Επιβολή έκτακτης εισφοράς επί αλλοδαπών εταιρειών και απαλλαγή σχολικών επιτροπών και σχολικών εφορειών από τον φόρο εισοδήματος

ΠΟΛ.1148/2017
Κοινοποίηση των διατάξεων των άρθρων 35, 41 και 61 του ν. 4465/2017 (ΦΕΚ Α’ 47/04.04.2017)
Αθήνα, 25 Σεπτεμβρίου 2017
ΠΟΛ 1148/25-09-2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β’

Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:101 84 Αθήνα
Πληροφορίες:Κ. Παπαμακαρίου
Τηλέφωνο:210 – 3375312
Fax:210 – 3375001
Url:www.aade.gr

ΠΟΛ 1148/2017

Θέμα: «Κοινοποίηση των διατάξεων των άρθρων 35, 41 και 61 του ν.4465/2017 (ΦΕΚ Α’47/04.04.2017)».

Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 35, 41 και 61 του ν.4465/2017 (ΦΕΚ Α’47/04.04.2017) και σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:

1. Με τις διατάξεις του άρθρου 35 του νόμου αυτού προστίθεται νέα παράγραφος 3 στο άρθρο 26 του ν.4416/2016. Με τις νέες διατάξεις εισάγεται απαλλαγή από κάθε φόρο, δικαίωμα ή τέλος και εισφορά, συμπεριλαμβανομένου του φόρου χρηματιστηριακών συναλλαγών του άρθρου 9 του ν.2579/1998, για τις εργασίες και τις συναλλαγές που πραγματοποιεί η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης στο πλαίσιο των επίσημων δραστηριοτήτων της (με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων του Κώδικα Φ.Π.Α.), καθώς και από κάθε είδους ή φύσεως επιβαρύνσεις υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και γενικά υπέρ οποιουδήποτε τρίτου. Επομένως, κατά τη μεταβίβαση μετοχών από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή σε αλλοδαπά χρηματιστήρια ή σε άλλους διεθνώς αναγνωρισμένους χρηματιστηριακούς θεσμούς δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 9 του ν.2579/1998 και της παρ.2 του άρθρου 27 του ν.2703/1999 (οι οποίες αναφέρονται στην παρ.2 του άρθρου 9 του ν.2579/1998), αντίστοιχα.

Οι διατάξεις αυτές ισχύουν από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι, για μεταβιβάσεις μετοχών που πραγματοποιούνται από τις 4.04.2017 και εφεξής.

2. Με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 41 του νόμου αυτού αποσαφηνίζεται ότι για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος για την επιβολή της έκτακτης εισφοράς η οποία επιβλήθηκε με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 2 του ν.3808/2009 και της παρ. 1 του άρθρου πέμπτου του ν.3845/2010 επί των αλλοδαπών εταιρειών, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ.8 του άρθρου 105 του ν.2238/1994, οι οποίες ως ειδικότερες κατισχύουν αυτών της παρ. 7 του ίδιου άρθρου και νόμου (γενικές διατάξεις).

Ως εκ τούτου, ως καθαρό εισόδημα των υπόψη αλλοδαπών επιχειρήσεων για την επιβολή της έκτακτης εισφοράς, με βάση τις σχετικές διατάξεις, λαμβάνεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) στα ακαθάριστα έσοδά τους που πραγματοποιούνται από τη μεταφορά επιβατών, εμπορευμάτων και πραγμάτων γενικά, από ελληνικούς αερολιμένες και μέχρι τον αλλοδαπό αερολιμένα επιβίβασης των επιβατών ή μεταφόρτωσης των εμπορευμάτων και λοιπών πραγμάτων σε αεροσκάφος άλλης αλλοδαπής επιχείρησης. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση επί της διάταξης, η ρύθμιση ισχύει ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω εταιρείες είχαν υποβάλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων για τα συγκεκριμένα οικονομικά έτη και ανεξαρτήτως του καθαρού εισοδήματος ή κερδών που είχαν δηλώσει.

Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, και στις κατά τη δημοσίευση του άρθρου αυτού (4.04.2017) εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον της Διοίκησης, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 61 του νόμου αυτού προστέθηκε νέα περίπτωση απαλλασσόμενων νομικών προσώπων από τον φόρο εισοδήματος στο άρθρο 46 του ν. 4172/2013 υπό τον αριθμό στ’. Με τις ως άνω διατάξεις, οι οποίες ισχύουν σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου από 1.1.2016 και εξής, ορίζεται ότι από τον φόρο εισοδήματος απαλλάσσονται οι σχολικές επιτροπές και οι σχολικές εφορείες μειονοτικών σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Ωστόσο, υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης φορολογίας των εισοδημάτων τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 68 του ν.4172/2013. Οδηγίες αναφορικά με τον ορθό τρόπο υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος -εντύπου Ν από τα συγκεκριμένα νομικά πρόσωπα ειδικά για το φορολογικό έτος 2016 έχουν ήδη αναρτηθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση της Α.Α.Δ.Ε. http://www.aade.gr (βλ. ερώτηση- απάντηση με αριθμό 40 στο σχετικό πεδίο συχνές ερωτήσεις-απαντήσεις αναφορικά με το έντυπο Ν).

Τέλος, αναφορικά με τη φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος που αποκτούν τα ως άνω νομικά πρόσωπα για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014, ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων του ν.4172/2013 έως και 31.12.2015, εξακολουθούν και ισχύουν τα αναφερόμενα στο με αρ. ΔΕΑΦ Β 1016062 ΕΞ 2017/01-02-2017 έγγραφό μας (με ΑΔΑ 7Η5ΠΗ-63Ν) καθόσον η νέα απαλλακτική διάταξη της περίπτωσης στ’ του άρθρου 46 του ν. 4172/2013 ισχύει από 1.1.2016 και εφεξής.

 

 

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

 

Προκαταβολή φόρου εισοδήματος σε περίπτωση διακοπής εργασιών ατομικής επιχείρησης

Αριθ. πρωτ.: ΔΕΑΦ 1140965 ΕΞ 2017
Πρόσθετες διευκρινίσεις σχετικά με τη βεβαίωση προκαταβολής φόρου εισοδήματος σε περίπτωση διακοπής εργασιών ατομικής επιχείρησης
Αθήνα, 22 Σεπτεμβρίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ 1140965 ΕΞ2017/22-09-2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

Ταχ. Δ/νση : Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 10184 Αθήνα
Πληροφ. : Σ.Πίνη
Τηλέφωνο : 210 3375315
Fax : 210 3375001
E-Mail : d12.a@yo.syzefxis.gov.gr
Url : www.aade.gr

Θέμα: Πρόσθετες διευκρινίσεις σχετικά με τη βεβαίωση προκαταβολής φόρου εισοδήματος σε περίπτωση διακοπής εργασιών ατομικής επιχείρησης

Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα και σε συνέχεια της ΠΟΛ.1067/20.3.2015 εγκυκλίου μας, με την οποία κοινοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις του άρθρου 67 του ν.4172/2013 σχετικά με την υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος των φυσικών προσώπων, καθώς και των άρθρων 69 και 70 του ίδιου νόμου αναφορικά με την προκαταβολή φόρου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν φυσικά πρόσωπα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 69 του ν.4172/2013 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι με βάση τη δήλωση που υποβάλλει ο φορολογούμενος και τους λοιπούς τίτλους βεβαίωσης που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας βεβαιώνεται ποσό ίσο με το εκατό τοις εκατό (100%) του φόρου που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα για το φόρο που αναλογεί στο εισόδημα του διανυόμενου φορολογικού έτους. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται για τα κέρδη που προκύπτουν από το φορολογικό έτος που αρχίζει από 1-1-2016.
Αν στη δήλωση περιλαμβάνονται και εισοδήματα για τα οποία ο φόρος παρακρατείται ή καταβάλλεται κατά τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων, ο φόρος που παρακρατήθηκε ή καταβλήθηκε για τα εισοδήματα αυτά εκπίπτει από το φόρο που πρέπει να βεβαιωθεί κατά το προηγούμενο εδάφιο. Αν το εισόδημα με βάση το οποίο ενεργείται η βεβαίωση του φόρου προσδιορίζεται κατά τρόπο τεκμαρτό, ο φόρος που αναλογεί στο τεκμαρτό αυτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού που πρέπει να βεβαιωθεί κατά το άρθρο αυτό. Όταν υποβάλλεται δήλωση για πρώτη φορά το προς βεβαίωση ποσό της παραγράφου αυτής περιορίζεται στο μισό.

2. Επίσης, με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 69 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι αν δεν υποβληθεί δήλωση, η Φορολογική Διοίκηση προβαίνει στη βεβαίωση του προκαταβλητέου ποσού φόρου, με βάση την υπάρχουσα εγγραφή για το εγγύτερο, πριν από την παράλειψη υποβολής της δήλωσης οικονομικό έτος, εφόσον διαπιστώνεται ότι ο υπόχρεος εξακολουθεί να αποκτά το εισόδημα.

3. Κατόπιν των ανωτέρω και δεδομένου ότι η βεβαίωση της προκαταβολής του φόρου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν φυσικά πρόσωπα, γίνεται, κατά ρητή διατύπωση του νόμου, έναντι του φόρου που αναλογεί στο εισόδημα του διανυόμενου φορολογικού έτους, σε περίπτωση διακοπής εργασιών ατομικής επιχείρησης κατά το φορολογικό έτος που αφορά η δήλωση και δεν έχει υποβληθεί εκ νέου έναρξη εργασιών μέχρι την υποβολή της δήλωσης, δεν βεβαιώνεται προκαταβολή φόρου καθόσον δεν υφίσταται εισόδημα στο διανυόμενο αυτό έτος (έτος υποβολής της δήλωσης).

 

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Φορολογική μεταχείριση αλλοδαπού εμπιστεύματος (trust) και αλλοδαπού ιδρύματος (foundation)

ΠΟΛ.1114/2017
Φορολογική μεταχείριση αλλοδαπού εμπιστεύματος (trust) και αλλοδαπού ιδρύματος (foundation)
Αθήνα, 24 -7-2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
1 – ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΛΟΓΙΟΥ
ΤΜΗΜΑ Β’
2 -ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α’-Β’

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 8
Ταχ. Κώδικας : 101 84 ΑΘΗΝΑ
Τηλέφωνο: 210 3375872
210 3375311-312
2103375314, 316
Fax: 210 3375834
210 3375001
E-Mail: defk.b@mofadm.gr
d12.a@yo.syzefxis.gov.gr
d12.b@yo.syzefxis.gov.gr
Url: www.aade.gr

ΠΟΛ. 1114

Θέμα: Φορολογική μεταχείριση αλλοδαπού εμπιστεύματος (trust) και αλλοδαπού ιδρύματος (foundation).

Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στη Φορολογική Διοίκηση σχετικά με το ανωτέρω θέμα και ειδικότερα ως προς τα ζητήματα που ανακύπτουν κατά τη φορολόγηση στην Ελλάδα των περιουσιακών στοιχείων που έχουν ανατεθεί σε διαχείριση εμπιστοσύνης (trust) ή έχουν μεταβιβασθεί σε ίδρυμα (foundation) της αλλοδαπής και των εισοδημάτων που αποκτώνται στα πλαίσια της εν λόγω διαχείρισης που πραγματοποιείται προς όφελος των δικαιούχων του, σας γνωρίζουμε τα εξής:

1. ΓΕΝΙΚΑ

To trust, άλλως εμπίστευμα – θεσμός με προέλευση το αγγλοσαξονικό δίκαιο – αποτελεί ιδιόμορφο καθεστώς διαχείρισης και εκκαθάρισης περιουσίας, το οποίο στερείται νομικής προσωπικότητας και δημιουργείται είτε με δήλωση του κυρίου της περιουσίας είτε με μεταβίβαση αυτής, εν ζωή είτε με διαθήκη. Ο ιδρυτής του εμπιστεύματος (settlor ή trustor) συμβάλλεται με πράξη συστάσεως (settlement) με τον εμπιστευματούχο (trustee) και του μεταβιβάζει περιουσιακά στοιχεία, τα οποία αυτός διαχειρίζεται προς όφελος άλλων προσώπων εμπιστευματοδόχων ή ωφελούμενων (beneficiaries) ή και του ίδιου (εμπιστευματούχου) ή και του ιδρυτή του εμπιστεύματος για εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, τον οποίο ορίζει. Ειδικότερα, ο εμπιστευματούχος αποκτά την περιουσία του ιδρυτή διακριτά από τη δική του περιουσία και οφείλει να τη διατηρεί και να την αποδίδει σύμφωνα με τους όρους του εμπιστεύματος, οι δε δικαιούχοι-ωφελούμενοι είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή οντότητες, τα οποία απολαμβάνουν των ωφελειών του εμπιστεύματος από τους εμπιστευματούχους, είτε μέσω τακτικών πληρωμών, είτε με τη λήξη του εμπιστεύματος, επίσης βάσει των όρων που έθεσε ο ιδρυτής του (εν ζωή ή μετά θάνατον).

Το «ίδρυμα» (foundation) αποτελεί παρεμφερή με το trust θεσμό, που προσφέρει στον ιδρυτή του δυνατότητες διαχείρισης και διάθεσης της περιουσίας του είτε εν ζωή είτε αιτία θανάτου, προς όφελος κάποιων προσώπων. Πρόκειται, ειδικότερα, για μία νομική οντότητα που συνήθως διαθέτει νομική προσωπικότητα κατά το αλλοδαπό δίκαιο της έδρας του, χωρίς όμως να παρουσιάζει χαρακτηριστικά εταιρείας, στην οποία ο ιδρυτής μεταφέρει περιουσιακά στοιχεία. Κατά τη συνήθη πρακτική, η διαχείριση των εν λόγω στοιχείων, καθώς και η διαχείριση εν γένει του ιδρύματος ανατίθεται στο Συμβούλιο (ή Διοικητικό Συμβούλιο), με σκοπό την εκπλήρωση των επιθυμιών του ιδρυτή. Η λειτουργία του ιδρύματος διέπεται από το καταστατικό του, καθώς και εσωτερικούς κανονισμούς. Με τους κανονισμούς ορίζονται οι δικαιούχοι και προσδιορίζεται το είδος και το εύρος των παροχών που τους χορηγούνται, καθώς και οι τελικοί δικαιούχοι των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος. Τόσο οι κανονισμοί όσο και διατάξεις αυτών μπορούν να ανακαλούνται ή να τροποποιούνται. Το Συμβούλιο μπορεί, επίσης, να τροποποιεί το καταστατικό και τους κανονισμούς ή να προβαίνει στη λύση του ιδρύματος, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτούς, κατά κανόνα σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις οδηγίες του ιδρυτή, οι οποίες είναι δεσμευτικές. Η διάθεση των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος προς τα οριζόμενα πρόσωπα, πραγματοποιείται, επίσης, σύμφωνα με τις οδηγίες του ιδρυτή, είτε εν ζωή αυτού είτε μετά θάνατον.

Επισημαίνεται ότι τα βασικά χαρακτηριστικά των ιδρυμάτων που περιγράφονται ανωτέρω, αναφέρονται με την επιφύλαξη των επιμέρους πραγματικών δεδομένων, όπως προκύπτουν κατά περίπτωση από τα καταστατικά ή τους κανονισμούς αυτών. Κατά συνέπεια, ανάλογη με τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης θα είναι και η φορολογική αντιμετώπιση αυτών.

2. ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΩΝ – ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
2.1. Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013

2.1.1. Φορολογική μεταχείριση αλλοδαπού εμπιστεύματος (trust) και αλλοδαπού ιδρύματος (foundation) που αποκτά εισόδημα στην Ελλάδα

α. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. δ’ του άρθρου 2 του ν. 4172/2013, ως νομική οντότητα νοείται κάθε μόρφωμα εταιρικής ή μη οργάνωσης και κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα που δεν είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όπως κάθε μορφής καταπίστευμα ή εμπίστευμα ή οποιοδήποτε μόρφωμα παρόμοιας φύσης, καθώς και κάθε μορφής ίδρυμα ή σωματείο ή οποιοδήποτε μόρφωμα παρόμοιας φύσης.

β. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της περ. ζ’ του άρθρου 45 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι σε φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων και οντοτήτων υπόκεινται οι νομικές οντότητες που ορίζονται στο άρθρο 2 του Κ.Φ.Ε. και δεν περιλαμβάνονται σε μια από τις προηγούμενες περιπτώσεις (του άρθρου 45).

γ. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν.4172/2013, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι ο φορολογούμενος που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπόκειται σε φόρο για το φορολογητέο εισόδημά του που προκύπτει στην Ελλάδα και αποκτάται μέσα σε ορισμένο φορολογικό έτος, όπως αυτό ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 5 του ως άνω νόμου. Για τη διαπίστωση του εάν το αλλοδαπό εμπίστευμα ή ίδρυμα έχει την φορολογική του κατοικία στην Ελλάδα, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 4 του ΚΦΕ.
δ. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι τα τυχόν εισοδήματα από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα που αποκτούν στην Ελλάδα οι ως άνω αλλοδαπές νομικές οντότητες (ιδρύματα και trusts) φορολογούνται με βάση τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 64 του ν. 4172/2013, δηλαδή ενεργείται παρακράτηση φόρου (15% ή 20%, κατά περίπτωση), με την οποία επέρχεται εξάντληση της φορολογικής τους υποχρέωσης, στο βαθμό που αυτές δεν διατηρούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα (σχετ. η ΠΟΛ.1042/2015 εγκύκλιός μας).

Όσον αφορά στα εισοδήματα από ακίνητη περιουσία που αποκτώνται από τις ως άνω νομικές οντότητες στην Ελλάδα, αυτά φορολογούνται με βάση τα όσα έχουν ειδικότερα διευκρινισθεί στην ΠΟΛ.1138/30.6.2015 εγκύκλιό μας, ήτοι ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα με συντελεστή φορολόγησης 29%.

Τέλος, για τα εισοδήματα (υπεραξία) που αποκτούν από μεταβίβαση τίτλων του άρθρου 42 του ν. 4172/2013 έχουν εφαρμογή τα αναφερόμενα στην ΠΟΛ.1032/26.1.2015 εγκύκλιό μας, δηλαδή αυτά δεν φορολογούνται στην Ελλάδα, εκτός αν θεωρηθεί ότι οι ανωτέρω νομικές οντότητες διατηρούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα.

Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων των Συμβάσεων Αποφυγής Διπλής Φορολογίας (Σ.Α.Δ.Φ.). Επομένως, στην περίπτωση που το εμπίστευμα/ίδρυμα είναι φορολογικός κάτοικος χώρας με την οποία η Ελλάδα έχει συνάψει Σ.Α.Δ.Φ., έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της αντίστοιχης Σύμβασης που ισχύει, ενώ σε διαφορετική περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας.

2.1.2. Φορολογική μεταχείριση των εισοδημάτων που αποκτά ο ιδρυτής αλλοδαπού εμπιστεύματος (trust) ή αλλοδαπού ιδρύματος (foundation), φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, από το αλλοδαπό εμπίστευμα (trust) ή αλλοδαπό ίδρυμα (foundation), λόγω της ιδιότητάς του ως ένας εκ των δικαιούχων (beneficiaries) των ωφελειών του

α. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 36 του ν. 4172/2013, ο όρος «μερίσματα» σημαίνει το εισόδημα που προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις διανομές των κερδών από κάθε είδους νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, καθώς και κάθε άλλο συναφές διανεμόμενο ποσό.

β. Όπως διευκρινίσθηκε με την ΠΟΛ.1042/26.1.2015 εγκύκλιό μας, στην έννοια του μερίσματος εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, και οι διανομές κερδών των καταπιστευμάτων.

γ. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 66 του ν. 4172/2013 εισήχθησαν διατάξεις περί ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών που αφορούν στη συμπερίληψη στο φορολογητέο εισόδημα φορολογούμενου που έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα, φυσικού ή νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, του μη διανεμηθέντος εισοδήματος νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας που είναι φορολογικός κάτοικος άλλης χώρας, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις α’ έως δ’ της ίδιας παραγράφου (σχετ. ΠΟΛ.1076/17.3.2014 εγκύκλιος).

δ. Κατόπιν των ανωτέρω και δεδομένου ότι το αλλοδαπό εμπίστευμα (trust) και το αλλοδαπό ίδρυμα (foundation) αποτελούν, με βάση τις διατάξεις του νέου Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013), νομικές οντότητες, οι διανομές κερδών προς τους ιδρυτές – δικαιούχους αυτών, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή οντότητες, αποτελούν εισόδημα από μερίσματα και φορολογούνται με βάση τα αναφερόμενα στην ΠΟΛ.1042/26.1.2015 εγκύκλιό μας.
Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση που οι καταβολές από τις ανωτέρω νομικές οντότητες γίνονται προς πρόσωπα (δικαιούχους) που έχουν εισφέρει δικά τους κεφάλαια προς τις οντότητες αυτές, διότι μόνο στην περίπτωση αυτή πληρείται η έννοια του μερίσματος, ως εισοδήματος από κεφάλαιο του δικαιούχου που έχει κατατεθεί με σκοπό τη συμμετοχή στα κέρδη άλλου νομικού προσώπου ή οντότητας.

Σε διαφορετική περίπτωση, όταν δηλαδή οι διανομές γίνονται προς πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που έχουν εισφέρει κεφάλαια στις εν λόγω οντότητες (δηλαδή σε τρίτα ωφελούμενα πρόσωπα), έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί φορολογίας κληρονομιών ή δωρεών (αναλόγως εάν διενεργούνται μετά το θάνατο του ιδρυτή ή εν ζωή αυτού) και τα όσα ειδικότερα αναλύονται στο Κεφάλαιο 3 της παρούσας. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία, επέρχεται θάνατος του ιδρυτή του εμπιστεύματος και ο δικαιούχος κληρονόμος λαμβάνει, μετά την αιτία θανάτου ή δωρεάς αιτία θανάτου κτήση των περιουσιακών στοιχείων, αποδόσεις από αυτά (π.χ. μισθώματα, μερίσματα, κλπ), αυτές συνιστούν εισόδημα του κληρονόμου ή του αιτία θανάτου δωρεοδόχου και φορολογούνται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα φορολογίας Εισοδήματος στο όνομά του, δεδομένου ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία αποτελούν πλέον προσωπική του περιουσία (κατά τα αναφερόμενα στην υποπαρ. 3.2.4 της παρούσας).

Τονίζεται ότι, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, στο φορολογητέο εισόδημα του εκάστοτε ιδρυτή- δικαιούχου (είτε φυσικού είτε νομικού προσώπου ή οντότητας) περιλαμβάνεται και το μη διανεμηθέν εισόδημα του εμπιστεύματος/ιδρύματος, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται ρητά στο άρθρο 66 του ν. 4172/2013.

ε. Τέλος, σημειώνεται ότι οι εμπιστευματούχοι (trustees) του αλλοδαπού εμπιστεύματος ή οι διαχειριστές του αλλοδαπού ιδρύματος δεν έχουν στη φορολογία εισοδήματος ίδια φορολογική υποχρέωση για τα εισοδήματα από πηγή Ελλάδας, τα οποία είναι εισοδήματα του εμπιστεύματος/ιδρύματος, αλλά φορολογούνται μόνο για την επαγγελματική αμοιβή που ενδεχομένως λαμβάνουν λόγω των παρεχόμενων υπηρεσιών διαχείρισης σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις του ν. 4172/2013, βάσει της κατηγορίας εισοδήματος που αποκτάται, όπως αυτή προκύπτει από τους συμφωνηθέντες όρους του εμπιστεύματος και της μορφής τους (φυσικό ή νομικό πρόσωπο). Τα ανωτέρω ισχύουν με την επιφύλαξη των οριζομένων στις διατάξεις των οικείων Σ.Α.Δ.Φ..

2.2. Πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013

Όσον αφορά στα εισοδήματα που έχουν προκύψει για διαχειριστικές περιόδους που άρχισαν πριν από την 1.1.2014, ισχύουν τα ακόλουθα:

2.2.1. Φορολογική μεταχείριση αλλοδαπού εμπιστεύματος (trust) και αλλοδαπού ιδρύματος (foundation) που αποκτά εισόδημα στην Ελλάδα

α. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 101 του ν. 2238/1994, σε φόρο υπόκεινται οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που λειτουργούν με οποιονδήποτε τύπο εταιρίας, καθώς και οι κάθε είδους αλλοδαποί οργανισμοί που αποβλέπουν στην απόκτηση οικονομικών ωφελημάτων.

Επισημαίνεται ότι τα ως άνω αφορούν στα αλλοδαπά ιδρύματα (foundations), καθόσον τα αλλοδαπά εμπιστεύματα (trusts) δεν περιλαμβάνονται στα υποκείμενα φόρου του άρθρου 101 του ν. 2238/1994 και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

β. Κατόπιν των ανωτέρω, τα τυχόν εισοδήματα από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα που απέκτησαν στην Ελλάδα τα αλλοδαπά ιδρύματα (foundations) φορολογούνται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 12, 24-27 και 54 (εισόδημα από κινητές αξίες) του ν. 2238/1994, δηλαδή ενεργείται παρακράτηση φόρου με βάση τον εκάστοτε ισχύοντα συντελεστή, με την οποία επέρχεται εξάντληση της φορολογικής τους υποχρέωσης, καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 13 (εισόδημα από δικαιώματα) του ίδιου νόμου, δηλαδή υποβάλλεται ειδική αυτοτελής δήλωση, με την οποία επέρχεται, εξίσου, εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης και πάντοτε στο βαθμό που τα ως άνω νομικά πρόσωπα δεν διατηρούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα.

Όσον αφορά στα εισοδήματα από ακίνητη περιουσία που αποκτήθηκαν στην Ελλάδα, αυτά προσδιορίζονται με βάση τα άρθρα 20 – 23 του ν. 2238/1994 και φορολογούνται με τις διατάξεις του άρθρου 109 του ίδιου νόμου.

Επίσης, για τα εισοδήματα (υπεραξία) από μεταβίβαση εισηγμένων ή μη τίτλων που αποκτήθηκαν από τα ως άνω νομικά πρόσωπα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 38 και 13, αντίστοιχα, του ίδιου νόμου.

Τα ανωτέρω εφαρμόζονται μόνο για τα αλλοδαπά ιδρύματα (foundations), δεδομένου ότι τα εισοδήματα των αλλοδαπών εμπιστευμάτων (trusts) φορολογούνται απευθείας στο όνομα των δικαιούχων – ιδρυτών τους, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρακάτω υποπερ. 2.2.2.2..

2.2.2. Φορολογική μεταχείριση των εισοδημάτων που απέκτησε ο ιδρυτής αλλοδαπού εμπιστεύματος (trust) ή αλλοδαπού ιδρύματος (foundation), φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, λόγω της ιδιότητάς του ως ένας εκ των δικαιούχων (beneficiaries) των ωφελειών του

2.2.2.1. Φορολογική μεταχείριση του ιδρυτή αλλοδαπού ιδρύματος (foundation)

α. Αν ο ιδρυτής – δικαιούχος είναι φυσικό πρόσωπο, η οποιαδήποτε ωφέλεια που αποκτήθηκε από αυτό συνιστά εισόδημα που δεν μπορεί να υπαχθεί σε κάποια από τις κατηγορίες Α’ έως Ζ’ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2238/1994, δηλαδή εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 48 του ίδιου νόμου (Ζ3).

β. Αν ο ιδρυτής – δικαιούχος είναι νομικό πρόσωπο, οι διανομές κερδών που έλαβε από το αλλοδαπό ίδρυμα αποτελούν εισόδημα από μερίσματα, το οποίο φορολογείται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 109 του ν. 2238/1994.

2.2.2.2. Φορολογική μεταχείριση του ιδρυτή αλλοδαπού εμπιστεύματος (trust)

Δεδομένου ότι το αλλοδαπό εμπίστευμα (trust) δεν περιλαμβάνεται στα υποκείμενα φόρου του ν. 2238/1994, ο ιδρυτής φορολογείται για τα εισοδήματα που απέκτησε λόγω της ιδιότητάς του ως δικαιούχος των ωφελειών του ανάλογα με τη μορφή του (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) και την πηγή του εισοδήματος που αποκτήθηκε, ως εξής:

α. Εάν ο ιδρυτής – δικαιούχος είναι φυσικό πρόσωπο και η ωφέλεια που αποκτήθηκε προέρχεται από τόκους, φορολογείται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 12 ή 24 του ν. 2238/1994, αντίστοιχα, ενώ αν προέρχεται από λοιπές κινητές αξίες φορολογείται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 24-27 του ίδιου νόμου. Περαιτέρω, αν η ωφέλεια προέρχεται από υπεραξίες μεταβίβασης μετοχών μη εισηγμένων σε χρηματιστήριο φορολογείται με τις διατάξεις του άρθρου 13, ενώ αν προέρχεται από υπεραξίες μεταβίβασης μετοχών εισηγμένων σε χρηματιστήριο απαλλάσσεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 38. Επίσης, αν η ωφέλεια προέρχεται από εκμετάλλευση ακινήτων, φορολογείται με βάση όσα ορίζονται με τις διατάξεις των άρθρων 20-23 του ν. 2238/1994.

β. Εάν ο ιδρυτής – δικαιούχος είναι νομικό πρόσωπο, για το προσδιορισμό του εισοδήματός του έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 105 του ν. 2238/1994 και η φορολόγησή του πραγματοποιείται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 109 του ίδιου νόμου.

2.2.3. Τέλος, σημειώνεται ότι οι εμπιστευματούχοι (trustees) του αλλοδαπού εμπιστεύματος ή οι διαχειριστές του αλλοδαπού ιδρύματος, δεν έχουν στη φορολογία εισοδήματος ίδια φορολογική υποχρέωση για τα εισοδήματα από πηγή Ελλάδας, τα οποία είναι εισοδήματα του ιδρυτή του εμπιστεύματος ή του ίδιου του ιδρύματος, αντίστοιχα, αλλά φορολογούνται μόνο για την επαγγελματική αμοιβή που ενδεχομένως λαμβάνουν λόγω των παρεχόμενων υπηρεσιών διαχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2238/1994, βάσει της κατηγορίας εισοδήματος που αποκτάται, όπως αυτή προκύπτει από τους συμφωνηθέντες όρους του εμπιστεύματος και της μορφής τους (φυσικό ή νομικό πρόσωπο). Τα ανωτέρω ισχύουν με την επιφύλαξη των οριζομένων στις διατάξεις των οικείων Σ.Α.Δ.Φ..

2.3. Φορολογική μεταχείριση του προϊόντος που προκύπτει από τη λύση του αλλοδαπού εμπιστεύματος (trust) και αλλοδαπού ιδρύματος (foundation)

2.3.1. Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013

α. Με τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 4172/2013 ορίζεται ότι το προϊόν της εκκαθάρισης θεωρείται διανομή κέρδους κατά το φορολογικό έτος εντός του οποίου ολοκληρώθηκε η εκκαθάριση του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, στο βαθμό που το εν λόγω προϊόν υπερβαίνει το καταβεβλημένο κεφάλαιο.

β. Περαιτέρω, με την ΠΟΛ.1059/18.3.2015 εγκύκλιό μας διευκρινίστηκε ότι το προϊόν της εκκαθάρισης, με βάση τις ως άνω διατάξεις αντιμετωπίζεται ως μέρισμα, για την εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 36 του ν. 4172/2013.

γ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι σε περίπτωση λύσης του αλλοδαπού εμπιστεύματος ή ιδρύματος, το ποσό που έχει οριστεί κατά τη σύστασή του ότι θα ληφθεί από τον δικαιούχο – ιδρυτή με τη διάλυση της νομικής οντότητας εξομοιώνεται με προϊόν εκκαθάρισης. Ως εκ τούτου, θεωρείται διανομή κέρδους και κατ’ επέκταση θα αντιμετωπιστεί φορολογικά ως μέρισμα του δικαιούχου, φυσικού ή νομικού προσώπου ή οντότητας, στο βαθμό που υπερβαίνει το αρχικώς καταβεβλημένο κεφάλαιο.

2.3.2. Πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013

α. Σε περίπτωση λύσης του αλλοδαπού ιδρύματος (foundation), τα ποσά που καταβάλλονται, στο βαθμό που υπερβαίνουν το αρχικώς εισφερθέν κεφάλαιο, για τον δικαιούχο φυσικό πρόσωπο συνιστούν εισόδημα που δεν μπορεί να υπαχθεί σε κάποια από τις κατηγορίες Α’ έως Ζ’ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2238/1994, δηλαδή εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 48 του ίδιου νόμου (Ζ3), ενώ για τον δικαιούχο νομικό πρόσωπο συνιστούν εισόδημα από κινητές αξίες αλλοδαπής προέλευσης και φορολογούνται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του ν. 2238/1994.

β. Υπενθυμίζεται ότι για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος η λύση του αλλοδαπού εμπιστεύματος (trust) είναι φορολογικά αδιάφορη, καθώς εφαρμόζονται τα αναφερόμενα στην ως άνω υποπερ. 2.2.2.2..

2.4. Δαπάνη απόκτησης περιουσιακών στοιχείων κατά τη σύσταση αλλοδαπού εμπιστεύματος ή ιδρύματος για τον ιδρυτή του, φυσικό πρόσωπο, ανεξάρτητα εάν αυτός αποτελεί έναν από τους δικαιούχους των ωφελειών του

α. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. β’ του άρθρου 32 του ν. 4172/2013, ως ετήσια δαπάνη του φορολογούμενου, της συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών του, λογίζονται, μεταξύ άλλων χρηματικών ποσών, αυτά που πραγματικά καταβάλλονται για την αγορά επιχειρήσεων ή σύσταση ή αύξηση του κεφαλαίου επιχειρήσεων που λειτουργούν ατομικώς ή με τη μορφή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης ή ανώνυμης εταιρείας ή περιορισμένης ευθύνης εταιρίας ή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας ή κοινωνίας ή κοινοπραξίας ή αστικής εταιρίας ή αγορά εταιρικών μεριδίων και χρεογράφων γενικώς.

β. Εξάλλου, με τις διατάξεις της περ. β’ του άρθρου 17 του ν. 2238/1994, όπως αυτές ίσχυαν από 1/1/1995 και μέχρι την κατάργησή τους με την παρ. 10 του άρθρου 4 του ν. 3091/2002, ήτοι μέχρι 31/12/2002, ως ετήσια δαπάνη του φορολογούμενου, της συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών του, λογίζονταν, μεταξύ άλλων χρηματικών ποσών, αυτά που πραγματικά καταβάλλονται για την αγορά επιχειρήσεων ή σύσταση ή αύξηση του κεφαλαίου επιχειρήσεων που λειτουργούν ατομικώς ή με τη μορφή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας ή περιορισμένης ευθύνης εταιρίας ή κοινωνίας ή κοινοπραξίας ή αστικής εταιρίας ή αγορά εταιρικών μεριδίων και χρεογράφων γενικώς. γ. Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι ούτε πριν ούτε μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013 η εισφορά κεφαλαίων σε εμπίστευμα ή ίδρυμα συνιστούσε τεκμήριο απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, συνάγεται ότι το φυσικό πρόσωπο, ιδρυτής αλλοδαπού εμπιστεύματος ή ιδρύματος δεν βαρύνεται με τη σχετική δαπάνη απόκτησης περιουσιακού στοιχείου (τεκμήριο).

3. ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ/ΔΙΑΝΟΜΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ – ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ, ΔΩΡΕΩΝ

3.1. Γενικό νομοθετικό πλαίσιο

Σύμφωνα με τον Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών και Κερδών από Τυχερά Παίγνια, ο οποίος κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α’, στο εξής ο «Κώδικας»), κάθε μορφής περιουσία (κινητή ή ακίνητη) που βρίσκεται στην Ελλάδα και ανήκει είτε σε ημεδαπούς είτε σε αλλοδαπούς καθώς και η ευρισκόμενη στην αλλοδαπή ενσώματη ή ασώματη κινητή περιουσία Έλληνα υπηκόου που έχει την κατοικία του οπουδήποτε αλλά και αλλοδαπού που έχει την κατοικία του στην Ελλάδα και μεταβιβάζεται αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής υποβάλλεται σε φόρο. Εξαιρείται η κινητή περιουσία της αλλοδαπής Έλληνα υπηκόου που είναι εγκατεστημένος σε αυτή για δέκα (10) τουλάχιστον συναπτά έτη, η οποία απαλλάσσεται από τον φόρο κληρονομιάς. Επιπλέον φορολογείται και η ευρισκόμενη στην αλλοδαπή κινητή περιουσία αλλοδαπού υπηκόου, που δωρίζεται σε ημεδαπό ή αλλοδαπό, που έχει την κατοικία του στην Ελλάδα (άρθρα 3 και 35 του Κώδικα). Το ύψος του φόρου είναι συνάρτηση της κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης αξίας της περιουσίας αυτής και του βαθμού συγγένειας του υπόχρεου σε καταβολή του φόρου/δικαιοδόχου (κληρονόμου ή δωρεοδόχου) προς το δικαιοπάροχο (κληρονομούμενο, δωρητή). Η φορολογική υποχρέωση γεννιέται κατά κανόνα κατά το χρόνο θανάτου ή κατά το χρόνο σύστασης της δωρεάς ή της γονικής παροχής (σύνταξης του συμβολαιογραφικού εγγράφου ή παράδοσης προκειμένου για κινητά) ή κατ’ εξαίρεση σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο, στις περιπτώσεις που ρητά ορίζονται στα άρθρα 7 και 8 και 40 του Κώδικα (πλήρωση αίρεσης, λήξη προθεσμίας κ.λπ.). Στη δωρεά αιτία θανάτου η φορολογική υποχρέωση γεννιέται κατά το χρόνο θανάτου του δωρητή, εφόσον δεν υπάρχει κάποια άλλη αναβλητική αίρεση ή άλλος λόγος μετάθεσης του χρόνου φορολογίας.

(Σημειώνεται ότι, για την επιβολή του φόρου δωρεάς, απόκτηση περιουσίας αιτία δωρεάς είναι τόσο αυτή που συνιστάται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα όσο και κάθε μεταβίβαση περιουσίας χωρίς αντάλλαγμα και χωρίς νόμιμη υποχρέωση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της περιουσίας κάποιου προσώπου και την αντίστοιχη ισόποση προσαύξηση της περιουσίας κάποιου άλλου.)

3.2. Αλλοδαπό εμπίστευμα (trust)

3.2.1.Αλλοδαπό εμπίστευμα (trust), που έχει συσταθεί με διάταξη τελευταίας βούλησης, με αντικείμενο κινητή περιουσία της αλλοδαπής

3.2.1.1. Εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 17 του Κώδικα

Κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 17 του Κώδικα, σε περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στην αλλοδαπή, αλλά αποκτώνται και φορολογούνται στην ημεδαπή, εφόσον με τελευταία διάταξη του κληρονομουμένου έχουν τεθεί υπό διαχείριση εμπιστοσύνης (in trust) του αγγλοαμερικανικού δικαίου, οι δικαιούχοι (beneficiaries) των χρηματικών ποσών που εισπράττονται κάθε φορά φορολογούνται για τα ποσά αυτά αμέσως, εκτός αν από άλλη αιτία απαλλάσσονται, εκείνοι όμως στους οποίους τελικά περιέρχεται η περιουσία φορολογούνται για την πλήρη κυριότητα της περιουσίας αυτής κατά το χρόνο που θα περιέλθει σε αυτούς.

Οι προαναφερθείσες διατάξεις αντιμετωπίζουν μόνο την περίπτωση που τα κληρονομιαία περιουσιακά στοιχεία, τα οποία έχουν τεθεί υπό διαχείριση εμπιστοσύνης (trust), με τελευταία διάταξη του κληρονομουμένου, βρίσκονται στην αλλοδαπή, με την απαραίτητη προϋπόθεση ωστόσο ότι φορολογούνται στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα αφορούν μόνο την ενσώματη ή ασώματη κινητή περιουσία της αλλοδαπής.

3.2.1.2. Περιουσία μη φορολογητέα στην Ελλάδα

Κινητά περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στην αλλοδαπή, έχουν τεθεί υπό διαχείριση εμπιστοσύνης (in trust) με τελευταία διάταξη του κληρονομουμένου και αποκτώνται στην ημεδαπή, απαλλάσσονται από τον φόρο, εφόσον η συγκεκριμένη περιουσία δεν είναι φορολογητέα στην Ελλάδα, όχι όμως και από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης. Παράδειγμα: trust κινητής περιουσίας που έχει συστήσει Έλληνας εγκατεστημένος στο εξωτερικό για περισσότερο από δέκα έτη (άρθρο 25 παρ.2 περ. ε του Κώδικα).

3.2.2. Αλλοδαπό εμπίστευμα (trust), που έχει συσταθεί με πράξη εν ζωή, με αντικείμενο κινητή περιουσία της αλλοδαπής
Trust το οποίο έχει συσταθεί με πράξη εν ζωή του ιδρυτή και στο οποίο έχουν εισφερθεί κινητά περιουσιακά στοιχεία ευρισκόμενα στην αλλοδαπή, με τον όρο αυτά να περιέλθουν στους δικαιούχους (beneficiaries) είτε σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή είτε περιοδικά ενόσω ζει ο ιδρυτής, αντιμετωπίζεται με εφαρμογή των περί δωρεάς διατάξεων του Κώδικα (άρθρο 34), με δωρητή τον ιδρυτή (setttor) και δωρεοδόχο το δικαιούχο (beneficiary) και εφαρμογή της αντίστοιχης κλίμακας (ή συντελεστή φόρου), με βάση τη μεταξύ τους συγγενική (ή μη) σχέση.
Trust το οποίο έχει συσταθεί με πράξη εν ζωή του ιδρυτή και στο οποίο έχουν εισφερθεί κινητά περιουσιακά στοιχεία ευρισκόμενα στην αλλοδαπή, με τον όρο αυτά να περιέλθουν στους δικαιούχους (beneficiaries) κατά το χρόνο θανάτου του ή υπό οποιαδήποτε αναβλητική αίρεση μετά το θάνατό του, αντιμετωπίζεται με εφαρμογή των περί δωρεάς αιτία θανάτου διατάξεων του Κώδικα (άρθρο 39 παρ. 2, 40 παρ. 1 περ. α), με δωρητή τον ιδρυτή και δωρεοδόχους αιτία θανάτου τους ωφελούμενους (beneficiaries). (Σημειώνεται ότι μέχρι την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης, η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του trust διέπεται από τις περί φορολογίας εισοδήματος διατάξεις, κατά τα αναφερόμενα στις υποπαρ. 2.1.1. και 2.2.1. της παρούσας)

3.2.3. Αλλοδαπό εμπίστευμα (trust) που έχει συσταθεί με διάταξη τελευταίας βούλησης ή με πράξη εν ζωή με αντικείμενο ακίνητη περιουσία της αλλοδαπής

Η ακίνητη περιουσία της αλλοδαπής που μεταβιβάζεται αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής δεν υπόκειται σε φόρο.

3.2.4. Αλλοδαπό εμπίστευμα (trust), που έχει συσταθεί με διάταξη τελευταίας βούλησης ή με πράξη εν ζωή, με αντικείμενο κινητή ή ακίνητη περιουσία της ημεδαπής

Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις εμπιστεύματος δεν βρίσκει εφαρμογή η ρύθμιση της παραγράφου 4 του άρθρου 17, αλλά αναζητούνται και βρίσκουν εφαρμογή οι διατάξεις του εσωτερικού δικαίου που προσομοιάζουν περισσότερο με εκείνες του trust και ικανοποιούν την αληθινή βούληση του ιδρυτή.

Έτσι, μπορεί για παράδειγμα ο ιδρυτής/διαθέτης να επιθυμεί να εγκαταστήσει εκτελεστή διαθήκης, να συστήσει καταπίστευμα, να εγκαταστήσει κληρονόμο, να ορίσει την απόδοση χρηματικού ποσού μετά την πλήρωση αναβλητικής αίρεσης ή προθεσμίας κ.λπ.. Περαιτέρω, μπορεί η διαχείριση του trust/απόδοση περιουσιακών στοιχείων να διενεργείται εν ζωή του ιδρυτή, οπότε να πρόκειται για μεταβίβαση περιουσίας εν ζωή ή να πρόκειται για trust το οποίο έχει μεν συσταθεί με πράξη εν ζωή του ιδρυτή, προκειμένου όμως τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν εισφερθεί σε αυτό να περιέλθουν στους δικαιούχους με το θάνατό του (δωρεά αιτία θανάτου) ή εφόσον κατά το θάνατό του έχουν συμπληρώσει κάποια ηλικία, αναβλητική αίρεση ή προθεσμία κ.λπ.. Σημειώνεται ότι και στην περίπτωση αυτή, μέχρι την πλήρωση της αίρεσης, προθεσμίας, τη συμπλήρωση ηλικίας κ.λπ., η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του trust διέπεται ως ανωτέρω από τις περί φορολογίας εισοδήματος διατάξεις, κατά τα αναφερόμενα στις υποπαρ. 2.1.1. και 2.2.1. της παρούσας.

Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις εφαρμόζονται οι αντίστοιχες φορολογικές διατάξεις του Κώδικα.

Για παράδειγμα:

– Trust το οποίο έχει συσταθεί με σκοπό να διανέμονται από τον εμπιστευματούχο χρηματικά ποσά ή άλλα περιουσιακά στοιχεία (παροχές κ.λπ.) στα ωφελούμενα πρόσωπα ενόσω ζει ο ιδρυτής, αντιμετωπίζεται με βάση τις περί δωρεών διατάξεις του Κώδικα (άρθρα 34 επόμ. σε συνδ. με 44 παρ. 2) με δωρητή τον ιδρυτή (setter) και δωρεοδόχο το δικαιούχο (beneficiary) και εφαρμογή της αντίστοιχης κλίμακας (ή συντελεστή φόρου), με βάση τη μεταξύ τους συγγενική (ή μη) σχέση. (Αντίθετα, οι διανομές ποσών προς τον ίδιο τον ιδρυτή-ωφελούμενο αντιμετωπίζονται φορολογικά (ως εισόδημα αυτού), σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στις υποπαρ. 2.1.2. και 2.2.2.της παρούσας).

– Trust το οποίο έχει συσταθεί με σκοπό ο εμπιστευματούχος (trustee) μετά το θάνατο του ιδρυτή (settlor) να διανείμει αυτούσια την περιουσία ή το προϊόν της εκποίησης αυτής στα ωφελούμενα πρόσωπα (beneficiaries), αντιμετωπίζεται κατά περίπτωση με βάση τις περί κληρονομιών ή δωρεών αιτία θανάτου διατάξεις του Κώδικα και ο μεν εμπιστευματούχος εξομοιώνεται με εκτελεστή διαθήκης ή διαχειριστή περιουσίας ο δε ωφελούμενος με κληρονόμο/κληροδόχο ή δωρεοδόχο αιτία θανάτου (άρθρα 2,37, 39 παρ. 2, 61). Ο ωφελούμενος-κληρονόμος/δωρεοδόχος φορολογείται επί της αξίας των αποκτώμενων περιουσιακών στοιχείων, σε σχέση με τον κληρονομούμενο-ιδρυτή, με βάση τη μεταξύ τους συγγενική (ή μη) σχέση και εφαρμογή της αντίστοιχης κλίμακας υπολογισμού φόρου. (Σημειώνεται ότι μετά την αιτία θανάτου (ή δωρεάς αιτία θανάτου) κτήση, εφόσον συντρέχει περίπτωση μεταγενέστερων αποδόσεων (όπως π.χ. μισθώματα από ακίνητα, μερίσματα μετοχών κ.λπ.), θα τύχουν εφαρμογής οι περί φορολογίας εισοδήματος διατάξεις στο πρόσωπο του ωφελούμενου πλέον (δεδομένου ότι μετά την κατά τα ως άνω κτήση περιουσίας, αυτή αποτελεί προσωπική περιουσία του κληρονόμου ή αιτία θανάτου δωρεοδόχου).

– Trust, στο οποίο ορίζεται μεταξύ άλλων, με διάταξη τελευταίας βούλησης, ότι συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία θα περιέλθουν στον ωφελούμενο μετά τη συμπλήρωση ορισμένης ηλικίας, ενώ μέχρι τότε αυτός θα εισπράττει περιοδικά συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, θα φορολογηθεί (ο ωφελούμενος) ως κληρονόμος αφενός κατά το χρόνο θανάτου για την αξία των περιοδικών παροχών (άρθρο 14 του Κώδικα) και αφετέρου κατά τη συμπλήρωση της προβλεπόμενης ηλικίας, ως κληρονόμος των λοιπών στοιχείων, με συνυπολογισμό του φόρου κληρονομίας που καταβλήθηκε.

– Περίπτωση κατά την οποία ακίνητη περιουσία αλλοδαπού υπηκόου, ευρισκόμενη στην Ελλάδα, που έχει τεθεί σε διαχείριση εμπιστοσύνης (trust), έχει μεταγραφεί στο όνομα του trustee, ο οποίος, προκειμένου να την διαχειριστεί για τους σκοπούς του trust προς όφελος του δικαιούχου, έχει προβεί σε αποδοχή κληρονομίας, δύναται να αντιμετωπισθεί ως καταπίστευμα (άρθρο 17 παρ. 1 του Κώδικα), με βεβαρημένο τον trustee (που φορολογείται ως επικαρπωτής) και καταπιστευματοδόχο τον ωφελούμενο (πλήρης κύριος).

3.2.5. Φορολογική αντιμετώπιση ιδρυτή και εμπιστευματούχου

Σημειώνεται ότι κατά την εισφορά περιουσιακών στοιχείων στο trust από τον ιδρυτή δεν γεννάται φορολογική υποχρέωση δωρεάς στο πρόσωπο του εμπιστευματούχου. Επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι γεννιέται φορολογική υποχρέωση δωρεάς στην περίπτωση κατά την οποία περιουσιακά στοιχεία επανέρχονται στην περιουσία του ιδρυτή, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, η σύσταση του trust έγινε για λόγους διαχείρισης της περιουσίας του ιδρυτή. Στην περίπτωση λύσης του trust και επιστροφής των περιουσιακών του στοιχείων στον ιδρυτή, ισχύουν τα αναφερόμενα ανωτέρω, στην παρ. 2.3 της παρούσας.

3.3. Αλλοδαπό Ίδρυμα («foundation»)

Το αλλοδαπό ίδρυμα («foundation») ως θεσμός δεν ρυθμίζεται από την ελληνική έννομη τάξη ούτε και από το νόμο περί φορολογίας κληρονομιών και δωρεών, με την εξαίρεση αλλοδαπών ιδρυμάτων που επιδιώκουν αποδεδειγμένα σκοπούς εθνωφελείς ή θρησκευτικούς ή σε ευρύτερο κύκλο φιλανθρωπικούς ή εκπαιδευτικούς ή καλλιτεχνικούς ή κοινωφελείς κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 4182/2013 (άρθρο 25 παρ.3 περ.β’ ν.2961/2001), οπότε για τη φορολογική του αντιμετώπιση θα αναζητηθούν και εν προκειμένω οι διατάξεις του εσωτερικού δικαίου που προσομοιάζουν περισσότερο με τις ρυθμίσεις του και ικανοποιούν την αληθινή βούληση του ιδρυτή του αλλά και το γενικό πλαίσιο επιβολής των φόρων κληρονομιών και δωρεών. Θα πρέπει δηλαδή να εξετάζονται κατά περίπτωση οι επιμέρους διατάξεις και ορισμοί της ιδρυτικής του πράξης και των εσωτερικών κανονισμών και όλες εν γένει οι παράμετροι που προσδιορίζουν τη διαχείριση και περαιτέρω διάθεση της περιουσίας του ιδρύματος (με βάση τα εκάστοτε πραγματικά δεδομένα και τα στοιχεία που προσκομίζονται). Δεδομένου μάλιστα ότι το Συμβούλιο του ιδρύματος μπορεί να έχει εκτεταμένες αρμοδιότητες ως προς τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων των δικαιούχων αλλά και την ανάκληση ή τροποποίηση του κανονισμού και του καταστατικού ή μπορεί να δεσμεύεται πλήρως από τις οδηγίες του ιδρυτή και να μην έχει ελεύθερη εξουσία διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων, είναι σαφές ότι και για τον προσδιορισμό των φορολογικών υποχρεώσεων των δικαιούχων, κρίσιμο στοιχείο είναι τι ακριβώς ορίζει ο κανονισμός ή το καταστατικό του ιδρύματος, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο θανάτου του ιδρυτή, και ειδικότερα τί ορίζουν αυτά ως προς την διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων και τις παροχές για το χρόνο που ο ιδρυτής βρίσκεται εν ζωή και κατά τον χρόνο ακριβώς που πραγματοποιούνται οι συγκεκριμένες παροχές.

Έτσι, εάν για παράδειγμα ορίζεται η καταβολή χρηματικών ποσών ή λοιπών κινητών περιουσιακών στοιχείων στους δικαιούχους ενόσω ζει ο ιδρυτής, οι εν λόγω παροχές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως δωρεές από τον ιδρυτή προς τους δικαιούχους. Εάν ορίζεται ότι μετά το θάνατο του ιδρυτή οι δικαιούχοι εγκαθίστανται ως κληρονόμοι/ δωρεοδόχοι αιτία θανάτου κατά περίπτωση στο σύνολο της περιουσίας του ιδρύματος, ο κάθε δικαιούχος θα φορολογηθεί για την αξία του οριζόμενου ποσοστού ή αντικειμένου που του περιέρχεται αιτία θανάτου, ανάλογα με τη συγγένειά του με τον ιδρυτή με χρόνο φορολογίας είτε το χρόνο θανάτου είτε άλλο μεταγενέστερο χρόνο, εφόσον ορίζεται άλλος χρόνος στον κανονισμό του ιδρύματος (αίρεση, προθεσμία κ.λπ.).Εάν π.χ. ορίζεται ότι εν ζωή ή μετά το θάνατο του ιδρυτή οι δικαιούχοι θα λαμβάνουν περιοδικά διάφορα χρηματικά ποσά, θα εφαρμοσθεί το άρθρο 14 του Κώδικα για τη φορολόγηση των παροχών – διηνεκών, ισόβιων ή ορισμένου χρόνου. Θα επιβληθεί δηλαδή εν προκειμένω στους δικαιούχους είτε φόρος δωρεάς είτε φόρος κληρονομιάς, ανάλογα με την αιτία, με βάση τη σχέση με τον ιδρυτή (ενώ δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής φόρου εισοδήματος στις εν λόγω παροχές.)

Σημειώνεται επίσης ότι σε περίπτωση μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων (κατά κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα) σε ίδρυμα από τρίτα (πλην του ιδρυτή) πρόσωπα χωρίς αντάλλαγμα, θα εξεταστεί η εφαρμογή των περί δωρεών διατάξεων κατά το στάδιο της απόκτησης των περιουσιακών αυτών στοιχείων από το ίδρυμα.

Τέλος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι γεννιέται φορολογική υποχρέωση δωρεάς στην περίπτωση κατά την οποία δικαιούχος παροχών κ.λπ. είναι ο ίδιος ο ιδρυτής, ή σε περίπτωση κατά την οποία μεταβιβάζονται στον ιδρυτή περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος, που ο ίδιος έχει εισφέρει, εφόσον η σύσταση του ιδρύματος έγινε για λόγους διαχείρισης της περιουσίας. Εάν ωστόσο στο ίδρυμα έχει περιέλθει για οποιονδήποτε λόγο ή από οποιοδήποτε πρόσωπο η κυριότητα ακίνητης περιουσίας, τόσο κατά την κτήση όσο και κατά την περαιτέρω μεταβίβαση των εν λόγω στοιχείων στα ωφελούμενα πρόσωπα, θα εξεταστούν οι όροι και οι δεσμεύσεις του καταστατικού και των κανονισμών, αλλά κυρίως τα πραγματικά δεδομένα της κάθε περίπτωσης, με βάση τα οποία θα επιβληθούν οι οικείοι φόροι.

 

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

«Μπλοκάκια» και συναλλαγές με ιδιώτες

ΠΟΛ.1109/2017
Εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του ν.4172/2013 (χαρακτηρισμός εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες)
Αθήνα , 20 Ιουλίου 2017
Αριθ. Πρωτ.:ΠΟΛ: 1109

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛ. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α’

Ταχ. Δ/νση : Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 10184 Αθήνα
Πληροφορίες : Γ. Μπάρλας
Τηλέφωνο : 210 3375315
Fax : 210 3375001
E-Mail : d12.a@yo.syzefxis.gov.gr
Url : www.aade.gr

ΠΟΛ 1109/2017

Θέμα: Εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του ν.4172/2013 (χαρακτηρισμός εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες)

Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. στ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του ν.4172/2013, ως εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις περιλαμβάνεται και αυτό που προκύπτει βάσει έγγραφων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ή συμβάσεων έργου, με φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες τα οποία δεν υπερβαίνουν τα τρία (3) ή, εφόσον υπερβαίνουν τον αριθμό αυτόν, ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του ακαθάριστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα προέρχεται από ένα (1) από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που λαμβάνουν τις εν λόγω υπηρεσίες και εφόσον δεν έχει την εμπορική ιδιότητα, ούτε διατηρεί επαγγελματική εγκατάσταση που είναι διαφορετική από την κατοικία του.

2. Από την γραμματική διατύπωση των ως άνω διατάξεων δεν προκύπτει ότι οι αντισυμβαλλόμενοι που ορίζει η περ. στ’ της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν.4172/2013 (φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες τα οποία δεν υπερβαίνουν τα τρία ….) πρέπει να ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και συνεπώς, οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα (ιδιώτες).

 

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΑΔΕ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

https://www.taxheaven.gr

ΠΟΛ.1109/2017
Εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του ν.4172/2013 (χαρακτηρισμός εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες)
Αθήνα , 20 Ιουλίου 2017
Αριθ. Πρωτ.:ΠΟΛ: 1109

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛ. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α’

Ταχ. Δ/νση : Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 10184 Αθήνα
Πληροφορίες : Γ. Μπάρλας
Τηλέφωνο : 210 3375315
Fax : 210 3375001
E-Mail : d12.a@yo.syzefxis.gov.gr
Url : www.aade.gr

ΠΟΛ 1109/2017

Θέμα: Εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του ν.4172/2013 (χαρακτηρισμός εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες)

Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. στ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του ν.4172/2013, ως εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις περιλαμβάνεται και αυτό που προκύπτει βάσει έγγραφων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ή συμβάσεων έργου, με φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες τα οποία δεν υπερβαίνουν τα τρία (3) ή, εφόσον υπερβαίνουν τον αριθμό αυτόν, ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του ακαθάριστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα προέρχεται από ένα (1) από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που λαμβάνουν τις εν λόγω υπηρεσίες και εφόσον δεν έχει την εμπορική ιδιότητα, ούτε διατηρεί επαγγελματική εγκατάσταση που είναι διαφορετική από την κατοικία του.

2. Από την γραμματική διατύπωση των ως άνω διατάξεων δεν προκύπτει ότι οι αντισυμβαλλόμενοι που ορίζει η περ. στ’ της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν.4172/2013 (φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες τα οποία δεν υπερβαίνουν τα τρία ….) πρέπει να ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και συνεπώς, οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα (ιδιώτες).

 

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΑΔΕ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Κριτήρια χαρακτηρισμού δαπανών επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας των επιχειρήσεων

Κ.Υ.Α. αριθμ. 109343/12/2017
Κριτήρια χαρακτηρισμού δαπανών επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας των επιχειρήσεων

Αριθμ. 109343/12

(ΦΕΚ Β’ 2351/11-07-2017)

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΚΑΙ Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 22Α του ν. 4172/2013 «Φορολογία εισοδήματος, επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012, του ν. 4093/2012 και του ν. 4127/2013 και άλλες διατάξεις (Α’167)», όπως ισχύει.

2. Τις διατάξεις: α) του άρθρου 52 «Σύσταση γενικών γραμματειών» και β) του άρθρου 90 «Έλεγχος των δαπανών που προκαλούν οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις», του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα», όπως αυτός κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα» (Α’98).

3. Το π.δ. 114/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων» (Α’181), όπως αυτό έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 38 του ν.4305/2014 (Α’237) και το άρθρο 70 του ν. 4310/2014 (Α’258).

4. Το π.δ. 70/2015 «Ανασύσταση των Υπουργείων Πολιτισμού και Αθλητισμού, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Ανασύσταση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και μετονομασία του σε Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Μετονομασία του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων σε Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού σε Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μεταφορά Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας στο Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού» (Α’114).

5. Το π.δ. 73/2015 (Α’116) «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» και το π.δ. 125/2016 (Α’210) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».

6. Την υπ’ αριθμ. ΥΠΟΙΚ 0010218 ΕΞ 2016/14.11.2016 (Β’3696/15.11.2016) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου».

7. Την υπ’ αριθμ. Υ8/25.9.2015 (Β’2109) απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση Αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Κωνσταντίνο Φωτάκη».

8. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1
Ορισμοί

1) Δραστηριότητες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας είναι οι δημιουργικές εργασίες που αναλαμβάνονται σε συστηματική βάση με σκοπό την αύξηση του αποθέματος της γνώσης, την τεκμηρίωση και χρήση αυτού του αποθέματος της γνώσης για την επινόηση νέων εφαρμογών.
Η επιστημονική και τεχνολογική έρευνα διακρίνεται σε βασική, εφαρμοσμένη και πειραματική ανάπτυξη ως εξής:
α) Βασική έρευνα είναι οι πρωτότυπες πειραματικές ή θεωρητικές εργασίες ελεύθερης επιλογής που εκπονούνται με πρωταρχικό σκοπό την απόκτηση νέων γνώσεων για τα υποκείμενα αίτια και τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά των φαινομένων και των παρατηρήσιμων γεγονότων, χωρίς να αποβλέπουν σε συγκεκριμένες χρήσεις ή εφαρμογές. Η βασική έρευνα αναλύει δομές, ιδιότητες και σχέσεις με προοπτική διατύπωσης και ελέγχου υποθέσεων, θεωριών ή νόμων. Τα αποτελέσματά της συνήθως δεν είναι άμεσα εκμεταλλεύσιμα για εμπορικούς σκοπούς, δεν διατίθενται αυτούσια προς πώληση αλλά δημοσιεύονται σε επιστημονικά περιοδικά και είναι ευρέως διαθέσιμα στους ενδιαφερόμενους χωρίς αποκλεισμό.
β) Εφαρμοσμένη έρευνα είναι οι πρωτότυπες ερευνητικές εργασίες που εκπονούνται με σκοπό την απόκτηση νέων γνώσεων, εφ’ όσον έχουν συγκεκριμένο πρακτικό στόχο. Η εφαρμοσμένη έρευνα εκπονείται για να διερευνήσει είτε τις πιθανές χρήσεις των υποσχόμενων ευρημάτων της βασικής έρευνας είτε για να προσδιορίσει νέες μεθόδους και τρόπους για την επίτευξη συγκεκριμένων και προκαθορισμένων στόχων. Χρησιμοποιεί την υπάρχουσα και την αποκτώμενη γνώση για την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων και προσδίδει λειτουργική μορφή στις ιδέες. Τα αποτελέσματα της εφαρμοσμένης έρευνας έχουν πρωταρχικά εφαρμογή σε ένα περιορισμένο αριθμό προϊόντων, λειτουργικών διαδικασιών, μεθόδων ή συστημάτων.
γ) Πειραματική ανάπτυξη είναι οι συστηματικές εργασίες, οι οποίες βασίζονται στις γνώσεις που έχουν αποκτηθεί από την έρευνα και την πρακτική εμπειρία και στοχεύουν στην παραγωγή νέων υλικών, προϊόντων και συσκευών, στην εγκατάσταση νέων διαδικασιών, συστημάτων και υπηρεσιών ή στην ουσιαστική βελτίωση αυτών που έχουν ήδη παραχθεί ή εγκατασταθεί.

Άρθρο 2
Οριοθέτηση/Διάκριση δραστηριοτήτων επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας (υπαγωγές – εξαιρέσεις)

1) Βασικό κριτήριο για την οριοθέτηση/διάκριση των δραστηριοτήτων επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας σε σχέση με συναφείς επιστημονικές, τεχνολογικές και βιομηχανικές δραστηριότητες, είναι η παρουσία στις δραστηριότητες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας ενός αξιόλογου στοιχείου πρωτοτυπίας και η άρση επιστημονικής ή τεχνολογικής αβεβαιότητας, όταν δηλαδή η λύση σε ένα πρόβλημα δεν είναι εύκολα εμφανής σε άτομο εξοικειωμένο με το βασικό απόθεμα της γνώσης και των τεχνικών που χρησιμοποιούνται στο σχετικό τομέα.

2) Για την οριοθέτηση/διάκριση κατά τα ανωτέρω των δραστηριοτήτων επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας ισχύουν ιδίως οι κατωτέρω υπαγωγές και εξαιρέσεις:
α) Υπάγονται ο σχεδιασμός, η κατασκευή ενός ή περισσοτέρων πρωτοτύπων και οι σχετικές δοκιμές. Η τυχόν κατασκευή στη συνέχεια σειράς πρωτοτύπων για την ικανοποίηση άλλων αναγκών, η οποία έπεται της επιτυχούς ολοκλήρωσης των δοκιμών του αρχικού πρωτοτύπου εξαιρείται.
β) Υπάγονται η κατασκευή και λειτουργία πιλοτικών έργων σε πειραματική φάση προκειμένου να αποκτηθεί εμπειρία και να συνδυαστούν κατασκευαστικές μελέτες και άλλα δεδομένα για τη δημιουργία προδιαγραφών νέων προϊόντων, τον σχεδιασμό ειδικού εξοπλισμού και δομών καθώς και για την προετοιμασία οδηγιών λειτουργίας και εγχειριδίων διαδικασιών και μεθόδων.
γ) Υπάγονται οι εργασίες βιομηχανικού σχεδιασμού μόνο εφόσον είναι απαραίτητες για την υλοποίηση των δραστηριοτήτων επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας. Εξαιρείται ο σχεδιασμός που αφορά την διαδικασία παραγωγής.
δ) Υπάγονται οι εργασίες βιομηχανικής μηχανικής μόνο αν για την επιτυχή υλοποίησή τους απαιτηθεί περαιτέρω έρευνα.
ε) Υπάγεται η ανάπτυξη προγραμμάτων πρωτότυπου και καινοτομικού λογισμικού εφόσον επιφέρουν ουσιαστική επιστημονική ή τεχνολογική πρόοδο και εφόσον ο σκοπός του κάθε έργου είναι η συστηματική επίλυση μιας επιστημονικής ή τεχνολογικής αβεβαιότητας. Η ανάπτυξη αυτών έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του αποθέματος της γνώσης.
Η ανάπτυξη λογισμικού μπορεί να αφορά σε τελικό προϊόν ή να αποτελεί μέρος συγκεκριμένου προγράμματος επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας.
Στις δραστηριότητες ανάπτυξης λογισμικού περιλαμβάνονται:
αα) Η ανάπτυξη τεχνολογιών πληροφορικής στο επίπεδο λειτουργικών συστημάτων, αλγορίθμων, γλωσσών προγραμματισμού, διαχείρισης δεδομένων, λογισμικού επικοινωνιών, εργαλείων ανάπτυξης λογισμικού.
ββ) Η ανάπτυξη τεχνολογιών διαδικτύου.
γγ) Η έρευνα σε μεθόδους σχεδιασμού, ανάπτυξης, εκμετάλλευσης ή συντήρησης λογισμικού.
δδ) Η ανάπτυξη εργαλείων λογισμικού ή τεχνολογιών πληροφορικής σε εξειδικευμένες περιοχές της πληροφορικής όπως image processing, παρουσίαση γεωγραφικών δεδομένων, αναγνώριση χαρακτήρων, τεχνητή νοημοσύνη κ.λπ.
Από τις δραστηριότητες ανάπτυξης λογισμικού εξαιρούνται:
εε) Δραστηριότητες που χρησιμοποιούν γνωστές μεθόδους και εργαλεία λογισμικού για την ανάπτυξη εφαρμογών για επιχειρήσεις και συστημάτων πληροφορικής.
στστ) Οι αναβαθμίσεις, προσθήκες ή αλλαγές σε υπάρχοντα προγράμματα ή συστήματα.
ζζ) Η υποστήριξη υπαρχόντων συστημάτων.
ηη) Η μετατροπή ή η προσαρμογή γλωσσών προγραμματισμού ή άλλων αναπτυξιακών εργαλείων/βιβλιοθηκών.
θθ) Οι προσαρμογές υπαρχόντων προγραμμάτων και οι προσθήκες λειτουργιών για τους χρήστες εφαρμογών.
ιι) Ο εντοπισμός και η απομάκρυνση σφαλμάτων σε υπάρχουσες εφαρμογές.
στ) Υπάγονται οι κλινικές δοκιμές (μελέτες) φάσεων 1,2 και 3 νέων φαρμάκων εμβολίων και θεραπειών. Οι κλινικές δοκιμές φάσης 4 οι οποίες συνεχίζουν τη δοκιμή φαρμάκων, εμβολίων ή θεραπειών έπειτα από την έγκριση και παραγωγή ή εφαρμογή αυτών εκλαμβάνονται ως δραστηριότητες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας μόνο εάν επιφέρουν περαιτέρω επιστημονική η τεχνολογική πρόοδο. Οι ανωτέρω δοκιμές των φάσεων 1,2,3 και 4 αναγνωρίζονται με την προϋπόθεση ότι διενεργούνται με τη διαδικασία που προβλέπεται από την Εθνική νομοθεσία.

Άρθρο 3
Δαπάνες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας

1) Οι δαπάνες που σχετίζονται με την εκτέλεση δραστηριοτήτων επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2, είναι οι ακόλουθες:
α) Αποσβέσεις δαπανών αγοράς κατασκευής ή επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης κτιρίων και κατά το σκέλος αυτών, μετά από επιμερισμό, που σχετίζεται αποκλειστικά με δραστηριότητες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας.
β) Αποσβέσεις δαπανών αγοράς εξοπλισμού και οργάνων εργαστηριακής υποδομής για το χρονικό διάστημα που χρησιμοποιούνται για ερευνητικούς σκοπούς, όπως συσκευές, εργαλεία, επιστημονικά όργανα, διατάξεις και τα εξαρτήματα τους εργαστηριακής ή ημιβιομηχανικής κλίμακας καθώς και εγκαταστάσεις ημιβιομηχανικών (επιδεικτικών) δοκιμών. Στις δαπάνες της κατηγορίας αυτής μπορεί να περιλαμβάνονται τυχόν πρόσθετα κόστη μεταφοράς και εγκατάστασης του εξοπλισμού καθώς και εκπαίδευσης του προσωπικού στη χρήση του.
γ) Οι τρέχουσες λειτουργικές δαπάνες όπως ενοίκια ή χρηματοοικονομική μίσθωση, λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος, ύδρευσης, σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, ταχυδρομικά έξοδα κ.λπ., κατά το σκέλος αυτών, μετά από επιμερισμό, που σχετίζεται αποκλειστικά με δραστηριότητες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας.
δ) Αμοιβές κάθε βαθμίδας προσωπικού που απασχολείται στην εκτέλεση του έργου επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας κατά το διάστημα υλοποίησης αυτού και κατ’ αναλογία προς το χρόνο της απασχόλησής του, όπως εξειδικευμένοι επιστήμονες, μεταπτυχιακοί σπουδαστές, τεχνικοί και διοικητικοί.
ε) Δαπάνες για μετακινήσεις εσωτερικού και εξωτερικού για συνεργασία με εργαστήρια κ.λπ., για ανακοίνωση αποτελεσμάτων σχετικών με το ερευνητικό έργο που εκτελείται, εκτελέστηκε ή σχεδιάζεται να εκτελεστεί, συμμετοχή σε σεμινάρια, συνέδρια, επιστημονικές συναντήσεις, που έχουν άμεση σχέση με το εκτελούμενο έργο επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας.
στ) Δαπάνες για ευρύ φάσμα αναλωσίμων όπως χημικά και μικροβιολογικά αντιδραστήρια, μικροεξαρτήματα και όργανα μιας χρήσης ή περιορισμένου αριθμού χρήσεων.
ζ) Δαπάνες αγοράς ή αδειών χρήσης εξειδικευμένων επιστημονικών «πακέτων» προγραμμάτων Η/Υ, τα οποία είναι απαραίτητα για την υλοποίηση της έρευνας. Δεν περιλαμβάνεται σύνηθες λογισμικό γενικής χρήσεως, μη εστιασμένο στις ιδιαίτερες υπολογιστικές ανάγκες του συγκεκριμένου έργου.
η) Δαπάνες για την έκδοση διπλώματος ευρεσιτεχνίας στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
θ) Δαπάνες σύνδεσης με βάσεις δεδομένων, εθνικά και διεθνή δίκτυα γνώσης, ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες ή άλλες ηλεκτρονικές πηγές παροχής εξειδικευμένων γνώσεων και πληροφόρησης. Απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση των δαπανών αυτών είναι η αποκλειστική συνάφειά τους με το φυσικό αντικείμενο του εκτελούμενου έργου επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας.
ι) Ανάθεση με σύμβαση σε εξωτερικούς συνεργάτες ή φορείς (ιδιωτικά εργαστήρια και επιχειρήσεις, δημόσια ερευνητικά κέντρα και εργαστήρια, Α.Ε.Ι και Α.Τ.Ε.Ι), συγκεκριμένου και σαφώς καθορισμένου τμήματος έργου επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας. Οι επιλέξιμες για τους σκοπούς της παρούσας δαπάνες υπεργολαβίας για την εκτέλεση τμήματος του ερευνητικού έργου δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 70% του προϋπολογισμού του ερευνητικού έργου.
2) Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 δαπάνες είναι περιοριστικές και καμία άλλη δαπάνη δεν γίνεται αποδεκτή.
3) Δεν αποτελούν δαπάνες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1:
α) Οι κάθε είδους αμοιβές μετόχων, διευθυνόντων συμβούλων, προέδρων Δ.Σ., μελών διοικητικών συμβουλίων, εταίρων, διαχειριστών, γενικών διευθυντών, ιδιοκτητών εν γένει της δικαιούχου επιχείρησης καθώς και οι αμοιβές φυσικών προσώπων με τις προηγούμενες ιδιότητες σε συνδεδεμένες με αυτή επιχειρήσεις, όπως και των προσώπων που είχαν μια από τις παραπάνω ιδιότητες κατά τα δύο προηγούμενα φορολογικά έτη από αυτό της πραγματοποίησης των υπό κρίση δαπανών.
β) Οι δαπάνες που αφορούν αποζημιώσεις απόλυσης, έκτακτες αμοιβές και παροχές σε είδος.
Άρθρο 4
Υποχρεώσεις Επιχειρήσεων
Για την εφαρμογή των φορολογικών εκπτώσεων σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις:
1) Οι δραστηριότητες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας πρέπει να συνδέονται με έργα αποκλειστικά αυτοχρηματοδοτούμενα – εξαιρουμένων των έργων που συγχρηματοδοτούνται από οποιαδήποτε άλλο φορέα – που υλοποιούνται από την ίδια την επιχείρηση. Ένα έργο επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας αποτελείται από διάφορες δέσμες εργασιών, δραστηριότητες ή υπηρεσίες, περιλαμβάνει σαφείς στόχους και συγκεκριμένα παραδοτέα για τον προσδιορισμό των σχετικών αποτελεσμάτων και τη σύγκριση των αποτελεσμάτων με τους τεθέντες στόχους.
2) Η επιχείρηση οφείλει να τηρεί ιδιαίτερο λογαριασμό στα λογιστικά της αρχεία στα οποία θα καταχωρούνται οι δαπάνες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας και να διαφυλάττει επίσης τις σχετικές αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων (αποφάσεις Διοικητικού Συμβουλίου, Γεν. Δ/ντή, Δ/ντή Ερευνών κ.λπ., βεβαιώσεις της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας για την υπαγωγή) για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας για όσο χρόνο ορίζεται, από τις διατάξεις των ν. 4174/2013 (Α’167) και 4308/2014 (Α’251), η διαφύλαξη των λογιστικών αρχείων.
3) Τα αρμόδια όργανα με τις αποφάσεις που λαμβάνουν κατά την παράγραφο 2 ορίζουν σωρευτικά:
α) Το αντικείμενο και τους στόχους του εκτελούμενου έργου επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας,
β) Την αναλυτική τεχνική περιγραφή του έργου (ενότητες εργασιών – μεθοδολογία),
γ) Τα παραδοτέα,
δ) Το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης,
ε) Τη σύνθεση της ερευνητικής ομάδας καθώς και το χρόνο απασχόλησης των μελών της στο συγκεκριμένο ερευνητικό έργο,
στ) Τον εξοπλισμό και τα όργανα που θα πρέπει να αγορασθούν για την υλοποίηση του ερευνητικού έργου,
ζ) Τα λοιπά έξοδα που απαιτούνται για την υλοποίηση του ερευνητικού έργου,
η) Τον προϋπολογισμό ανά κατηγορία δαπάνης και το συνολικό προϋπολογισμό του έργου.

Άρθρο 5
Διαδικασίες πιστοποίησης

1) Ο τύπος και το περιεχόμενο των αιτήσεων και των απαιτούμενων δικαιολογητικών για την πιστοποίηση των δαπανών επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας, καθορίζεται κατ’ έτος με ανακοινώσεις, οι οποίες υποχρεωτικά θα αναρτώνται στο διαδικτυακό τόπο της ΓΓΕΤ.

2) Αιτήσεις μπορούν να υποβάλουν όλες οι επιχειρήσεις ανεξάρτητα από τη νομική μορφή με την οποία λειτουργούν.

3) Ο ποιοτικός έλεγχος σχετικά με το αντικείμενο του ερευνητικού έργου, την υλοποίηση και τα αποτελέσματα του σε σχέση με τα παραδοτέα και τους στόχους του έργου και η πιστοποίηση των δαπανών διενεργούνται από επιτροπές ή ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες που θα ορίζει η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας με την έκδοση των σχετικών διοικητικών πράξεων.

4) Για την πιστοποίηση των δαπανών επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας των επιχειρήσεων η ΓΓΕΤ εκδίδει σχετικές βεβαιώσεις τις οποίες κοινοποιεί στην αρμόδια Φορολογική Αρχή του δικαιούχου καθώς και στις δικαιούχους επιχειρήσεις.

Άρθρο 6
Έναρξη ισχύος
Οι διατάξεις της παρούσας έχουν εφαρμογή για το χαρακτηρισμό των δαπανών επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας των επιχειρήσεων του φορολογικού έτους 2017 και εντεύθεν.

Για το χαρακτηρισμό των δαπανών επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας του φορολογικού έτους 2016 έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της με αριθ. 12962 (ΠΟΛ) 2029/3.11.1987 (Β’743/1987) υπουργικής απόφασης.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 29 Ιουνίου 2017

Οι Υπουργοί

Αναπληρωτής Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων
ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΩΤΑΚΗΣ

Οικονομικών
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

Υφυπουργός Οικονομικών
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ

Φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος που αποκτούν οι σχολικές επιτροπές

Αριθ. πρωτ.: ΔΕΑΦ Β 1065712 ΕΞ/2017
Φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος που αποκτούν οι σχολικές επιτροπές
Αθήνα, 28 Απριλίου 2017
Αριθ. Πρωτ.: ΔΕΑΦ Β 1065712 ΕΞ/2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΑΔΕ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β’

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες: Κ. Παπαμακαρίου
Τηλέφωνο: 210-3375312

Θέμα: «Φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος που αποκτούν οι σχολικές επιτροπές».

Απαντώντας στην αριθ. 3609/20.2.2017 ερώτηση του Βουλευτή κ. Παναγιώτη Ηλιόπουλου αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, στην οποία είχαμε απαντήσει με το αριθ. ΔΕΑΦ Β 103362 ΕΞ 2017/3.3.2017 έγγραφό μας και την οποία μας αποστείλατε εκ νέου με σκοπό την επικαιροποίησή της κατόπιν εντολής του γραφείου της κ. Υφυπουργού, σας γνωρίζουμε τα εξής-

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του προσφάτως ψηφισθέντος ν.4465/2017 (ΦΕΚ Α’47/4.4.2017) προστέθηκε νέα περίπτωση απαλλασσόμενων νομικών προσώπων από το φόρο εισοδήματος στο άρθρο 46 του ν. 4172/2013 υπό τον αριθμό στ’. Με τις ως άνω διατάξεις προβλέπεται ότι από το φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων απαλλάσσονται οι σχολικές επιτροπές και οι σχολικές εφορείες μειονοτικών σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Οι διατάξεις αυτές ισχύουν, με βάση την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 61 του ν.4465/2017, από 1.1.2016 και εφεξής.

2. Επομένως, από την 1.1.2016 και μετά, με την ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση όλα τα έσοδα των σχολικών επιτροπών και σχολικών εφορειών μειονοτικών σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων κατά ρητή διατύπωση του νόμου και ως εκ τούτου τα εισοδήματα των νομικών αυτών προσώπων στα οποία γινόταν αναφορά με το προγενέστερό έγγραφό μας δεν αποτελούν πλέον αντικείμενο φορολογίας με βάση τις διατάξεις του ν.4172/2013.

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΣΑΪΤΗΣ

Φορολογική μεταχείριση επισφαλών απαιτήσεων κατά οφειλετών που έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση

ΠΟΛ.1080/2017
Διευκρινίσεις αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26 του ν.4172/2013 σε περίπτωση κήρυξης του οφειλέτη σε πτώχευση ή υπαγωγής αυτού σε προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης
Αθήνα, 9 Ιουνίου 2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β’

Ταχ. Δ/νση:Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας:101 84 Αθήνα
Πληροφορίες:Ε. Πλάνη
Τηλέφωνο:210 – 3375312
Fax:210 – 3375001
E-Mail:d12.b@vo.svzefxis.gov.gr
Url:www.aade.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

ΠΟΛ 1080/2017

Θέμα: «Διευκρινίσεις αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26 του ν.4172/2013 σε περίπτωση κήρυξης του οφειλέτη σε πτώχευση ή υπαγωγής αυτού σε προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης»

Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Με τις διατάξεις του Πρώτου Κεφαλαίου (άρθρα 1 επ.) του ν.3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας, ΠτΚ) ρυθμίζεται η διαδικασία κήρυξης ενός προσώπου σε πτώχευση. Ειδικότερα:

(α) Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 ΠτΚ ορίζεται ότι η πτώχευση κηρύσσεται μετά από αίτηση πιστωτή που έχει έννομο συμφέρον, καθώς και μετά από αίτηση του εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος, ενώ με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 10 του ΠτΚ ορίζεται ότι μετά την υποβολή της αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, ο πρόεδρος του αρμόδιου κατά το άρθρο 4 ΠτΚ δικαστηρίου, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. Κ.Πολ.Δ.), μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευθεί η Απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης. Ο πρόεδρος μπορεί, ιδίως, να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, να ορίσει μεσεγγυούχο.

(β) Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 ΠτΚ ορίζεται ότι ο πτωχευτικός πιστωτής, όπως αυτός ορίζεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεών του μόνο μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας, εκτός εάν στον Κώδικα αυτό ορίζεται διαφορετικά, και, επιπλέον, με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 25 του ίδιου ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26 («Ρυθμίσεις για τους ενέγγυους πιστωτές)», από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.

2. Ακόμη, με τις διατάξεις του Έκτου Κεφαλαίου (άρθρα 99 επ.) του Πτωχευτικού Κώδικα ρυθμίζεται η προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης και θεσπίζεται ειδικό νομοθετικό πλαίσιο προστασίας της επιχείρησης που υπάγεται στη διαδικασία αυτή έναντι των πιστωτών της. Ειδικότερα:

(α) Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 106 ΠτΚ, όπως ισχύουν, ορίζεται ότι από την κατάθεση της συμφωνίας εξυγίανσης προς επικύρωση και μέχρι την έκδοση απόφασης από το πτωχευτικό δικαστήριο για την επικύρωση ή μη της συμφωνίας εξυγίανσης, αναστέλλονται αυτόματα τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν την υποβολή της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης.

(β) Επίσης, με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 106α ΠτΚ, όπως ισχύουν, το πτωχευτικό δικαστήριο ή κατά περίπτωση ο πρόεδρός του, με απόφαση που λαμβάνεται κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δύναται, μετά την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, να διατάξει και οποιοδήποτε άλλο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 ΠτΚ προληπτικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά καταλαμβάνουν τις απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης επικύρωσης και μπορούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αίτησης επικύρωσης.

Τα ζητήματα που ρυθμίζονται με τις ως άνω διατάξεις είναι αντίστοιχα με αυτά που ρυθμίζονταν με τις διατάξεις του άρθρου 103 ΠτΚ, όπως αυτές ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του ν.4446/2016.

(γ) Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 106γ ΠτΚ, από την επικύρωσή της, η συμφωνία εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτή, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι ή δεν ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας εξυγίανσης. Δεν δεσμεύονται πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων γεννήθηκαν μετά την έκδοση της απόφασης που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 26 του ν.4172/2013 παρέχεται η δυνατότητα έκπτωσης, για φορολογικούς σκοπούς, των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων ανάλογα με το ποσό της απαίτησης και το χρόνο που παραμένει ανείσπρακτη, εφόσον έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης.

4. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 26 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι απαίτηση δύναται να διαγραφεί για φορολογικούς σκοπούς μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
α) έχει προηγουμένως εγγραφεί ποσό που αντιστοιχεί στην οφειλή ως έσοδο, β) έχει προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορολογούμενου και γ) έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης.

5. Όπως διευκρινίστηκε με την ΠΟΛ.1056/2.3.2015 εγκύκλιο, με την οποία κοινοποιήθηκαν οι ως άνω διατάξεις, με τις αναφερόμενες στην ως άνω περ. γ’ «κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης» θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι η σχετική απαίτηση είναι ανεπίδεκτη είσπραξης, δηλαδή ότι ο οφειλέτης είναι πράγματι αφερέγγυος. Η αφερεγγυότητά του μπορεί να αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από τη συμφωνία εξυγίανσης που επικυρώνεται από το πτωχευτικό δικαστήριο σύμφωνα με το έκτο Κεφάλαιο του Πτωχευτικού Κώδικα, με την οποία προβλέπεται, μεταξύ άλλων, και η μείωση των απαιτήσεων των πιστωτών έναντι της επιχείρησης (παρ. 5 περ. δ’) καθώς και από επίσημους ισολογισμούς από τους οποίους προκύπτει ότι η επιχείρηση αυτή δεν έχει περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, πάγια, χρεόγραφα κλπ.) για να ικανοποιήσει τους οφειλέτες σε περίπτωση επιχείρησης που κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της πτώχευσης. Επομένως, η κήρυξη του οφειλέτη σε κατάσταση πτώχευσης λόγω παύσης πληρωμών δεν επιφέρει από μόνη της απόσβεση της απαίτησης (παρ. 5 περ. ε’).

6. Κατόπιν των ανωτέρω, παρέχονται οι ακόλουθες οδηγίες ως προς τη φορολογική μεταχείριση επισφαλών απαιτήσεων κατά οφειλετών που είτε έχουν υπαχθεί σε προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης ή έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση:

(Α) Σχηματισμός προβλέψεων

Σε περίπτωση υποβολής αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση ή για υπαγωγή στη διαδικασία εξυγίανσης σύμφωνα με τον ΠτΚ, σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν είχε ήδη σχηματίσει πρόβλεψη για το ποσό της επισφαλούς απαίτησης με βάση τις ενέργειες που είχε αναλάβει κατά το παρελθόν για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης, αυτός μπορεί να σχηματίσει φορολογικά αναγνωρίσιμη πρόβλεψη επισφαλούς απαίτησης, κατά τον χρόνο κατάθεσης της σχετικής αίτησης στο δικαστήριο, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 26 του ίδιου νόμου, πλην της προϋπόθεσης ανάληψης κατάλληλων ενεργειών για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης, δεδομένου ότι, με τις διατάξεις του ΠτΚ και ιδίως τα άρθρα 10, 25, 106 και 106α αυτού, θεσπίζεται ειδικό πλαίσιο προστασίας της επιχείρησης από τους πιστωτές τόσο σε περίπτωση αίτησης κήρυξής της σε πτώχευση όσο και σε περίπτωση αίτησης υπαγωγής της σε προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Ειδικά σε περίπτωση αίτησης υπαγωγής του οφειλέτη σε προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, το ποσό της κατά τα ανωτέρω σχηματισθείσας πρόβλεψης επισφαλών απαιτήσεων δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό κατά το οποίο μειώνεται η απαίτηση με βάση την αίτηση υπαγωγής σε διαδικασία εξυγίανσης.

Τα ανωτέρω τελούν υπό την επιφύλαξη του περιορισμού που τίθεται στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 26 του ν.4172/2013.

Σε περίπτωση που το ποσό της απαίτησης για το οποίο σχηματίσθηκε η πρόβλεψη τελικά εισπραχθεί, η σχηματισθείσα πρόβλεψη θα ανακτηθεί άμεσα με τη μεταφορά του σχετικού ποσού στα κέρδη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 26 του ν.4172/2013.

(Β) Διαγραφή απαιτήσεων

Σε περίπτωση επικύρωσης από το πτωχευτικό δικαστήριο της συμφωνίας εξυγίανσης η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη μείωση των απαιτήσεων των πιστωτών έναντι της επιχείρησης και εφόσον, πριν από την επικύρωσή της, δεν είχε σχηματισθεί πρόβλεψη για το ποσό της επισφαλούς απαίτησης που μειώνεται βάσει της συμφωνίας (ή είχε σχηματισθεί μικρότερη πρόβλεψη), οι πιστωτές, οι απαιτήσεις των οποίων καλύπτονται από τη συμφωνία, μπορούν να διαγράψουν οριστικά το μέρος της απαίτησης που καλύπτεται από τη συμφωνία και να εκπέσουν το σχετικό ποσό από τα ακαθάριστα έσοδα του φορολογικού έτους εντός του οποίου επικυρώνεται η συμφωνία εξυγίανσης από το πτωχευτικό δικαστήριο με βάση τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013. Ως προς το ποσό της μείωσης που καλύπτεται από τις ήδη σχηματισμένες προβλέψεις εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 26 του ν.4172/2013.

Ομοίως, δύναται να διαγραφεί οριστικά, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013, το μέρος της απαίτησης κατά πτωχής εταιρείας που δεν ικανοποιήθηκε από την πτωχευτική περιουσία, σε περίπτωση που η επιχείρηση δεν είχε σχηματίσει προηγουμένως πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων για το ποσό αυτό.

Τα παραπάνω ισχύουν και για το μέρος της διαγραφείσας απαίτησης που αφορά στο ποσό του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, το οποίο η επιχείρηση απέδωσε στο Δημόσιο χωρίς ωστόσο να το εισπράξει από τον πελάτη της, εφόσον από τις διατάξεις του ν.2859/2000 δεν παρέχεται η δυνατότητα μείωσης της φορολογητέας αξίας και επιστροφής του Φ.Π.Α. που αναλογεί στις σχετικές πράξεις (σχετ. η ΠΟΛ.1113/2.6.2015 εγκύκλιος).

 

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

 

Ασφαλιστικές εισφορες στα μερίσματα

Αριθ. 25599/1453/ 2017
Τροποποίηση της αριθ. 61502/3399/30.12.2016 (ΦΕΚ Β΄ 4330) απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Προσδιορισμός της βάσης υπολογισμού ασφαλιστικών εισφορών αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών από 1.1.2017»
Αριθ. 25599/1453

(ΦΕΚ Β’ 1942/6.6.2017)
O ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 58 παρ. 1 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74) «Συνταξιοδοτικές Διατάξεις Δημοσίου και Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις».

2. Τις διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 2 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85) «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας – Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος – Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις».

3. Τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 4425/2016 (Α΄ 185) «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών οργάνων και λοιπές διατάξεις».

4. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα» που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ/τος 63/2005 (Α΄ 98) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα».

5. Τις διατάξεις του π.δ/τος 113/2014 (Α΄ 180) «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

6. Τις διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 4320/2015 (Α΄ 29) «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, και την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών Οργάνων και λοιπές διατάξεις».

7. Τις διατάξεις του π.δ/τος 125/2016 (Α΄ 116) «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».

8. Την αριθ. οικ. 54051/Δ9.14200/22.11.2016 απόφαση του Πρωθυπουργού και της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, «Τροποποίηση της αριθ. οικ. 44549/Δ9.12193/8-10-2015 απόφασης του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Αναστάσιο Πετρόπουλο» (Β΄ 3801, 25.11.2016).

9. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της απόφασης αυτής, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Το άρθρο 2 της 61502/3399/30.12.2016 (ΦΕΚ Β 4330) υπουργικής απόφασης «Προσδιορισμός της βάσης υπολογισμού ασφαλιστικών εισφορών αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών από 1.1.2017» αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 2
Βάση υπολογισμού ασφαλιστικών εισφορών

1. Για το έτος 2017, η βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών των υπόχρεων καταβολής εισφορών που υπάγονται στην παρούσα απόφαση και στο άρθρο 39 του ν. 4387/2016, καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα από την ασκούμενη δραστηριότητα ή την ιδιότητα που δημιουργεί την υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση. Ως καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα κατά τα ανωτέρω νοείται το ποσό, όπως αυτό διαμορφώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 έως 27 του ν. 4172/2013 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), όπως ισχύει κάθε φορά. Όσον αφορά ειδικότερα στα εισοδήματα που αντιστοιχούν στις δραστηριότητες ιδιότητες που περιγράφονται στο άρθρο 1 στοιχ.δ-η της παρούσας, το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα αντιστοιχεί στο ποσό που προκύπτει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

2. Από 1.1.2018 και για κάθε επόμενο έτος, στη βάση υπολογισμού όπως περιγράφεται στην προαναφερόμενη παράγραφο, συμπεριλαμβάνονται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές.

3. Ειδικά για το 2018, οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του ποσού που αντιστοιχεί στο 85% της βάσης προσδιορισμού των εισφορών, όπως αυτή περιγράφεται στην παράγραφο 2 του παρόντος.

4. Μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το ποσό που προκύπτει από τη διαίρεση της βάσης υπολογισμού όπως ανωτέρω περιγράφεται για κάθε έτος δια του δώδεκα.

5. Για τον καθορισμό της μηνιαίας βάσης υπολογισμού συνυπολογίζονται τυχόν ποσά που έχουν καταβληθεί με δελτίο επαγγελματικής δαπάνης.

6. Εάν η προσδιοριζόμενη κατά την παρ. 4 του παρόντος άρθρου βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών είναι μικρότερη του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, στο ύψος που διαμορφώνεται σύμφωνα με το άρθρο πρώτο, κεφάλαιο ΙΑ11 περ. 3 του ν. 4093/2012, όπως εκάστοτε ισχύει, καθώς και στις περιπτώσεις ζημιών ή μηδενικών κερδών ή υποχρεωτικής ασφάλισης λόγω ιδιότητας χωρίς άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, ως μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών λαμβάνεται το ύψος του κατά τα ανωτέρω κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Στο ίδιο ύψος διαμορφώνεται η βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών για τους δικηγόρους που βρίσκονται σε αναστολή άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας και για τους υγειονομικούς που απασχολούνται χωρίς αμοιβή της παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 3232/2004.

7. Σε περίπτωση μη υποβολής εκ μέρους του υπόχρεου φορολογικής δήλωσης, οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται προσωρινά επί της βάσης της ανωτέρω παραγράφου, έως ότου καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του φορολογητέου εισοδήματος κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος.

8. Ειδικότερα για τα πρόσωπα, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους κατά τη διάκριση του ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ, καθώς και για τους αυτοαπασχολούμενους αποφοίτους σχολών ανώτατης εκπαίδευσης, που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τα πέντε πρώτα χρόνια ασφάλισης αντιστοιχεί στο 70% επί του προβλεπόμενου κατά τα ανωτέρω κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.

9. Εάν η προσδιοριζόμενη κατά την παρ. 4 του παρόντος άρθρου βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών είναι μεγαλύτερη του ποσού που αντιστοιχεί στο δεκαπλάσιο του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, ως μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών λαμβάνεται το ύψος του δεκαπλάσιου του κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.

10. Στις περιπτώσεις που κάποιο από τα πρόσωπα του άρθρου 1 της παρούσας, καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 38 του ν. 4387/2016 ως μισθωτός, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του εισοδήματος από την παροχή των μισθωτών υπηρεσιών και του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από τη δραστηριότητα του άρθρου 1, με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου 38 του ν. 4387/2016.

11. Στις περιπτώσεις πολλαπλής δραστηριότητας, η κάθε μία εκ των οποίων δημιουργεί υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του ΟΑΕΕ και του ΕΤΑΑ όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από έκαστη δραστηριότητα, με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στην παρ. 6 του παρόντος άρθρου. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που προκύπτει υποχρέωση πολλαπλής ασφάλισης λόγω ιδιότητας.

12. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, πέραν των ανωτέρω, ασκείται και μία ή περισσότερες δραστηριότητες υπακτέες στην ασφάλιση του ΟΓΑ, σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ή βάσει της παρ. 11 του άρθρου 40 του ν. 4387/2016, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από έκαστη δραστηριότητα, με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου 40 του ν. 4387/2016.

13. Τα προβλεπόμενα από τις παρ. 6 και 8 του παρόντος εφαρμόζονται και σε περιπτώσεις πολλαπλής δραστηριότητας, κατά την έννοια των ανωτέρω περιπτώσεων 10, 11 και 12. Για την εξεύρεση της βάσης υπολογισμού στις περιπτώσεις αυτές της παραγράφου 10 λαμβάνεται καταρχάς υπόψη το μηνιαίο εισόδημα από την παροχή της μισθωτής υπηρεσίας και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των άλλων δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους, ώστε η βάση υπολογισμού, όπως προκύπτει από την άθροιση των επιμέρους εισοδημάτων, να μην υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού όπως καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, και να μην ξεπερνά το δεκαπλάσιο του κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Στις λοιπές περιπτώσεις των παραγράφων 11 και 12 του παρόντος, καταρχάς λαμβάνεται το σύνολο του καθαρού φορολογητέου εισοδήματος από τη δραστηριότητα που προκύπτει ότι αποτελεί τη βασική πηγή βιοπορισμού και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των άλλων δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους, ώστε η βάση υπολογισμού, όπως προκύπτει από την άθροιση των επιμέρους εισοδημάτων, να μην υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού όπως καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, και να μην ξεπερνά το δεκαπλάσιο του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.

14. Βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών κατά την έννοια της παρούσας απόφασης προκύπτει από το πιο πρόσφατο εκκαθαρισμένο φορολογικό έτος.

15. Τυχόν διαφορά που προκύπτει μετά από τον υπολογισμό των προβλεπόμενων ασφαλιστικών εισφορών βάσει του πραγματικού εισοδήματος του προηγούμενου φορολογικού έτους κατά την έννοια τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος αναζητείται και συμψηφίζεται ισομερώς κατανεμημένη σε μηνιαία βάση έως το μήνα Δεκέμβριο εκάστου έτους.

16. Για όσους προβαίνουν για πρώτη φορά από 1.1.2017 και εντεύθεν σε έναρξη εργασιών ή δραστηριοτήτων του άρθρου 1 της παρούσας, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών τους εισφορών για τους μήνες που μεσολαβούν από το μήνα της έναρξης εργασιών έως το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αποτελεί το ποσό που αντιστοιχεί στο κατά την παρ. 6 προβλεπόμενο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, με την επιφύλαξη της παρ. 8 του παρόντος άρθρου».

Κατά τα λοιπά ισχύει η αριθ. 61502/3399/30.12.2016 (ΦΕΚ Β΄ 4330) υπουργική απόφαση.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 2 Ιουνίου 2017

Ο Υφυπουργός
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Χρόνος εκδοσης του τιμολογίου στο Δημόσιο από τους ελ. επαγγελματίες

Αριθ. πρωτ.: οικ. 2/ 42059/0026/ 2017
Ενημέρωση σχετικά με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν.4308/2014
Αθήνα, 3 Ιουνίου 2017
Αριθ.Πρωτ.: οικ. 2/42059/0026

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΓΕΝΙΚΟ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΘΗΣΑΥΡΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ
Δ/ΝΣΗ: ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ

Ταχ. Δ/νση: Κηφισίας 124 και Ιατρίδου 2
Ταχ. Κώδ.: 115 26 ΑΘΗΝΑ
Τηλέφωνο: 210 6987704 FAX: 210 6987730

ΘΕΜΑ: «Ενημέρωση σχετικά με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν.4308/2014 ».

Με αφορμή ερωτήματα τα οποία περιήλθαν στην Υπηρεσία μας, αναφορικά με τον χρόνο προσκόμισης του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου παραστατικού – φορολογικού στοιχείου από τους δικαστικούς επιμελητές, σας ενημερώνουμε τα εξής:

1.α Στο άρθρο 7 του ν. 4093/2012 (Α.222), προβλέπονταν ότι στην περίπτωση παροχής υπηρεσιών από τους ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα προς το Δημόσιο και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, η απόδειξη παροχής υπηρεσιών εκδίδονταν, κατ’ εξαίρεση, με κάθε επαγγελματική είσπραξη.

β. Με το άρθρο 51, παρ.6 του ν.4223/2013 (Α.287), καταργήθηκε από 1/1/2015, η προαναφερόμενη διάταξη.

γ. Σύμφωνα με διατάξεις του άρθρου 44 (περ.β) του ν.4308/2014 (Α.251) από 1.1.2015, εφαρμογή για το υπόψη θέμα, έχουν οι διατάξεις του άρθρου 11 του νόμου αυτού. Ειδικότερα, όσον αφορά το χρόνο έκδοσης τιμολογίου ορίζεται ότι σε περίπτωση: i) πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, το τιμολόγιο εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη 15η ημέρα του επόμενου μήνα της παράδοσης ή αποστολής αγαθών ή της ολοκλήρωσης της υπηρεσίας, κατά περίπτωση, ii) συνεχιζόμενης παροχής αγαθών, υπηρεσίας ή κατασκευής έργου, το τιμολόγιο εκδίδεται μέχρι τη 15η ημέρα του επόμενου μήνα από την περίοδο στην οποία μέρος της σχετικής αμοιβής καθίσταται απαιτητό για τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί ή το μέρος του έργου που έχει ολοκληρωθεί, iii) απόκτησης δικαιώματος λήψης υπηρεσίας, με την απόκτηση του δικαιώματος αυτού, iv) έκδοσης συγκεντρωτικού τιμολογίου της παρ. 3 του άρθρου 10, το συγκεντρωτικό τιμολόγιο εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη 15ε του επόμενου μήνα από το μήνα εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε το πρώτο γεγονός πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών που συμπεριλαμβάνεται στο συγκεντρωτικό τιμολόγιο και ν) που ο αγοραστής των αγαθών ή υπηρεσιών είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το τιμολόγιο δύναται να εκδίδεται μέχρι το τέλος της ετήσιας περιόδου μέσα στην οποία έγινε η παράδοση ή η αποστολή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η πιστοποίηση δημόσιων έργων ή η οριστικοποίηση της συναλλαγής από τον αγοραστή, κατά περίπτωση.

δ. Από το συνδυασμό των ανωτέρω, θεωρούμε ότι το σχετικό τιμολόγιο- απόδειξη παροχής υπηρεσιών για την καταβολή αμοιβής ελεύθερων επαγγελματιών (π.χ. δικαστικών επιμελητών, μεταφραστών, κ.λπ.) θα πρέπει να προσκομίζεται από τον δικαιούχο κατά την υποβολή των σχετικών δικαιολογητικών στην αρμόδια υπηρεσία του φορέα, ως απαραίτητο δικαιολογητικό εκκαθάρισης της δαπάνης (και όχι της εξόφλησης αυτής).

2. Τέλος, επισημαίνεται ότι στην παρ.11.2.14-15 της ΠΟΛ.1003/31.12.2014 (Α.Δ.Α.:7ΝΑΩΗ-96Σ), παρασχέθηκαν διευκρινίσεις, επί μεταβατικού χαρακτήρα θεμάτων και συγκεκριμένα ορίστηκε ότι για: i) υπηρεσίες προς το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ., που έχουν παρασχεθεί από πρόσωπα των οποίων το εισόδημα χαρακτηριζόταν, βάσει των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του ν.2238/1994, ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα και υπό την προϋπόθεση ότι οι απαιτήσεις είσπραξης των σχετικών αμοιβών ανάγονται σε χρόνο μέχρι την 31.12.2014 και οι σχετικές αμοιβές δεν έχουν εισπραχθεί, τα σχετικά τιμολόγια εκδίδονται με την είσπραξη αυτών (και μετά την 1.1.2015) και ii) την αμοιβή που αντιστοιχεί σε υπηρεσία που παρασχέθηκε από 1.1.2015 και μετά, το τιμολόγιο θα εκδοθεί στο χρόνο που ορίζεται με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του ν.4308/2014.

Με εντολή Αναπλ. Υπουργού
Η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης
ΜΑΡΙΑ ΝΙΦΟΡΟΥ

Αντί της αναστολής λειτουργίας της επιχείρησης, επιβάλλεται πρόστιμο

ΠΟΛ.1074/2017
Προσδιορισμός κατηγοριών των υπόχρεων για την επιβολή της ειδικής χρηματικής κύρωσης της παραγράφου 8 του άρθρου 13Α του ν.2523/1997, όπως αυτό προστέθηκε ως νέο άρθρο στο ν.2523/1997 με το άρθρο 47 του ν.4465/2017, αντί της αναστολής λειτουργίας των επαγγελματικών εγκαταστάσεων
ΠΟΛ 1074/2017

(ΦΕΚ Β’ 1927/02-06-2017)

Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις της παραγράφου 8 και της περίπτωσης α της παραγράφου 13 του άρθρου 13Α του ν.2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α’), όπως αυτό προστέθηκε ως νέο άρθρο στον ν.2523/1997 με το άρθρο 47 του ν.4465/2017 (ΦΕΚ 47Α’).

2. Το π.δ. 125/2016 (ΦΕΚ 210 Α’) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».

3. Την υπ’ αριθ.ΥΠΟΙΚ 0010218 ΕΞ 2016/14.11.2016 (ΦΕΚ 3696 Β’) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου».

4. Τις διατάξεις του ν.4389/2016 (ΦΕΚ 94 Α’) «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις».

5. Την με αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1036960/10.3.2017 απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β’).

6. Την ανάγκη προσδιορισμού των προβλεπόμενων στην παράγραφο 8 του άρθρου 13Α του ν. 2523/1997 όπως ισχύει, κατηγοριών των υπόχρεων.

7. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1
Κατηγορίες των υπόχρεων για την επιβολή της ειδικής χρηματικής κύρωσης της παραγράφου 8 του άρθρου 13Α του ν.2523/1997.

Οι κατηγορίες των υπόχρεων για τους οποίους αντί της αναστολής λειτουργίας των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 13Α του ν.2523/1997, όπως ισχύει, επιβάλλεται η ειδική χρηματική κύρωση της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου, προσδιορίζονται ως εξής:
α. Ιατροί και οδοντίατροι όλων των ειδικοτήτων και εταιρείες που παρέχουν ιατρικές και οδοντιατρικές υπηρεσίες.
β. Φυσιοθεραπευτές και ασκούντες παραϊατρικά επαγγέλματα και εταιρείες που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες.
γ. Κλινικές ή θεραπευτήρια.
δ. Οίκοι ευγηρίας.
ε. Λοιπά καταλύματα για άτομα που χρήζουν νοσοκομειακής ή άλλης φροντίδας ή κοινωνικής μέριμνας.
στ. Εκπαιδευτήρια, σχολές, φροντιστήρια, εργαστήρια ελευθέρων σπουδών, παιδικοί-βρεφονηπιακοί σταθμοί και κάθε άλλης φύσης δραστηριότητες με χαρακτήρα διδακτικό ή επαγγελματικής κατάρτισης.
ζ. Ξενοδοχεία, ξενώνες, επιπλωμένα δωμάτια-διαμερίσματα-κατοικίες.
η. Οργανωμένες τουριστικές κατασκηνώσεις (camping).
θ. Δικηγόροι και εταιρίες δικηγόρων.
ι. Λογιστές, φοροτεχνικοί και εταιρείες που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες.
ια.Επιχειρήσεις ενοικίασης αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών, μοτοποδηλάτων, σκαφών και αεροσκαφών.

Άρθρο 2
Λοιπές περιπτώσεις υπόχρεων για την επιβολή της ειδικής χρηματικής κύρωσης της παραγράφου 8 του άρθρου 13Α του ν.2523/1997.

Αντί της αναστολής λειτουργίας των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 13Α του ν.2523/1997, η ειδική χρηματική κύρωση της παραγράφου 8 του εν λόγω άρθρου επιβάλλεται και σε περιπτώσεις για τις οποίες συντρέχουν οι διαπιστώσεις που επισύρουν το μέτρο της αναστολής λειτουργίας των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 13Α του ν.2523/1997 και αφορούν σε οικονομικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται σε χώρο διάφορο της σταθερής ή μόνιμης δηλωθείσας εγκατάστασης του υπόχρεου ή ασκούνται με κάθε είδους τροχοφόρα, πλωτά ή λοιπά μέσα, μεταφορικά ή μη, ή άλλα εν γένει μέσα άσκησης δραστηριότητας, καθώς και σε περιπτώσεις υπόχρεων για τις οποίες οι κατά τα παραπάνω διαπιστώσεις λαμβάνουν χώρα κατά τους ελέγχους που πραγματοποιούνται σε υπαίθριες ή μη εκθέσεις, αγορές, εμποροπανηγύρεις και λαϊκές αγορές.

Άρθρο 3
Προϋποθέσεις επιβολής της ειδικής χρηματικής κύρωσης της παραγράφου 8 του άρθρου 13Α του ν.2523/1997.

Η ειδική χρηματική κύρωση της παραγράφου 8 του άρθρου 13Α του ν.2523/1997, όπως ισχύει, επιβάλλεται εφόσον οι διαπιστώσεις των ελεγκτικών οργάνων λαμβάνουν χώρα κατόπιν ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις οικείες αποφάσεις του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της περίπτωσης β της παραγράφου 13 του άρθρου 13Α του ν. 2523/1997, όπως ισχύει.

Άρθρο 4
Τελικές διατάξεις.

Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορούν να τροποποιούνται ή να συμπληρώνονται οι προσδιοριζόμενες με την παρούσα απόφαση παραπάνω κατηγορίες υπόχρεων.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 19 Μαΐου 2017

Η Υφυπουργός
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ