Φορολογική κατοικία – Μεταφορά φορολογικής κατοικίας και υποβολή ξεχωριστής δήλωσης με την σύζυγο

ΔΕΔ Αθήνας αποφ. 3950/2017
Φορολογική κατοικία – Μεταφορά φορολογικής κατοικίας και υποβολή ξεχωριστής δήλωσης με την σύζυγο.

Αριθμός απόφασης: 3950
Καλλιθέα, 17/07/2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΑΑΕ
Ανεξάρτητη Αρχή
Δημοσίων Εσόδων
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α1
Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κώδικας : 176 71 – Καλλιθέα
Τηλέφωνο    : 213 1604 534
ΦΑΞ    : 213 1604 567

ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπ’ όψη:
1.    Τις διατάξεις :
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170).
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β’/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
γ. Της ΠΟΛ.1064/12.4.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
2. Την ΠΟΛ.1069/4.3.2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Την αριθμ. Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.8.2016 (ΦΕΚ Β’ 2759/1.9.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών «Παροχή εξουσιοδότησης υπογραφής».
4.    Τη με ημερομηνία κατάθεσης 29.03.2017 και αριθμό πρωτοκόλλου      ενδικοφανή προσφυγή του     , ΑΦΜ     , κατοίκου     , κατά των από 22.02.2017 και με αριθ. ειδοπ.      (ΑΧΚ    /    ) και     (ΑΧΚ    /….) Πράξεων Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος οικονομικού έτους 2014 και φορολογικού έτους 2014, αντιστοίχως, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ, και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.
5.    Τις από 22.02.2017 και με αριθ. ειδοπ     (ΑΧΚ …./….) και      (ΑΧΚ …./    ) Πράξεις Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος οικονομικού έτους 2014 και
φορολογικού έτους 2014, αντιστοίχως, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ, των οποίων ζητείται η ακύρωση.
6.    Τ ις απόψεις της Δ.Ο.Υ. ΧΟΛΑΡΓΟΥ.
7.    Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α1 όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
Επί της από 29.03.2017 και με αριθμό πρωτοκόλλου    ενδικοφανούς προσφυγής του , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Ο προσφεύγων με τις υπ’ αριθ     και      δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2014 (χρήσης 01/01 – 31/12/2013) και φορολογικού έτους 2014 (χρήσης 01/01 – 31/12/2014) αντιστοίχως, δήλωσε ως κάτοικος Ελλάδος, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Για το οικονομικό έτος 2014: Κωδ. 517 («Ακαθάριστα έσοδα από ατομική άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος»): 3.100,00 €, Κωδ. 501 («Καθαρό εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα»): 158,00 €,  Κωδ. 389 («Καθαρό ποσό από μισθούς αλλοδαπής προέλευσης»): 60.888,75 €, Κωδ. 651 («Φόρος που καταβλήθηκε στο εξωτερικό»): 12.364,16 €, Κωδ. 727 («Δαπάνη για τοκοχρεολυτική απόσβεση δανείου»): 9.229,36 €, Κωδ. 787 («Ανάλωση κεφαλαίου προηγ. ετών»): 6.000,00 €.

Για το φορολογικό έτος 2014: Κωδ. 403 («Ακαθάριστα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα για μη επιτηδευματίες»): 689,45 €, Κωδ. 389 («Καθαρό ποσό από μισθούς
αλλοδαπής προέλευσης όπου η Ελλάδα έχει δικαίωμα φορολόγησης»): 103.235,28 €, Κωδ. 651 («Φόρος που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή»): 28.427,56 €, Κωδ. 735 («Δαπάνη για αγορά/ανέγερση οικοδομών κλπ»): 3.500,00, Κωδ. 727 («Δαπάνη για τοκοχρεολυτική απόσβεση δανείου»): 1.570,44 €, Κωδ. 787 («Ανάλωση κεφαλαίου προηγ. ετών»): 7.400,00 €.

Βάσει των ως άνω δηλώσεων, εκδόθηκαν οι από 22.02.2017 και με αριθ. ειδοπ  και   Πράξεις Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος οικονομικού έτους 2014 και φορολογικού έτους 2014 αντιστοίχως.

Ο προσφεύγων, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά να ακυρωθούν οι ως άνω πράξεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ προβάλλοντας τους παρακάτω λόγους:

–    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι κατά το έτος 2013 η παραμονή του στην Ελλάδα δεν υπερέβη τις 183 ημέρες, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια του 2014 εργαζόταν αποκλειστικά στο Ηνωμένο Βασίλειο προσκομίζοντας ορισμένα δικαιολογητικά, συνεπώς για τα δύο αυτά έτη το κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο όπου κατοικεί και εργάζεται μέχρι σήμερα με τη σύζυγό του, η οποία τότε παρέμεινε στην Ελλάδα για να φροντίζει τους υπερήλικες γονείς της.
–    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ως κάτοικος εξωτερικού κατά τα έτη 2013 και 2014 δύναται να φορολογηθεί μόνο για το εισόδημα που απέκτησε στην Ελλάδα ήτοι 158,00 € για το έτος 2013 και 689,45 € για το έτος 2014.
–    Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 1445/2016 απόφαση του ΣτΕ έχουν ήδη κριθεί παρόμοια περιστατικά.

Για το οικονομικό έτος 2014 (χρήση 01/01 – 31/12/2013):

Επειδή, με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 2238/1994 οριζόταν:
«1.Σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημα του υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει την  κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα. Σε φόρο για το εισόδημα που προκύπτει στην  Ελλάδα υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας του ή της συνήθους  διαμονής του. Ως συνήθης θεωρείται η διαμονή στην Ελλάδα η οποία υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα τρεις ημέρες συνολικά μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η διαμονή τεκμαίρεται ως  συνήθης, εκτός αν ο φορολογούμενος αποδείξει διαφορετικά.
2.Κάθε φυσικό πρόσωπο που υπηρετεί στην αλλοδαπή, αν: α) είναι λειτουργός ή συνδέεται με  οποιαδήποτε σχέση εργασίας δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου με φορέα της Γενικής Κυβέρνησης,  όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1Β του ν. 2362/1995, που έχει προστεθεί με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 ή β) συνδέεται με οποιαδήποτε σχέση εργασίας δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου με θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Διεθνή Οργανισμό και είχε κατά το χρόνο της εισόδου του στην  υπηρεσία του θεσμικού οργάνου της Ε.Ε. ή του Διεθνούς Οργανισμού την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα, θεωρείται ότι συνεχίζει να έχει την κατοικία του στην Ελλάδα. Ομοίως, θεωρούνται ότι έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα και τα μέλη της οικογένειας που το βαρύνουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7, εκτός αν έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους σε κράτος στο οποίο υπόκεινται σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημα τους και το κράτος αυτό δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των κρατών που περιέχεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 51 Α.»

Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 61 του ίδιου ως άνω νόμου οριζόταν:
«1. Κάθε φυσικό πρόσωπο για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, ανεξάρτητα  από το αν υπόκειται ή όχι σε φόρο, έχει υποχρέωση να υποβάλει δήλωση εφόσον έχει  συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 5. και εφόσον δεν εμπίπτει στις διατάξεις περί προσώπων που βαρύνουν τους φορολογούμενους του άρθρου 7. Εξαιρετικά, υποχρέωση υποβολής δήλωσης έχει οποιοσδήποτε,  εφόσον προσκληθεί γι’ αυτό εγγράφως από τον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή ο καλούμενος υποχρεούται να υποβάλει τις οικείες δηλώσεις μέσα στην προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία της επίδοσης σε αυτόν της οικείας πρόσκλησης. Υπόχρεοι για υποβολή δήλωσης είναι όσοι δηλώνουν κάτοικοι εξωτερικού για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα ή υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του Κ.Φ.Ε., ανεξάρτητα αν εμπίπτουν στην απαλλαγή της περίπτωσης η’ του άρθρου 18 του Κ.Φ.Ε..
[…] Αν ο φορολογούμενος κατοικεί στην αλλοδαπή, υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης είναι αλληλεγγύως με αυτόν, οι αντιπρόσωποι ή οι πράκτορες του στην Ελλάδα.
2. Για τους εγγάμους, για τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της  παρ. 1 του άρθρου 5, υπόχρεος σε επίδοση δήλωσης είναι ο σύζυγος και για τα εισοδήματα της συζύγου του. Ειδικά, υποχρεούνται να επιδώσουν φορολογική δήλωση ο καθένας χωριστά για το συνολικό εισόδημά του οι σύζυγοι όταν:
α) Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή φέρει ο φορολογούμενος.
β) Ο ένας από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης.
γ) Ο ένας από τους δύο συζύγους έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.
7. Το φυσικό πρόσωπο που δηλώνει κάτοικος εξωτερικού και αποκτά πραγματικό εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα, υποχρεούται να υποβάλει μαζί με τη δήλωση φορολογίας του εισοδήματος του, βεβαίωση από την αρμόδια φορολογική αρχή του κράτους στο οποίο δηλώνει κάτοικος από την οποία να προκύπτει ότι είναι φορολογικός κάτοικος αυτού του άλλου κράτους ή αντίγραφο της εκκαθάρισης της φορολογίας εισοδήματος ή, ελλείψει εκκαθάρισης, αντίγραφο της δήλωσης που υπέβαλε στο άλλο κράτος. Η βεβαίωση αυτή χορηγείται από τη φορολογική αρχή ή από οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική ή άλλη αναγνωρισμένη αρχή. […]
8α.Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου.
8β. Όσοι έχουν δηλώσει τόπο κατοικίας ή συνήθους διαμονής στην αλλοδαπή και υπόκεινται, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, σε φόρο μόνο για το εισόδημα τους που προκύπτει στην Ελλάδα, υποχρεούνται να προσκομίσουν τα δικαιολογητικά που προβλέπονται στην παράγραφο 7 του άρθρου αυτού, μέσα σε προθεσμία που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Αν  δεν προσκομισθούν ή δεν προσκομισθούν εμπρόθεσμα τα δικαιολογητικά αυτά, οι υπόχρεοι θεωρούνται ότι έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα και υπόκεινται σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημα τους. Με την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος κλήσης των φορολογουμένων, η διαδικασία υποβολής των δικαιολογητικών και κάθε άλλο σχετικό θέμα.».

 

Επειδή, με την ΠΟΛ.1260/19.12.2014 «Σχετικά με τη φορολογική κατοικία» διευκρινίσθηκε ότι:
«[…] 2. Οι ελεγχόμενοι φορολογούμενοι, οι οποίοι έχουν ήδη υποβάλει μέρος των δικαιολογητικών ή δεν τα έχουν υποβάλει καθόλου, υποχρεούνται σε κάθε περίπτωση, να προσκομίσουν τα ακόλουθα δικαιολογητικά, από τα οποία θα προκύπτει ότι όντως είχαν μεταφέρει το κέντρο του οικογενειακού τους βίου (οικογενειακή εστία) ή το κέντρο του επαγγελματικού τους βίου, της ύπαρξής τους και των βιοτικών τους σχέσεων (κέντρο ζωτικών συμφερόντων), στην αλλοδαπή:
(α) Στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι φορολογούμενοι και τα μέλη της οικογένειάς τους (σύζυγος/τέκνα), εάν αυτά υφίστανται, διαμένουν σε μόνιμη και σταθερή βάση στην αλλοδαπή (π.χ. βεβαίωση από δημοτική/δημόσια/άλλη αναγνωρισμένη αρχή, αποδεικτικά εκπαίδευσης/φοίτησης τέκνων ή μισθωτήριο συμφωνητικό κατοικίας ή αποδεικτικό ιδιόκτητης κατοικίας στην αλλοδαπή, εφόσον αυτή υφίσταται).
(β. 1.) Πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας που εκδίδεται από την αλλοδαπή φορολογική αρχή, από το οποίο θα προκύπτει ότι είναι φορολογικοί κάτοικοι αυτού του άλλου κράτους. Εάν οι φορολογούμενοι έχουν εγκατασταθεί σε κράτος με το οποίο υφίσταται Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Εισοδήματος (ΣΑΔΦΕ) και εφόσον αποκτούσαν εισόδημα στη χώρα μας, μπορούν
να προσκομίσουν, αντί του πιστοποιητικού, την προβλεπόμενη Αίτηση για την Εφαρμογή της Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Εισοδήματος όπου είναι ενσωματωμένο το πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας (δίγλωσσα έντυπα) και για την οποία δεν απαιτείται η επισημείωση της Χάγης. Επίσης, δεν απαιτείται η επισημείωση της Χάγης για τα πιστοποιητικά φορολογικής κατοικίας που εκδίδουν οι φορολογικές αρχές των ΗΠΑ και της Τουρκίας, στο πλαίσιο της ΣΑΔΦΕ που έχει συναφθείμε τη χώρα μας.
(β.2.) Σε περίπτωση που οι φορολογούμενοι έχουν εγκατασταθεί σε κράτος με το οποίο δεν υφίσταται Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Εισοδήματος, οφείλουν να προσκομίσουν πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, εφόσον προβλέπεται η έκδοσή του από την αλλοδαπή φορολογική αρχή, ή σε περίπτωση που δεν προβλέπεται η έκδοσή του, αντίγραφο της εκκαθάρισης της δήλωσης φορολογίας εισοδήματός τους, που υπέβαλαν στο άλλο κράτος ή ελλείψει εκκαθάρισης, αντίγραφο της σχετικής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος
(γ) Στοιχεία σχετικά με τον επαγγελματικό βίο [π.χ. σύμβαση εξηρτημένης εργασίας με αλλοδαπό εργοδότη ή βεβαίωση εργασίας από τον εν λόγω εργοδότη. Σε περίπτωση μη εξηρτημένης απασχόλησης, αποδεικτικό της επαγγελματικής δραστηριότητας στην αλλοδαπή (π.χ. έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, συμμετοχή σε αλλοδαπές εταιρείες)].
Τονίζεται ότι, η προσκόμιση των ως άνω δικαιολογητικών τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η έκδοσή τους προβλέπεται από τις εσωτερικές διατάξεις του άλλου κράτους (π.χ. σε ορισμένα κράτη μπορεί να μην υφίστανται δήμοι ή να μην υπάρχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης κ.λπ.). Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, εάν ο φορολογούμενος προσκομίσει τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και β(1)/β(2), τότε δεν απαιτείται η προσκόμιση των δικαιολογητικών της παραγράφου (γ), ούτε κρίνεται αναγκαία η προσκόμιση άλλων στοιχείων ή δικαιολογητικών για την τεκμηρίωση της φορολογικής του κατοικίας στην αλλοδαπή. Αν συντρέχουν τα υπό στοιχεία (α) και β(1)/β(2), τότε γεγονότα όπως η κατοχή ακινήτου στην Ελλάδα, η διατήρηση στην Ελλάδα
τραπεζικών λογαριασμών, η συμμετοχή στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση ημεδαπών εταιρειών στην Ελλάδα, από μόνα τους δεν μπορούν να αποτελέσουν στοιχεία ώστε να χαρακτηρισθεί το φυσικό πρόσωπο ως φορολογικός κάτοικος Ελλάδος (εκτός αν ελλείψει οικογένειας, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα). Σε περίπτωση μη υποβολής κάποιων εκ των παραπάνω δικαιολογητικών και αν λόγω της μη υποβολής τους οι ελεγκτικές υπηρεσίες αδυνατούν να αποφανθούν για τη φορολογική κατοικία βάσει των προσκομισθέντων δικαιολογητικών, τότε οι φορολογούμενοι οφείλουν να προσκομίσουν πρόσθετα δικαιολογητικά (π.χ. βεβαίωση ασφαλιστικού φορέα, βεβαίωση από επαγγελματικές ενώσεις-επιμελητήρια- συλλόγους, δικαιολογητικά για την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων), με τα οποία θα αποδεικνύουν τον ισχυρό δεσμό τους με το άλλο κράτος, δεσμός που τους δημιουργεί μόνιμη φορολογική κατοικία στο άλλο κράτος.
3. Επισημαίνεται ότι, όσον αφορά στη γνησιότητα των αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων, τα οποία έχουν συνταχθεί στο έδαφος του αλλοδαπού κράτους και περιγράφονται στην παρ. 2 του παρόντος σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τη Σύμβαση της Χάγης (Apostille) ή κατά τα διεθνή νόμιμα (προξενική διαδικασία), έχουν δοθεί οδηγίες με το με αριθμό Δ6Δ 1095210
ΕΞ2014/25.06.2014 έγγραφο της Δ/νσης Οργάνωσης. Επίσης, τα προβλεπόμενα έγγραφα υποβάλλονται πρωτότυπα και απαιτείται η επίσημη μετάφρασή τους στην Ελληνική γλώσσα.
4. Τέλος, εφόσον κατά τα ανωτέρω αποδειχθεί ότι ο φορολογούμενος είναι πραγματικά φορολογικός κάτοικος κράτους με το οποίο δεν υφίσταται ΣΑΔΦΕ, θα έχουν εφαρμογή, σε κάθε περίπτωση, ως προς τη φορολόγηση του εισοδήματος που αποκτά από πηγές Ελλάδας, οι διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας.
Εάν ο φορολογούμενος είναι πραγματικά φορολογικός κάτοικος κράτους με το οποίο υφίσταται  ΣΑΔΦΕ, τότε θα έχουν εφαρμογή, ως προς τη φορολόγηση του εισοδήματος που αποκτά από  πηγές Ελλάδας, οι διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας, υπό την επιφύλαξη, όμως, των διατάξεων  των ΣΑΔΦΕ (π.χ. η προσαύξηση περιουσίας φορολογείται στην Ελλάδα στην πρώτη περίπτωση
(μη ύπαρξη ΣΑΔΦΕ) ενώ στην δεύτερη φορολογείται εφόσον αυτό επιτρέπεται από τις διατάξεις της  οικείας ΣΑΔΦΕ).
Σημειώνεται ότι, και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις ο φορολογούμενος δεν θα υπόκειται σε  φορολογία εισοδήματος στη χώρα μας για το εισόδημα που αποκτά στην αλλοδαπή.».

 

Γ ια το φορολογικό έτος 2014 (χρήση 01/01 – 31/12/2014):

Επειδή, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 του ν. 4172/2013 ορίζεται:
«1. Ο φορολογούμενος που έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπόκειται σε φόρο για  το φορολογητέο εισόδημα του που προκύπτει στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, ήτοι το παγκόσμιο  εισόδημα του που αποκτάται μέσα σε ορισμένο φορολογικό έτος. Κατ’ εξαίρεση ο φορολογούμενος  που είναι αλλοδαπό προσωπικό των εγκατεστημένων στην Ελλάδα γραφείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967 (Α’ 132), όπως ισχύει, υπόκειται σε φόρο στην Ελλάδα μόνο για το  εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα.
2. Ο φορολογούμενος που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπόκειται σε φόρο  για το φορολογητέο εισόδημα του που προκύπτει στην Ελλάδα και αποκτάται μέσα σε ορισμένο  φορολογικό έτος.»

 

Επειδή, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 του ν. 4172/2013 ορίζεται:
«1. Ένα φυσικό πρόσωπο είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, εφόσον:
α) έχει στην Ελλάδα τη μόνιμη ή κύρια κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων ήτοι τους προσωπικούς ή οικονομικούς ή κοινωνικούς δεσμούς του ή
β) είναι προξενικός, διπλωματικός ή δημόσιος λειτουργός παρόμοιου καθεστώτος ή δημόσιος  υπάλληλος που έχει την ελληνική ιθαγένεια και υπηρετεί στην αλλοδαπή.
2. Ένα φυσικό πρόσωπο που βρίσκεται στην Ελλάδα συνεχώς για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα τρεις (183) ημέρες, συμπεριλαμβανομένων και σύντομων διαστημάτων παραμονής στο εξωτερικό, είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδος από την πρώτη ημέρα παρουσίας του στην Ελλάδα. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση φυσικών προσώπων που βρίσκονται στην Ελλάδα αποκλειστικά για τουριστικούς, ιατρικούς, θεραπευτικούς ή παρόμοιους ιδιωτικούς σκοπούς και η παραμονή τους δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες εξήντα πέντε (365) ημέρες, συμπεριλαμβανομένων και σύντομων διαστημάτων  παραμονής στο εξωτερικό. Η παρούσα παράγραφος δεν αποκλείει την εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.»

 

Επειδή, με την παρ. 4 του άρθρου 67 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι:
«4. Οι σύζυγοι, κατά τη διάρκεια του γάμου, υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση για τα  εισοδήματά τους στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται  χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου. Κοινή δήλωση δύνανται να υποβάλουν και τα πρόσωπα  που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Στην περίπτωση αυτή έχουν την ίδια φορολογική αντιμετώπιση με τους έγγαμους.
Οι τυχόν ζημίες του εισοδήματος του ενός συζύγου ή μέρους συμφώνου συμβίωσης, δεν συμψηφίζονται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου ή του άλλου μέρους συμφώνου συμβίωσης.
Υπόχρεος υποβολής δήλωσης είναι ο σύζυγος ή το μέρος συμφώνου συμβίωσης, το οποίο  δηλώνεται ως υπόχρεος, και για τα εισοδήματα της συζύγου του ή του άλλου μέρους συμφώνου συμβίωσης, αντίστοιχα.
Ειδικότερα, οι σύζυγοι ή τα μέρη συμφώνου συμβίωσης, υποβάλλουν χωριστή φορολογική δήλωση, ο καθένας για τα εισοδήματά του, εφόσον:
α. Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση ή έχει λυθεί το σύμφωνο συμβίωσης κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης φέρει ο φορολογούμενος,
β. Ο ένας από τους δύο συζύγους ή ένα από τα δύο μέρη συμφώνου συμβίωσης είναι σε  κατάσταση πτώχευσης ή έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση. Για τα εισοδήματα των ανήλικων τέκνων, υπόχρεος για την υποβολή της δήλωσης είναι ο γονέας ή το μέρος συμφώνου συμβίωσης που ασκεί τη γονική μέριμνα, με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 4 του άρθρου 11.»

 

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 της ΠΟΛ.1058/18.3.2015 Απόφασης της  Γ.Γ.Δ.Ε., «Διαδικασία μεταβολής της φορολογικής κατοικίας κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του  Ν.4172/2013 και του Ν.4174/2013» Απόφασης της Γ.Γ.Δ.Ε.:
«2. Τα προαναφερθέντα φυσικά πρόσωπα οφείλουν να προσκομίσουν, το αργότερο έως την  τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου δεκαήμερου του μηνός Σεπτεμβρίου του φορολογικού έτους  που ακολουθεί το φορολογικό έτος αναχώρησης, στο ως άνω Τμήμα ή Γραφείο της Δ.Ο.Υ.:
(α) Βεβαίωση φορολογικής κατοικίας από την αρμόδια φορολογική αρχή του κράτους όπου  δηλώνουν φορολογικοί κάτοικοι, από την οποία να προκύπτει ότι είναι φορολογικοί κάτοικοι αυτού  του κράτους. Εάν οι φορολογούμενοι έχουν εγκατασταθεί σε κράτος με το οποίο υφίσταται Σύμβαση  Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Εισοδήματος (στο εξής ΣΑΔΦΕ) και εφόσον αποκτούν εισόδημα στη χώρα μας, μπορούν να προσκομίσουν, αντί της βεβαίωσης, την προβλεπόμενη Αίτηση για την  Εφαρμογή της ΣΑΔΦΕ όπου είναι ενσωματωμένο το πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας  (δίγλωσσα έντυπα) ή (β) αντίγραφο της εκκαθάρισης της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος που υπέβαλαν στο άλλο κράτος ή (γ) ελλείψει εκκαθάρισης, αντίγραφο της σχετικής δήλωσης  φορολογίας εισοδήματός τους.
Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η προσκόμιση κάποιων από τα ανωτέρω δικαιολογητικά  από την αρμόδια φορολογική αρχή, τότε απαιτείται βεβαίωση από οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή  δημοτική ή άλλη αναγνωρισμένη αρχή με την οποία θα αποδεικνύεται ο ισχυρός δεσμός (κέντρο ζωτικών συμφερόντων) του φυσικού προσώπου με το άλλο κράτος.
3. Για τη γνησιότητα των αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων, τα οποία έχουν συνταχθεί στο  έδαφος του αλλοδαπού κράτους και περιγράφονται στην παρ. 2 της παρούσης, σύμφωνα με τα  προβλεπόμενα από τη Σύμβαση της Χάγης (Apostille) ή κατά τα διεθνή νόμιμα (προξενική  διαδικασία), εφαρμόζονται οι οδηγίες της Δ/νσης Οργάνωσης (σχετ. το με αριθ. πρωτ. Δ6Δ 1095210 ΕΞ2014/25.6.2014 έγγραφό της). Επίσης, για τα προβλεπόμενα έγγραφα απαιτείται  επίσημη μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα.».

 

Επειδή, με την υπ’ αριθ. ΣτΕ 1445/2016 απόφαση του ΣτΕ:
«Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του  άρθρου 4 καθορίζονται τα κριτήρια βάσει των οποίων ένα φυσικό πρόσωπο θεωρείται κάτοικος  Ελλάδας. Τα κριτήρια αυτά είναι η μόνιμη ή κύρια κατοικία, η συνήθης διαμονή και το κέντρο των  προσωπικών, οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων […].». Κατά την έννοια, λοιπόν, σύμφωνα  με όλα τα προεκτιθέμενα, των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 παρ. 1 του ν. 4172/2013, σε φόρο  εισοδήματος στην Ελλάδα για το παγκόσμιο εισόδημά του, ήτοι για εκείνο που προκύπτει τόσο στην  ημεδαπή όσο και στην αλλοδαπή, υπόκειται, μεταξύ άλλων, το φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει την  κατοικία του στην Ελλάδα, έχει δηλαδή σ’ αυτήν μόνιμη και κύρια πραγματική εγκατάσταση, την  οποία έχει καταστήσει, σύμφωνα με τη βούληση του, το κέντρο των εν γένει βιοτικών του σχέσεων και ζωτικών συμφερόντων (πρβλ. καθ’ ερμηνεία του άρθρου 51 ΑΚ, ΣτΕ 259/2011, ΣτΕ 3254/2011, ΣτΕ 1113/2008 κ.ά., ΑΠ 660/2015, ΑΠ 1730/2009 κ.ά.), το οποίο αποτελεί στοιχείο προσδιοριστικό της  έννοιας της κατοικίας.
Ως τέτοιο δε (δηλαδή ως στοιχείο προσδιοριστικό της έννοιας της κατοικίας) νοούμενο στην παρ.1 του άρθρου 4 του ν. 4172/2013 και όχι ως αυτοτελές κριτήριο προσδιορισμού της φορολογικής  κατοικίας, το κέντρο των βιοτικών σχέσεων και ζωτικών συμφερόντων ενός φυσικού προσώπου  υφίσταται εκεί όπου το πρόσωπο αυτό αναπτύσσει τους προσωπικούς, οικονομικούς και  κοινωνικούς δεσμούς του (βλ. άλλωστε τα διαλαμβανόμενα στην αιτιολογική έκθεση για το «κέντρο  των προσωπικών, οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων» – δίχως τη διάζευξη που έχει τεθεί  στο κείμενο του νόμου- καθώς και για την κατά τα διεθνή πρότυπα και κατευθυντήριες οδηγίες του  ΟΟΣΑ, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έννοια αυτού).
Εξάλλου, προκειμένου να κριθεί εάν ένα φυσικό πρόσωπο έχει (ή πολλώ μάλλον μεταβάλλει την  επί μακρόν διατηρούμενη από αυτό) κατοικία, πρέπει να συνεκτιμώνται όλα τα πρόσφορα στοιχεία  (πρβλ. ΣτΕ 1948/1956, ΣτΕ 3870/2002, ΣτΕ 3973/2005, ΣτΕ 1113/2008, ΣτΕ 259/2011 κ.ά.), όπως  ιδίως η ύπαρξη στέγης, η φυσική παρουσία του ίδιου, των μελών της οικογένειάς του (στην οποία δεν περιλαμβάνονται μόνον ο ή η σύζυγος και τα τέκνα αυτού), ο τόπος άσκησης των  επαγγελματικών δραστηριοτήτων, ο τόπος των περιουσιακών συμφερόντων, ο τόπος των  διοικητικών δεσμών με τις δημόσιες αρχές και φορείς (ασφαλιστικούς, επαγγελματικούς,  κοινωνικούς), ο τόπος ανάπτυξης πολιτικών, πολιτισμικών ή άλλων δραστηριοτήτων. Συνεπώς, για  τη θεμελίωση της προαναφερόμενης φορολογικής υποχρέωσης ενός φυσικού προσώπου, η  φορολογική αρχή πρέπει να προβαίνει σε ειδικώς αιτιολογημένη κρίση αναφορικά με το  εάν το πρόσωπο αυτό έχει κατοικία στην Ελλάδα, φέρουσα κατ’ αρχήν και το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που τεκμηριώνουν, επαρκώς, ενόψει των  συνθηκών, την ύπαρξή της. Συναφώς, το δικαστήριο της ουσίας, όταν εκδικάζει προσφυγή κατά  πράξης περί της εν λόγω φορολογικής υποχρέωσης φυσικού προσώπου, οφείλει να ερευνήσει το  ίδιο, κατ’ ενάσκηση πλήρους δικαιοδοσίας, αν συντρέχει η αμφισβητούμενη πραγματική βάση της, δηλαδή η ύπαρξη ή μη κατοικίας αυτού στην Ελλάδα, και να κρίνει το ζήτημα, στο πλαίσιο δε αυτό,  έχει την εξουσία, κατ’ άρθρο 152 επ. του Κ.Δ.Δ., να διατάξει συμπλήρωση των αποδείξεων και,  τελικώς, αν δεν βεβαιώνεται στον αναγκαίο βαθμό για τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, να  αποφανθεί, αφού κατανείμει το βάρος αποδείξεως μεταξύ των διαδίκων.
Περαιτέρω, και ενόψει του ότι, βάσει των γενικότερων κοινωνικών και ηθικών αντιλήψεων  της εποχής αλλά και ανάλογα με τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα των συζύγων, είναι  νοητή η χωριστή κατοικία αυτών (πρβλ. ήδη πριν από την κατάργηση με το άρθρο 2 του ν.  1329/1983, Α’ 25, της κατ’ άρθρο 55 ΑΚ νόμιμης κατοικίας της συζύγου, ΑΠ 163/1975 ΝοΒ11,1056,  ΑΠ 229/1964, ΝοΒ 12,803, ΑΠ 835/1978, ΝοΒ 27,737, πρβλ. ομοίως ΔΕΚ, αποφάσεις της  16.5.2000, C-87/99, Zurstrassen, σκ. 19, 25.1.2007, C-329/05, Gerold Meindl, σκ. 28), σε  περίπτωση που έγγαμο φυσικό πρόσωπο δεν είναι υπόχρεο σε υποβολή δήλωσης φόρου
εισοδήματος στην Ελλάδα, για τον λόγο ότι το ίδιο δεν έχει τη φορολογική κατοικία του σ’  αυτήν, δεν τίθεται εν πάση περιπτώσει ζήτημα υποβολής κοινής δήλωσης φόρου  εισοδήματος, κατ’ άρθρο 67 παρ. 4 του ν. 4172/2013, με τον ή τη σύζυγο του, αποκλειστικώς  και μόνον επειδή ο ή η σύζυγος πληροί τα κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του εν λόγω νόμου  κριτήρια για να χαρακτηρισθεί φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, και τούτο ανεξαρτήτως αν η  υποχρέωση υποβολής κοινής δήλωσης είναι ή όχι σύμφωνη με διατάξεις υπερνομοθετικής  ισχύος.
Εξάλλου, από την εξεταζόμενη άποψη δεν ασκούν επιρροή -υπό την έννοια ότι δεν  συνεπάγονται υποχρέωση υποβολής κοινής δήλωσης- περιορισμοί τυχόν ανακύπτοντες από τις  τεχνικές ρυθμίσεις και δυνατότητες του συστήματος της κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου 67  ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος (μη πρόβλεψη στο εν λόγω σύστημα  της δυνατότητας υποβολής δήλωσης από τον ένα μόνο σύζυγο, όταν ο άλλος δεν είναι  φορολογικός κάτοικος Ελλάδας), διότι το σύστημα αυτό θα πρέπει αντιθέτως να προσαρμόζεται  στους κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας και να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ορθής εφαρμογής  της και όχι η εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας να προσαρμόζεται στις δυνατότητες του  συστήματος.[…]».

 

Επειδή, η Φορολογική Διοίκηση προσέθεσε τον κωδικό 320 στην ηλεκτρονική δήλωση  φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2016 ώστε να συμπληρώνεται από τη σύζυγο ή το  μέρος συμφώνου συμβίωσης όταν είναι φορολογικός κάτοικος αλλοδαπής (καθώς υπήρχε μόνο ο  αντίστοιχος κωδικός 319 για τον υπόχρεο της δήλωσης) βάσει των στοιχείων που τηρεί η  φορολογική αρχή στο Μητρώο της.

 

Επειδή, εν προκειμένω, ο προσφεύγων έχει προσκομίσει:
– Την από 18.11.2016 Επιστολή Επιβεβαίωσης Κατοικίας («Letter of confirmation of residence») της Βασιλικής Υπηρεσίας Δημοσίων Εσόδων & Τελωνείων («HM Revenue  & Customs – HMRC») με τη σχετική επικύρωση APOSTILLE, επί της οποίας  αναγράφονται: «Αυτό δεν είναι πιστοποιητικό κατοικίας για τους σκοπούς της αίτησης  απαλλαγών κατά τη συμφωνία Διπλής Φορολόγησης με το Ηνωμ. Βασίλειο.  Επιβεβαιώνω ότι εξ όσων άριστα γνωρίζει η Α.Μ. Υπηρεσία Εισοδήματος και Τελών, ο
κος     , για τους σκοπούς της φορολόγησης, είναι κάτοικος  Ηνωμένου Βασιλείου,     , από 21 Ιουλίου 2013 μέχρι 18  Νοεμβρίου 2016».
– Την από 14.03.2017 επιστολή της Βασιλικής Υπηρεσίας Δημοσίων Εσόδων &  Τελωνείων («HM Revenue & Customs – HMRC») επί της αναγράφονται τα εξής: «[…]
Για τα έτη 2013 έως 2014 και 2014 έως 2015 τα αρχεία μας έχουν ως εξής:  Πηγές εισοδήματος για το φορολογικό έτος που έληξε στις 5 Απριλίου 2014…………………..

Η παρούσα επιστολή παρέχει λεπτομέρειες σχετικά με τις πληρωμές και τα φορολογικά  στοιχεία που διατηρούμε στο αρχείο μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό ήταν το συνολικό  φορολογητέο εισόδημά σας. […]».

–    Την    από    13.12.2016 επιστολή του    πανεπιστημιακού    νοσοκομείου  με την οποία βεβαιώνεται    ότι ο προσφεύγων    διέμενε κατά την  περίοδο 31/6/2013 έως 31/10/2014 στους κοιτώνες προσωπικού του νοσοκομείου.

–    Την    από    17.12.2015 επιστολή του    πανεπιστημιακού    νοσοκομείου  όπου αναγράφονται τα εξής: «Ο κύριος
εργάζεται στο Ίδρυμα, με μόνιμη σύμβαση, από τις 21 Ιουλίου 2013 και έχει ετήσιο μισθό, πλήρους απασχόλησης, ποσού 90.263,00 λιρών Αγγλίας, απασχολούμενος 10 βάρδιες ανά εβδομάδα.».

 

Επειδή, λαμβάνοντας υπόψιν ότι:
–    για το ημερολογιακό έτος 2013, ο προσφεύγων, σύμφωνα με τα στοιχεία του  υποσυστήματος Μητρώου του συστήματος TAXIS προκύπτει ότι προέβη σε διακοπή  εργασιών στην Ελλάδα στις 31.03.2013 και σύμφωνα με τα ως άνω προσκομισθέντα  στοιχεία ξεκίνησε να εργάζεται στο ως άνω πανεπιστημιακό νοσοκομείο στο Ηνωμένο  Βασίλειο στις 21/07/2013, συνεπώς το χρονικό διάστημα όπου διέμενε και εργαζόταν  στο εξωτερικό για το 2013 υπολείπεται των 183 ημερών, ενώ και η φορολογική αρχή του Η.Β. αναγνωρίζει ότι είναι κάτοικος Η.Β. για φορολογικούς σκοπούς από  21.07.2013 και εντεύθεν,

–   για το ημερολογιακό έτος 2014, ο προσφεύγων εργαζόταν με μόνιμη, πλήρους  απασχόλησης σύμβαση στο ως άνω νοσοκομείο, προσκόμισε δικαιολογητικά βάσει των  οποίων προκύπτει το εισόδημα που έλαβε και το φόρο εισοδήματος που πλήρωσε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ μόνο το γεγονός ότι η σύζυγός του διέμενε ακόμη στην Ελλάδα  και εργαζόταν ως μισθωτή σε δημόσιο νοσοκομείο (χωρίς να προκύπτει ότι είχαν  ανήλικα τέκνα να διαμένουν μαζί της) σύμφωνα με την ως άνω απόφαση 1445/2016 του ΣτΕ, προκύπτει ότι δύναται ο σύζυγος να έχει διαφορετική φορολογική κατοικία από τη  σύζυγο και άρα να υποβάλουν χωριστές φορολογικές δηλώσεις, και

–    σύμφωνα με τα στοιχεία του υποσυστήματος Μητρώου του συστήματος TAXIS, από  01/01/2015 και ο προσφεύγων και η σύζυγός του, η οποία μετέβη κι αυτή στο Ηνωμένο  Βασίλειο, μεταφέρθηκαν από τη Δ.Ο.Υ. ΧΟΛΑΡΓΟΥ στη Δ.Ο.Υ. ΚΑΤΟΙΚΩΝ  ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ με χώρα κατοικίας το Ηνωμένο Βασίλειο όπου διαμένουν μέχρι και  σήμερα.

την μερική αποδοχή της με ημερομηνία κατάθεσης 29.03.2017 και αριθμό πρωτοκόλλου .. ενδικοφανούς προσφυγής του…. (ΑΦΜ..) και συγκεκριμένα:

α) την αποδοχή αυτής ως προς την μεταφορά της φορολογικής του κατοικίας στο εξωτερικό  (Ηνωμένο Βασίλειο) από την 01.01.2014 και άρα τη δυνατότητα υποβολής χωριστής δήλωσης  φορολογίας εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2014 (01/01 – 31/12/2014) ως κάτοικος  εξωτερικού, και

β) την απόρριψη αυτής ως προς το ίδιο αίτημά του για το οικονομικό έτος 2014 (01/01 –  31/12/2013), καθώς δεν πληροί τα κριτήρια ώστε να θεωρείται κάτοικος εξωτερικού για το εν λόγω  έτος.
Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση
στον υπόχρεο.
Η Υπάλληλος του Τμήματος
Διοικητικής Υποστήριξης
Ακριβές Αντίγραφο
ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ
ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Α1
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ

Παροχή διευκρινίσεων για την έκδοση στοιχείων λιανικής πώλησης με το σύστημα της παραγγελιοληψίας

Αριθμ. πρωτ.: ΔΕΑΦ Δ 1157368 ΕΞ 2017
Παροχή διευκρινίσεων για την έκδοση στοιχείων λιανικής πώλησης με το σύστημα της παραγγελιοληψίας, από οντότητες – εκμεταλλευτές καταστημάτων, που διαθέτουν στο κοινό οποιοδήποτε είδος τροφής ή ποτού

Αθήνα, 20 Οκτωβρίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ Δ 1157368 ΕΞ2017/20-10-2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ’- ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10
Ταχ.Κώδικας :10184 Αθήνα
Πληροφορίες :Α. Λουγκάνη
Τηλέφωνο:2103610065, 2103610030
Fax:2103615052
E-Mail:d.eleg7@mofadm.gr
Url:www.aade.gr

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΝ

ΘΕΜΑ: Παροχή διευκρινίσεων για την έκδοση στοιχείων λιανικής πώλησης με το σύστημα της παραγγελιοληψίας, από οντότητες – εκμεταλλευτές καταστημάτων, που διαθέτουν στο κοινό οποιοδήποτε είδος τροφής ή ποτού.

1. Με την παράγραφο 9.2 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1220/13.12.2012, η οποία διατηρείται σε ισχύ με τις διατάξεις του ν. 4308/2014, ορίζεται το περιεχόμενο των δελτίων Προσωρινών Αποδείξεων που εκδίδονται με Φορολογικό Ηλεκτρονικό Μηχανισμό (Φ.Η.Μ.) με πρόγραμμα εστιατορίου. Όπως αναφέρεται δε στην υποπαράγραφο 9.2.1 (περ. 10) της ανωτέρω απόφασης, στο υποχρεωτικό περιεχόμενο των δελτίων προσωρινών αποδείξεων, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνεται και μια τουλάχιστον γραμμή για κάθε είδος, στην οποία αναγράφεται η ονομασία, η αξία και η ποσότητα του είδους.

2. Όπως έχει γίνει δεκτό (υπ’ αριθμ. ΔΕΛ Ζ ΚΦΑΣ 1142901 ΕΞ 2015/26.10.2015 έγγραφό μας), οι εκδίδοντες αποδείξεις λιανικής με τη χρήση Η/Υ και μηχανισμού Ε.Α.Φ.Δ.Σ.Σ., μπορούν να κάνουν ανάλογη εφαρμογή των οριζομένων στην Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1220/13.12.2012 και αντί να εκδίδουν σημασμένες αποδείξεις λιανικής πώλησης με κάθε σερβίρισμα, να εκδίδουν προσωρινές αποδείξεις – δελτία παραγγελίας με σήμανση και για το «κλείσιμο» του λογαριασμού του τραπεζιού μια απόδειξη λιανικής πώλησης με σήμανση, για το σύνολο των σερβιρισθέντων ειδών.

3. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι τα καταστήματα εστιάσεως που χρησιμοποιούν «πρόγραμμα εστιατορίου» πρέπει να εφαρμόζουν τα οριζόμενα στην Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1220/13.12.2012.

4. Τέλος, στις περιπτώσεις που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1220/13.12.2012, αναφορικά με τον τρόπο και το περιεχόμενο των προσωρινών αποδείξεων – δελτίων παραγγελίας (ήτοι εκδίδονται δελτία παραγγελίας στα οποία δεν αναγράφονται αξίες), εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 4308/2014, και οι υπόχρεοι οφείλουν να εκδίδουν τα στοιχεία λιανικής πώλησης, με σήμανση από μηχανισμό Ε.Α.Φ.Δ.Σ.Σ., κατά τον χρόνο παράδοσης των αγαθών, ήτοι με κάθε σερβίρισμα.

 

Ο ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

 

Φορολογική μεταχείριση ατομικής (προσωπικής) υποτροφίας

Αριθμ. πρωτ.: ΔΕΑΦ 1157677 ΕΞ 2017
Φορολογική μεταχείριση ατομικής (προσωπικής) υποτροφίας

Αθήνα, 20 Οκτωβρίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ 1157677 ΕΞ2017/20-10-2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ: Α’

Ταχ. Δ/νση:Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:10184 Αθήνα
Πληροφορίες:Δ. Παπαγιάννης
Τηλέφωνο:210.3375315-6
Fax:210.3375001
E-Mail:d12.a@yo.syzefxis.gov.gr
Url:www.aade.gr

Θέμα: Φορολογική μεταχείριση ατομικής (προσωπικής) υποτροφίας.

Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Με τις διατάξεις της παρ.6 του άρθρου 24 του ν.4386/2016 προστέθηκαν τρία νέα εδάφια στην παρ.5 του άρθρου 28 του ν.4314/2014 με τα οποία ορίζεται ότι από 23.12.2014 οι δαπάνες των υποτροφιών που χορηγούνται από τα ερευνητικά κέντρα ή ινστιτούτα σύμφωνα με τους όρους της παρ.7 του άρθρου 28 του ν.4310/2014, από τα Α.Ε.Ι. σύμφωνα με το ν.4009/2011, όπως ισχύει και από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.), σύμφωνα με το ν.2158/1993 και το π.δ. 321/1999 είναι επιλέξιμες για συγχρηματοδότηση από τα ανωτέρω επιχειρησιακά προγράμματα. Τα χορηγούμενα από τις αιτίες αυτές ποσά δεν αποτελούν εισόδημα και δεν υπόκεινται σε οποιονδήποτε φόρο ή κράτηση. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και για τους μεταδιδακτορικούς συνεργάτες.

2. Με την ΠΟΛ.1094/17.4.2015 εγκύκλιο διευκρινίστηκε ότι υποτροφίες που δεν εμπίπτουν στο εννοιολογικό πεδίο κανενός εκ των κατηγοριών εισοδήματος της παρ.2 του άρθρου 7 του ν.4172/2013, νοούνται τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από το Δημόσιο και από άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς (π.χ. Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ., οργανισμούς, ιδρύματα, κοινωφελείς περιουσίες του ν. 4182/2013, ιδιωτικές επιχειρήσεις κ.λπ.) ως οικονομική ενίσχυση σε σπουδαστές οποιασδήποτε αναγνωρισμένης εκπαιδευτικής βαθμίδας ή επαγγελματικής κατάρτισης με σκοπό την συνέχιση ή την ολοκλήρωση των σπουδών και την απόκτηση τίτλου σπουδών, για δίδακτρα, έξοδα διαμονής ή τροφεία κατά τη διάρκεια των σπουδών τους ή για τη βράβευσή τους, λόγω των εξαιρετικών επιδόσεών τους στις σπουδές τους.

3. Με την ίδια εγκύκλιο διευκρινίστηκε επίσης ότι τα ποσά που καταβάλλονται από τα Α.Ε.Ι., Τ.Ε.Ι., ερευνητικές επιτροπές, κ.λ.π. σε ερευνητές ή προπτυχιακούς ή μεταπτυχιακούς φοιτητές ως αμοιβή για τη συμμετοχή τους σε ερευνητικά προγράμματα, καθώς και αυτά που καταβάλλονται από το ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος κατά το διάστημα εκπόνησης διδακτορικής διατριβής χαρακτηρίζονται ως εισόδημα από μισθωτή εργασία ή επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά περίπτωση.

4. Μετά από όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω προκύπτει ότι μετά την εφαρμογή των διατάξεων της παρ.6 του άρθρου 24 του ν.4386/2016, ήτοι από 23.12.2014 και μετά, τα ποσά που καταβάλλονται στους δικαιούχους ως υποτροφίες (ερευνητές, μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς φοιτητές, μεταδιδακτορικούς συνεργάτες, κ.λ.π.) σύμφωνα με όσα ορίζονται από τις διατάξεις αυτές, προκειμένου για την εκτέλεση ερευνητικών έργων ή προγραμμάτων, δεν αποτελούν εισόδημα και δεν υπόκεινται σε φόρο, μη εφαρμοζόμενων στην περίπτωση αυτή των όσων, αναφέρονται για το θέμα αυτό στην ΠΟΛ.1094/17.4.2015 εγκύκλιό μας.

 

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Ευρωπαϊκή εταιρεία

Ευρωπαϊκή εταιρεία

Αν έχετε επιχείρηση και θέλετε να την επεκτείνετε σε άλλη χώρα της ΕΕ, μπορείτε να εξετάσετε το ενδεχόμενο δημιουργίας ευρωπαϊκής εταιρείας. Η ευρωπαϊκή εταιρεία – γνωστή και ως SE – είναι μια μορφή ανώνυμης εταιρείας που διέπεται από το δίκαιο της ΕΕ.

Η σύσταση ευρωπαϊκής εταιρείας έχει πολλά πλεονεκτήματα:

  • απλούστερος τρόπος άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας σε περισσότερες από μία χώρες της ΕΕ. Μπορείτε να αναδιοργανώσετε τις δραστηριότητές σας υπό ενιαίο ευρωπαϊκό σήμα και να ασκείτε την επιχειρηματική σας δραστηριότητα χωρίς να πρέπει να συστήσετε δίκτυο θυγατρικών εταιρειών
  • μεγαλύτερη κινητικότητα στην ενιαία αγορά. Για παράδειγμα, μπορείτε να μεταφέρετε την καταστατική σας έδρα σε άλλη χώρα της ΕΕ χωρίς να πρέπει πρώτα να διαλύσετε την εταιρεία
  • πλαίσιο για τη συμμετοχή προσωπικού,που είναι εγκατεστημένο σε περισσότερες από μία χώρες, στη διαχείριση της επιχείρησής σας.

Πώς να συστήσετε μια ευρωπαϊκή εταιρεία

Υπάρχουν 4 δυνατότητες, ανάλογα με την περίπτωσή σας:

Πώς Ποιες Απαιτήσεις
Συγχώνευση (για τη σύσταση ευρωπαϊκής εταιρείας) Ανώνυμες εταιρείες Τουλάχιστον δύο εταιρείες από διαφορετικές χώρες της ΕΕ
Δημιουργία ευρωπαϊκής εταιρείας χαρτοφυλακίου Ανώνυμες εταιρείες ή εταιρείες περιορισμένης ευθύνης Τουλάχιστον δύο εταιρείες από διαφορετικές χώρες της ΕΕ

ή

μία εταιρεία που είχε, για τουλάχιστον δύο χρόνια, θυγατρική ή υποκατάστημα σε άλλη χώρα της ΕΕ

Δημιουργία ευρωπαϊκής θυγατρικής εταιρείας Εταιρείες, επιχειρήσεις ή άλλες νομικές οντότητες Τουλάχιστον δύο εταιρείες από διαφορετικές χώρες της ΕΕ

ή

μία οντότητα που είχε, για τουλάχιστον δύο χρόνια, θυγατρική ή υποκατάστημα σε άλλη χώρα της ΕΕ

Μετατροπή Ανώνυμη εταιρεία Μία εταιρεία που είχε, για τουλάχιστον δύο χρόνια, θυγατρική ή υποκατάστημα σε άλλη χώρα της ΕΕ

Όροι σύστασης ευρωπαϊκής εταιρείας

Μια ευρωπαϊκή εταιρεία έχει νομική προσωπικότητα, όπως μια ανώνυμη εταιρεία. Για να συστήσετε ευρωπαϊκή εταιρεία, πρέπει να έχετε:

  1. την καταστατική σας έδρα και τα κεντρικά σας γραφεία στην ίδια χώρα της ΕΕ
  2. παρουσία σε άλλες χώρες της ΕΕ (θυγατρικές ή υποκαταστήματα) ή η εταιρεία σας και άλλες συμμετέχουσες εταιρείες να διέπονται από τη νομοθεσία τουλάχιστον δύο διαφορετικών χωρών της ΕΕ
  3. ελάχιστο εγγεγραμμένο κεφάλαιο ύψους 120.000 EUR
  4. συμφωνία για τη συμμετοχή των εργαζομένων στα όργανα της εταιρείας και για τον τρόπο με τον οποίο θα ζητείται η γνώμη τους και θα ενημερώνονται

Οι απαιτήσεις ενδέχεται να διαφέρουν από τη μια χώρα στην άλλη. Ορισμένες χώρες μπορεί να έχουν υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις, ενώ άλλες να απαιτούν τα κεντρικά γραφεία και η καταστατική έδρα να βρίσκονται στον ίδιο τόπο.

Ευρωπαϊκές εταιρίες σε κάθε χώρα

Ορισμένοι κανόνες της ΕΕ για το καταστατικό της ευρωπαϊκής εταιρείας έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι μερικοί από τους κανόνες ενδέχεται να εφαρμόζονται με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικές χώρες. Το ίδιο ισχύει και για την οδηγία της ΕΕ σχετικά με τη συμμετοχή των εργαζομένων

http://europa.eu/youreurope/business/start-grow/european-company-legal-form/index_el.htm

Καταβολή ειδικού εποχικού βοηθήματος έτους 2017

Αριθμ. πρωτ.: 69895/2017
Καταβολή ειδικού εποχικού βοηθήματος έτους 2017, στις κατηγορίες του άρθρου 22 του Ν. 1836/89 όπως ισχύει

ΑΘΗΝΑ:
ΑΡΙΘ. ΠΡΩΤ.: 69895/10-10-2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΟΙΚΗΣΗ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Α6)
ΤΜΗΜΑ: 2

ΤΑΧ. Δ/ΝΣΗ: Εθν. Αντίστασης 8
Α. Καλαμάκι 16610
Αθήνα.
Πληροφορίες: Σ. ΚΙΑΜΟΣ
Ε. ΚΑΛΛΙΑΝΟΥ
Ν. ΜΠΕΛΛΑΣ
ΤΗΛ: 210-9989064
210- 9989066
210-9989267
FAX: 210-9989050

ΘΕΜΑ: Καταβολή ειδικού εποχικού βοηθήματος έτους 2017, στις κατηγορίες του άρθρου 22 του Ν. 1836/89 όπως ισχύει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Τα άτομα που παρέχουν την εργασία τους στην Ελλάδα, και ασκούν ένα από τα επαγγέλματα που περιγράφονται στην παρ 1 του άρθρου 22 του Ν 1836/1989 όπως ισχύει, δικαιούνται ειδικό εποχικό βοήθημα.
Στην παραπάνω διάταξη ανήκουν και οι μισθωτοί της ναυπ/κής ζώνης, εφόσον υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΕΦΚΑ (πρώην ΙΚΑ – ΕΤΑΜ), όταν παρέχουν την εργασία τους σε επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα και δραστηριότητες σε μία ή περισσότερες χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
ΕΝΑΡΞΗ ΚΑΙ ΛΗΞΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΒΟΗΘΗΜΑΤΟΣ.

Την 12/10/2017 ξεκινά ηλεκτρονικά η υποβολή των αιτήσεων για την καταβολή του ειδικού εποχικού βοηθήματος στις επαγγελματικές κατηγορίες εργαζομένων, που περιλαμβάνονται στην παρ. 1 του άρθρου 22 του Ν. 1836/1989 όπως ισχύει.

Η λήξη υποβολής των αιτήσεων για την καταβολή του ειδικού εποχικού βοηθήματος ορίζεται η 30/11/2017.

Οι δικαιούχοι θα μπορούν να υποβάλουν την αίτηση και στα ΚΕΠ από την 18/10/ 2017.

Ο Οργανισμός θα καταβάλει προσπάθεια ούτως ώστε η πίστωση να ολοκληρώνεται μετά την πάροδο 15 εργάσιμων ημερών από την έγκριση της αίτησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΕΠΟΧΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ

Δικαιούχοι του ειδικού εποχικού βοηθήματος είναι τα άτομα που παρέχουν την εργασία στην Ελλάδα, εφ’ όσον υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση ΕΦΚΑ (πρώην ΙΚΑ – ΕΤΑΜ) και ασκούν ένα από τα πιο κάτω επαγγέλματα.

Συγκεκριμένα αυτά του οικοδόμου, λατόμου, ασβεστοποιού, πλινθοποιού, αγγειοπλάστη, δασεργάτη, ρητινοσυλέκτη, καπνεργάτη, μουσικού μέλους του οικείου επαγγελματικού σωματείου, υποδηματεργάτη, μισθωτού ναυπηγοεπισκευαστικης ζώνης, χειριστή εκσκαπτικών, ανυψωτικών, οδοποιητικών, γεωτρητικών μηχανημάτων, ηθοποιού, τεχνικού κινηματογράφου και τηλεόρασης, χείριστη και βοηθού χείριστη κινηματογράφου, ελεγκτή κινηματογράφου και θεάτρου, ταμία κινηματογράφου και θεάτρου , μισθωτού τουριστικού και επισιτιστικού κλάδου και σμυριδεργάτη.

Επίσης σύμφωνα με την διάταξη του Ν. 3762/2009 – ΜΕΡΟΣ Β – ΚΕΦ. Α – ΑΡΘΡΟ 14 παρ. 1 (ΦΕΚ 75 Α/15-5-2009) δικαιούχοι είναι και οι μισθωτοί της ναυπ/κής ζώνης, εφόσον υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση ΕΦΚΑ (πρώην ΙΚΑ – ΕΤΑΜ), όταν παρέχουν την εργασία τους σε επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα και δραστηριότητες σε μία ή περισσότερες χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συνταξιούχοι, οι οποίοι υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδότησης μέχρι και την 10/9/2017, που κατά το έτος 2017 ασκούσαν ένα από τα παραπάνω επαγγέλματα και έχουν τις προϋποθέσεις για την λήψη του βοηθήματος έτους 2017, δικαιούνται το εποχικό βοήθημα εφ’ όσον το ποσό της σύνταξης που λαμβάνουν (κύρια και επικουρική) είναι μικρότερο από το ποσό των 495,75 €. (Απόφαση του ΔΣ του ΟΑΕΔ 2712/63/3-10-2017 )

Όσοι καθίστανται συνταξιούχοι από 11/9/2017 και μετά, και πληρούν τις προϋποθέσεις, είναι δικαιούχοι του βοηθήματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο
ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

1. Άρθρα 22 και 37 του Ν. 1836/1989 (ΦΕΚ 79/Α/14-3-89)
2. Ν. 2081/1992 (ΦΕΚ 154/Α/10-9-92)
3. Ν. 2224/1994 (ΦΕΚ 112/Α/6-7-94)
4. Ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188/Α/20-8-96)
5. Ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270/Α/24-12-97)
6. ΥΑ 30659/31-3-89 (ΦΕΚ 239/Β/5-4-89)
7. ΥΑ 30962/27-4-89 (ΦΕΚ 315/Β/27-4-89)
8. ΥΑ 31353/7-6-89 (ΦΕΚ 448/Β/9-6-89)
9. ΥΑ 32021/6-10-89 (ΦΕΚ 773/Β/9-10-89)
10. Υ.Α 33142/19-2-98 (ΦΕΚ 237/Β/98)
11. Κ.Υ.Α 65646/1026/2-10-08 (ΦΕΚ 2034 Β/2-10-08)
12. Ν. 3762/2009 – ΜΕΡΟΣ Β – ΚΕΦ. Α – ΑΡΘΡΟ 14 (ΦΕΚ 75 Α/15-5-2009)
13. ΔΙΑΔΙΠΥΔ/Φ15/20/26524/12.8.2015 (ΦΕΚ 1845/Β/27-8-2015)
14. Κ.Υ.Α. 49863/688/23-12-2014 (ΦΕΚ 3484/Β/24-12-2014)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο
ΥΨΟΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΕΠΟΧΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ

1. Το ύψος του ειδικού εποχικού βοηθήματος, προκειμένου για οικοδόμους, ορίζεται στο 70% του 37πλασίου του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη.

2. Το ύψος του ειδικού εποχικού βοηθήματος σμυριδεργάτη ορίζεται στο 70% του 50πλασίου του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη.

3. Το ύψος του ειδικού εποχικού βοηθήματος για τα επαγγέλματα των δασεργατών – ρητινοσυλλεκτών, καπνεργατών, αγγειοπλαστών -κεραμοποιών- πλινθοποιών και μισθωτών ναυπηγ/κής ζώνης ορίζεται στο 70% του 35πλασίου του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη.

4. Το ύψος του ειδικού εποχικού βοηθήματος για τα επαγγέλματα των μουσικών – τραγουδιστών, ηθοποιών, υποδηματεργατών, χειριστών-βοηθών χειριστών κιν/φου, ελεγκτών θεάτρου – κιν/φου, ταμιών κιν/φου – θεάτρου, τεχνικών κιν/φου και τηλεόρασης, ταξιθετών θεάτρου – κιν/φου, χειριστών εκσκαπτικών ανυψωτικών οδοποιητικών κλπ μηχανημάτων και μισθωτών τουριστικού και επισιτιστικού κλάδου ορίζεται στο 70% του 25πλασίου του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη.

(Ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη 26,18 €)

Παραθέτουμε πίνακα ανά κατηγορία με το ύψος του βοηθήματος.
ΚΛΑΔΟΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ Ημερομίσθια 2016 ΠΟΣΟ
ΣΕ ΕΥΡΩ
Α 1 Οικοδόμοι 95-210 678,06
Β 1 Σμυριδορύκτες Νάξου 50-240 916,30
Γ 1 Δασεργάτες – ρητινοσυλλέκτες 50-240 641,41
2 Καπνεργάτες 50-210
3 Αγγειοπλ.- κεραμομ.- πλινθοπ 50-210
4 Ναυπ/κή ζώνη 50-230
Δ 1 Μουσικοί-τραγουδιστές 50-210 458,15
2 Ηθοποιοί 50-210
3 Υποδηματεργάτες 50-210
4 Χειριστές-βοηθοί χειριστών κιν/φου 50-210
5 Ελεγκτές κιν/φου -θεάτρου 50-210
6 Ταμίες κιν/φου-θεάτρου 50-210
7 Τεχνικοί- κιν/φου και τηλεόρασης 50-210
8 Ταξιθέτες θεάτρου – κιν/φου (άρθ. 22 Ν 2556/1997
50-210
9 Χειριστές εκσκαπτικών ανυψωτικών οδοποιητικώνκ.λ.π. μηχανημάτων 70-210
10 Μισθωτοί τουρ/κού – επισ/κού κλάδου 75 και όχι άνω των 50 από 1/10-31/12

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ

Ι Οικοδόμοι

1. Να έχουν πραγματοποιήσει, το ημερολογιακό έτος που προηγείται του έτους καταβολής του βοηθήματος, αποκλειστικά σε οικοδομικές εργασίες από 95 έως 210 ημέρες εργασίας (Η.Ε).
Στις ανωτέρω ημέρες συμπεριλαμβάνεται η προσαύξηση 20% καθώς και οι αναλογούσες ημέρες άδειας. Ουσιαστικά δηλαδή δικαιούται το βοήθημα ο ασφαλισμένος που πραγματοποιεί 73 μέχρι 163 πραγματικές ημέρες εργασίας (Η.Ε.).
Να μην είναι εργολάβοι ή υπεργολάβοι οικοδομικών εργασιών και απασχολούν περισσότερους από 3 μισθωτούς.

2. Να απασχολήθηκαν αποκλειστικά στον κλάδο κατά το προηγούμενο, της καταβολής του βοηθήματος, ημερολογιακό έτος.

3. Να έχουν την ιδιότητα του οικοδόμου κατά την περίοδο καταβολής του βοηθήματος ( 10/9 – 30/11).

4. Στερούνται το ειδικό εποχικό βοήθημα του έτους στο οποίο περιλαμβάνεται το μεγαλύτερο διάστημα της εκπαίδευσής τους, οι δικαιούχοι που συμμετέχουν σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης του ΟΑΕΔ και λαμβάνουν εκπαιδευτικό επίδομα. (παρ. 5α, άρθρου 37 Ν. 1836/1989).

ΙΙ Λοιπές κατηγορίες (πλην οικοδόμων)

1. Να έχουν πραγματοποιήσει το ημερολογιακό έτος που προηγείται του έτους καταβολής του βοηθήματος από 50 έως 210 ημέρες ασφάλισης στον κλάδο τους.
2. Για τους δασεργάτες – ρητινοσυλλέκτες και σμυριδορύκτες Νάξου απαιτούνται από 50 – 240 ημέρες ασφάλισης στον κλάδο τους.
3. Οι μισθωτοί τουριστικών και επισιτιστικών επαγγελμάτων πρέπει να έχουν πραγματοποιήσει κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται της καταβολής του βοηθήματος 75 τουλάχιστον ημερομίσθια και όχι περισσότερα από 50 ημερομίσθια κατά την χρονική περίοδο από 1η Οκτωβρίου έως 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου της καταβολής ημερολογιακού έτους.
4. Για τους χειριστές εκσκαπτικών , ανυψωτικών οδοποιητικών κ.λ.π. μηχανημάτων απαιτούνται από 70 – 210 ημέρες ασφάλισης στον κλάδο τους.
5. Να έχουν την ιδιότητα κατά την περίοδο καταβολής του βοηθήματος (10/9 – 30/11).
6. Τα ημερομίσθια που έχουν τυχόν πραγματοποιήσει σε άλλους κλάδους κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται της καταβολής να μην είναι περισσότερα απ’ αυτά που πραγματοποίησαν στον επαγγελματικό κλάδο ως μέλη του οποίου ζητούν το βοήθημα.
7. Το σύνολο των ημερομισθίων που έχουν πραγματοποιήσει κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται της καταβολής να μην υπερβαίνει τα 240 ημερομίσθια.
8. Δεν είναι δικαιούχοι όσοι συγκεντρώνουν προϋποθέσεις τακτικής επιδότησης κατά τον χρόνο καταβολής του βοηθήματος. Στη περίπτωση που η τακτική επιδότηση ανεργίας εμπίπτει μέσα στην περίοδο καταβολής του βοηθήματος (10/9 – 30/11), τότε το εποχικό βοήθημα συμψηφίζεται με το αντίστοιχο ποσό της τακτικής ανεργίας.
9. Στερούνται το ειδικό εποχικό βοήθημα του έτους στο οποίο περιλαμβάνεται το μεγαλύτερο διάστημα της εκπαίδευσής τους, οι δικαιούχοι που συμμετέχουν σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης του ΟΑΕΔ και λαμβάνουν εκπαιδευτικό επίδομα. (παρ. 5α, άρθρου 37 Ν. 1836/1989).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο
ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ

Ι Οικοδόμοι

1) Ηλεκτρονική Αίτηση – Υπεύθυνη Δήλωση στην οποία να δηλώνουν ΚΑΤΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ αν:
α) ασκούν αποκλειστικά το επάγγελμα του οικοδόμου.
β) δεν συμμετέχουν σε πρόγραμμα κατάρτισης του ΟΑΕΔ, το μεγαλύτερο διάστημα του οποίου περιλαμβάνεται στο έτος 2017
γ) δεν απασχολούν περισσότερους από τρεις μισθωτούς ως εργολάβοι ή υπεργολάβοι.
δ) δεν λαμβάνουν σύνταξη ( κύρια και επικουρική) ίση ή μεγαλύτερη από το ποσό των 495,75 €.
2) Προκειμένου για υπηκόους τρίτων χωρών που δε διαθέτουν άδεια διαμονής σε ισχύ, βεβαίωση κατάθεσης αιτήματος για ανανέωση της άδειας διαμονής.

ΙΙ Λοιπές κατηγορίες (πλην οικοδόμων)

Ηλεκτρονική Αίτηση – Υπεύθυνη Δήλωση στην οποία να δηλώνουν ΚΑΤΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ αν:
1) α) κατά το έτος 2017 ασκούν το επάγγελμα του
β) δεν συμμετέχουν σε πρόγραμμα κατάρτισης του ΟΑΕΔ , το μεγαλύτερο διάστημα του οποίου περιλαμβάνεται στο έτος 2017.
γ) δεν λαμβάνουν σύνταξη ( κύρια και επικουρική) ίση ή μεγαλύτερη από το ποσό των 495,75 €.
2) α) προκειμένου για μουσικούς, βεβαίωση του οικείου επαγγελματικού σωματείου.
β) προκειμένου για χειριστές ανυψωτικών και εκσκαπτικών μηχανημάτων, άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος.
γ) προκειμένου για τους σμυριδορύκτες Νάξου βεβαίωση της οικείας αρχής για την απόδειξη του τόπου κατοικίας σύμφωνα με την με αριθμ. 30659/31-3-89 Υ.Α.
3) Προκειμένου για υπηκόους τρίτων χωρών που δε διαθέτουν άδεια διαμονής σε ισχύ, βεβαίωση κατάθεσης αιτήματος για ανανέωση της άδειας διαμονής.

ΕΦΙΣΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ ΠΕΔΙΩΝ ΤΗΣ Υ.Δ, ΔΙΟΤΙ Η ΜΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΕΝΟΣ ΠΕΔΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΡΡΙΨΗΣ.

Σημειώνουμε ότι τα λοιπά δικαιολογητικά αναζητούνται ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΑ από τις Υπηρεσίες του Οργανισμού.
Συγκεκριμένα:
i. Προκειμένου για υπηκόους τρίτων χωρών που διαθέτουν άδεια διαμονής σε ισχύ, τα στοιχεία της άδειας διαμονής αναζητούνται από το Υπουργείο Εσωτερικών.
ii. Τα στοιχεία ασφάλισης διασταυρώνονται από το ηλεκτρονικό σύστημα του του ΕΦΚΑ (πρώην ΙΚΑ – ΕΤΑΜ).
Οι ασφαλισμένοι υποχρεούνται να προσκομίσουν «Αποσπάσματα Ατομικού Λογαριασμού Ασφάλισης» μόνο στις περιπτώσεις που ασφαλίζονται με τρόπο πλασματικό (π.χ. δασεργάτες , ηθοποιοί, σμυριδορύκτες Νάξου κλπ).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο
ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

Οι δικαιούχοι ή οι αντιπρόσωποί τους μπορούν να υποβάλλουν την ηλεκτρονική αίτηση – υπεύθυνη δήλωση τους είτε μέσω της Υπηρεσίας ΟΑΕΔ του τόπου διαμονής τους, είτε από οποιοδήποτε χώρο ηλεκτρονικής πρόσβασης, είτε μέσω ΚΕΠ.

Ειδικότερα:

Α) Στην περίπτωση που η αίτηση υποβάλλεται στην Υπηρεσία του τόπου κατοικίας, ο δικαιούχος ή ο αντιπρόσωπός του επιδεικνύει το σχετικό έγγραφο ταυτοπροσωπίας ή την άδεια διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών, η οποία πρέπει να είναι σε ισχύ κατά την υποβολή της αίτησης ή τη βεβαίωση κατάθεσης αιτήματος για ανανέωση της άδειας διαμονής, και υπογράφει την ηλεκτρονική αίτηση – υπεύθυνη δήλωσή του.

Σημειώνουμε ότι ο αντιπρόσωπος μπορεί να εκπροσωπεί μέχρι δύο (2) δικαιούχους, με την επίδειξη της σχετικής εξουσιοδότησης.

ΟΙ ΝΕΟΙ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΣΥΝΑΛΛΑΣΣΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ, ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ, ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ, ΝΑ ΠΡΟΣΕΛΘΟΥΝ ΣΤΟ ΚΠΑ 2 ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ.

Β) Για την υποβολή της αίτησης από άλλο χώρο ηλεκτρονικής πρόσβασης
1) Οι ήδη πιστοποιημένοι χρήστες (στους οποίους έχει χορηγηθεί κλειδάριθμος), θα εισέρχονται στο σύστημα με τη χρήση των κωδικών τους (Είσοδος χρήστη).
2) Όσοι δεν έχουν τον σχετικό κλειδάριθμο, αλλά είναι ήδη συναλλασσόμενοι με τον Οργανισμό, θα πρέπει να εισέρχονται στο Portal του ΟΑΕΔ, www.oaed.gr, – Ηλεκτρονικές Υπηρεσίες – οδηγίες πρόσβασης στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του ΟΑΕΔ, προκειμένου να λάβουν οδηγίες για την απόκτηση κωδικού πρόσβασης ώστε να υποβάλλουν την σχετική αίτηση του εποχιακού βοηθήματος έτους 2017.

Γ) Για την υποβολή της αίτησης μέσω ΚΕΠ

Με την με αριθμ. ΔΙΑΔΙΠΥΔ/Φ15/20/26524/12.8.2015 (ΦΕΚ 1845/Β/27-8-2015) ΚΥΑ, καθορίστηκαν νέες διοικητικές διαδικασίες αρμοδιότητας ΟΑΕΔ, σχετικά με την υποβολή αιτήσεων του ειδικού εποχιακού βοηθήματος που δύνανται να διεκπεραιώνονται μέσω των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π)

Με την καταχώρηση της αίτησης, χορηγείται αυτόματα ο αριθμός πρωτοκόλλου, τον οποίο οι δικαιούχοι μπορούν να εκτυπώσουν προκειμένου να αναζητήσουν την αίτησή τους κατά την προσέλευσή τους στην Υπηρεσία που τους έχει εντάξει το σύστημα αυτόματα, βάσει των στοιχείων της δ/νσης κατοικίας που έχουν δηλώσει.

Επομένως, για όσους δικαιούχους απαιτείται η προσκόμιση σχετικού δικαιολογητικού (βεβαίωση κατάθεσης αιτήματος για ανανέωση της άδειας διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών, άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος προκειμένου για χειριστές ανυψωτικών και εκσκαπτικών μηχανημάτων, βεβαίωση του οικείου επαγγελματικού σωματείου προκειμένου για μουσικούς και βεβαίωση της οικείας αρχής για την απόδειξη του τόπου κατοικίας προκειμένου για τους σμυριδορύκτες Νάξου), οι δικαιούχοι έχουν τη δυνατότητα να επισυνάψουν ηλεκτρονικά τα σχετικά δικαιολογητικά κατά την υποβολή της αίτησης ή υποχρεούνται εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών και το αργότερο μέχρι την ημερομηνία λήξης της καταβολής του ειδικού εποχικού βοηθήματος να προσέλθουν στην Υπηρεσία ΟΑΕΔ του τόπου διαμονής τους προκειμένου να προσκομίσουν το σχετικό δικαιολογητικό. διαφορετικά το αίτημά τους θεωρείται άκυρο και μετά τη λήξη της προθεσμίας θα εκδίδεται απορριπτική απόφαση.

Για την διευκόλυνση των ασφαλισμένων επισυνάπτουμε αναλυτικό πίνακα των ΚΠΑ 2 ΟΑΕΔ και των ταχυδρομικών δ/νσεων αυτών.

Οι δικαιούχοι οφείλουν ν’ αποτυπώνουν με προσοχή το ΑΦΜ, τον ΑΜ ΙΚΑ και το IBAN του ατομικού τους λογαριασμού ταμιευτηρίου ή όψεως Εθνικής Τραπέζης, στον οποίο θα πρέπει να αναφέρεται ως πρώτος δικαιούχος το όνομα του ασφαλισμένου ή να είναι συνδικαιούχος (61235/3-8-15 Γενικό Έγγραφο της Δ/νσης Ασφάλισης) για τη διασφάλιση της παροχής. Η πληρωμή του βοηθήματος στους δικαιούχους θα γίνει με πίστωση του λογαριασμού που θα έχουν δηλώσει στην Ηλεκτρονική Αίτηση – Υπεύθυνη Δήλωση.

Σε περίπτωση που κάποιος από τους ασφαλισμένους δεν έχει λογαριασμό στην Ε.Τ.Ε ούτε ως συνδικαιούχος, θα πρέπει να απευθυνθεί στην υπηρεσία προκείμενου να του υποδειχθεί τρόπος ανοίγματος λογαριασμού ταμιευτηρίου ή όψεως (62614/10-8-15 Γενικό Έγγραφο της Δ/νσης Ασφάλισης), ο οποίος πραγματοποιείται χωρίς επιβάρυνση των δικαιούχων από την Ε.Τ.Ε.

ΠΡΟΣΟΧΗ κανένα βοήθημα δε θα καταβληθεί εκτός της διαδικασίας πίστωσης λογαριασμού.

Σημειώνουμε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 15, του Ν. 3386/2005, οι άδειες διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών θα πρέπει να αναφέρουν ότι παρέχεται η πρόσβαση στην αγορά εργασίας για εξαρτημένη εργασία, ή, προκειμένου για εργολάβους ή υπεργολάβους οικοδομοτεχνικών έργων, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

Οι Υπηρεσίες μας θα πρέπει:

Α) Σε ειδικές περιπτώσεις, π.χ. όταν έχουμε λήξη της άδειας διαμονής εντός της περιόδου καταβολής του βοηθήματος, ασθένεια, στράτευση κλπ., οι Υπηρεσίες δύνανται να ζητήσουν από τους ασφαλισμένους την προσκόμιση των απαραίτητων για την έκδοση απόφασης δικαιολογητικών.

Β) Στις περιπτώσεις που υπάρχουν εισοδήματα από εμπορικές επιχειρήσεις ή ελευθέρια επαγγέλματα, να διερευνάται α) αν η επαγγελματική δραστηριότητα είναι συναφής με τον επαγγελματικό κλάδο που ανήκει ο ασφαλισμένος και β) σε ποιον ασφαλιστικό φορέα και για πόσο χρονικό διάστημα είναι ασφαλισμένος σ’ αυτό, προκειμένου να διαπιστώνεται εάν πληροί την προϋπόθεση της παρ. 1Αβ της με αρ. 30659-31-3-89 ΥΑ (ΦΕΚ 239/5-4-89) δηλ. «τα ημερομίσθια που έχουν τυχόν πραγματοποιήσει σε άλλους κλάδους κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται της καταβολής, να μην είναι περισσότερα από αυτά που πραγματοποίησαν στον επαγγελματικό κλάδο ως μέλη του οποίου ζητούν το βοήθημα», γεγονός που δηλώνουν και με την υπεύθυνη δήλωση που καταθέτουν σύμφωνα και με την με αρ. 30734/03ΥΑ (Σχετικές Εγκύκλιοι Β 126866/15-10-04 και Β 129302/12-11 -04).

Τα παραπάνω δεν ισχύουν για τους ασφαλισμένους στον ΟΓΑ, οι οποίοι λαμβάνουν το επίδομα ανεξάρτητα από το αν εμφανίζουν εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις. (Σχετ. Εγκύκλιος 1179/18-11-04).

Επίσης, είναι δικαιούχοι του ειδικού εποχικού βοηθήματος και οι οικοδόμοι, που στο εκκαθαριστικό της Δ.Ο.Υ. εμφανίζουν εισόδημα από γεωργικές δραστηριότητες. (Σχετ. Εγκύκλιος Β 133363/14-10-05).

Γ) Οι οικοδόμοι μπορούν, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 28 του Ν. 2434/1996, να εισπράττουν το εποχικό βοήθημα κατά την περίοδο της επιδότησής τους λόγω ανεργίας χωρίς συμψηφισμό.

ΣΗΜΕΙΩΝΟΥΜΕ ΟΤΙ ΟΙ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ ΜΕΡΟΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΣΕ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΕΓΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΠΑ 2 ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ.

Μετά τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας, το αίτημα απορρίπτεται.

 

 

Ο ΓΕΝ. Δ/ΝΤΗΣ
Δ. ΜΠΟΥΓΙΑΚΛΗΣ

Kατάσχεση σε κοινό λογαριασμό

Αριθ. πρωτ.: Δ.ΕΙΣΠΡ. Β 1074815 ΕΞ 2017
Σχετικά με την κατάσχεση σε κοινό λογαριασμό
Αθήνα, 16 Μαΐου 2017
Αριθ. Πρωτ.: Δ.ΕΙΣΠΡ. Β 1074815 ΕΞ2017/16-05-2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ Β

Ταχ. Δ/νση : Πανεπιστημίου 20
Ταχ. Κώδικας : 10672-ΑΘΗΝΑ
Τηλέφωνο : 210 3635439
Fax: 210 3635077

ΠΡΟΣ : Το Αυτοτελές Τμήμα Κοινοβουλευτικού Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών
Λεωχάρους 2, 10562-ΑΘΗΝΑ

ΘΕΜΑ: Απάντηση στην με αριθ. πρωτ. 1876/08-05-2017 Αναφορά.

Σε συνέχεια του με αριθμ. πρωτ. ΑΤΚΕ 0005166 ΕΞ 2017/1310/10-05-2017 υπηρεσιακού σημειώματος σας, με το οποίο μας αποστείλατε συνημμένα φωτ/φο της με αριθ. πρωτ. 1876/08-05-2017 Αναφοράς του βουλευτή Φθιώτιδας της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. Χρήστου Σταϊκούρα με προσαρτημένη την με ημερομηνία 28-05-2013 αίτηση της συνταξιούχου κας. ……………. προς την Υπηρεσία μας, αναφορικά με κατάσχεση εις χείρας τρίτων τραπεζικών της λογαριασμών, στους οποίους είχε δηλώσει ως συνδικαιούχο την αδελφή της οφειλέτιδα του Δημοσίου, σας γνωρίζουμε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων μας τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 9 του ν.δ. 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων), όπως ισχύει και του άρθρου 48 παρ. 1 του ν. 4174/2013, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. έχει την υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξη των ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο καθώς και τη διακοπή της παραγραφής τους, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσης αυτών, λαμβάνοντας όλα τα προβλεπόμενα αναγκαστικά, ποινικά και λοιπά μέτρα κατά των οφειλετών, μεταξύ των οποίων και η κατάσχεση εις χείρας τρίτων. Με την ολοκλήρωση της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου επέρχεται αυτοδικαίως αναγκαστική εκχώρηση της κατασχεθείσης χρηματικής απαίτησης στο κατασχόν Δημόσιο, το οποίο πλέον καθίσταται δικαιούχος του συνόλου αυτής. Η κατάσχεση δεν αίρεται πριν την εξόφληση ή τη διαγραφή του χρέους για το οποίο επιβλήθηκε.

Ωστόσο, με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. σε συνδυασμό με την αριθμ. Δ6Α 1054391 ΕΞ 2014/1.4.2014 Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, παρέχεται η ευχέρεια στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. μετά από σχετική αίτηση του οφειλέτη να περιορίσει με αιτιολογημένη Απόφασή του το ποσό ή ποσοστό της κατάσχεσης που του επιβλήθηκε υπό προϋποθέσεις που ορίζονται στην ΠΟΛ.1092/3.4.2014 εγκύκλιο της Διοίκησης, αλλά και ανεξάρτητα από τη συνδρομή των προϋποθέσεων δύναται να εξετάζονται και εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν ο οφειλέτης προσκομίζει έγγραφα που αποδεικνύουν την αναγκαιότητα του περιορισμού της κατάσχεσης λόγω ειδικών συνθηκών.

Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ. 94Α/14-08-2015), ισχύει το ακατάσχετο καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα για έναν και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα για κάθε φυσικό πρόσωπο μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως. Σε περίπτωση που υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, θα πρέπει να γνωστοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο ο λογαριασμός αυτός. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής απαιτείται η υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, με την οποία γνωστοποιείται από το φυσικό πρόσωπο ο μοναδικός ακατάσχετος τραπεζικός λογαριασμός (σχετ. ΠΟΛ.1222/6.10.2015 και ΠΟΛ.1182/25.7.2014).

Από την ανωτέρω διάταξη νόμου προκύπτει ότι προστατεύονται ως ακατάσχετες μόνο οι καταθέσεις του ενός και μοναδικού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα δηλωθέντος ως ακατάσχετου λογαριασμού και μέχρι του ύψους των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως, ανεξαρτήτως προελεύσεως αυτών (δηλαδή ανεξάρτητα από το εάν αφορούν ποσά μισθοδοσίας, σύνταξης ή περιοδικά καταβαλλόμενου ασφαλιστικού βοηθήματος), προκειμένου κάθε φυσικό πρόσωπο να διασφαλίσει ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης, ακόμη και αν ο μισθός/σύνταξη του είναι κατώτερος/η αυτού. Ο χαρακτηρισμός ενός λογαριασμού ως μισθοδοτικού ή συνταξιοδοτικού ή πίστωσης ασφαλιστικών βοηθημάτων περιοδικά καταβαλλόμενων έχει σημασία μόνο ως προς την υποχρέωση του φορολογουμένου να δηλώσει αυτόν ως τον μοναδικό ακατάσχετο λογαριασμό, εφόσον υφίσταται τέτοιος. Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται ότι είναι υποχρεωτική η υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης προκειμένου να προστατευθούν οι καταθέσεις ενός μοναδικού λογαριασμού του οφειλέτη από κατάσχεση του Δημοσίου σε βάρος του στα χέρια Πιστωτικών Ιδρυμάτων έως του ποσού των 1.250 ευρώ μηνιαίως. Εάν δεν προβεί στη δήλωση αυτή ο φορολογούμενος. οι πάσης φύσεως καταθέσεις του δεν προστατεύονται έναντι του Δημοσίου.

Επιπρόσθετα, με το άρθρο 4 του ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν», τον οποίο εφαρμόζουν τα Πιστωτικά Ιδρύματα, σε περίπτωση κατάσχεσης κοινού λογαριασμού, τεκμαίρεται αμάχητα έναντι του κατασχόντος ότι η κατάθεση ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη και επομένως η κατάσχεση εκτείνεται μόνο στο μερίδιο που ανήκει στον καθού η κατάσχεση και όχι σε όλο το λογαριασμό.

Τέλος, σας ενημερώνουμε ότι την ίδια ακριβώς με ημερομηνία 28-05-2013 αίτηση της κας. …………. είχε καταθέσει στη Βουλή των Ελλήνων, με την με αριθ. πρωτ. 4701/07-06-2013 Αναφορά της, η βουλευτής Φθιώτιδας της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κα. Ελένη Μακρή-Θεοδώρου, η οποία απαντήθηκε με το με αρ. πρωτ. Δ.Π.ΕΙΣ. Β. 1112556 ΕΞ 2013/12-07-2013 έγγραφο της Δ/νσής μας.

 

 

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ Δ/ΝΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΣΑΪΤΗΣ

Οδηγίες εκτύπωσης ειδοποιητηρίου ΕΦΚΑ

Οδηγίες εκτύπωσης ειδοποιητηρίου ΕΦΚΑ.

Είσοδος στην εφαρμογή του Ε.Φ.Κ.Α.

Οδηγίες εκτύπωσης ειδοποιητηρίου ΕΦΚΑ

Κλικ στο Σύνδεσμο ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ – ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ

Κλικ στο πεδίο ΕΙΣΟΔΟΣ

Κλικ στο πεδίο Συνέχεια στο Taxisnet 

αναγραφή των κωδικών σας από το Taxisnet

Κλικ στο πεδίο Εξουσιοδότηση

Απο εδώ και μετά αναγράφουμε τον αμκα μας και πατάμε είσοδο.

Πλέον είσαστε μέσα στην εφαρμογή του εφκα και στο πεδίο Ειδοποιητήριο – Έντυπη έκδοση μπορείτε να εκτυπώσετε το ειδοποιητήριο σας.

Τρόποι πληρωμής

Η πληρωμή των εισφορών πραγματοποιείται σε τράπεζες και ΕΛΤΑ με τη χρήση του κωδικού εντολής πληρωμής, ο οποίος είναι ατομικός και χρησιμοποιείται για όσο χρονικό διάστημα ο ασφαλισμένος είναι υπόχρεος καταβολής εισφορών. Ο ίδιος κωδικός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ανάθεση πάγιας εντολής χρέωσης λογαριασμού σε τράπεζα της επιλογής του ασφαλισμένου. Η πάγια εντολή δεν εκτελείται όταν το ανώτατο όριο ποσού που έχει ορίσει ο ασφαλισμένος είναι μικρότερο από το πληρωτέο ποσό ή όταν δεν υπάρχει επαρκές υπόλοιπο στον λογαριασμό κατά την ημερομηνία εξόφλησης.

Προσοχή! Οι ασφαλισμένοι μπορούν να ενημερωθούν για τον ακριβή χρόνο ροής παγίων εντολών κατά την ημερομηνία εξόφλησης, ώστε να εξασφαλίζουν την έγκαιρη πίστωση του λογαριασμού τους.

Συχνές ερωτήσεις

Πως θα υπολογίζονται οι εισφορές μου μετά την 1/1/2017;
Από 1/1/2017 καταργούνται οι ασφαλιστικές κατηγορίες-κλάσεις και πλέον ως βάση υπολογισμού των εισφορών αποτελεί το πραγματικό εισόδημα.
Σε ποιους ασφαλισμένους εφαρμόζονται οι νέοι κανόνες;
Οι νέοι κανόνες εισφορών εφαρμόζονται στους ήδη, κατά την 01/01/2017, ασφαλισμένους των προ υφιστάμενων Ασφαλιστικών Φορέων καθώς και στα πρόσωπα που θα ενταχθούν στην ασφάλιση, μετά την ημερομηνία αυτή, για πρώτη φορά.
Ως πραγματικό νοείται το συνολικό εισόδημα που δηλώνεται στην Εφορία;
Όχι, το Καθαρό Φορολογητέο Εισόδημα που προέρχεται από δραστηριότητα ή ιδιότητα που δημιουργεί υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση. (Επιχειρηματική δραστηριότητα, Αγροτική δραστηριότητα και μισθωτή εργασία)
Τίνος έτους εισοδήματα θα ληφθούν υπόψη;
Σύμφωνα με το νόμο λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα του προηγούμενου φορολογικού έτους.
Επειδή δεν είναι ακόμη διαθέσιμα τα εισοδήματα του 2016 θα ληφθούν υπόψη, κατά το πρώτο εξάμηνο, τα εισοδήματα του 2015. Μετά την εκκαθάριση των εισοδημάτων 2016 θα ακολουθήσει εκκαθάριση των ετήσιων ασφαλιστικών εισφορών.
Πρέπει να προσκομίσω τη φορολογική μου δήλωση ώστε να αποδείξω το εισόδημα μου;
Όχι,τα εισοδήματα λαμβάνονται μέσω ηλεκτρονικής διασύνδεσης από την Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ).
Υπάρχει ανώτατο όριο εισοδήματος επί του οποίου καταβάλλονται εισφορές;
Ως ανώτατο όριο ορίζεται το δεκαπλάσιο του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών όπως ισχύει. ( Μηνιαία 5860,80 ευρώ-Ετήσια 70.330,00 ευρώ).
Υπάρχει κατώτατο όριο εισοδήματος επί του οποίου υπολογίζονται εισφορές;
Ως κατώτατο όριο ορίζεται το ύψος του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, όπως ισχύει. (Μηνιαία 586,08 ευρώ-Ετήσια 7.033 ευρώ).
Έχω μηδενικό εισόδημα. Τι εισφορά θα καταβληθεί;
Θα καταβληθεί εισφορά υπολογιζόμενη επί του κατώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος.
Έχω δηλώσει “ζημία” .Τι εισφορά θα καταβληθεί;
Θα καταβληθεί εισφορά υπολογιζόμενη επί του κατώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος.
Δεν είχα υποβάλλει δήλωση για τα εισοδήματα του 2015. Τι εισφορά θα καταβάλλω;
Στις περιπτώσεις που δεν έχει υποβληθεί δήλωση εισοδήματος η δεν έχει για διάφορους λόγους εκκαθαριστεί, η εισφορά υπολογίζεται επί των εισοδημάτων του πιο πρόσφατα εκκαθαρισμένου φορολογικού έτους.
Είμαι μέλος Εταιρείας. Σε ποιο εισόδημα θα υπολογισθούν οι εισφορές μου;
Στο εισόδημα που αντιστοιχεί στο ποσοστό συμμετοχής στην Εταιρεία.
Είμαι μέλος αγροτικής οικογενειακής εκμετάλλευσης. Τι εισφορές θα καταβάλλω;
Οι εισφορές υπολογίζονται επί του συνολικού καθαρού φορολογητέου εισόδηματος διαιρούμενου δια του αριθμού των μελών της οικογενειακής εκμετάλευσης.
Πρόκειται να κάνω έναρξη δραστηριότητας. Τι εισφορά θα καταβάλω;
Θα καταβληθεί εισφορά υπολογιζόμενη επί του κατώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος από τον μήνα έναρξης εργασιών και έως το Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Πως υπολογίζονται οι εισφορές με βάση το εισόδημα;
Οι εισφορές υπολογίζονται ως ποσοστό επί του εισοδήματος ως εξής:
α) Κλάδος σύνταξης 20%
β) Κλάδος ασθένειας 6,95%
Με ποιον τρόπο πληρώνονται οι εισφορές;
Οι πληρωμές πραγματοποιούνται σε όλες τις τράπεζες και στα ΕΛΤΑ μέσω του Διατραπεζικού Συστήματος (ΔΙΑΣ), με εντολές πληρωμής ή με άμεση χρέωση λογαριασμού (πάγια εντολή).
Για την εκτέλεση των πληρωμών οι ασφαλισμένοι μπορούν να χρησιμοποιούν τα διαθέσιμα από κάθε Τραπεζικό Ίδρυμα προϊόντα.
Υπάρχει δυνατότητα μερικής καταβολής;
Ναι οποιαδήποτε πληρωμή ποσού γίνεται αποδεκτή.
Έχω κάνει έναρξη δραστηριότητας το 2016 τι εισφορά θα καταβάλλω το 2017;
Θα καταβληθεί εισφορά υπολογιζόμενη επί του κατώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος και θα εκκαθαρισθεί οριστικά όταν θα είναι διαθέσιμα τα εισοδήματα 2016.
Πώς μπορούμε να πληρώνουμε τις εισφορές μας;
Οι πληρωμές των εισφορών γίνονται μέσω της τράπεζας που επιλέγει ο ασφαλισμένος, με γρήγορο και απλό τρόπο Στα ειδοποιητήρια του ΕΦΚΑ ορίζονται όλες οι λεπτομέρειες.
Όποιος ασφαλισμένος έχει αντιρρήσεις σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των εισφορών του, μπορεί να προσέρχεται στις αρμόδιες περιφερειακές Υπηρεσίες.
Όσον αφορά στις παλαιές οφειλές από την μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, για αυτές θα εξακολουθήσει να ισχύει η προϋφιστάμενη διαδικασία, δηλαδή οι ασφαλισμένοι θα τις καταβάλλουν με τον τρόπο που τις κατέβαλαν και έως τις 31/12/2016.
Κάθε πότε πληρώνονται οι εισφορές;
Η εισφορά είναι μηνιαία και θα καταβάλλεται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα.
Πως θα ενημερωθώ για τις εισφορές μου;
Για τις εισφορές από 1/1/17 θα σταλούν ειδοποιητήρια στα οποία θα περιλαμβάνεται ο υπολογισμός της μηνιαίας εισφοράς, το εισόδημα επί του οποίου έγινε ο υπολογισμός και στοιχεία για την πληρωμή των εισφορών.
Παράλληλα, τα στοιχεία πληρωμής των εισφορών καθώς και το ειδοποιητήριο θα είναι διαθέσιμα στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του ΕΦΚΑ που θα αναρτηθούν στον ιστότοπό του www.efka.gov.gr
Μπορώ να πάρω ενημερότητα;
Ναι, με την ίδια διαδικασία που ίσχυε έως 31/12/2016.

Ποινική ευθύνη νομίμου εκπροσώπου

ΑΠ 1165/2016
Εξωλογιστικός προσδιορισμός εισοδήματος και Ποινική ευθύνη νομίμου εκπροσώπου για την μη καταβολή φόρου.

 

Αριθμός 1165/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Βιολέττας Κυτέα σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 38/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αγγελική Αλειφεροπούλου, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Διονυσία Μπιτζούνη – Εισηγήτρια και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης Μ. Θ. του Α., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Διονυσίου Παράσχου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 104/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς.
Το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων), με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Απριλίου 2015 αίτησή της αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 567/2015.
Αφού άκουσε
τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ο νόμος 2523/1997 “Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις” τυποποιεί ως εγκλήματα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής: α) τη μη υποβολή ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος (άρθρο 17), β) τη μη απόδοση Φ.Π.Α. και άλλων παρακρατουμένων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18) και γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων (άρθρο 19). Και τα τρία αυτά αδικήματα φοροδιαφυγής τα διαπλάσσει σε βαθμό πλημμελήματος και κακουργήματος, αναλόγως με το ύψος του ποσού που αποκρύφτηκε, παρακρατήθηκε ή της αξίας των φορολογικών στοιχείων. Ειδικότερα, το άρθρο 17 παρ. 1, 2α και β του πιο πάνω νόμου, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, όπως αυτό ίσχυε στην αρχική του έκδοση, πριν από την τροποποίησή του με την παρ.2 α’ και β’ του άρθρου 2 ν. 3943/2011, ορίζει ότι: “1. Αδίκημα φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος διαπράττει, όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, παραλείπει να υποβάλλει δήλωση, ή υποβάλλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος. Ως απόκρυψη καθαρών εισοδημάτων νοείται και η περίπτωση κατά την οποία καταχωρούνται στα βιβλία εικονικές ολικά ή μερικά δαπάνες ή γίνεται επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζονται καθαρά εισοδήματα ή να εμφανίζονται αυτά μειωμένα. 2. ο δράστης του αδικήματος αυτού τιμωρείται, α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ), και β) με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρύβει υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 50.000.000 δραχμών (ήδη 150.000 ευρώ). Τα παραπάνω όρια, των 15.000 ευρώ και των 150.000 ευρώ, καθορίσθηκαν με το άρθρο 21 παρ. 1 περ. η’ του Ν. 2948/2001, από 1.1.2002. Το έγκλημα της φοροδιαφυγής στη φορολογία του εισοδήματος, μπορεί να τελεστεί με δύο τρόπους, είτε με την “παράλειψη υποβολής δήλωσης”, είτε με την “υποβολή ανακριβούς δήλωσης”.

Επομένως, πρόκειται για ένα έγκλημα σωρευτικά μικτό, στην αντικειμενική υπόσταση του οποίου τυποποιούνται δύο τρόποι τέλεσης, μία παράλειψη (η μη υποβολή φορολογικής δήλωσης) και μία θετική ενέργεια (η υποβολή ανακριβούς δήλωσης). Με την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος μεταβάλλεται η πραγματική κατάσταση και έτσι το Ελληνικό Δημόσιο παρεμποδίζεται να λάβει γνώση της αλήθειας, η οποία του αποκρύπτεται.
Το πότε μία δήλωση είναι ανακριβής προκύπτει από το άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 2523/1997, σύμφωνα με το οποίο ” ανακριβής δήλωση θεωρείται η δήλωση στην οποία μεταξύ του φόρου που προκύπτει με βάση τα όσα δηλώθηκαν με αυτή και του φόρου που καταλογίζεται, υφίσταται διαφορά, ανεξάρτητα από την αιτία στην οποία οφείλεται αυτή”. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται να συντρέχει δόλος του δράστη, οποιουδήποτε βαθμού (αρκεί και ενδεχόμενος), που να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, δηλαδή τόσο τους τρόπους τέλεσης (είτε τη μη υποβολή είτε την υποβολή ανακριβούς φορολογικής δήλωσης), και επί πλέον σκοπός του αυτουργού (ειδικός δόλος) να αποφύγει ο ίδιος την πληρωμή φόρου εισοδήματος που αναλογεί στα καθαρά φορολογητέα εισοδήματα (για τα φυσικά πρόσωπα) ή στα καθαρά φορολογητέα κέρδη για τα νομικά πρόσωπα.

Από τη χρήση της λέξης “προκειμένου” στο κείμενο του νόμου, συνάγεται ότι στην περιπτώσεις αυτές διαπλάθεται έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης (έγκλημα σκοπού) και ο φορολογούμενος πρέπει να ενεργεί με υπερχειλή δόλο (άρθρο 27 παρ. 2 ΠΚ) και συγκεκριμένα, θα πρέπει με την πράξη της υποβολής ανακριβούς δήλωσης ή την παράλειψη της υποβολής δήλωσης, να αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα, γνωρίζοντας και επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του φόρου εισοδήματος. Αν δεν υπάρχει ο ανωτέρω εγκληματικός σκοπός στο πρόσωπο του φορολογουμένου, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 17 του ανωτέρω νόμου.

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 εδ. α του Ν. 2238/1994, το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και των επιχειρήσεων που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή τηρούν βιβλία και στοιχεία κατηγορίας κατώτερης της προσήκουσας ή τηρούν ανακριβή ή ανεπαρκή βιβλία και η ανεπάρκεια αυτή καθιστά αδύνατη την διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων, προσδιορίζεται εξωλογιστικώς, κατά τον τρόπο που καθορίζεται στις διατάξεις του εν λόγω άρθρου. Ο εξωλογιστικός προσδιορισμός δεν αποτελεί κύρωση ή ποινή, αλλά μέθοδο προσδιορισμού του εισοδήματος.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε.

Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, εκ του ότι δε εξαίρονται ορισμένα δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ούτε εκτίμησε τα άλλα. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν όλα και όχι μερικά από αυτά κατ’ επιλογή για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως.
Ειδικώς, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή με σκοπό επελεύσεως ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή ή το σκοπό επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλιώς υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την ύπαρξη του στοιχείου αυτού. Επομένως, θα πρέπει στην καταδικαστική απόφαση για την ανωτέρω πράξη να περιέχεται πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφενός της αντικειμενικής υπόστασης που θεμελιώνει το άνω αδίκημα, κυρίως όμως, να αιτιολογείται ο συγκεκριμένος σκοπός (αποφυγής πληρωμής φόρου εισοδήματος), ο οποίος πρέπει να αναφέρεται και να εξειδικεύεται ρητά και με σαφήνεια, αφού πρόκειται για στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος του άρθρου 17 του ως άνω ν. 2523/1997 (Α.Π. 267/2013,ΑΠ 1231/2011).
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Επίσης, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε.
Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, το οποίο δίκασε κατ’ έφεση, με την προσβαλλόμενη, υπ’ αριθμό 72,104/2014 απόφασή του, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα, με το ελαφρυντικό του 84 παρ. 2β ΠΚ, για φοροδιαφυγή και ειδικότερα, για παράβαση του άρθρου 17 παρ.1, και 2β, 20 και 21 του Ν. 2523/1997 (ανακριβής δήλωση φόρου εισοδήματος, κατ’ εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος κατ’ εξακολούθηση) και της επέβαλε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων της υπεράσπισης και των εγγράφων που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά λέξη, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Κατά τον τακτικό έλεγχο που διενεργήθηκε από την ελεγκτική υπηρεσία της Γ’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά για την φορολογία εισοδήματος στην επιχείρηση με την επωνυμία “…”, με αντικείμενο εργασιών την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας και έδρα την οδό … στον Πειραιά, της οποίας διαχειρίστρια και νόμιμη εκπρόσωπος κατά την ελεγχόμενη διαχειριστική περίοδο από 17.7.2007 έως 31.12.2008 και από 1.1.2009 ως 31.12.2009 ήταν η κατηγορουμένη διαπιστώθηκε με βάση τον εξωλογιστικό προσδιορισμό του εισοδήματος, καθώς η εταιρία δεν προσκόμισε τα λογιστικά βιβλία και λοιπά στοιχεία που της ζητήθηκαν, ώστε να καταστεί δυνατός ο πραγματικός έλεγχος των εσόδων και δαπανών ότι κατά της παραπάνω διαχειριστικές περιόδους δεν κατέβαλε το φόρο που αναλογεί στα αποκρυβέντα καθαρά εισοδήματα, ο οποίος ανέρχεται για το χρονικό διάστημα (χρήση) από 17.7.2007 έως 31.12.2008 στο ποσό των 33.503,03 Ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 έως 31.12.2009 στο ποσό των 216.002 Ευρώ, τα οποία βεβαιώθηκαν και οριστικοποιήθηκαν στις 29.11.2010. Βεβαίως η κατηγορουμένη καθυστερημένα έλαβε γνώση της πιο πάνω οφειλής που την αφορούσε, καθώς είχε αποχωρήσει από την εταιρεία και δεν είχε σαφή εικόνα της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας, ενώ η ίδια αδυνατούσε να καταβάλει το χρέος. Επειδή έχει παρέλθει δίμηνο από την νομότυπη επίδοση στην κατηγορουμένη της πρόσκλησης, ήτοι στις 4.10.2010 όπως ομολογείται χωρίς αυτή να ασκήσει προσφυγή, οριστικοποιήθηκε η οφειλή της και επομένως η ποινική σε βάρος της δίωξη είναι νόμιμη, αφού το ένδικο διάστημα αυτή ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας. Περαιτέρω δεν συντρέχει λόγος αναβολής εκδίκασης της υπόθεσης για κρείσσονες αποδείξεις, αφού η προσφυγή που έχει ασκήσει η κατηγορουμένη ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί, η σχετική δε άσκησή της δεν συνιστά λόγο αναβολής ενόψει και του μέλλοντος και αβέβαιου γεγονότος της επίτευξης διοικητικής περαίωσης της εν λόγω φορολογικής εκκρεμότητας. Τέλος, ο έλεγχος που διεξήχθη στην εταιρεία αφορούσε μέχρι και το έτος 2009, κατά το οποίο νόμιμος εκπρόσωπος ήταν η κατηγορουμένη. Είχε δε την ιδιότητα αυτή ως το 2010. Επομένως ορθά εκδόθηκε σ’ αυτήν η ένδικη πράξη. Άλλωστε αυτή δεν ήταν δυνατόν να αγνοούσε τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η εταιρεία, όταν ορίστηκε νόμιμος εκπρόσωπός της, αφού όπως κατέθεσε ο σύζυγός της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που ήταν και υπάλληλος της εταιρείας αυτός πρότεινε στην σύζυγό του να δεχθεί την εκπροσώπησή της, προκειμένου να εξυπηρετήσει τον φίλο του Α. Π. αρχικό διαχειριστή κατά τον χρόνο ίδρυσής της, ο οποίος αντιμετώπιζε προβλήματα με τον “…”, λόγω σχετικών εκκρεμοτήτων του οικονομικής φύσεως. Πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό και το γεγονός, που ασφαλώς γνώριζε η κατηγορουμένη εν όψει των ανωτέρω, των επανειλημμένων αλλαγών τόσο πριν απ’ αυτή, όσο και μετά των διορισθέντων εκπροσώπων και διαχειριστών της ίδιας εταιρείας που θα έπρεπε να την ανησυχήσουν. Τέλος, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο προέκυψε ότι ήταν δυνατή η ελεγκτική επαλήθευση και ο λογιστικός έλεγχος των στοιχείων εταιρείας τον ένδικο χρόνο για να μη χωρήσει σε βάρος της ο εξωλογιστικός έλεγχος. Όσα επομένως, αντίθετα με όσα έγιναν δεκτά υποστηρίζει με τους ισχυρισμούς της η κατηγορουμένη, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα καθώς και το υποβληθέν αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις. Έτσι αυτή πρέπει να κηρυχθεί ένοχη των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτή ωθήθηκε στην πράξη της από μη ταπεινά αίτια, αλλά ευρισκόμενη σε οικονομική αδυναμία εκπληρώσεως των υποχρεώσεών της. Όσον αφορά τα αιτούμενα λοιπά ελαφρυντικά του προηγούμενου έντιμου βίου και ειλικρινούς μεταμελείας, αφού προσπάθησε να άρει τις συνέπειες των πράξεών της με την άμεση κατάθεση προσφυγής ( άρθρ. 84 παρ 2α και δ’ ΠΚ), αυτά είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα το πρώτο γιατί αυτή ήδη έχει καταδικασθεί για όμοια πράξη πλημμεληματικού χαρακτήρα, όπως αναφέρεται στους ισχυρισμούς της και ως προς το δεύτερο γιατί η άσκηση προσφυγής δεν συνιστά προσπάθεια άρσης του άδικου της πράξης της, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.” Ακολούθως, κατά το διατακτικό της ανωτέρω αποφάσεως, η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη του ότι: “Στον Πειραιά Αττικής, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος τέλεσε έγκλημα που προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή. Πλέον συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο, με την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας της εταιρίας με την επωνυμία “…” με Α.Φ.Μ. … και έδρα τον Πειραιά Αττικής (οδός …) και με αντικείμενο εργασιών την παροχή υπηρεσιών για θέματα ασφαλείας, με σκοπό να αποφύγει την πληρωμή Φ.Π.Α. για τις φορολογικές περιόδους 2008 και 2009, υπέβαλε ανακριβή δήλωση αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, ήτοι απέκρυψε και δεν επέδειξε στην υπάλληλο της Γ’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά που διενεργούσε νόμιμα δυνάμει εντολής φορολογικό έλεγχο, όπως της ζητήθηκε από αυτήν, τα λογιστικό και λοιπά βιβλία και στοιχεία της ως άνω εταιρίας, καθώς και ληφθέντα και εκδοθέντα παραστατικά του Κ.Β.Σ., ενώ είχε νόμιμα προσκληθεί προς τούτο. Αποτέλεσμα των παραπάνω ενεργειών της ήταν να μην καταστεί δυνατός ο έλεγχος των δαπανών της επιχείρησης για τη διαπίστωση υπάρξεως ή μη λογιστικών διαφορών και τη διενέργεια λογιστικών επαληθεύσεων, για τις ανωτέρω διαχειριστικές χρήσεις. Τα παραπάνω έπραξε προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του αναλογούντος φόρου εισοδήματος της ως άνω εταιρίας, ο οποίος μετά από εξωλογιστικό προσδιορισμό των εισοδημάτων ανέρχεται: σε 33.503.03 ευρώ για τη διαχειριστική περίοδο 7.7.2007 έως 31.12.2008 (υπερδωδεκάμηνη χρήση), ήτοι ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρύβει υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ και σε 216.002 ευρώ για τη διαχειριστική περίοδο 1.1.2009 έως 31.12.2009, ήτοι ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρύβει υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ. ΔΕΧΕΤΑΙ ότι η κατηγορουμένη ωθήθηκε στην παραπάνω πράξη της από μη ταπεινά αίτια.”

Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα, και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της φοροδιαφυγής δια της μη υποβολής δηλώσεως φόρου, κατ’ εξακολούθηση, για την οποία καταδικάστηκε (άρθρο 17 παρ. 1, 2β του Ν. 2523/1997), τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, το δικαστήριο της ουσίας, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω παραδοχές του, δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα, ως διαχειρίστρια και νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης με την επωνυμία “…”, κατά την ελεγχόμενη διαχειριστική περίοδο από 17.7.2007 έως 31.12.2008 και από 1.1.2009 έως 31.12.2009, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του αναλογούντος φόρου εισοδήματος της ως άνω εταιρείας, δεν υπέβαλε δήλωση αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, ήτοι απέκρυψε και αν και προσκλήθηκε νόμιμα από την αρμόδια φορολογική αρχή (ελεγκτική υπηρεσία της Γ’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά), δεν προσκόμισε και δεν επέδειξε κατά τον διενεργηθέντα νόμιμα δυνάμει εντολής φορολογικό έλεγχο, όπως είχε υποχρέωση, κανένα από τα βιβλία και στοιχεία της εταιρείας που της ζητήθηκαν.
Αποτέλεσμα των ανωτέρω ενεργειών ήταν να μην είναι δυνατός ο έλεγχος των δαπανών της επιχείρησης για τη διαπίστωση υπάρξεως ή μη λογιστικών διαφορών και τη διενέργεια λογιστικών επαληθεύσεων, για τις ανωτέρω διαχειριστικές χρήσεις. Κατόπιν αυτού και σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτές προκύπτουν από το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, ο προσδιορισμός του οφειλομένου από την αναιρεσείουσα φόρου έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του Κώδικα Φορολογίας εισοδήματος (Ν.2338/1994), εξωλογιστικός προσδιορισμός εισοδημάτων, ο οποίος, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, δεν αποτελεί “κύρωση” ή επιβολή φόρου για πρόσθετο φορολογητέο εισόδημα, αλλά νόμιμο τρόπο προσδιορισμού του εισοδήματος των επιχειρήσεων, όπως προανεφέρθηκε, όταν είναι αδύνατος ο έλεγχος των φορολογικών βιβλίων, διότι αυτά δεν προσκομίζονται. Στην προκείμενη δε περίπτωση, στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της φοροδιαφυγής, και συγκεκριμένα το ανακριβές της φορολογικής δηλώσεως της αναιρεσείουσας με την απόκρυψη εισοδημάτων, αλλά και η μη υποβολή φορολογικής δήλωσης, προκειμένου, με σκοπό δηλαδή, να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, η πρόσκλησή της από την αρμόδια φορολογική υπηρεσία και η μη προσκόμιση των βιβλίων και στοιχείων της επιχείρησης, που υποδηλώνει τον δόλο της. Από όλο δε το περιεχόμενο σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει καθαρά ότι η απόφαση αναφέρεται ρητά στη μορφή αυτή της φοροδιαφυγής στο εισόδημα και στο σχετικό άρθρο 17 του Ν. 2523/1997.

Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας, κατά την οποία η η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, καθόσον προέβη σε εκ πλαγίου παράβαση της εφαρμοστέας διάταξης εκ του λόγου ότι, καίτοι παραπέμφθηκε να δικαστεί και καταδικάστηκε για παράβαση του άρθρου 17 του ν.2523/1997, στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ως συγκεκριμένος σκοπός η αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α., είναι αβάσιμη. Και τούτο διότι η ως αναφορά στο διατακτικό της απόφασης ως μείζων πρόταση, ότι υπήρξε σκοπός αποφυγής πληρωμής Φ.Π.Α. για τις φορολογικές περιόδους 2008 και 2009, οφείλεται σε παραδρομή, καθόσον το κεφάλαιο αυτό ουδόλως εξειδικεύεται κατωτέρω, όπου ομιλεί σαφώς περί αποκρύψεως καθαρών εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή, καθώς και για τη μη επίδειξη βιβλίων, όπως προαναφέρθηκε, με σκοπό που ρητά αναγράφεται της αποφυγής της πληρωμής αναλογούντος φόρου εισοδήματος της ως άνω εταιρείας.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. ανωτέρω λόγος αναιρέσεως καθόλα τα σκέλη αυτού, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και της εσφαλμένης ερμηνείας των σχετικών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ’ αυτόν εγγράφου που περιέχει με ποινή ακυρότητας, μεταξύ άλλων, ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται, έτσι ώστε να ικανοποιηθεί το εκ του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ δικαίωμα τούτου να πληροφορηθεί την κατηγορία που του αποδίδεται και να μπορέσει να προετοιμάσει την υπεράσπιση του. Ακριβής δε είναι ο καθορισμός της πράξης όταν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της, όπως απαιτεί η οικεία και υποχρεωτικά παρατιθέμενη ποινική διάταξη, η οποία τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει τις προϋποθέσεις του αξιοποίνου της πράξεως και την απειλούμενη ποινή, χωρίς, όμως, να απαιτείται η αναφορά περιστατικών και στοιχείων που προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά μιας αιτιολογημένης δικαστικής αποφάσεως, με την οποία το κλητήριο θέσπισμα, ως εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, δεν ταυτίζεται σε καμία περίπτωση.

Ως άρθρο του ποινικού νόμου, που πρέπει να παρατίθεται στο κλητήριο θέσπισμα, νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και προβλέπει την απειλούμενη ποινή και όχι οι διατάξεις του γενικού μέρους του ΠΚ, που εφαρμόζονται και για πράξεις που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους (άρθρο 12) ή οι διατάξεις για τις κύριες ποινές (άρθρα 51, 53, 57 ΠΚ). Η μη επακριβής εξάλλου μνεία του χρόνου τελέσεως της πράξεως στο κλητήριο θέσπισμα, αν δεν συνάπτεται με την αρμοδιότητα ή την παραγραφή, δεν παράγει ακυρότητα, καθ’ όσον η εξ αυτής ουσιαστική ανακρίβεια της περιγραφής της πράξεως, είναι ζήτημα που θα κριθεί από το δικαστήριο κατά την εκδίκαση της υποθέσεως.
Η ακυρότητα, όμως, από τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών είναι σχετική κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 171 του Κ.Ποιν.Δ., ως αναγόμενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κυρίας διαδικασίας, γι’ αυτό και πρέπει κατά το άρθρο 173 Κ.Ποιν.Δ., να προταθεί μέχρι την έκδοση οριστικής σε τελευταίο βαθμό αποφάσεως για την κατηγορία. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν, εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν προβληθεί από τον κατηγορούμενο που εμφανίσθηκε στη δίκη και προέβαλε αντιρρήσεις στην πρόοδο της (αρθρ. 174 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.) και η σχετική ένσταση απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μπορεί να προβληθεί με λόγο εφέσεως και αν απορριφθεί και από το Εφετείο μπορεί να προβληθεί ως λόγος αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του Κ.Ποιν.Δ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ.2 του Κ.Ποιν.Δ., το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει για εκείνα μόνο τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι λόγοι της έφεσης. Όπως προκύπτει από την 2012/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς (πρωτόδικη), απορρίφθηκε και δη αιτιολογημένως η ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος.
Όπως όμως προκύπτει από την υπ’ 78/22.3.2013 έφεση της αναιρεσείουσας που αυτή άσκησε ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς κατά της ανωτέρω καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, δεν προτάθηκε με την έφεση αυτή ως ειδικός λόγος εφέσεως η σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, αλλά ζήτησε “να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απαλλαγεί από την κατηγορία για τους λόγους που θα εκθέσει στο Δικαστήριο και για τους εξής: Διότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, όπως προέκυψαν από τη διαδικασία, και έτσι κηρύχθηκε ένοχος πράξεως την οποία δεν διέπραξε” μόνο, με αποτέλεσμα αυτή να καλυφθεί και να μη μπορεί να θεμελιώσει λόγo αναίρεσης κατά της καταδικαστικής, ως εν προκειμένω, απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 1565/2006 και ΑΠ 1522/2012).

Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του Κ.Ποιν.Δ. σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ’ του Κ.Ποιν.Δ., ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για παραβίαση του δεδικασμένου, ώστε με τον αναιρετικό αυτό λόγο να διασφαλίζεται η εφαρμογή από τα δικαστήρια της ουσίας του άρθρου 57 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου “αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου”. Για την περίπτωση που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για ορισμένο έγκλημα και ακολουθήσει άσκηση για το ίδιο νέας ποινικής διώξεως, ο Κ.Ποιν.Δ. δεν περιέχει ρητή ρύθμιση για την εντεύθεν εκκρεμοδικία και την τύχη της δεύτερης ποινικής διώξεως. Όμως, με ανάλογη εφαρμογή των όσων ορίζει το άρθρο 57 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ. για το δεδικασμένο, πρέπει, αν η προηγηθείσα ποινική δίωξη έχει κριθεί οριστικά, όχι όμως και αμετάκλητα, η δεύτερη να κηρύσσεται απαράδεκτη, άλλως, ιδρύεται (με την εκδίκαση και της δεύτερης κατηγορίας) ο αναιρετικός λόγος της υπερβάσεως εξουσίας με την αρνητική της μορφή. Η αρχή της εκκρεμοδικίας, για την οποία όπως προαναφέρθηκε δεν υπάρχει ρητή ρύθμιση στον Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει έμμεσα και από τις διατάξεις των άρθρων 125 και 132 Κ.Ποιν.Δ., οι οποίες αποκλείουν τη σύγχρονη εκδίκαση του ιδίου εγκλήματος από περισσότερα αρμόδια δικαστήρια. Επομένως, για να υπάρχει δεδικασμένο ή εκκρεμοδικία απαιτείται, εκτός των άλλων, και ταυτότητα της πράξεως, η οποία υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται, κατά τα ουσιώδη, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, που δόθηκε σε καθεμία απ’ αυτές.
Η ένσταση περί εκκρεμοδικίας, εφόσον είναι ορισμένη και προσδιορίζεται η εκκρεμής κατηγορία και προσκομίζεται η σχετική απόφαση από την οποία προκύπτει η εκκρεμοδικία, αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό από αυτούς που προτείνονται και στο δικαστήριο της ουσίας, είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από το συνήγορο υπερασπίσεως του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου. Για να είναι πλήρης και ορισμένος τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι αναγκαία η αναφορά των πραγματικών περιστατικών που είναι απαραίτητα για τη θεμελίωσή του, χωρίς να αρκεί μόνο η επίκληση της νομικής διατάξεως που τον προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι γνωστός στη νομική ορολογία και να αποδεικνύεται η πρότασή του και η περαιτέρω προφορική ανάπτυξή του κατά την ακροαματική διαδικασία από τα οικεία πρακτικά. Η απόρριψη τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαιτέρως κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Ποιν.Δ., γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η παράλειψη απάντησης σε τέτοιο ισχυρισμό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. β’ Κ.Ποιν.Δ..
Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη την υπ’ αριθμό 2064/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, με την οποία καταδικάστηκε για το αδίκημα της φοροδιαφυγής και ειδικότερα για το πλημμέλημα του άρθρου 18 παρ. 1 περ. β του ν.2523/1997 σε φυλάκιση δέκα πέντε (15) μηνών. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι το Τριμελές Εφετείο Πειραιά με την προσβαλλόμενη απόφασή του, την κήρυξε ένοχη κατά παράβαση της αρχής ne bis in idem για την ίδια πράξη της μη απόδοσης του ίδιου ποσού (33.503,03 ευρώ για τη διαχειριστική περίοδο 7.7.2007 έως 31.12.2008) στο Δημόσιο, αλλά υπό τον ειδικότερο νομικό χαρακτηρισμό του άρθρου 17 του ν.2523/1997, και έτσι της κατελόγισε εσφαλμένα την επιβαρυντική περίσταση της κατ’ εξακολούθηση διάπραξης του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, δηλονότι της αποδόθηκε η διάπραξη της φοροδιαφυγής του άρθρου 17 του ν. 2523/1997 για δύο διαχειριστικές περιόδους. Από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι ο συνήγορος που εκπροσώπησε την ήδη αναιρεσείουσα, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, υποβάλλοντας τους αυτοτελείς του ισχυρισμούς, ανέφερε ιστορικά ότι η Γ’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά κατέθεσε την με αριθμό πρωτ. 1306/26.1.2011 μηνυτήρια αναφορά, με την οποία ζήτησε την ποινική δίωξη της νυν αναιρεσείουσας ως διαχειρίστριας της ως άνω εταιρείας και επ’ αυτής της αναφοράς εξεδόθη το με αριθμό 139/2012 βούλευμα του συμβουλίου Πλημ/κων Πειραιά, με το οποίο διαχωρίστηκε η ανάκριση ως προς το πλημμέλημα του άρθρου 18 παρ. 1 περ. β’ του ν. 2523/1997 (αφορά την 1070//2010 Πράξη Προσδιορισμού Φ.Π.Α.). Ότι για το χωρισθέν πλημμέλημα, η αναιρεσείουσα δικάστηκε τελικώς και καταδικάστηκε σε 15 μήνες φυλάκιση με την ΒΤ-2064/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κειου Πειραιά, αντίγραφο της οποίας (ΒΤ-2064/2013) παρέδωσε στο Δικαστήριο, το οποίο και διαβάσθηκε. Ουδόλως όμως αυτός υπέβαλε ένσταση εκκρεμοδικίας, ή οποιοδήποτε άλλο αίτημα σε σχέση με την ταυτότητα των πράξεων, ήτοι αυτής για την οποία είχε ήδη καταδικασθεί η αναιρεσείουσα με την προσκομισθείσα και αναγνωσθείσα απόφαση και αυτή για την οποία είχε ασκήσει έφεση κα δικαζόταν σε δεύτερο βαθμό από το δικαστήριο της ουσίας. Το δικάσαν δικαστήριο, αφού ανέγνωσε την ως άνω απόφαση (2064/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κειου Πειραιά, η οποία καταδίκασε την αναιρεσείουσα για μη απόδοση Φ.Π.Α., ποσού 52.599,74 ευρώ, για το διάστημα από 17.7.2007 έως 31.12.2008), την οποία έλαβε υπόψη του στα πλαίσια των αναγνωσθέντων εγγράφων, ουδόλως ανεφέρθη σ’ αυτήν, αφού αφενός η εν λόγω καταδίκη ουδεμία σχέση είχε με την εκδικαζόμενη υπόθεση και αφετέρου δεν υποβλήθηκε κάποιο αίτημα εκ μέρους της κατηγορουμένης – νυν αναιρεσείουσας περί παραβιάσεως εκκρεμοδικίας ή δεδικασμένου. Έτι αναλυτικότερα, η εν λόγω αναιρεσείουσα έχει δικασθεί για παντελώς διαφορετική πράξη εκείνης που της αποδίδεται και συγκεκριμένα για παράβαση του άρθρου 18 παρ. 1 ν.2523/1997, δηλαδή για την αξιόποινη πράξη της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, και όχι για παράβαση του άρθρου 17 παρ. 1 ν.2523/1997, δηλαδή την αξιόποινη πράξη της φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος κατά την οποία προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, παραλείπει να υποβάλλει δήλωση, ή υποβάλλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος, όπως εν προκειμένω στην κρινόμενη υπόθεση, δηλ. δεν προκύπτει ταυτότητα πράξεως. Προς δε η αξιόποινη πράξη του αρθρ. 18 του Ν. 2523/1997 για μη απόδοση Φ.Π.Α. δεν εμποδίζει την καταδίκη για φοροδιαφυγή στο εισόδημα, αφού η μη απόδοση του Φ.Π.Α. προσβάλλει την αξίωση της πολιτείας να της αποδοθεί συγκεκριμένο ποσό που εισπράχτηκε και δεν αποδόθηκε, ενώ η φοροδιαφυγή στο εισόδημα προσβάλει άλλο έννομο αγαθό και συγκεκριμένα την υποχρέωση των πολιτών να δηλώνουν τα εισοδήματα τους και να συμβάλουν στα έσοδα του δημοσίου ανάλογα με αυτά (ΑΠ 459/2015, ΑΠ 286/2014).

Επομένως, ο επί των αιτιάσεων αυτών στηριζόμενος, κατ’ ορθή υπαγωγή των εκτιθεμένων σ’ αυτόν πραγματικών περιστατικών, στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, ΣΤ’ και Η Κ.Ποιν.Δ. [περί ελλείψεως αιτιολογίας της παραπάνω απόφασης), παραβίασης δεδικασμένου (εκκρεμοδικίας) και υπέρβασης εξουσίας] σχετικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Τέλος, η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους, και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία.
Η αόριστη προβολή αυτών δεν υποχρεώνει το δικαστήριο όχι μόνο να τους απορρίψει αιτιολογημένα αλλά και να απαντήσει σ’ αυτούς.
Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ., αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα.
Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α και δ, ήτοι το ότι ο υπαίτιος α) έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, και δ) το ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του.
Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλά απαιτείται θετική για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά, ήτοι πρέπει ο έντιμος βίος του υπαιτίου να εκδηλώνεται με θετική συμπεριφορά, η οποία να ανάγεται σε όλες τις αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α ΠΚ μορφές.
Για να αναγνωρισθεί δε η έτερη ελαφρυντική περίσταση (περ. δ’ ), πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για το λόγο αυτό επιζήτησε, ειλικρινά και όχι προσχηματικά, να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του, χωρίς να αρκεί η απλή έκφραση συγγνώμης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο συνήγορος της κατηγορουμένης (νυν αναιρεσείουσας), ζήτησε “την αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 α’ και δ’ του ΠΚ”.
Για τη θεμελίωση δε του περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων ισχυρισμού, επικαλέστηκε επί λέξει “ότι (αυτή) επεδίωξε να άρει τις συνέπειες της πράξης της πράγμα που αποδεικνύεται από την άμεση κατάθεση της προσφυγής προκειμένου να γίνει επανέλεγχος και νέος καταλογισμός”. Το δικάσαν δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τις αιτηθείσες ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 α’ και δ’ ΠΚ, με την ακόλουθη αιτιολογία : “Όσον αφορά τα αιτούμενα λοιπά ελαφρυντικά του προηγούμενου έντιμου βίου και ειλικρινούς μεταμελείας, αφού προσπάθησε να άρει τις συνέπειες των πράξεών της με την άμεση κατάθεση προσφυγής ( άρθρ. 84 παρ 2α και δ’ ΠΚ), αυτά είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα το πρώτο γιατί αυτή ήδη έχει καταδικασθεί για όμοια πράξη πλημμεληματικού χαρακτήρα, όπως αναφέρεται στους ισχυρισμούς της και ως προς το δεύτερο γιατί η άσκηση προσφυγής δεν συνιστά προσπάθεια άρσης του άδικου της πράξης της, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.” Ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός, της αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α’ και δ’ ΠΚ, όπως προβλήθηκε και έχει καταχωρηθεί στα πρακτικά, ήταν απαράδεκτος ως παντελώς αόριστος, αφού δεν αναφέρθηκαν πραγματικά περιστατικά που να τις θεμελιώνουν, όσον αφορά μάλιστα αυτόν του προτέρου εντίμου βίου έγινε επίκληση μόνο της νομικής διατάξεως που τον προβλέπει.
Επομένως, το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη του αόριστου αυτού ισχυρισμού, παρά ταύτα το δικαστήριο με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε ουσία τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό.
Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ 1 στ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται την αναιρεσιβαλλόμενη ότι την κήρυξε ένοχη χωρίς να αιτιολογήσει την καταδικαστική, άνευ των εν λόγω ελαφρυντικών, κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση στην αίτηση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δικ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27.4.2015 αίτηση της Μ. Θ. του Α., κατοίκου …, για αναίρεση της με αριθμό 104/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαΐου 2016.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Μαΐου 2016
O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Κατάργηση της υποχρέωσης υποβολής πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων των εγγράφων που υποβάλλονται στο Δημόσιο

Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 35/2017
Κατάργηση της υποχρέωσης υποβολής πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων των εγγράφων που υποβάλλονται στο Δημόσιο (άρθρο 1 του ν. 4250/2014) – Διενέργεια δειγματοληπτικού ελέγχου
Αθήνα, 5 Οκτωβρίου 2017
Αριθμ. Πρωτ.: 1317994

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

Ταχ. Δ/νση : Αγίου Κωνσταντίνου 8
Ταχ. Κώδικας: 10431 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες : Ε. Καπακουλάκη
Τηλέφωνο : 210-52.15.222
Fax : 210-52.49.611
Email : tm.educ@efka.gov.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 35

ΘΕΜΑ: «Κατάργηση της υποχρέωσης υποβολής πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων των εγγράφων που υποβάλλονται στο Δημόσιο (άρθρο 1 του ν. 4250/2014) – Διενέργεια δειγματοληπτικού ελέγχου».

Σχετικά:

1. Η με αριθ. πρωτ. ΔΙΑΔΙΠΥΔ/Φ.15/οικ.28580/11.11.2014 (ΑΔΑ: Β8ΣΔΧ-ΤΣΚ) εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης.

2. Η με αριθ. πρωτ. ΔΙΑΔΠ/Φ.Α.2.3/21119/1.9.2014 (ΑΔΑ: ΒΜ3ΛΧ-ΥΝ9) εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης.

3. Η με αριθ. πρωτ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.15/οικ.8342/1.4.2014 (ΑΔΑ: ΒΙΗ0Χ-6ΥΖ) εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης.

4. Η με αριθ. πρωτ. ΔΙΑΔΙ ΠΥΔ/ΤΣΠΕΑΔ/Φ.15/οικ. 13033/5.5.2015 (ΑΔΑ: ΨΡ6Φ465ΦΘΕ- ΥΚΨ) εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης.

Σε συνέχεια των ανωτέρω σχετικών, αναφορικά με το αντικείμενο του θέματος, θέτουμε υπόψη σας τα ακόλουθα:

Α. Με αφορμή ερωτήματα που τέθηκαν στην Υπηρεσία μας, σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 του Νόμου 4250/2014 (ΦΕΚ 74/Α /26-03-2014) για την κατάργηση της υποχρέωσης υποβολής πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων των εγγράφων που υποβάλλονται στο Δημόσιο, παρέχονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις:

Η εν λόγω ρύθμιση εφαρμόζεται στο Δημόσιο, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα δικαστήρια όλων των βαθμών, τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικώς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, τις δημόσιες επιχειρήσεις και τους οργανισμούς που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3429/2005, καθώς και στα νομικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α..

Συνεπώς όλες οι διοικητικές αρχές και τα ΚΕΠ της Χώρας εξακολουθούν να επικυρώνουν αντίγραφα από το πρωτότυπο ή από το ακριβές αντίγραφο της διοικητικής αρχής (όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του Ν. 2690/1999 (Α’ 45), που το εξέδωσε, μόνο στην περίπτωση που αυτά υποβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο σε φορείς που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της εν λόγω ρύθμισης (λ.χ. πολίτης ζητά την επικύρωση αντιγράφου του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας προκειμένου να το υποβάλει σε: α. τράπεζα, β. ιδιωτική εταιρεία, γ. συμβολαιογράφο).

Οι υπόχρεοι φορείς υποχρεούνται να αποδέχονται, πλέον, τα απλά, ευανάγνωστα αντίγραφα των πρωτοτύπων εγγράφων που έχουν εκδώσει οι υπηρεσίες και φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης ή των ακριβών αντιγράφων τους. Επιπλέον, οι υπόχρεοι φορείς υποχρεούνται να αποδέχονται, πλέον, και τα απλά, ευανάγνωστα αντίγραφα των ιδιωτικών και αλλοδαπών εγγράφων, εφόσον τα έγγραφα αυτά έχουν επικυρωθεί προηγουμένως από δικηγόρο.

Με τις διατάξεις της ρύθμισης αυτής, δεν θίγονται και εξακολουθούν να ισχύουν, οι απαιτήσεις υποβολής των εγγράφων σε πρωτότυπο ή ακριβές αντίγραφο, όταν πρόκειται να τεθεί σε αυτά η Σφραγίδα της Χάγης (Apostille), βάσει της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης ή σε άλλη περίπτωση προξενική θεώρηση, στο πλαίσιο των προβλεπόμενων διακρατικών συμφωνιών.

Επιπροσθέτως, υπενθυμίζεται ότι τα έγγραφα που προσκομίζονται για δικαστική χρήση δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.4240/2014. Συνεπώς, τα έγγραφα αυτά υποβάλλονται σε πρωτότυπη μορφή ή σε επικυρωμένα αντίγραφα. Επίσης, δεν εμπίπτουν στην εν λόγω ρύθμιση τα παραστατικά πληρωμής (λ.χ. τιμολόγιο, απόδειξη αγοράς, απόδειξη παροχής υπηρεσιών), που υποβάλλονται από ενδιαφερόμενους, τα οποία εξακολουθούν να κατατίθενται, όπως προβλέπουν οι σχετικές ειδικές διατάξεις (λ.χ. Δημόσιο Λογιστικό).

Τέλος, στις διατάξεις της παρ. 2α’ του άρθρου 1 του Ν.4250/2014, όπου ορίζονται οι υπόχρεοι φορείς του νόμου, δεν γίνεται ρητή αναφορά στους φορείς των διατάξεων του άρθρου 68 παρ. 3 του ν. 4235/2014 – ΦΕΚ 32/τ.Α’/11.2.2014 (π.χ. Εκκλησία της Ελλάδος, Μητροπόλεις αυτής, Ενορίες μετά των Ενοριακών τους Ναών, Μονές, Αποστολική Διακονία, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης και Μητροπόλεις αυτής, κ.α.) προκύπτει ότι αυτοί δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4250/2014 και κατά συνέπεια εξακολουθούν να ζητούν την υποβολή πρωτότυπων ή νομίμως επικυρωμένων αντιγράφων εγγράφων, κατά τις συναλλαγές τους με τους ενδιαφερόμενους πολίτες.

Κατόπιν των ανωτέρω, όλες οι διοικητικές αρχές και τα ΚΕΠ της Χώρας οφείλουν να επικυρώνουν αντίγραφα εγγράφων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του Ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45/Α’/9-3-1999) «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκαν με αυτές της παραγράφου 5 του άρθρου 16 του Ν. 3345/2005 (ΦΕΚ 138/Α’/16-6-2005), στην περίπτωση που αυτά υποβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο στα νομικά πρόσωπα της παρ. 3 του άρθρου 68 του ν. 4235/2014.
Β. Σύμφωνα δε με την παρ. 2β του άρθρου 1 του Ν. 4250/2014, οι φορείς που υποχρεούνται να αποδέχονται, τα απλά, ευανάγνωστα αντίγραφα των πρωτοτύπων εγγράφων ή των ακριβών αντιγράφων τους, έχουν υποχρέωση να διενεργούν δειγματοληπτικό έλεγχο, ανά τρίμηνο, σε ποσοστό τουλάχιστον 5% επί των φωτοαντιγράφων που υποβάλλονται σε αυτές. Εάν διαπιστωθεί κατά τον υποχρεωτικό ή άλλο έλεγχο ότι υποβλήθηκαν αλλοιωμένα φωτοαντίγραφα, εκτός από τις κυρώσεις που προβλέπονται στην παρ.6 του άρθρου 22 του ν. 1599/86, όπως ισχύει, και που επιβάλλονται στον ενδιαφερόμενο, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από άλλη ποινική διάταξη, η διοικητική ή άλλη πράξη, για την έκδοση της οποίας υποβλήθηκαν τα φωτοαντίγραφα αυτά, ανακαλείται αμέσως. Επιπροσθέτως, η Υπηρεσία οφείλει να διαβιβάζει άμεσα την υπόθεση στην Εισαγγελία του τόπου που αυτή εδρεύει.

Ο δειγματοληπτικός έλεγχος των φορέων διενεργείται με τη συνδρομή των υπηρεσιών ή των φορέων που εξέδωσαν τα πρωτότυπα έγγραφα. Συγκεκριμένα, οι υπηρεσίες του Ε.Φ.Κ.Α. που διενεργούν τον έλεγχο οφείλουν να επικοινωνήσουν με την εκδούσα αρχή (π.χ Ληξιαρχείο, Πανεπιστήμιο, κ.λπ.) με κάθε πρόσφορο τρόπο και κατά προτίμηση με το λιγότερο γραφειοκρατικό μέσο (πρωτίστως με e-mail ή τηλέφωνο και δευτερευόντως με fax ή διοικητική αλληλογραφία) προκειμένου να επαληθεύσει την ακρίβεια των στοιχείων που εμπεριέχονται στα υπό έλεγχο φωτοαντίγραφα.

Για την καταχώριση των αποτελεσμάτων των ελέγχων έχει δημιουργηθεί ειδικό πληροφοριακό σύστημα με τίτλο: «Δειγματοληπτικός έλεγχος υποβληθέντων φωτοαντιγράφων (Ν. 4250/2014/Άρθρο 1/παρ. 2β)» στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://rns.seedd.gr/PHCP4250, ανάλογο με το πληροφοριακό σύστημα του Σώματος Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.), σχετικά με την παρακολούθηση των διαδικασιών ελέγχου των πλαστών δικαιολογητικών/πιστοποιητικών/ τίτλων του προσωπικού του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στο προαναφερόμενο πληροφοριακό σύστημα, σχετικά με την παρ. 2β, του άρθρου 1 του Ν. 4250/2014 καταχωρίζονται τα εξής στοιχεία:

1. Συνολικός αριθμός των φωτοαντιγράφων τα οποία υποβλήθηκαν εντός του τελευταίου τριμήνου. Σημειώνεται ότι στην πρώτη καταχώριση θα υπάρχουν τα στοιχεία και των δύο προηγούμενων τριμήνων, ήτοι: από 1/1/2017.

2. Αριθμός των φωτοαντιγράφων που έχουν ελεγχθεί δειγματοληπτικά ως προς την ακρίβεια των στοιχείων που αναγράφονται σε αυτά (ο αριθμός αυτός πρέπει να είναι τουλάχιστον στο 5% του συνόλου).

3. Αριθμός και είδος των φωτοαντιγράφων εγγράφων που προέκυψαν με ανακριβή ή ψευδή στοιχεία και για ποιες διαδικασίες υποβλήθηκαν.

4. Ενέργειες στις οποίες προέβη ο φορέας (ανάκληση διοικητικής πράξης, διοικητικές κυρώσεις, ποινικές κυρώσεις, κ.λπ.) (βλ. Φόρμα εισαγωγής στοιχείων στο Παράρτημα του υπ’ αριθ. 1 σχετικού).

Στην ως άνω ηλεκτρονική εφαρμογή υπάρχει καταχωρισμένο σχετικό αναλυτικό εγχειρίδιο χρήσης που εμφανίζεται με το εικονίδιο: ?. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εισαγωγή των αναφορών-αποτελεσμάτων ελέγχου στην ηλεκτρονική εφαρμογή «Δειγματοληπτικός έλεγχος υποβληθέντων φωτοαντιγράφων (Ν. 4250/2014/Άρθρο 1/παρ. 2β)» αποτελεί η πιστοποίηση των χρηστών (απόκτηση συνθηματικού και κωδικού).

Σημειώνεται ότι οι ήδη πιστοποιημένοι χρήστες του συστήματος του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. για τον έλεγχο των πλαστών δικαιολογητικών/ πιστοποιητικών/ τίτλων του προσωπικού του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, θα πιστοποιηθούν αυτόματα και για το νέο πληροφοριακό σύστημα και θα ενημερωθούν με σχετικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διεύθυνση που ήδη υπάρχει στη βάση δεδομένων του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ., δίχως να χρειάζεται να προβούν σε καμία πρόσθετη ενέργεια.

Σε περίπτωση που έως σήμερα οι οργανικές μονάδες του Ε.Φ.Κ.Α. δεν έχουν πιστοποιηθεί στην πρώτη ηλεκτρονική εφαρμογή, θα πρέπει να καταχωρίσουν σχετικό αίτημα πιστοποίησης χρήστη στο Πληροφοριακό Σύστημα του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ., στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://rns.seedd.gr/regusers, καταχωρίζοντας τα ακόλουθα: στοιχεία φορέα, ονοματεπώνυμο, τηλέφωνο επικοινωνίας, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και επιλέγοντας την εφαρμογή «Δειγματοληπτικός Έλεγχος Υποβληθέντων Φωτοαντιγράφων (Ν.4250/2014/ Άρθρο 1/ Παρ.2β)» από τις διαθέσιμες εφαρμογές που εμφανίζονται στο σχετικό πεδίο της εν λόγω σελίδας. Αφού το αίτημά τους εγκριθεί, θα λάβουν τα στοιχεία πρόσβασής τους στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που θα έχουν καταχωρίσει κατά την ως άνω διαδικασία.

Τα αποτελέσματα των τριμηνιαίων δειγματοληπτικών ελέγχων για τις κεντρικές υπηρεσίες της Διοίκησης, αφού συμπληρωθεί η φόρμα εισαγωγής στοιχείων (που επισυνάπτεται στο υπ’ αριθ. 1 σχετικό), θα συγκεντρώνονται μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τη Διεύθυνση Οργάνωσης και εν συνεχεία, αυτή θα τα καταχωρίζει στην εν λόγω εφαρμογή. Ως υπεύθυνος υπάλληλος (για τις διευθύνσεις της κεντρικής υπηρεσίας του ΕΦΚΑ) έχει οριστεί ο κος Βασιλακόπουλος Ιωάννης: Τηλ. Επικοινωνίας: 2105241956 / email: tm.educ@efka.gov.gr. Αντίθετα, στις περιφερειακές υπηρεσίες (σε επίπεδο Διεύθυνσης/ αυτοτελούς τμήματος που δεν υπάγεται σε κάποια περιφερειακή διεύθυνση) τα παραπάνω στοιχεία θα συλλέγονται και θα εισάγονται στο ανωτέρω πληροφοριακό σύστημα από τον οριζόμενο από τον προϊστάμενο διεύθυνσης της οργανικής μονάδας (ή τον προϊστάμενο αυτοτελούς τμήματος) στις οποίες απευθύνεται η παρούσα εγκύκλιος, υπεύθυνο ή τον αναπληρωτή του. Επισημαίνουμε ότι θα πρέπει να καταχωρηθούν στοιχεία από το πρώτο τρίμηνο του 2017 έως και το τέλος του τρίτου τριμήνου.

Τα αποτελέσματα του εν λόγω ελέγχου, μετά το πέρας της διαδικασίας, κατά τα ανωτέρω, θα πρέπει να τηρούνται σε έντυπη μορφή, στο ειδικό φύλλο «φόρμα εισαγωγής στοιχείων Δειγματοληπτικού Ελέγχου κατ’ εφαρμογή της παρ. 2β του άρθρου 1 του Ν. 4250/2014», που αποτελεί Παράρτημα στο υπ’ αριθ. 1 σχετικό. Κάθε οργανική μονάδα θα πρέπει να μεριμνά, ώστε το ειδικό αυτό φύλλο να είναι διαθέσιμο προς επίδειξη για την απόδειξη της εκπλήρωσης της υποχρέωσης διενέργειας της διαδικασίας αυτής σε ενδεχόμενο σχετικό έλεγχο.

Εφιστούμε την προσοχή των προϊσταμένων των διευθύνσεων για την πιστή εφαρμογή των οδηγιών της παρούσας εγκυκλίου και παραμένουμε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση ή πληροφορία.

 

Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ KAI ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΛΟΥ

Φορολογική μεταχείριση αμοιβής έργου σε πανεπιστημιακές κλινικές, εργαστήρια ή μονάδες

ΠΟΛ.1155/2017
Φορολογική μεταχείριση ειδικής αμοιβής των προσώπων που αναφέρονται στην περίπτωση Ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 131 του ν.4472/2017, για την παροχή κλινικού και εργαστηριακού έργου σε πανεπιστημιακές κλινικές, εργαστήρια ή μονάδες, εγκατεστημένες σε νοσοκομεία του ΕΣΥ ή των νοσοκομείων που ανήκουν σε Πανεπιστήμια
Αθήνα, 3 Οκτωβρίου 2017
ΠΟΛ.1155/3.10.2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ: Α’

Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κωδ. : 101 84, Αθήνα
Πληροφορίες : Δ. Παπαγιάννης
Τηλέφωνο : 210 – 3375315-6
FAX :210 – 3375001

ΠΟΛ 1155/2017

Θέμα: Φορολογική μεταχείριση ειδικής αμοιβής των προσώπων που αναφέρονται στην περίπτωση Ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 131 του ν.4472/2017, για την παροχή κλινικού και εργαστηριακού έργου σε πανεπιστημιακές κλινικές, εργαστήρια ή μονάδες, εγκατεστημένες σε νοσοκομεία του ΕΣΥ ή των νοσοκομείων που ανήκουν σε Πανεπιστήμια.

Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ.6 του άρθρου 13 του ν.2889/2001 ορίζεται ότι από 1.1.2002, στους πανεπιστημιακούς ιατρούς που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε πανεπιστημιακές κλινικές, εργαστήρια ή μονάδες, εγκατεστημένες σε νοσοκομεία του ΕΣΥ ή των ΑΕΙ, καταβάλλεται, από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του οικείου νοσοκομείου, ειδική αμοιβή για το κλινικό και εργαστηριακό έργο που παρέχουν, το ύψος της οποίας ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας.

Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρ.5 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η προβλεπόμενη στην παράγραφο 6 του άρθρου αυτού ειδική αμοιβή για την παροχή κλινικού και εργαστηριακού έργου από πανεπιστημιακούς ιατρούς, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε πανεπιστημιακές κλινικές, εργαστήρια ή μονάδες εγκατεστημένες σε νοσοκομεία του ΕΣΥ ή των ΑΕΙ, θεωρούνται ότι προέρχονται από άσκηση ιδιωτικού έργου και φορολογούνται σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.2 περ.Ζ’ του άρθρου 4 του ν.2238/1994 (εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων και από κάθε άλλη πηγή).

2. Με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ.6 του άρθρου 13 του ν.2889/2001 όπως αυτό προστέθηκε με τις διατάξεις της παρ.1β του άρθρου 64 του ν.4386/2016 ορίζεται ότι στα μέλη του ΕΔΙΠ που εργάζονται σε Πανεπιστημιακές κλινικές, εργαστήρια ή μονάδες εγκατεστημένες σε νοσοκομεία του ΕΣΥ ή των ΑΕΙ και παρέχουν κλινικό – εργαστηριακό έργο, καταβάλλεται ειδική αμοιβή ανάλογη προς αυτή των πανεπιστημιακών ιατρών, το ύψος της οποίας ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας και Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.

3. Με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν.3457/2006 ορίζεται ότι η ειδική αμοιβή για το κλινικό και εργαστηριακό έργο που αναφέρεται στην παρ.6 του άρθρου 13 του ν.2889/2001 καταβάλλεται από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και στους φυσικούς ιατρικής – ακτινοφυσικούς, ψυχολόγους, φαρμακοποιούς, νοσηλευτές, μέλη ΔΕΠ Πανεπιστημίων, που υπηρετούν σε πανεπιστημιακές κλινικές, εργαστήρια ή μονάδες εγκατεστημένες σε νοσοκομεία του ΕΣΥ ή των Πανεπιστημίων. Η αμοιβή αυτή καταβάλλεται από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του οικείου νοσοκομείου.

4. Εξάλλου, με τις διατάξεις της περίπτωσης Ε της παραγράφου 1 του άρθρου 131 του ν.4472/2017, οι οποίες ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 162 του ίδιου νόμου, από την 1.1.2017, ορίζεται ότι στους ιατρούς, φυσικούς ιατρικής – ακτινοφυσικούς, ψυχολόγους, φαρμακοποιούς και νοσηλευτές, καθώς και στους χημικούς, κλινικούς χημικούς, βιοχημικούς και βιολόγους, οι οποίοι είναι μέλη ΔΕΠ, ΕΕΠ και ΕΔΙΠ που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε πανεπιστημιακές κλινικές, εργαστήρια ή μονάδες, εγκατεστημένες σε νοσοκομεία του ΕΣΥ ή των νοσοκομείων που ανήκουν σε Πανεπιστήμια, καταβάλλεται, από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του οικείου νοσοκομείου, ειδική αμοιβή για το κλινικό και εργαστηριακό έργο που παρέχουν, το ύψος της οποίας ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας. Μέχρι την έκδοση της σχετικής απόφασης η εν λόγω ειδική αμοιβή καταβάλλεται στο ύψος που είχε διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος νόμου. Η ως άνω ειδική αμοιβή δεν υπάγεται στο ανώτατο όριο αποδοχών του άρθρου 156 του παρόντος νόμου.

5. Με τις διατάξεις της παρ.10 του άρθρου 153 του ίδιου ως άνω νόμου, οι οποίες ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 162 του νόμου αυτού επίσης από την 1.1.2017, ορίζεται ότι για την εφαρμογή του παρόντος νόμου οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές αποτελούνται από το βασικό μισθό, τα επιδόματα και τις παροχές που καθορίζονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού καθώς και την προσωπική διαφορά του άρθρου 155.
Περαιτέρω, οι διατάξεις της παρ.10 του ίδιου άρθρου και νόμου αναφέρουν ρητά τις περιπτώσεις εκείνες των επιδομάτων, παροχών και αποζημιώσεων που δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των τακτικών αποδοχών και μεταξύ των περιπτώσεων αυτών δεν συγκαταλέγεται η ειδική αμοιβή της περίπτωσης Ε της παραγράφου 1 του άρθρου 131 του ν.4472/2017.

6. Με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 12 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις περιλαμβάνει τα πάσης φύσεως εισοδήματα σε χρήμα ή σε είδος που αποκτώνται στο πλαίσιο υφιστάμενης, παρελθούσας ή μελλοντικής εργασιακής σχέσης. Επίσης, με τις διατάξεις της περ.α’ της παρ.3 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται ότι στο ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και το ημερομίσθιο, μισθός, επίδομα αδείας, επίδομα ασθενείας, επίδομα εορτών, αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας, αμοιβές, προμήθειες, επιμίσθια και φιλοδωρήματα.

7. Μετά από όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω προκύπτει ότι μετά την 1.1.2017, οπότε και ισχύουν οι διατάξεις του ν.4472/2017, οι οποίες ως μεταγενέστερες κατισχύουν αυτών του ν.2889/2001, η ειδική αμοιβή για την παροχή κλινικού και εργαστηριακού έργου που καταβάλλεται στα πρόσωπα που αναφέρονται στην περίπτωση Ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 131 του ν.4472/2017 και τα οποία προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε πανεπιστημιακές κλινικές, εργαστήρια ή μονάδες, εγκατεστημένες σε νοσοκομεία του ΕΣΥ ή των νοσοκομείων που ανήκουν σε Πανεπιστήμια, περιλαμβάνεται στην έννοια των τακτικών αποδοχών των προσώπων αυτών.

Η εν λόγω ειδική αμοιβή φορολογείται με την κλίμακα της παρ.1 του άρθρου 15 του ν.4172/2013 ως εισόδημα από μισθωτή εργασία, και υπόκειται σε παρακράτηση φόρου σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 60 του ίδιου νόμου.

 

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ