιτούσα και νυν εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β’ έφεση). Τα εξώδικα, οι αγωγές, οι αιτήσεις, οι δίκες που διανοίχθηκαν ποινικά και κυρίως πολιτικά, μεταξύ των τώρα διαδίκων, μοναδικών ομορρύθμων μελών της εν λόγω ΟΕ, είναι αρκετά και δεν υπάρχει διάθεση εκ μέρους των διαδίκων συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών τους. Συγκεκριμένα και ενδεικτικά 1) Οι αιτησίβλητες (αδελφές), δύο σχεδόν μήνες από το θάνατο του πατέρα τους, με την από 13-3-2006 *εξώδικη δήλωση – ανάκληση διαχειριστή* προς την αιτούσα προέβησαν από κοινού στην ανάκληση από τα καθήκοντα της διαχειρίστριας της εταιρίας, επικαλούμενες σπουδαίο λόγο, και την κάλεσαν να απέχει από τα καθήκοντά της. Κατόπιν, η τώρα 1η αιτησίβλητη και νυν πρώτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α’ έφεση Ε. Α., άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, κατά της αιτούσας και νυν εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Β’ έφεση Θ. Α. την από 12-5-2006 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, περί προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, με την οποία ζήτησε α) να απαγορευτεί προσωρινά η αποκλειστική διαχείριση της εν λόγω ΟΕ από την Θ. Α. και β) να υποχρεωθεί προσωρινά η Θ. Α. σε ανοχή και στη δική της συμμετοχή στη διαχείριση της ΟΕ. Στο, ίδιο ως άνω δικαστήριο η 2η αιτησίβλητη και νυν, δεύτερη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α’ έφεση Β. Α., άσκησε την από 26-6-2006 κύρια παρέμβαση στη δίκη που διανοίχθηκε με την άνω από 12-5-2006 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και ζήτησε, επικαλούμενη την, με την άνω εξώδικο, *ανάκληση διαχειριστή*, να διοριστεί αυτή ως προσωρινή διαχειρίστρια της εν λόγω ΟΕ. Με την 37407/27-10-2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου απορρίφθηκαν οι ανωτέρω αίτηση και κύρια παρέμβαση. 2) Η νυν εκκαλούσα Β. Α. υπέβαλε εναντίον της Θ. Α. καθώς και του λογιστή της ΟΕ Α. Τ., στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης την από 6-12-2006 έγκλησή της, αποδίδοντας σ’ αυτούς πλαστογραφία των προαναφερθέντων από 18-12-2001, 23-6-2003 και 30-6-2003 ιδιωτικών συμφωνητικών, με τα οποία τα εταιρικά μερίδια των τριών εταίρων διαμορφώθηκαν τελικώς σε ποσοστό 24% για κάθε μία από τις εκκαλούσες Ε. και Β. Α. και 52% για την Θ. Α.. Η έγκληση αυτή απορρίφθηκε ως αβάσιμη, με την 2/2007 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια, λόγω άσκησης κατ’ αυτής προσφυγής, με την 40/2007 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης. 3) Η εκκαλούσα Θ. Α., μετά την απόρριψη της άνω έγκλησης, άσκησε κατά της Β.ς Α. στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, την από 10-5-2007 αγωγή της, με την οποία, επικαλούμενη ηθική βλάβη που υπέστη από τη συκοφαντική της δυσφήμηση με την άνω ψευδή καταμήνυση, ζήτησε για χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 300.000,00 Ε. Η αγωγή έγινε μερικώς δεκτή, από το άνω δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στην Θ. Α., το ποσό των 15.000,00 Ε, με την 22922/2010 απόφασή του. 4) Οι εκκαλούσες Ε. και Β. Α. άσκησαν κατά της εν λόγω ΟΕ, που νόμιμα εκπροσωπούσε η Θ. Α. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την από 3-1-2007 αγωγή τους, με την οποία ζητούσαν την καταβολή μισθωμάτων για το χρησιμοποιούμενο από την ΟΕ μίσθιο ακίνητο, του οποίου αυτές αλλά και η Θ. Α. είναι συγκυρίες ως συγκληρονόμοι του Ι. Α., αλλά στη συνέχεια ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής. 5) Οι εκκαλούσες, Ε. και Β. Α., άσκησαν κατά της εν λόγω ΟΕ, που νόμιμα εκπροσωπούσε η Θ. Α. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την από 1-2-2007 αγωγή τους, με την οποία ζητούσαν την αναπροσαρμογή του μηνιαίου μισθώματος του ίδιου ως άνω μισθίου ακινήτου της ΟΕ, από 830,00 Ε σε 10.000,00 Ε, η οποία απορρίφθηκε με την 16354/2007 απόφαση του άνω δικαστηρίου. 6) Η δεύτερη εκκαλούσα Β. Α. άσκησε κατά της Θ. Α. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την από 29-3-2007 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, περί επιδείξεως εγγράφων η συζήτηση της οποίας τελικώς ματαιώθηκε. 7) Η δεύτερη εκκαλούσα Β. Α. άσκησε κατά της Θ. Α., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την από 17-1-2007 αίτησή της, ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσε α) να υποχρεωθεί η Θ. Α. να παραδώσει σε αυτήν, ως συνδιαχειρίστρια, τα κλειδιά των εγκαταστάσεων της ΟΕ, β) να μην παρεμποδίζει την ίδια και τον τεχνικό της στην πρόσβαση των δεδομένων του Η/Υ της ΟΕ, γ) να μην παρεμποδίζει την ίδια στην πρόσβαση των λογιστικών βιβλίων της εταιρίας. Κατά τη συζήτηση της άνω αίτησης άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ αυτής η αδελφή της Ε.. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με την 18141/2007 απόφαση του άνω Δικαστηρίου. 8) Η δεύτερη εκκαλούσα, Β. Α. άσκησε, ως ομόρρυθμο μέλος και ως συνδιαχειρίστρια της εν λόγω ΟΕ, κατά της *… ΑΕ*, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την από 10-5-2007 αίτησή της, ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσε α) να υποχρεωθεί η καθής να της επιδείξει τους στην αίτηση αναφερόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς και την πορεία, ποσού 2.106.109,65 Ε, που φερόταν ότι ανέλαβε η Θ. Α., β) να της χορηγήσει η καθής Τράπεζα, με δαπάνες της, αντίγραφα των συμβάσεων και των παραστατικών κίνησης των λογαριασμών αυτών και γ) να απαγορευτεί η εκταμίευση και η απόδοση οποιουδήποτε χρηματικού ποσού από τους τραπεζικούς αυτούς λογαριασμούς είτε στη Θ. Α., ατομικά, είτε σε άλλο πρόσωπο που θα ενεργούσε για λογαριασμό της τελευταίας ή για λογαριασμό της εν λόγω ΟΕ. Κατά τη συζήτηση της άνω αίτησης άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της Τράπεζας η *… … ΟΕ*, νόμιμα εκπροσωπούμενη από την Θ. Α.. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με την 42696/2007 απόφαση του άνω δικαστηρίου. 9) Η πρώτη εκκαλούσα, Ε. Α. άσκησε κατά της Θ. Α., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την από 18-5-2007 αγωγή της, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η Θ. Α. σε λογοδοσία για το χρονικό διάστημα από 1-11-2000 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης αποφάσεως του Δικαστηρίου επ’ αυτής, χωρίς να περιέχεται στην αγωγή αίτημα απόδοσης οποιουδήποτε καταλοίπου. Επί της αγωγής αυτής το άνω δικαστήριο εξέδωσε την 23154/2010 απόφαση, με την οποία α) απέρριψε την αγωγή, ως μη νόμιμη, κατά το μέρος που εζητείτο η παροχή λογοδοσίας για το χρονικό διάστημα μετά την άσκησή της (δηλαδή μετά την 31-12-2006 και μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) και ως ουσιαστικά αβάσιμη για το χρονικό διάστημα από 1-11-2000 μέχρι και 31-12-2005, δεχόμενο τον προβληθέντα ισχυρισμό της τότε εναγομένης Θ. Α., ότι οι αδελφές ενέκριναν σιωπηρά την συνδιαχείριση της ΟΕ κατά το διάστημα αυτό, που ασκούσαν η ίδια (Θ. Α.) και ο πατέρας τους Ι. Α. και β) δέχτηκε την αγωγή εν μέρει και συγκεκριμένα μόνο για το διάστημα από 1-1-2006 μέχρι και 31-12-2006 για το οποίο υποχρέωσε την Θ. Α. σε λογοδοσία, με την κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την επίδοση αντιγράφου της απόφασης αυτής, λογαριασμού που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή, επισυνάπτοντας και τα σχετικά δικαιολογητικά. Σε εκτέλεση της παραπάνω απόφασης, η Θ. Α. κατέθεσε, στις 24-3-2011, στη Γραμματεία του άνω Πρωτοδικείου τον από 24-3-2011, *κατάλογο λογαριασμού διαχείρισης*, που έλαβε αριθμό κατάθεσης …/2011, με τα συνημμένα έγγραφα (*ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ* και *ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ*), των οποίων η Ε. Α. έλαβε αντίγραφα και γνώση τους, χωρίς να υποβάλει ποτέ οποιαδήποτε παρατήρηση, σχόλιο ή αμφισβήτηση των στοιχείων του *καταλόγου λογοδοσίας*, σύμφωνα με το άρθρο 475 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Άσκησε, όμως, κατά της άνω απόφασης αρχικά την από 7-10-2010 έφεσή της και στη συνέχεια την από 21-4-2011 έφεσή της, με την οποία παραιτήθηκε της πρώτης, ψέγοντας την εκκαλουμένη κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή της, για παροχή λογοδοσίας για το χρονικό διάστημα 2000-2005. Η Θ. Α. άσκησε και αυτή κατά της άνω απόφασης την από 29-10-2010 έφεσή της, ψέγοντας την εκκαλουμένη κατά το μέρος που έγινε δεκτή η αγωγή για παροχή λογοδοσίας, εκ μέρους της, για τη χρήση του έτους 2006. Επί των άνω εφέσεων εκδόθηκε η 1550/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η έφεση της Θ. Α., έγινε δεκτή η έφεση της Ε. Α., εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη κατά το μέρος που προσβλήθηκε με την έφεση, κρατήθηκε και δικάστηκε η αγωγή κατά το εν λόγω μέρος και τελικώς απορρίφθηκε αυτή (κατά το μέρος που η Ε. Α. ζητούσε παροχή λογοδοσίας, από 1-11-2000 μέχρι και 31-12-2005) ως ουσιαστικά αβάσιμη για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης (με διαφορετική αιτιολογία από εκείνη της πρωτόδικης), διότι, όπως έγινε δεκτό με την απόφαση αυτή de facto αποκλειστικός διαχειριστής της εταιρίας μέχρι τα τέλη του 2005 ήταν ο Ι. Α., με συνέπεια η Θ. Α., να μην οφείλει να παράσχει λογοδοσία για τα έτη αυτά. 10) Η δεύτερη εκκαλούσα, Β. – Β. Α. άσκησε κατά της Θ. Α. και της εν λόγω *… ΟΕ*, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, τις με αριθμούς κατάθεσης α) …/2010 και β) …/2010 αγωγές της, με τις οποίες ζητεί να υποχρεωθεί η Θ. Α. σε παροχή λογοδοσίας των εταιρικών υποθέσεων για την περίοδο των ετών 2001-2004 και 2005-2006, αντίστοιχα και να υποχρεωθούν αμφότερες οι εναγόμενες (Θ. Α. και *… ΟΕ*) να της επιδείξουν μέσω χορήγησης αντιγράφων τα αναφερόμενα σ’ αυτές έγγραφα. Οι αγωγές αυτές επρόκειτο να συζητηθούν την 13-10-2010, πλην όμως η Β. Α. ζήτησε την αναβολή τους, η οποία και δόθηκε για τη νέα δικάσιμο της 8-3-2013. Στη δικάσιμο αυτή, προσδιορίστηκαν ήδη να δικαστούν οι με αριθμούς κατάθεσης …2012 και …/2012 νέες δύο αγωγές που άσκησε η ίδια ενάγουσα, με τις οποίες αυτή παραιτήθηκε από τις παραπάνω δύο προηγούμενες αγωγές της, και αφορούν την παροχή λογοδοσίας της Θ. Α. για τις ανωτέρω ίδιες (αντίστοιχες) εταιρικές χρήσεις και επίδειξης των ίδιων εγγράφων. 11) Οι εκκαλούσες, Ε. και Β. Α. άσκησαν κατά της Θ. Α. και της εν λόγω *… ΟΕ*, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης τις με αριθμούς κατάθεσης α) …/2011 και β) …/2011 αγωγές τους, με τις οποίες ζητούν να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη (Θ. Α.) σε παροχή λογοδοσίας των εταιρικών υποθέσεων για τα έτη 2007 και 2008, αντίστοιχα, και να υποχρεωθούν αμφότερες οι εναγόμενες να επιδείξουν μέσω χορήγησης αντιγράφων τα αναφερόμενα σ’ αυτές έγγραφα. 12) Οι εκκαλούσες, Ε. και Β. Α. άσκησαν κατά της Θ. Α. ως διαχειρίστριας της εταιρίας *… ΟΕ*, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2010 αίτησή τους, ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσαν να υποχρεωθεί η καθ’ ης στη διατήρηση και μη καταστροφή των εμπορικών, φορολογικών και λοιπών βιβλίων και στοιχείων της ανωτέρω εταιρίας και των σκληρών δίσκων των Η/Υ αυτής για τις χρήσεις 2005-2006 (από 1-1-2005 μέχρι 31-12-2006), η οποία απορρίφθηκε με την 36338/2010 απόφαση του άνω δικαστηρίου. 13) Οι εκκαλούσες Ε. και Β. Α. άσκησαν, ως εταίροι της άνω εταιρίας *… ΟΕ*, κατά της Θ. Α., ως διαχειρίστριας της ΟΕ, καθώς και του Α. Τ., λογιστή της Ο.Ε., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης, τις με αρ. έκθ. κατάθ. α) …/2011 και β) …/2011 αγωγές, με τις οποίες ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ΟΕ σε ολόκληρο ο καθένας, το ποσό των 588.730,83 Ε, πλέον τόκων από 1-4-2006, για ζημία που υπέστη η ΟΕ από την επιβολή πρόσθετων φόρων και προστίμων από την αρμόδια Φορολογική Αρχή, η συζήτηση των οποίων εκκρεμεί. 14) Η πρώτη εκκαλούσα Ε. Α. άσκησε κατά της ΟΕ, νομίμως εκπροσωπούμενη από την Θ. Α., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης, την από 9-11-2006 αγωγή της, με την οποία ζητούσε την καταβολή του συνόλου των δικαιούμενων κερδών της, ποσού 265.543,55 Ε, της χρήσης 2005, επί της οποίας εκδόθηκαν α) η 2359/2009 απόφαση του άνω δικαστηρίου και κατόπιν έφεσης κατ’ αυτής β) η 38/2011 απόφαση του Εφετείου Θεσ/νίκης. Επιδικάστηκαν στην ενάγουσα μόνο οι νόμιμοι τόκοι (165.543,55 + 115.543,55 Ε), διότι πριν από τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, της είχε καταβληθεί το κεφάλαιο των αναλογούντων στο μερίδιό της κερδών. 15) Η πρώτη εκκαλούσα, Ε. Α. άσκησε κατά της ΟΕ, νομίμως εκπροσωπούμενη από την Θ. Α. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης, την από 19-11-2008 αγωγή της, με την οποία ζητούσε την καταβολή των δικαιούμενων κερδών της, ποσού 219,438,56 Ε, για τη χρήση του 2006, επί της οποίας εκδόθηκαν α) η 33033/2009 οριστική απόφαση του άνω δικαστηρίου και κατόπιν έφεσης κατ’ αυτής, με την οποία έγινε μερικώς δεκτή η αγωγή και επιδικάστηκε στην ενάγουσα το ποσό των 111.537,98 Ε, πλέον τόκων, β) η 1685/2011 απόφαση του Εφετείου Θεσ/κης, που απέρριψε την έφεση της ΟΕ. Κατά της άνω β’ απόφασης ασκήθηκε από την ΟΕ η από 13-12-2011 αναίρεση, η συζήτηση της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του Αρείου Πάγου. 16) Η πρώτη εκκαλούσα Ε. Α. υπέβαλε κατά της Θ. Α., στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Θεσ/κης, μήνυσή της για υπεξαίρεση των δικαιούμενων κερδών της, για τη χρήση του έτους 2006, βάσει της οποίας ασκήθηκε σε βάρος της Θ. Α. ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος και εκδόθηκε, μετά τη διεξαγωγή κύριας ανάκρισης, το με αριθμό 608/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, που αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία. 17) Η πρώτη εκκαλούσα Ε. Α. άσκησε κατά της ΟΕ, νομίμως εκπροσωπούμενη από την Θ. Α., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης, την από 22-7-2010 αγωγή της, με την οποία ζητούσε την καταβολή των δικαιούμενων κερδών της, ποσού 204.034,02 Ε, άλλως 140.104,22 Ε, άλλως 63.520,03 Ε, πλέον τόκων, για τη χρήση του 2007, και ποσού 96.543,58 Ε, πλέον τόκων, για τη χρήση του 2008, επί της οποίας εκδόθηκε η 27508/2012 απόφαση του άνω δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και επιδίκασε στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 98.258,86 Ε, πλέον τόκων. 18) Η δεύτερη εκκαλούσα Β. Α., άσκησε κατά της ΟΕ, νομίμως εκπροσωπούμενη από την Θ. Α., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης, την από 24-5-2009 αγωγή της, με την οποία ζητούσε την καταβολή ποσού 129.291,92 Ε, πλέον νόμιμων τόκων, για τα δικαιούμενα κέρδη της, των χρήσεων 2003-2005 της ΟΕ, η οποία απορρίφθηκε με την 8581/2011 απόφαση του άνω δικαστηρίου. 19) Η δεύτερη εκκαλούσα Β. Α. άσκησε κατά της ΟΕ, νομίμως εκπροσωπούμενη από την Θ. Α., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης, την από 24-11-2008 αγωγή της, με την οποία αυτή ζητούσε την καταβολή των δικαιούμενων κερδών της, ποσού 195.300,32 Ε, πλέον τόκων, για τη χρήση 2006 της ΟΕ, επί της οποίας εκδόθηκαν α) η 12.962/2010 οριστική απόφαση του άνω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε μερικώς δεκτή και επιδικάστηκε στην ενάγουσα το ποσό των 85.060 Ε, πλέον τόκων και κατόπιν έφεσης κατ’ αυτής, β) η 1689/2011 απόφαση του Εφετείου Θεσ/κης, που απέρριψε την έφεση τη ΟΕ. Κατά της άνω β’ απόφασης ασκήθηκε από την ΟΕ η από 13-12-2011 αναίρεση, η συζήτηση της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του Αρείου Πάγου. 20) Η δεύτερη εκκαλούσα Β. Α. άσκησε κατά της ΟΕ, νομίμως εκπροσωπούμενης από την Θ. Α., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης, την από 24-5-2009 αγωγή της, με την οποία ζητούσε την καταβολή των δικαιούμενων κερδών της, ποσού 96.543,58 Ε, πλέον τόκων, για τη χρήση 2008 της ΟΕ, επί της οποίας εκδόθηκαν α) η 12.961/2010 οριστική απόφαση του άνω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε μερικώς δεκτή και επιδικάστηκε στην ενάγουσα το ποσό των 80.490,94 Ε, πλέον τόκων και κατόπιν έφεσης κατ’ αυτής από την ΟΕ, β) η 1688/2011 απόφαση του Εφετείου Θεσ/κης, που απέρριψε την έφεση. Κατά της άνω β’ απόφασης ασκήθηκε από την ΟΕ η από 13-12-2011 αναίρεση, η συζήτηση της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του Αρείου Πάγου. 21) Η δεύτερη εκκαλούσα Β. Α. άσκησε κατά της ΟΕ, νομίμως εκπροσωπούμενη από την Θ. Α., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης, την από 24-2-2009 αγωγή της, με την οποία ζητούσε την καταβολή των δικαιούμενων κερδών της, ποσού 223.855,73 Ε, άλλως 63.520,03 Ε, πλέον τόκων, για τη χρήση 2007 της ΟΕ, επί της οποίας εκδόθηκε η 4978/2011 οριστική απόφαση του άνω δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Από τις ανωτέρω και μόνο δικαστικές διαμάχες, χωρίς να μνημονευτούν ειδικώς και οι αναρίθμητες *εξώδικες δηλώσεις* που κοινοποιήθηκαν εκατέρωθεν, αποδεικνύεται, αναμφίβολα, ότι μεταξύ των διαδίκων μοναδικών ομορρύθμων μελών της ως άνω εταιρίας, δημιουργήθηκε τέτοιας έκτασης έχθρα, που συνεχώς επιτείνεται. Μέσα σ’ αυτό το αγεφύρωτο, μεταξύ τους, χάσμα προστέθηκαν και τα ακόλουθα περιστατικά: Οι δύο εκκαλούσες Ε. και Β. Α. (αδελφές), επιθυμώντας διακαώς να αναλάβουν τη διαχείριση της εταιρίας, θέτοντας εκποδών την Θ. Α. (καταστατική διαχειρίστρια), κοινοποίησαν στην τελευταία, στις 22-10-2012, ημέρα Δευτέρα, ώρα 13:25, την υπό ιδία ημερομηνία *Εξώδικη Δήλωση – Ανάκληση Διαχειρίστριας – με ρητή επιφύλαξη δικαιωμάτων*, 87 σελίδων, με την οποία της γνωστοποιούν την απόφασή τους, να την ανακαλέσουν από διαχειρίστρια και νόμιμη εκπρόσωπο της εταιρίας *… και Σια ΟΕ*, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 752 ΑΚ και την κάλεσαν να απέχει από κάθε πράξη διαχειρίσεως και εκπροσωπήσεως της άνω ΟΕ, οι οποίες πράξεις, δήλωσαν, ότι θα διενεργούνταν κατά νόμο από αυτές και την κάλεσαν να τους επιτρέψει να έχουν πλήρη πρόσβαση στα γραφεία και λοιπούς χώρους της εταιρίας, παραδίδοντας τα κλειδιά και όλα τα σχετικά με τη διαχείριση της εταιρίας στοιχεία. Ως σπουδαίο λόγο ανάκλησης της διαχείρισης επικαλούνται παραβατική συμπεριφορά της Θ. Α., ως *καταστατικής* διαχειρίστριας της ΟΕ, συνιστάμενη (η παραβατική συμπεριφορά), κατά την άνω εξώδικη, από πλείονα του ενός περιστατικά, όπως ενδεικτικά άρνηση παροχής πληροφοριών στις τώρα αιτούσες, ιδίως σχετικά με τους τραπεζικούς λογαριασμούς, διά των οποίων πραγματοποιούνταν οι συναλλαγές της ΟΕ, πλημμελής διαχείριση των αποθεματικών με συνέπεια την αδυναμία απογραφής εμπορευμάτων, διάπραξη φορολογικών παραβάσεων, συνεπεία των οποίων επιβλήθηκαν πρόστιμα στην εταιρία, παράλειψη τήρησης διαδικασιών έγκρισης των ισολογισμών και λήψης ομόφωνης απόφασης για τη διανομή των κερδών στους εταίρους, παραποίηση στοιχείων και εικονική μείωση της κερδοφορίας της ΟΕ, παράλειψη λογοδοσίας παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις, συμπεριφορά που καθιστούσε ιδιαίτερα επαχθή, για τα συμφέροντα της ΟΕ και των λοιπών εταίρων την παραμονή αυτής (καταστατικής διαχειρίστριας) στη θέση της, ώστε να δικαιολογείτο η ανάκλησή της. Την ίδια ημέρα (22-10-2012), ώρα 14:00, δηλαδή αμέσως μετά την επίδοση της άνω *Εξώδικης Δήλωσης – Ανάκλησης Διαχειρίστριας* στην Θ. Α. και πριν ακόμη η τελευταία συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της ανάκλησης αυτής, οι εκκαλούσες, Ε. και Β. Α. καταλύοντας κάθε έννοια δικαίου περί έννομης τάξης και ευνομούμενης πολιτείας, εισέβαλαν αιφνιδιαστικά, με οργανωμένη ομάδα εφόδου, αποτελούμενη από 30 έως 40 περίπου άτομα, συνεργάτες, συνοδούς και εύσωμους φρουρούς τους, στις εγκαταστάσεις της εταιρίας, ακινητοποίησαν τους υπαλλήλους, αφαίρεσαν αυθαίρετα από τα γραφεία τους 6 Η/Υ της εταιρίας και τους 2 *SERVER = κεντρικές μονάδες*, όπως και *ντοσιέ* με τα λογιστικά και φορολογικά στοιχεία της εταιρίας, όλα αυτά τα φόρτωσαν σε αυτοκίνητα και τα απομάκρυναν από την εταιρία. Άνδρες του Α/Τ Θέρμης, που κλήθηκαν και κατέφθασαν αμέσως στον τόπο του συμβάντος, επέβαλαν την τάξη. Μετά ταύτα η Θ. Α., καταληφθείσα από τρόμο και ανησυχία για τη ζωή της, μη τολμώντας να ξαναπάει στην εταιρία, αποφάσισε συνειδητά να καταγγείλει την εταιρία, επικαλούμενη σπουδαίο λόγο. Πριν απ’ αυτό προέβη σε άλλες δύο τις παρακάτω ενέργειες. Στις 23-10-2012, την επομένη της καταλήψεως των εγκαταστάσεων της εταιρίας, με τον προαναφερθέντα αυθαίρετο τρόπο α) μετέβη στο Α/Τ Θέρμης και εγχείρισε στο Διοικητή του, την υπό ιδία ημερομηνία έγκλησή της, με την οποία, αφού περιγράφει τα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα την προηγούμενη ημέρα στις εγκαταστάσεις της ΟΕ, εγκαλεί τις εκκαλούσες αδελφές Ε. και Β. Α. και άλλα πέντε άτομα για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαγωγής εγγράφων, της κλοπής σε βαθμό κακουργήματος, της αυτοδικίας, της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, της διατάραξης οικιακής ειρήνης, της παράνομης βίας, της παράνομης κατακράτησης και της ληστείας και ζητεί την κατά νόμο ποινική δίωξη και τιμωρία τους, β) κοινοποίησε στις εκκαλούσες, Ε. και Β. Α. την υπό ιδία ημερομηνία (23-10-2012) εξώδικη διαμαρτυρία – δήλωση, η οποία έχει αυτουσίως ως ακολούθως: *1. Σε συνέχεια προηγούμενων αλλεπάλληλων και αναίτιων ή αβάσιμων εξώδικων ενεργειών και δικαστικών προσφυγών σας εναντίον της εταιρίας μας *… ΟΕ* και εμού ατομικά, ως μόνης καταστατικής διαχειρίστριας αυτής, αμέσως μετά τον, κατά την 9-1-2006, θάνατο του ιδρυτή και ουσιαστικού διαχειριστή αυτής Ι. Α. και στο εξής, με σκοπό τον εξαναγκασμό μου σε αποχώρηση απ’ τη διαχείριση της εταιρίας μας ή τον περιορισμό του ποσοστού του εταιρικού μεριδίου μου (52%), που απορρίφθηκαν από τα αρμόδια Δικαστήρια και οι οποίες είχαν ως συνέπεια τη μείωση της φήμης και εμπορικής πίστης αυτής στους κύκλους των προμηθευτών, πελατών και πιστωτικών ιδρυμάτων με τα οποία συναλλάσσεται αυτή, την εξασθένηση της μεγάλης *ταμειακής ρευστότητας* της, λόγω της γενομένης (κατόπιν σχετικών αγωγών σας) διανομής των κερδών προηγουμένων χρήσεων (μέρος των οποίων είχε μεταφερθεί *εις νέον*, ακριβώς προς υποβοήθηση αυτής και αποφυγή ανάλογου τραπεζικού δανεισμού) και, γενικά, τη σοβαρή διατάραξη της ομαλής λειτουργίας αυτής και της παραγωγικής ανάπτυξής της, χθες (22-10-2012) και ενώ δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα η διαδικασία επίδοσης σε μένα του, από 22-10-2012, εξωδίκου σας -με το οποίο επιχειρείται, για μια ακόμη φορά, η *ανάκλησή μου απ’ τη διαχείριση* για δήθεν *σπουδαίο λόγο*, κατά την 752 ΑΚ και βάσει ανύπαρκτων ή προσχηματικών στοιχείων και πραγματικών περιστατικών εισβάλατε, αιφνιδιαστικά και *δίκην εφόδου*, με τη συνοδεία περίπου 30-40 ατόμων (λογιστών σας, τεχνικών Η/Υ, κλειδαράδων και *εύσωμων φρουρών*) και των δύο πληρεξουσίων δικηγόρων σας, μεταφερόμενοι με 15 περίπου αυτοκίνητα, στον προαύλιο χώρο των εγκαταστάσεων της εταιρίας μας και στα Γραφεία της και, αφού αιφνιδιάσατε και *ακινητοποιήσατε* τόσο εμένα, όσο και όλους τους υπαλλήλους αυτής, *ξηλώσατε* (αποσυνδέσατε) όλους τους Η/Υ της (2 κεντρικούς *SERVER* και 6 άλλους, συνδεδεμένους μ’ αυτούς), αφαιρέσατε τους *σκληρούς δίσκους* τους, τους οποίους, αφού φορτώσατε στα αυτοκίνητά σας, τους μεταφέρατε σε άγνωστο μέρος. Μετά απ’ αυτό, τοποθετήσατε στο κιβώτιο, που περιέχει τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις όλου του δικτύου των Η/Υ και του τηλεφωνικού κέντρου, δική σας συσκευή *ROOTER*, καθώς επίσης και άλλο εξάρτημα *USΒ* (στικάκι), προφανώς για, λήψη, στο μέλλον, ηλεκτρονικών αρχείων της εταιρίας μας ή και υποκλοπών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Παράλληλα, αφαιρέσατε όλα τα *ντοσιέ* (περίπου 40) με όλα τα λογιστικά και φορολογικά έγγραφα της εταιρίας μας (τιμολόγια πωλήσεων και αγορών προϊόντων, ασφαλιστικές καταστάσεις, αποδείξεις καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του προσωπικού αυτής κ.λπ.), τα οποία φωτοτυπήσατε σε αυτοσχέδια *γραφεία*, που εγκαταστήσατε στο χώρο *έκθεσης προϊόντων* και με δικά σας μηχανήματα (SCANER) ή στο φωτοτυπικό της εταιρίας. Δεν γνωρίζουμε, προς το παρόν, αν κατά τη φωτοτύπηση των ανωτέρω εγγράφων αφαιρέθηκαν και πρωτότυπα αυτών. Τέλος, αλλάξατε τρεις (3) κλειδαριές των εσωτερικών θυρών των γραφείων μας, αφού καταστρέψατε τις παλιές. Τις ανωτέρω παράνομες ενέργειές σας ολοκληρώσατε πριν καταφθάσουν στο χώρο των εγκαταστάσεων της εταιρίας μας ο Διοικητής και όργανα του Α.Τ. Θέρμης, που κλήθηκαν εκ μέρους μας και τα οποία διέταξαν, τελικά, την απομάκρυνση όλων απ’ αυτές και άλλαξαν την κλειδαριά της θύρας της κεντρικής εισόδου (στον προαύλιο χώρο), την οποία είχατε καταστρέψει κατά την αφαίρεση και απομάκρυνση των σκληρών δίσκων των Η/Υ της εταιρίας μας. Τα νέα κλειδιά παραδόθηκαν, κατόπιν προτάσεως αυτού και με κοινή συμφωνία μας, στο Διοικητή του Α.Τ. Θέρμης, μέχρις εκδόσεως σχετικής Δικαστικής απόφασης ή Εισαγγελικής Διάταξης, που θα ρυθμίζει την πρόσβαση και χρήση των εγκαταστάσεων της εταιρίας μας και τα δικαιούμενα, αυτών, πρόσωπα. Επειδή οι ανωτέρω ενέργειές σας είναι προφανώς παράνομες και αυθαίρετες, και αυτό πέραν και ανεξάρτητα της ύπαρξης ή μη του, επικαλούμενου εκ μέρους σας, *σπουδαίου λόγου* για την ανάκλησή μου απ’ τη διαχείριση, κατά την ΑΚ 752, την οποία κατηγορηματικά αρνούμαι, και συνεπώς του νόμιμου ή μη της τελευταίας. Επειδή, περαιτέρω, οι ενέργειές σας αυτές αφ’ ενός μεν συνιστούν, ουσιαστικά, αποβολή μου απ’ την, βάσει του καταστατικού αυτής διαχείριση της εταιρίας μας και αφ’ ετέρου καθιστούν αντικειμενικά αδύνατη τη συνέχιση της λειτουργίας της, αφού αυτή τηρεί, λόγω των οικονομικών μεγεθών της, φορολογικά βιβλία και στοιχεία Γ’ κατηγορίας (όπως οι α.ε.) και μάλιστα μηχανογραφικά και συνεπώς στους αφαιρεθέντες, εκ μέρους σας, σκληρούς δίσκους των Η/Υ της είναι καταχωρημένα όλα τα φορολογικά και λογιστικά στοιχεία αυτής και όλες οι συναλλαγές της με τους πελάτες και προμηθευτές της ή με τις τράπεζες, καθώς και όλα τα στοιχεία της ασφάλισης και μισθοδοσίας του προσωπικού της κ.λπ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και με την επιφύλαξη των νομίμων δικαιωμάτων μας (αστικών και ποινικών) ΣΑΣ ΔΗΛΩΝΟΥΜΕ ότι σας καθιστούμε αποκλειστικά υπεύθυνες για: α) ην απώλεια των σκληρών δίσκων όλων των Η/Υ της εταιρίας μας και οποιαδήποτε, τυχόν, αλλοίωση των εγγραφών αυτών και των περιεχομένων σ’ αυτούς ηλεκτρονικών αρχείων και προγραμμάτων, β) την αφαίρεση και, τυχόν, απώλεια των πρωτοτύπων έγγραφων (απ’ τα ανωτέρω *ντοσιέ*) και κατά την φωτοτύπηση αυτών, εκ μέρους σας, γ) τη διακοπή της λειτουργίας της εταιρίας μας και την οποιαδήποτε ζημία της απ’ αυτή (και εμού προσωπικά, ως εταίρου της), δ) τη μη απασχόληση του προσωπικού μας και τη μη καταβολή των αποδοχών αυτού, ε) οποιαδήποτε προβλήματα στις συναλλαγές της εταιρίας με πελάτες ή προμηθευτές της (είσπραξη απαιτήσεων και πληρωμή οφειλών της) και πιστωτικά ιδρύματα, με τα οποία συνεργάζεται αυτή, αλλά και με τις αρμόδιες δημόσιες (ιδιαίτερα τις φορολογικές) αρχές, που θα προκύψουν από σήμερα (23-10-2012) και στο εξής. Β) ΣΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΟΥΜΕ ότι θα ενεργήσουμε εναντίον σας, για τις ανωτέρω παράνομες πράξεις σας, και ενώπιον των αρμόδιων αστικών και ποινικών δικαστηρίων και ιδίως για την αποκατάσταση οποιασδήποτε ζημίας μας (περιουσιακής ή ηθικής βλάβης μας) απ’ αυτή… Ακολούθως στις 24-10-2012, η Θ. Α. κοινοποίησε στις αδελφές, Ε. και Β. Α., την υπό την ίδια ημερομηνία *Εξώδικη Δήλωση – Καταγγελία Εταιρίας*, με την οποία κατήγγειλε την εταιρεία για σπουδαίο λόγο… Εν τούτοις, στην προκείμενη περίπτωση, το καταστατικό της εταιρίας, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το από 30-6-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό (άρθρο 10) *ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ-ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ*) αποκλείει την καταγγελία της εταιρίας σε όλους τους εταίρους, ακόμη και για σπουδαίο λόγο.
Επομένως, η από 24-10-2012 εξώδικη δήλωση-καταγγελία της εταιρίας της Θ. Α. είναι άκυρη, δεν επιφέρει την έννομη συνέπεια της λύσης της εταιρίας, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί, μη δυναμένης της δήλωσης αυτής να μετατραπεί, κατ’ ερμηνεία και κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 182 ΑΚ, σε δήλωση εξόδου της από την εταιρία… Περαιτέρω, μετά την ανάκληση κατά τα προαναφερθέντα, της (καταστατικής) διαχείρισης από τη Θ. Α., αναβίωσε η (νόμιμη) συλλογική διαχείριση. Η μακρά όμως δικαστική διαμάχη μεταξύ των διαδίκων-εταίρων, μοναδικών ομορρύθμων μελών της εν λόγω εταιρίας, καθώς και το επεισόδιο κατάληψης των εγκαταστάσεων της εταιρίας από τις εκκαλούσες Ε. και Β. Α., που περιγράφηκε ανωτέρω, συνετέλεσαν ώστε να υπάρχει μεταξύ αυτών μίσος, έχθρα και αγεφύρωτο χάσμα, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η λήψη οποιαδήποτε απόφασης από αυτές, ενεργώντας *ως συλλογική διαχείριση*, για το συμφέρον της εταιρίας. Μετά τη διαμορφωθείσα αυτή κατάσταση, οι εκκαλούσες Ε. και Β. Α. επικοινωνούν με την εφεσίβλητη Θ. Α. και αντιστρόφως, μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων τους. Εξέλιπαν, δηλαδή μεταξύ τους τα στοιχεία της προσωπικής επαφής, επικοινωνίας και συνεργασίας, που είναι αναγκαία στις προσωπικές εταιρίες για τη λήψη των εκάστοτε ενδεδειγμένων, από κοινού αποφάσεων για το συμφέρον της εν λόγω εταιρίας τους. Έτσι, μολονότι, στην ομόρρυθμο εταιρία η έξωθεν επιβολή μιας δοτής διοίκησης εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους για τους ομόρρυθμους εταίρους και δεν συμβιβάζεται με το έντονα προσωπικό και εμπιστευτικό στοιχείο που πρέπει να επικρατεί στις εσωτερικές σχέσεις μιας προσωπικής εταιρίας, προκειμένου η ύπαρξη και λειτουργία της να μη στερείται νοήματος, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο τον διορισμό προσωρινής διοίκησης (διαχειριστή), θεωρώντας την ως άνω περιγραφείσα κατάσταση, που επικρατεί στους κύκλους της εν λόγω εταιρίας, ως πλασματική έλλειψη προσώπων διοίκησης… Μοναδική ορατή διέξοδος, για να ξεπεραστεί η κρίση αυτή, είναι, να διοριστεί ως προσωρινός διαχειριστής της εταιρίας τρίτο πρόσωπο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και έκανε δεκτό το επικουρικό αίτημα της αιτούσας και νυν εφεσίβλητης της πρώτης ως άνω εφέσεως, διορίζοντας προσωρινό διαχειριστή της ως άνω εταιρίας τρίτο πρόσωπο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και κατά συνέπεια όλοι οι λόγοι της εφέσεως της Ε.ς Α. και της Β. – Β. Α., που υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, καθώς και η έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν”.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο και ειδικότερα με το να δεχτεί ότι το άρθρο 69 ΑΚ εφαρμόζεται και επί των ομορρύθμων εταιριών, δεν παραβίασε, την εν λόγω διάταξη, κατά την έννοια της οποίας σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προαναφέρθηκε, νοούνται και οι προσωπικές εταιρίες, ανεξαρτήτως αν η παραπάνω διάταξη, καθόσον αφορά στις προσωπικές εταιρίες, ενόψει του έντονα προσωπικού και εμπιστευτικού στοιχείου που πρέπει να επικρατεί στις εσωτερικές σχέσεις τους, πρέπει να εφαρμόζεται με φειδώ και εξαιρετικώς. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο στήριξε την κρίση του περί συνδρομής νόμιμης περίπτωσης διορισμού προσωρινού διαχειριστή, τρίτου προσώπου – μη εταίρου της ως άνω ομόρρυθμης εταιρίας στην αδυναμία λήψης οποιασδήποτε απόφασης απ’ αυτές, ενεργώντας “ως συλλογική διαχείριση”, λόγω του μεταξύ τους μίσους και έχθρας από τη μεταξύ τους δικαστική διαμάχη. Πλην όμως τα περιστατικά αυτά δεν δικαιολογούν την κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 69 ΑΚ παραδοχή του σχετικού επικουρικού αιτήματος, εφόσον, μετά τη γενόμενη, με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ανάκληση της ορισθείσας στην εταιρική σύμβαση ως μοναδικής διαχειρίστριας αναιρεσίβλητης, (καταστατικής) δυνάμει του άρθρου 752 ΑΚ, με τη λήψη ομόφωνης απόφασης από τις λοιπές εταίρους, αναβίωσε η νόμιμη διαχείριση και εκπροσώπηση, η οποία τόσο υπό την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρ. 22 ΕΝ όσο και υπό τις νέες διατάξεις των άρθρ. 254 και 257 του ν. 4072/2012, ταυτίζεται με την ατομική διαχείριση όλων των εταίρων, με δικαίωμα εναντιώσεως των λοιπών, και δεν είναι συλλογική, όπως δέχτηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, έχει δηλαδή ως αποτέλεσμα την ατομική διαχείριση παντός ομορρύθμου εταίρου, συνεπώς και του ανακαλούμενου, ο οποίος δεν μπορεί να αποκλεισθεί από τη νόμιμη διαχείριση, μπορεί όμως να ελεγχθεί για τις πράξεις του από τους λοιπούς εταίρους, με την άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης (άρθρο 750 ΑΚ και 254 παρ. 2 του Ν. 4072/2012). Με τα δεδομένα αυτά, δεν δημιουργείται κατάσταση ακυβερνησίας της εταιρίας λόγω αδυναμίας λήψης συλλογικά διαχειριστικών αποφάσεων από όλες τις εταίρους, ενεργώντας ως συλλογική διαχείριση που δικαιολογεί για το λόγο τούτο το διορισμό προσωρινού διαχειριστή, με βάση τη διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ, όπως δέχτηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τις παραδοχές της οποίας, ο διορισμός προσωρινής διοίκησης είναι αναγκαίος, διότι “…είναι αδύνατη η λήψη οποιασδήποτε απόφασης απ’ αυτές (ομορρύθμους εταίρους), ενεργώντας ως συλλογική διαχείριση…”. Και τούτο, διότι η διαχείριση μπορεί να ασκείται από κάθε εταίρο ατομικά, χωρίς να απαιτείται η συναίνεση των άλλων, πράγμα που αποκλείει τη δημιουργία κατάστασης ακυβερνησίας της εταιρίας.
Πέραν τούτων, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, στην ομόρρυθμη εταιρία (αλλά και στην ετερόρρυθμη εταιρεία), όπου ισχύει η αρχή της αυτοδιαχείρισης σύμφωνα με την οποία η διαχείριση της ομόρρυθμης εταιρίας πρέπει να ασκείται μόνο από εταίρους και όχι από τρίτους, και η έξωθεν επιβολή μιας δοτής διοίκησης εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους για τους ομόρρυθμους εταίρους (λόγω της απεριόριστης ευθύνης τους για τα εταιρικά χρέη), για να υπάρχει έλλειψη διοίκησης, όπως την εννοεί το άρθρο 69 του ΑΚ, πρέπει να κωλύονται όλοι οι ομόρρυθμοι εταίροι και το καταστατικό να μην προβλέπει αναπλήρωσή τους ή, αν πρόκειται για σύγκρουση συμφερόντων, πρέπει να συγκρούονται τα συμφέροντα όλων των ομορρύθμων εταίρων με τα συμφέροντα της εταιρίας.
Το γεγονός ότι μεταξύ των αναιρεσειουσών αφ’ ενός και της αναιρεσίβλητης, αφ’ ετέρου, ως συνδιαχειριστριών, εξέλιπαν τα στοιχεία της προσωπικής επαφής, επικοινωνίας και συνεργασίας, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης δεν δικαιολογεί το διορισμό προσωρινού διαχειριστή και μάλιστα τρίτου προσώπου (μη εταίρου) και για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα (εωσότου τα μέλη της ως άνω ομόρρυθμης εταιρίας Θ. Α., Ε. Α. και Β. – Β. Α., προβούν σε τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης, στην οποία θα διορίζουν διαχειριστή της εταιρίας, ο οποίος θα απολαμβάνει της κοινής αποδοχής τους, όπως αντιθέτως έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση, (αλλά ενδεχομένως τον αποκλεισμό του υπαίτιου εταίρου ή και τη λύση της εταιρίας) και συνεπώς η ένδικη αίτηση της αναιρεσείουσας, ως προς το επικουρικό αίτημά της περί διορισμού τρίτου προσώπου (μη εταίρου) ως διαχειριστή δεν ήταν νόμιμη.
Επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε αντιθέτως, και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, κατά το μέρος της που δέχτηκε το ως άνω αίτημα και διόρισε τρίτο πρόσωπο (μη εταίρο) διαχειριστή της ως άνω εταιρίας, παραβίασε την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ, την οποία ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα (άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως οι πρώτος, κατά ένα μέρος του και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αυτής, που καθίστανται αλυσιτελείς, λόγω της αναιρετικής εμβέλειας του παραπάνω λόγου που έγινε δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση. Περαιτέρω και αφού μετά την αναίρεση αναβιώνει η εκκρεμοδικία για την έφεση των αναιρεσειουσών, που αφορά το κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης με την οποία έγινε κατ’ ουσίαν δεκτή η επικουρική βάση της ένδικης αίτησης, ενόψει του ότι η υπόθεση δε χρειάζεται άλλη διευκρίνιση πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος (άρθρ. 580 παρ. 3 εδ. α’ Κ.Πολ.Δ.), ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, να γίνει κατ’ ουσίαν δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά το παραπάνω μέρος και να απορριφθεί η ένδικη αίτηση, κατά την επικουρική της βάση ως μη νόμιμη. Πρέπει ακόμα να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 εδ. ε’ του Ν. 4055/2012, στον καταθέσαντα και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.) των δύο βαθμών δικαιοδοσίας και της αναιρετικής δίκης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 2199/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση κατά το ίδιο κεφάλαιο.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση των αναιρεσειουσών.
Εξαφανίζει την 7631/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που δέχθηκε ως νόμιμη την επικουρική βάση της …/18-1-2013 αίτησης της Θ. Α..
Απορρίπτει την αίτηση, ως προς την επικουρική βάση αυτής.
Καταδικάζει την εφεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη των εκκαλουσών του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσόν των εξακοσίων (600) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στις αναιρεσείουσες.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών στην αναιρετική δίκη, την οποία ορίζει στο ποσόν των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Ιουλίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ