ΣτΕ 160/2017
Προσδιορισμός φορολογητέου εισοδήματος κατοίκου εξωτερικού και με στοιχεία που δηλώνονται μέσω των εντύπων που συνυποβάλλονται

Περίληψη
Επειδή, ο προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος των φυσικών προσώπων κατά το θεσπισθέν με τα άρθρα 15 επομ. του Κ.Φ.Ε. σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού γίνεται από την φορολογική αρχή επί τη βάσει της υποβαλλομένης δηλώσεως με την προσαύξηση του δηλωθέντος εισοδήματος κατά το ποσό που προκύπτει κατ’ εφαρμογήν των τεκμηρίων των άρθρων 16 και 17 του Κώδικα, η προσαύξηση δε αυτή του δηλωθέντος εισοδήματος και το συναφώς εκδιδόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα δύναται να στηριχθεί όχι μόνο στο περιεχόμενο αυτής ταύτης της δηλώσεως, αλλά και στα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που δηλώνονται μέσω των εντύπων που συνυποβάλλονται κατά νόμο μετ’ αυτής (όπως το Ε9), τα οποία, αποτελούν αδιαίρετη ενότητα με αυτήν (πρβλ. ΣτΕ 111/1992).

ΣτΕ 160/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β’
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 30 Νοεμβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β’ Τμήματος, Ε. Νίκα, Μ. Πικραμένος, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Ειρ. Σταυρουλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 15 Φεβρουαρίου 2012 αίτηση:
του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της …………………κατοίκου Μόντε Κάρλο του Πριγκιπάτου του Μονακό …………………., η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ……………………….., που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ; 1451/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Νίκα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου.

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1451/2011 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Κατοίκων Εξωτερικού κατά της υπ’ αριθμ. 380/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση ακυρώθηκε, κατ’ αποδοχήν προσφυγής της αναιρεσίβλητης, το από 25.11.2004 εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος της, οικονομικού έτους 2004, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού.
3. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ Α’ 213) αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α’ 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται, η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ …».
4. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η οποία, ασκηθείσα στις 9.3.2012, διέπεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 12 παρ.1 του ν. 3900/2010, άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά, της οποίας το χρηματικό αντικείμενο, όπως προκύπτει από το συνημμένο στο δικόγραφο της εν λόγω αιτήσεως σημείωμα της οικείας φορολογικής αρχής, ανέρχεται σε 612.706,56 ευρώ, ήτοι υπερβαίνει τα 40.000 ευρώ. Περαιτέρω, προς θεμελίωση του παραδεκτού της αιτήσεως και δή του πρώτου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται ότι δ’ αυτού τίθεται το ζήτημα κατά πόσον, εφ’ όσον κατά τον έλεγχο υποβληθείσης (φορολογικής) δηλώσεως προέκυψαν πλήρως τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει σαφώς το ποσό της δαπάνης που καταβλήθηκε για την αγορά ακινήτου, νόμιμα συμπληρώνεται το ποσό της αγοράς στον οικείο κωδικό της δηλώσεως (κωδικός 735 του πίνακα 5 “προσδιορισμός ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης”) από τον Προϊστάμενο της αρμοδίας Δ.Ο.Υ. βάσει και της αρμοδιότητας που του παρέχεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 66 του ν. 2238/1994. Για το εν λόγω ζήτημα, όπως τίθεται εν προκειμένω, δεν υφίσταται νομολογία, όπως βασίμως προβάλλει το αναιρεσείον, και, ως εκ τούτου, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς κατ’ άρθρο 12 παρ.1 του ν. 3900/2010 και είναι περαιτέρω εξεταστέος.
5. Επειδή, ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, ΦΕΚ Α 151), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, όριζε στο άρθρο 1 αυτού ότι
«1. Επιβάλλεται φόρος στο συνολικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει είτε στην ημεδαπή είτε στην αλλοδαπή και αποκτάται από κάθε φυσικό πρόσωπο για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2» και στο άρθρο 2 ότι: «1. Σε φόρο υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο ,αποκτά εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα ανεξάρτητα από την ιθαγένεια και τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του. Επίσης, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του,”σε φόρο υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο για τα εισοδήματά του που προκύπτουν στην αλλοδαπή, εφόσον έχει την κατοικία του στην Ελλάδα. 2. … 3. …»,
σύμφωνα δε με το άρθρο 4 του ιδίου Κώδικα «1. Εισόδημα στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος είναι το εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτησή του …»
ενώ, κατά το άρθρο 15, που εντάσσεται στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ, τιτλοφορούμενο «Προσδιορισμός φορολογητέας ύλης με βάση τις δαπάνες», το συνολικό εισόδημα [των φυσικών προσώπων] προσδιορίζεται κατ’ εξαίρεση τεκμαρτώς με βάση τις δαπάνες διαβίωσης του φορολογουμένου και των προσώπων που συνοικούν με αυτόν και τον βαρύνουν, όταν το συνολικό ποσό των δαπανών, που προσδιορίζεται κατά τα άρθρα 16-17, είναι ανώτερο από το συνολικό καθαρό εισόδημα των κατηγοριών Α έως Ζ. Το εισόδημα που υπόκειται σε φόρο στην περίπτωση αυτή προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 19 του αυτού νόμου.
Ειδικότερα, στο άρθρο 17 του ν. 2238/1994 ορίζετο ότι: «Ως ετήσια τεκμαρτή δαπάνη του φορολογουμένου… λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για: α)… γ) Αγορά… ακινήτων…»,
στο δε άρθρο 19 αυτού ότι «1. Η διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που δηλώθηκε από το φορολογούμενο… ή προσδιορί¬σθηκε από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και της συνολικής ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης του, των άρθρων 16 και 17, προσαυξάνει τα εισοδήματα που δηλώνονται ή προσδιορίζονται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά το ίδιο οικονομικό έτος του φορολογουμένου… από εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση ελευθερίων επαγγελμάτων και αν δε δηλώνεται εισόδημα από τις κατηγορίες αυτές η διαφορά αυτή λογίζεται εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 48. 2. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς της προηγουμένης παραγράφου υποχρεούται να λάβει υπ’ όψιν του τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, τα οποία αποδεικνύονται από νόμιμα παραστατικά στοιχεία και με τα οποία καλύπτεται ή περιορίζεται η διαφορά που προκύπτει 4. Οι υπόχρεοι που δεν αναγράφουν ή ανακριβώς αναφέρουν στη δήλωση τα στοιχεία, τα σχετικά με τις δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων και τον προσδιορισμό της ετήσιας συνολικής δαπάνης διαβίωσης, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 87. Επίσης, όσοι δεν αναγράφουν στη δήλωση τη δαπάνη αγοράς ή ανέγερσης ακινήτων υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 88. 5. …».
Εξ άλλου, στο άρθρο 61 του αυτού Κώδικα, όπως ίσχυε κατά την κρινομένη χρήση, μετά την αντικατάσταση της περ. α της παρ. 1 αυτού με την παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 3091/2002 (ΦΕΚ Α’ 330/24.12.2002), ορίζετο ότι
«1. Κάθε φυσικό πρόσωπο, για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, έχει υποχρέωση να υποβάλλει δήλωση, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά του υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. … Υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης για τα εισοδήματά τους, ανεξάρτητα από το αν υπόκεινται ή όχι σε φόρο κατά τις διατάξεις του παρόντος είναι και: α) . . . στ) Όσοι αγοράζουν ακίνητα ή ανεγείρουν οικοδομή, ζ) … 2. …».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα, «Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας βεβαιώνει το φόρο … που προκύπτει: α) Βάσει των δηλώσεων που υποβάλλονται, β) Βάσει των φύλλων ελέγχου που αναφέρονται στο άρθρο 68, εφόσον αυτά έχουν οριστικοποιηθεί … γ) Βάσει οριστικών αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων ή πρακτικών συμβιβασμού».
Στο άρθρο 62, τιτλοφορούμενο προθεσμία υποβολής και περιεχόμενο δηλώσεως, ορίζονται μεταξύ άλλων, τα εξής: «1… 4. Η δήλωση συντάσσεται σε δύο αντίτυπα σε έντυπα που παρέχονται δωρεάν από το Δημόσιο … Μαζί με την ετήσια δήλωσή του ο υπόχρεος υποβάλλει δήλωση με τα στοιχεία των ακινήτων που του ανήκουν κατά πλήρες δικαίωμα ιδιοκτησίας ή κατ’ επικαρπία ή , – ψιλή κυριότητα ή έχει δικαίωμα χρήσης ή οίκησης σε αυτά. 5. Ο υπόχρεος για την επίδοση της δήλωσης βεβαιώνει υπεύθυνα … την ειλικρίνεια και το περιεχόμενο της δήλωσης και των λοιπών συνυποβαλλόμενων με αυτήν εντύπων. 6. …»,
στην δε εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 6 του εν λόγω άρθρου υπ’ αριθμ. 1019176/438/Α0012 ΠΟΛ.1021/2.3.2004 αποφάσεως του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών «Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, οικονομικού έτους 2004, καθώς και των λοιπών εντύπων και των δικαιολογητικών εγγράφων που υποβάλλονται με αυτήν» (ΦΕΚ Β’510) ορίζεται, στο άρθρο 2 παρ.1 αυτής, ότι «Τα έντυπα της αναλυτικής κατάστασης για τα μισθώματα ακινήτων (Ε2), … , της δήλωσης στοιχείων ακινήτων (Ε9), … συνοδεύουν τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, ανάλογα με την κατηγορία των δηλούμενων εισοδημάτων και, εφόσον υποβάλλονται ταυτόχρονα, αποτελούν αδιαίρετη ενότητα με αυτήν και πρέπει να συμπληρώνονται σε όλες τις ενδείξεις τους».
Τέλος, στο άρθρο 66 προβλέπεται ότι «1. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ελέγχει την ακρίβεια των επιδιδόμενων δηλώσεων και προβαίνει σε έρευνα για την εξακρίβωση των υποχρέων που δεν έχουν υποβάλει δήλωση. Για το σκοπό αυτό δικαιούται : α) Να ζητά από τον υπόχρεο … να δώσει … διευκρινίσεις και να προσκομίσει … κάθε στοιχείο … χρήσιμο για τον καθορισμό του εισοδήματος … 2. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον υπολογισμό και την εκκαθάριση του φόρου δεν λαμβάνει υπόψη λέξεις, ποσά και αριθμούς που έχουν αναγραφεί στις ενδείξεις της ετήσιας δήλωσης του υπόχρεου και συνεπάγονται τη διενέργεια μειώσεων ή εκπτώσεων του εισοδήματος ή του φόρου … εφ’ όσον δεν συνυποβάλλονται από τον υπόχρεο τα νόμιμα στοιχεία που αποδεικνύουν άμεσα τη συνδρομή των προϋποθέσεων. Αριθμητικά λάθη στις αθροίσεις και στις μεταφορές, καθώς και αναριθμητισμοί, που αφορούν στην ορθή συμπλήρωση της ετήσιας δήλωσης του υποχρέου, διορθώνονται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεση του,.. ».
6. Επειδή, κατά την κρινομένη χρονική περίοδο, φυσικά πρόσωπα που δεν είχαν κατοικία στην Ελλάδα, αλλά στην αλλοδαπή, υπέκειντο κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος σε φόρο στην Ελλάδα για τα εισοδήματά τους που είχαν προκύψει στην Ελλάδα. Εξ άλλου, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κεφαλαίου Γ’ του αυτού Κώδικα -και υπό την προϋπόθεση ότι δεν εγείρεται ζήτημα εφαρμογής διεθνούς συμβάσεως αποφυγής διπλής φορολογίας του εισοδήματος- συνάγεται ότι το τεκμήριο εκ της αποκτήσεως περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 17 του Κ.Φ.Ε.) εφαρμόζεται και στην περίπτωση κατοίκου αλλοδαπής εφ’ όσον αυτός αποκτά εισόδημα από πηγή ή πηγές στην Ελλάδα και, συνεπώς, είναι φορολογικό υποκείμενο στην Ελλάδα κατ’ άρθρο 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, (πρβλ. ΣτΕ 1973/2015, ΣτΕ 1841/2015 7μ., ΣτΕ 1747/1991 7μ.).
7. Επειδή, ο προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος των φυσικών προσώπων κατά το θεσπισθέν με τα άρθρα 15 επομ. του Κ.Φ.Ε. σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού γίνεται από την φορολογική αρχή επί τη βάσει της υποβαλλομένης δηλώσεως με την προσαύξηση του δηλωθέντος εισοδήματος κατά το ποσό που προκύπτει κατ’ εφαρμογήν των τεκμηρίων των άρθρων 16 και 17 του Κώδικα, η προσαύξηση δε αυτή του δηλωθέντος εισοδήματος και το συναφώς εκδιδόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα δύναται να στηριχθεί όχι μόνο στο περιεχόμενο αυτής ταύτης της δηλώσεως, αλλά και στα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που δηλώνονται μέσω των εντύπων που συνυποβάλλονται κατά νόμο μετ’ αυτής (όπως το Ε9), τα οποία, αποτελούν αδιαίρετη ενότητα με αυτήν (πρβλ. ΣτΕ 111/1992).
8. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Η αναιρεσίβλητη, κάτοικος εξωτερικού (Μόντε Κάρλο του Πριγκιπάτου του Μονακό), υπέβαλε ταχυδρομικώς στην Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού την από 4.5.2004 δήλωση φορολογίας εισοδήματος, οικονομικού έτους 2004, στην οποία περιέλαβε ως μοναδικό ατομικό ακαθάριστο εισόδημα από εκμίσθωση ακινήτων το ποσό των 3.016,57 ευρώ. Με την δήλωση αυτή συνυπέβαλε: α) αναλυτική κατάσταση για τα μισθώματα των ακινήτων της (έντυπο Ε2), β) δήλωση στοιχείων ακινήτων που υπήρχαν την 1.1.2004 (έντυπο Ε9), στο οποίο δήλωσε ότι, βάσει του 3268/15.12.2003 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών……………………, απέκτησε ποσοστό 16,80/152 εξ αδιαιρέτου διατηρητέου ακινήτου, κειμένου στην περιφέρεια του Δήμου Αθηνών …………………………), από την εταιρία με την επωνυμία «………………» που εδρεύει στη Μονροβία της Λιβερίας και γ) το προαναφερόμενο 3268/2003 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του ως άνω ποσοστού εξ αδιαιρέτου του εν λόγω ακινήτου (έναντι τιμήματος 3.551.554,53 ευρώ).
Όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. 216169/6.9.2008 έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού, που εκδόθηκε κατόπιν της υποβολής της από 11.9.2008 σχετικής αιτήσεως της αναιρεσίβλητης, η φορολογική αρχή, κατά τον έλεγχο της ως άνω δηλώσεως, συμπλήρωσε οίκοθεν αυτήν με την αιτιολογία ότι δεν ανεγράφησαν από τον φορολογούμενο τα εξής ποσά: α) 3.016,57 ευρώ στον πίνακα 4 (φορολογούμενα εισοδήματα), περίπτωση Εβ (εισόδημα από ακίνητα – καταστημάτων, γραφείων, αποθηκών κ.λπ.) και β) 1.530.696,24 ευρώ στον πίνακα 5 (προσδιορισμός ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης), περίπτωση 2δ (δαπάνη για αγορά ακινήτου), καθώς και το ίδιο ποσό στον πίνακα 6 (πρόσθετα πληροφορικά στοιχεία – ποσά που μειώνουν την ετήσια δαπάνη) περίπτωση 2 (ποσό ετήσιας δαπάνης που δεν υπήρχε την 1.1.2004), κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 15 και 17 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και εφ’ όσον η αναιρεσίβλητη δεν είχε συνυποβάλει νόμιμα στοιχεία προς κάλυψη της δαπάνης που πραγματοποίησε, σύμφωνα με το άρθρο 19 του ως άνω Κώδικα και το άρθρο 18 παρ. 2 εδ. β’ του ν. 3091/2002.
Ως εκ τούτου, με το από 25.11.2004 (Α.Χ.Κ 21) εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2004, με το_ οποίο τροποποιήθηκε το από 29.10.2004 (Α.Χ.Κ. 22) αρχικό εκκαθαριστικό, επιβλήθηκε εις βάρος της αναιρεσίβλητης κύριος φόρος ύψους 610.670,82 ευρώ, προκαταβολή φόρου ύψους 1.929,14 ευρώ και λοιπά συμβεβαιούμενα ποσά ύψους 108,60 ευρώ και, συνολικώς, ποσό 612.708,56 ευρώ, κατόπιν συνυπολογισμού, για την εξεύρεση του φορολογητέου εισοδήματος, ποσού 1.536,673,18 ευρώ, ως διαφορά μεταξύ του δηλωθέντος εισοδήματος και της τεκμαρτής δαπάνης από την αγορά ακινήτου, κατά τα προεκτεθέντα. Το ανωτέρω εκκαθαριστικό σημείωμα ακυρώθηκε με την πρωτόδικη απόφαση, κατ’ αποδοχή προσφυγής της αναιρεσίβλητης, με την οποία αυτή ζήτησε να τροποποιηθεί το σημείωμα αυτό, με σκοπό να διαγραφεί το τεκμαρτό εισόδημα ποσού 1.536.673,18 ευρώ και να προσδιορισθεί η φορολογική οφειλή της, οικονομικού έτους 2004, με βάση το κατά τους ισχυρισμούς της πραγματικό της εισόδημα. Έφεση που άσκησε το Δημόσιο κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.
Ειδικότερα, το δικάσαν διοικητικό εφετείο, αφού έλαβε υπ’ όψη ότι α) η αναιρεσίβλητη στην επίδικη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, δήλωσε ως μοναδικό ατομικό της εισόδημα από την εκμίσθωση ακινήτων το ποσό των 3.016,57 ευρώ και β) ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. προέβη οίκοθεν στη συμπλήρωση της δηλώσεώς της με το ποσό των 1.530.696,24 ευρώ, ως δαπάνη που αυτή κατέβαλε για την αγορά του ανωτέρω ακινήτου, έκρινε ότι μη νομίμως ο τελευταίος αυτός τροποποίησε την επίδικη δήλωση, αφού δεν επρόκειτο για διόρθωση αριθμητικού λάθους ή αναριθμητισμού, και, συνεπώς, νομίμως ακυρώθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το επίδικο εκκαθαριστικό σημείωμα. Όμως, η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου δεν είναι νόμιμη. Τούτο δε διότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η προσαύξηση του δηλωθέντος εισοδήματος της αναιρεσίβλητης κατ’ εφαρμογήν των τεκμηρίων των άρθρων 16 και 17 του Κ.Φ.Ε. και η εκκαθάριση του οφειλομένου από αυτήν φόρου δεν εχώρησε κατά τροποποίηση των δηλωθέντων πραγματικών περιστατικών και στοιχείων, αλλά επί τη βάσει των όσων η ιδία γνωστοποίησε στην φορολογική αρχή μέσω του συνυποβληθέντος εντύπου Ε9, που αποτελεί, κατά τα προεκτεθέντα, αναπόσπαστο μέρος της φορολογικής της δηλώσεώς της: μόνη δε η συμπλήρωση από τον Προϊστάμενο της αρμοδίας Δ.Ο.Υ. των οικείων κωδικών στο έντυπο της φορολογικής δηλώσεως (Ε1) με το προκύπτον από το έντυπο Ε9 ποσό της δαπάνης αγοράς ακινήτου, εξυπηρετούσα την φοροτεχνική διαδικασία και στερουμένη αυτοτελούς νομικής σημασίας, δεν καθιστά νομικώς πλημμελές το εκδοθέν εκκαθαριστικό σημείωμα.
Για τον λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο με την υπό κρίση αίτηση, αυτή πρέπει να γίνει δεκτή και η προσβαλλομένη απόφαση πρεπε: να αναιρεθεί, οπότε παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα [του παραδεκτού και του βάσιμου] του ετέρου λόγου αναιρέσεως, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 1451/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται στο ποσο των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 2016 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Ιανουαρίου 2017

Recommended Posts