ΠΟΛ.1042/26.1.2015 Φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Κ.Φ.Ε. (ν.4172/2013)

ΠΟΛ.1042/26.1.2015
Φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Κ.Φ.Ε. (ν.4172/2013)

Αθήνα, 26 Ιανουαρίου 2015
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Α’- ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑΤΑ: Β- Α’

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδ.: 101 84 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες:. Φ. Φανάρα, Β. Γιοβά
Τηλέφωνο: 210 – 3375312
ΦΑΞ: 210 – 33.75.001

ΠΟΛ 1042/2014

ΘΕΜΑ: Φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Κ.Φ.Ε. (ν.4172/2013).

Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Με τις διατάξεις του άρθρου 35 του ν.4172/2013 (ΦΕΚ 167Α’), οι οποίες ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά, ορίζεται μεταξύ άλλων, ότι το εισόδημα που αποκτά ένα φυσικό πρόσωπο και προκύπτει στο φορολογικό έτος σε μετρητά ή σε είδος με τη μορφή μερισμάτων, τόκων και δικαιωμάτων θεωρείται γενικά εισόδημα από κεφάλαιο.

2. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι ο όρος «μερίσματα» σημαίνει το εισόδημα που προκύπτει από μετοχές, ιδρυτικούς τίτλους, ή άλλα δικαιώματα συμμετοχής σε κέρδη τα οποία δεν αποτελούν απαιτήσεις από οφειλές (χρέη), καθώς και το εισόδημα από άλλα εταιρικά δικαιώματα, στα οποία περιλαμβάνονται τα μερίδια, οι μερίδες συμπεριλαμβανομένων των προμερισμάτων και μαθηματικών αποθεματικών, οι συμμετοχές σε κέρδη προσωπικών επιχειρήσεων, οι
διανομές των κερδών από κάθε είδους νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, καθώς και κάθε άλλο συναφές διανεμόμενο ποσό.

3. Με βάση τα ανωτέρω, στην έννοια του μερίσματος εμπίπτει, μεταξύ άλλων, κάθε διανομή κερδών, ημεδαπής ή αλλοδαπής προέλευσης, που προέρχεται από εισηγμένες και μη μετοχές, από ιδρυτικούς τίτλους, από εταιρικά μερίδια ΕΠΕ ή από συμμετοχή σε προσωπικές εταιρείες, κοινοπραξίες και λοιπές νομικές οντότητες, τα προμερίσματα που διανέμουν οι ανώνυμες εταιρείες σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν.2190/1920, οι προσωρινές απολήψεις κερδών των εταίρων, οι τόκοι προνομιούχων μετοχών, οι υπεραποδόσεις επενδύσεων μαθηματικών αποθεμάτων των ασφαλιστικών εταιρειών, οι διανομές κερδών των καταπιστευμάτων και των εξωχώριων εταιρειών, καθώς και οι αμοιβές που καταβάλλονται με οποιαδήποτε μορφή στα μέλη ΔΣ, διαχειριστές και εργατοϋπαλληλικό προσωπικό από τα κέρδη του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας (σχετ. το αριθμ. πρωτ. Δ12Α 1046040 ΕΞ 2014/14.3.2014 έγγραφό μας).

Ειδικά για τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία, στην αιτιολογική έκθεση του ν.4223/2013 και συγκεκριμένα του άρθρου 23 αυτού, με το οποίο προστέθηκε παράγραφος 4 στο άρθρο 47 του ν.4172/2013, αναφέρεται ότι «για τα πιο πάνω πρόσωπα εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 21 έως 28 του Κεφαλαίου Γ’ του ν.4172/2013 που αφορούν στα φυσικά πρόσωπα και επομένως, μεταξύ άλλων, προκύπτει ότι σε περίπτωση διανομής κερδών από τους εν λόγω υπόχρεους δεν εφαρμόζεται η περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 64 του ν.4172/2013».

Εξάλλου, με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 58 ορίζεται, ότι τα κέρδη που αποκτούν οι υπόχρεοι που αναγράφονται σε αυτό το εδάφιο, σε περίπτωση τήρησης απλογραφικών βιβλίων, φορολογούνται με την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 29 (φυσικών προσώπων). Κατά συνέπεια, σε περίπτωση απόληψης κερδών από τα ανωτέρω πρόσωπα που τηρούν απλογραφικά βιβλία, δεν ενεργείται παρακράτηση φόρου, καθόσον τα κέρδη αυτά φορολογούνται μόνο στο όνομα του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας.

Στην έννοια της διανομής κερδών περιλαμβάνεται και η διανομή ή κεφαλαιοποίηση κερδών παρελθουσών χρήσεων, των αποθεματικών που δεν υπάγονται στην αυτοτελή φορολόγηση της παρ. 12 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013, καθώς και των αποθεματικών που σχηματίζονται με βάση τις διατάξεις του νέου Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013).

Ειδικά για τα αποθεματικά από κέρδη παρελθουσών χρήσεων των ΕΠΕ τα οποία έχουν σχηματισθεί μέχρι 31.12.2010 (κέρδη ισολογισμών 31.12.2009, σε περίπτωση ομαλής διαχειριστικής περιόδου), δεδομένου ότι αυτά έχουν ήδη αποκτηθεί από τους εταίρους με βάση τις διατάξεις του ν.2238/1994 (παρ. 4 άρθρου 28, όπως ίσχυε για τις χρήσεις αυτές), με την παρούσα γίνεται δεκτό ότι κατά τη διανομή ή κεφαλαιοποίησή των υπόψη κερδών μετά την 1.1.2014, δεν θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 64 του ν.4172/2013.

Τα ανωτέρω ισχύουν και για τα κέρδη παρελθουσών χρήσεων των προσωπικών εταιρειών που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, καθόσον αυτά θεωρείται ότι έχουν ήδη αποκτηθεί και δηλωθεί από τους εταίρους με βάση τις διατάξεις του ν.2238/1994 (παρ. 4 άρθρου 28, όπως ίσχυε για τις χρήσεις αυτές).

Ειδικά για τα κέρδη των προσωπικών εταιρειών της χρήσης 2013 στα οποία υπήρχε σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό τους και πραγματοποιήθηκε διανομή μέρους των κερδών τους (παρ. 1 άρθρου 10 ν.2238/1994, όπως ίσχυε για τη χρήση 2013, μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 3 του ν.4110/2013), για τα οποία διενεργήθηκε παρακράτηση φόρου, είναι αυτονόητο ότι παρακράτηση φόρου θα ενεργείται στο υπόλοιπο αδιανέμητο ποσό των κερδών της χρήσης αυτής κατά τη διανομή.

Επισημαίνεται, ότι σε περίπτωση που για τα κέρδη των προσωπικών εταιρειών της χρήσης 2013 δεν υπήρχε σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό τους, ο φόρος έχει ήδη παρακρατηθεί στο σύνολο των κερδών, καθόσον αυτά θεωρούντο ως διανεμόμενα.

Επίσης, παρακράτηση φόρου 10% σύμφωνα με τα ανωτέρω ενεργείται και στην περίπτωση διανομής ή κεφαλαιοποίησης αποθεματικών που έχουν σχηματισθεί με βάση ειδικές διατάξεις νόμων, στους οποίους όπου γίνεται αναφορά στις διατάξεις των άρθρων 54 και 55 του ν.2238/1994, νοούνται πλέον οι αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 62 και 64 του ν.4172/2013.

Διευκρινίζεται, ότι με την αριθμ. ΝΣΚ 950/1977 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ. (αριθμ. Ε.1058/288/ΠΟΛ.13/1978 εγκύκλιό μας) έγινε αποδεκτό ότι με βάση τις διατάξεις του κ.ν.2190/1920 η έγκριση του ισολογισμού γίνεται μία φορά κατ’ έτος από την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων, που συνέρχεται υποχρεωτικά μέσα σε έξι μήνες από τη λήξη κάθε εταιρικής χρήσεως και η οποία αποφασίζει τη διανομή από τα καθαρά κέρδη μερίσματος ή το σχηματισμό αποθεματικών (τακτικών, εκτάκτων, κ.λπ.).

Μετά την έγκριση του ισολογισμού, στοιχείο του οποίου αποτελεί και ο πίνακας διάθεσης κερδών και ο τρόπος διάθεσης αυτών, από την τακτική γενική συνέλευση, ο ισολογισμός αυτός καθίσταται οριστικός, αποκλεισμένης κάθε τροποποιήσεως αυτού σε μεταγενέστερο χρόνο από έκτακτη γενική συνέλευση. Συνεπώς, μόνο η τακτική γενική συνέλευση των μετόχων δύναται να αποφασίσει, κατά την έγκριση του ισολογισμού, για τη διάθεση των κερδών καθώς και για τη διανομή στους μετόχους εκτάκτων αποθεματικών προηγούμενων εταιρικών χρήσεων.

Κατά συνέπεια η έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων δεν μπορεί να αποφασίσει για διανομή κερδών εκτάκτων αποθεματικών που έχουν σχηματισθεί στον ισολογισμό της κλειόμενης χρήσης, καθόσον η διανομή αυτή συνεπάγεται τροποποίηση του ισολογισμού που έχει εγκριθεί από την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων.

Τα ανωτέρω ισχύουν και για Ε.Π.Ε. δεδομένου ότι οι διατάξεις του ν.3190/1955 δεν διαφέρουν από αυτές του κ.ν.2190/1920 σε ό,τι αφορά την έγκριση οικονομικών καταστάσεων των Ε.Π.Ε.

Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι στην έννοια του μερίσματος εμπίπτει, κατ’αρχήν, και η διανομή κερδών από μερίδια ΟΣΕΚΑ που είναι εγκατεστημένοι στην ημεδαπή ή σε άλλο κράτος μέλος αυτής Ε.Ε. ή σε κράτος ΕΟΧ/ΕΖΕΣ ή αμοιβαίων κεφαλαίων που είναι εγκατεστημένα σε τρίτες χώρες. Ειδικά για τα κέρδη με τη μορφή μερισμάτων ή άλλων ωφελημάτων εκ των μεριδίων ή μετοχών που αποκτούν οι μεριδιούχοι ή μέτοχοι από ημεδαπούς ΟΣΕΚΑ έχουν εφαρμογή οι ειδικότερες διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 103 του ν.4099/2012, οι οποίες δεν έχουν καταργηθεί με το ν.4172/2013 και με τις οποίες ορίζεται ότι αυτά απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος.

Την ίδια φορολογική μεταχείριση έχουν και τα μερίσματα που αποκτούν οι μεριδιούχοι από ΟΣΕΚΑ Ε.Ε. ή ΕΟΧ/ΕΖΕΣ (Απόφαση ΔΕΕ C-35/98, Verkooijen).

4. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 4172/2013 ορίζεται, ότι τα μερίσματα που αποκτώνται από φυσικά πρόσωπα φορολογούνται με συντελεστή 10% και με τις διατάξεις του άρθρου 61 και της περ. α’ των παρ. 1 των άρθρων 62 και 64 του ν.4172/2013, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι στα μερίσματα που καταβάλλουν νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην Ελλάδα, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 10%.

Η παρακράτηση φόρου ενεργείται με βάση τα οριζόμενα στην αριθ. ΠΟΛ.1011/2.1.2014 Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ 8Β’/8.1.2014). Διευκρινίζεται ότι ειδικά για τις προσωπικές εταιρείες και τις νομικές οντότητες που τηρούν διπλογραφικά βιβλία και οι οποίες ενεργούν προσωρινές απολήψεις κερδών, η παρακράτηση φόρου ενεργείται κατά το χρόνο που λαμβάνει χώρα η απόληψη.

Σε περίπτωση που έχουν ήδη λάβει χώρα προσωρινές απολήψεις κερδών μέχρι την έκδοση της παρούσας, χωρίς να έχει παρακρατηθεί φόρος, γίνεται δεκτό ότι οι υπόχρεοι μπορούν να προβούν στην απόδοση του οφειλόμενου παρακρατούμενου φόρου έως τις 31.03.2015 χωρίς κυρώσεις.

Η παρακράτηση φόρου επί των μερισμάτων εξαντλεί τη φορολογική υποχρέωση σε περίπτωση που αυτός που λαμβάνει την ως άνω πληρωμή, η οποία υπόκειται σε παρακράτηση φόρου, είναι ημεδαπό φυσικό πρόσωπο ή φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του και δεν διατηρεί μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα (παρ. 2 άρθρου 36 και παραγ. 3 άρθρου 64 ν.4172/2013). Στα ως άνω νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που δεν διατηρούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα εμπίπτουν και τα νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που δεν ασκούν δραστηριότητα στην Ελλάδα μέσω γραφείου, παραρτήματος, κ.λπ.

Επίσης, επισημαίνεται ότι στα κέρδη που εξάγει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα αλλοδαπής εταιρείας προς το κεντρικό της στην αλλοδαπή δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου 10%, καθόσον το υποκατάστημα, το οποίο στερείται νομικής προσωπικότητας, δεν αποτελεί ίδιο νομικό πρόσωπο αλλά ταυτίζεται με το κεντρικό του και ως εκ τούτου δεν νοείται διανομή κερδών στο ίδιο νομικό πρόσωπο.

Για τα εισοδήματα από μερίσματα που αποκτούν ημεδαπά νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα, ή μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα των αλλοδαπών νομικών προσώπων, ενεργείται παρακράτηση φόρου, με την οποία δεν επέρχεται εξάντληση της φορολογικής τους υποχρέωσης, αλλά τα εισοδήματα αυτά φορολογούνται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα με βάση τις διατάξεις της παραγ. 2 του άρθρου 47 και ο παρακρατηθείς φόρος συμψηφίζεται με το φόρο εισοδήματος εφαρμοζομένων των διατάξεων της παραγρ. 4 του άρθρου 64 του ν.4172/2013.

Σε περίπτωση που για το εισόδημα αυτό έχει καταβληθεί φόρος και στην αλλοδαπή, αυτός επίσης συμψηφίζεται με το φόρο εισοδήματος του νομικού προσώπου ή της μόνιμης εγκατάστασης (άρθρο 9 ν.4172/2013).

Στην έννοια της μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα αλλοδαπού νομικού προσώπου προκειμένου για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών περιλαμβάνονται και τα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ασκούν δραστηριότητα στην Ελλάδα μέσω γραφείου, παραρτήματος, κ.λπ (π.χ. αλλοδαπά εκπαιδευτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην ημεδαπή).

Τα αναφερόμενα πιο πάνω περί παρακράτησης φόρου 10% τελούν με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 63 του ν.4172/2013, με βάση το οποίο ειδικά για τις ενδοομιλικές πληρωμές των υπόψη εισοδημάτων δεν παρακρατείται φόρος εισοδήματος, όταν πληρούνται οι οριζόμενες στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις (ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής, ελάχιστη περίοδος διακράτησης, κ.λπ.). Με απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων (ΠΟΛ.1036/2015), η οποία εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 4 του άρθρου 63, καθορίζονται τα έντυπα και κάθε άλλη αναγκαία τεχνική λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού. Οδηγίες για την εφαρμογή του άρθρου αυτού έχουν δοθεί με την αριθ. ΠΟΛ.1039/26.1.2015 εγκύκλιό μας.

5. Με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι ο φορολογούμενος που έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπόκειται σε φόρο για το φορολογητέο εισόδημά του που προκύπτει στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, ήτοι το παγκόσμιο εισόδημά του που αποκτάται μέσα σε ορισμένο φορολογικό έτος.

Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 61 του ιδίου νόμου παρακράτηση φόρου ενεργείται από το νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα ή το φυσικό πρόσωπο που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα και έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα, καθώς και από κάθε φορολογούμενο που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα αλλά δραστηριοποιείται μέσω μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα και διενεργεί τις υπόψη πληρωμές.

Ειδικά στην περίπτωση κατά την οποία φορολογικός κάτοικος ημεδαπής – φυσικό πρόσωπο αποκτά εισόδημα από μερίσματα από την αλλοδαπή, ανεξάρτητα αν αυτά εισάγονται στην Ελλάδα ή παραμένουν στο εξωτερικό, οφείλει να το συμπεριλάβει στην ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος, στην οποία αναγράφονται υποχρεωτικά όλα τα εισοδήματά του.

Επομένως, οι φορολογούμενοι-φυσικά πρόσωπα δεν αποδίδουν πλέον μόνοι τους τον φόρο επί των παραπάνω εισοδημάτων, οφείλουν όμως να φυλάσσουν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, επίσημα μεταφρασμένα. Διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που ο φορολογούμενος έχει ήδη αποδώσει (αυτοαπόδοση ή του έχει γίνει παρακράτηση από μεσολαβούν πιστωτικό ίδρυμα) φόρο μερισμάτων που προέρχονται από την αλλοδαπή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., ο φόρος αυτός θα δηλωθεί στην ετήσια φορολογική δήλωση φυσικών προσώπων (Ε1) και θα συμψηφιστεί με αυτόν που αναλογεί.

Όταν τα εισοδήματα αυτά, ανεξάρτητα αν εισάγονται στην Ελλάδα ή παραμένουν στην αλλοδαπή, αποκτώνται από ημεδαπά νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες ή μόνιμες εγκαταστάσεις αλλοδαπών νομικών προσώπων, αυτά θα φορολογηθούν μαζί με τα λοιπά εισοδήματά τους ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.

6. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 37 του ν.4172/2013, ορίζεται ότι ο όρος «τόκοι» σημαίνει το εισόδημα που προκύπτει από απαιτήσεις κάθε είδους, είτε εξασφαλίζονται με υποθήκη είτε όχι, και είτε παρέχουν δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη του οφειλέτη είτε όχι, και ιδιαίτερα εισόδημα από καταθέσεις, κρατικά χρεόγραφα, τίτλους και ομολογίες, με ή χωρίς ασφάλεια, και κάθε είδους δανειακή σχέση, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων ωφελημάτων (premiums), των συμφωνιών επαναγοράς (repos/ reverse repos) και ανταμοιβών τα οποία απορρέουν από τίτλους, ομολογίες ή χρεόγραφα.

Επισημαίνεται ότι στην έννοια των τόκων εμπίπτουν κάθε είδους τόκοι, ημεδαπής ή αλλοδαπής προέλευσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι τόκοι δανείων, οι τόκοι υπερημερίας λόγω συμβατικής υποχρέωσης, καθώς και οι τόκοι που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση, ανεξάρτητα αν αυτές αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης. Διευκρινίζεται ότι στην έννοια των τόκων δεν περιλαμβάνονται οι τόκοι που επιβάλλονται βάσει των διατάξεων του ΚΕΔΕ και του ΚΦΔ.

7. Με τις διατάξεις της παραγραφ. 2 του άρθρου 40 του ν.4172/2013 ορίζεται, ότι το εισόδημα από τόκους που αποκτάται από φυσικά πρόσωπα φορολογείται με συντελεστή 15% και με τις διατάξεις του άρθρου 61 και της περ. β’ της παρ. 1 των άρθρων 62 και 64 του ν.4172/2013, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι στους τόκους που καταβάλλουν φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην Ελλάδα, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 15%.

Η παρακράτηση φόρου ενεργείται με βάση τα οριζόμενα στην αριθ. ΠΟΛ.1011/2.1.2014 Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και εξαντλεί τη φορολογική υποχρέωση σε περίπτωση που αυτός που λαμβάνει την ως άνω πληρωμή, η οποία υπόκειται σε παρακράτηση φόρου, είναι ημεδαπό φυσικό πρόσωπο ή φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του και δεν διατηρεί μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα (παρ. 4 άρθρου 37 και παραγράφου  3 άρθρου 64 ν.4172/2013).

Στα ως άνω νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που δεν διατηρούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα εμπίπτουν, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, και τα νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που δεν ασκούν δραστηριότητα στην Ελλάδα μέσω γραφείου, παραρτήματος, κ.λπ.

Για τα εισοδήματα από τόκους που αποκτούν ημεδαπά νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα, ή μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα των αλλοδαπών νομικών πρόσωπων, εφαρμόζονται ανάλογα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω για τα μερίσματα στην παράγραφο 4 της παρούσας.

Στην περίπτωση κατά την οποία φυσικό πρόσωπο που δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα καταβάλλει τόκους δανείου σε ανώνυμη εταιρεία, είναι αυτονόητο ότι δεν ενεργείται καμία παρακράτηση φόρου, καθόσον αυτό δεν περιλαμβάνεται στους υπόχρεους του άρθρου 61 του ν. 4172/2013 και περαιτέρω, το εν λόγω εισόδημα θα πρέπει να συμπεριληφθεί στην ετήσια δήλωση της ανώνυμης εταιρείας για να φορολογηθεί με τα λοιπά εισοδήματά της με συντελεστή 26%.

8. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 37 του ν.4172/2013, ορίζεται ότι απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος οι τόκοι ομολογιακών δανείων και εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου καθώς και οι τόκοι που προκύπτουν από ομόλογα που εκδίδονται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), κατ’ εφαρμογή προγράμματος συμμετοχής στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους που αποκτούν φυσικά πρόσωπα.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ειδικά για τους τόκους ομολογιακών δανείων Ελληνικού Δημοσίου και ομολόγων που εκδίδονται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.) που αποκτούν φυσικά πρόσωπα, από την 1.1.2014 και μετά, η απαλλαγή χορηγείται χωρίς την προϋπόθεση της διακράτησης των τίτλων αυτών μέχρι τη λήξη τους.

Διευκρινίζεται ότι στην περίπτωση που οι τίτλοι είχαν αποκτηθεί από τους αρχικούς κατόχους – φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά, πριν την έναρξη ισχύος του ν.4172/2013 (01.01.2014) και η λήξη τους λαμβάνει χώρα μετά την 01.01.2014, με την παρούσα γίνεται δεκτό ότι τυχόν παρακρατηθείς φόρος μέχρι τις 31.12.2013 επιστρέφεται, καθόσον με τις προϊσχύσασες διατάξεις έχει πληρωθεί η προϋπόθεση της διακράτησης.

9. Με τις διατάξεις της παραγράφου  5 του άρθρου 47 του ν.4172/2013, οι οποίες προστέθηκαν με την περ. 10 της υποπαρ. Δ1 της παρ. Δ του άρθρου 1 του ν.4254/2014, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι οι διατάξεις της παραγράφ 3 του άρθρου 37 εφαρμόζονται και στα νομικά πρόσωπα του άρθρου 45.

Δηλαδή, οι τόκοι που προκύπτουν από ομόλογα που εκδίδονται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), κατ’ εφαρμογή προγράμματος συμμετοχής στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος όταν αποκτώνται από ημεδαπά νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα, μόνιμες εγκαταστάσεις στην Ελλάδα αλλοδαπών νομικών προσώπων με εξάντληση της φορολογικής τους υποχρέωσης.

10. Επίσης, με την παράγραφο 6 του άρθρου 64 του ν.4172/2013, η οποία προστέθηκε με την περ. γ’ της παρ. 6 του άρθρου 24 του ν.4223/2013, ορίζεται ότι οι πληρωμές τόκων δανείων που χορηγούν πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων των τόκων υπερημερίας, καθώς και οι τόκοι διατραπεζικών καταθέσεων απαλλάσσονται από την παρακράτηση φόρου.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στα εισοδήματα που αποκτούν τα πιστωτικά ιδρύματα, ανεξάρτητα αν έχουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, από τόκους δανείων που έχουν χορηγήσει στα πλαίσια της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων των τόκων υπερημερίας, των τόκων διατραπεζικών καταθέσεων και των τόκων από τη χορήγηση πιστώσεων, δεν ενεργείται παρακράτηση φόρου. Τα αναφερόμενα πιο πάνω δεν καταλαμβάνουν το εισόδημα που αποκτούν τα πιστωτικά ιδρύματα από τόκους ομολογιακών δάνειων (Ελληνικού Δημοσίου και εταιρικών), στα οποία ενεργείται σε κάθε περίπτωση παρακράτηση φόρου με συντελεστή 15%, επιφυλασσομένων των διατάξεων της επόμενης παραγράφου.

11. Τέλος, με την παρ. 9 του άρθρου 64 του ν.4172/2013, η οποία προστέθηκε με την υποπερ. στ’ της περ. 16 της υποπαρ. Δ1 της παρ. Δ του άρθρου 1 του ν.4254/2014, ορίζεται ότι ειδικά το εισόδημα από τόκους κρατικών ομολόγων και εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου που αποκτούν νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που δεν είναι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας και δεν έχουν στην Ελλάδα μόνιμη εγκατάσταση δεν υπόκειται σε παρακράτηση φόρου σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου και νόμου.

Διευκρινίζεται ότι η ανωτέρω απαλλαγή δεν ισχύει σε περίπτωση που νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που δεν είναι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας και δεν έχουν στην Ελλάδα μόνιμη εγκατάσταση αποκτούν τόκους από εταιρικά ομόλογα.

Ειδικότερα και όσον αφορά στους τόκους των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων που αποκτούν οι εταιρείες ειδικού σκοπού των άρθρων 10 και 11 του ν.3156/2003 (ΦΕΚ 157Α’) δεν επιβάλλεται καμία παρακράτηση καθόσον με βάση τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 11 του άρθρου 14 του ίδιου νόμου, για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος της εταιρείας ειδικού σκοπού των άρθρων 10 και 11, οι τόκοι των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων θεωρούνται εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις και δεν νοείται καμία παρακράτηση σε εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα.

12. Στην περίπτωση κατά την οποία φορολογικός κάτοικος ημεδαπής, φυσικό πρόσωπο, αποκτά εισοδήματα από τόκους αλλοδαπής, περιλαμβάνει αυτά στη δήλωση φορολογίας εισοδήματός του (Ε1). Για τους τόκους καταθέσεων σε νόμισμα διαφορετικό του ευρώ, ως ισοτιμία για την μετατροπή τους σε ευρώ λαμβάνεται αυτή της ημερομηνίας πίστωσης των τόκων σε συνάλλαγμα.

Ειδικότερα, αν αυτά έχουν εισαχθεί στην Ελλάδα, η παρακράτηση φόρου ενεργείται στο μικτό ποσό των τόκων και η απόδοση του παρακρατούμενου φόρου πραγματοποιείται από το ημεδαπό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή θεματοφύλακα, κατά περίπτωση, που μεσολαβεί και λειτουργεί ως φορέας πληρωμής, ενώ με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του φυσικού προσώπου.

Σε περίπτωση που δεν μεσολαβεί φορέας πληρωμής ή οι τόκοι δεν εισαχθούν στην Ελλάδα, ο φόρος (15%) επιβάλλεται με την ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος του φυσικού προσώπου.

Όταν ημεδαπό νομικό πρόσωπο αποκτά εισοδήματα από τόκους αλλοδαπής τα οποία στη συνέχεια εισάγονται στην Ελλάδα, ως άνω, η παρακράτηση φόρου ενεργείται στο μικτό ποσό των τόκων και η απόδοση του παρακρατούμενου φόρου πραγματοποιείται από το ημεδαπό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή θεματοφύλακα, κατά περίπτωση, που μεσολαβεί και λειτουργεί ως φορέας πληρωμής. Με την παρακράτηση αυτή δεν επέρχεται εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης του ημεδαπού νομικού προσώπου, αλλά τα εισοδήματα αυτά φορολογούνται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και ο παρακρατηθείς φόρος συμψηφίζεται με το φόρο εισοδήματος εφαρμοζομένων των διατάξεων της παραγ. 4 του άρθρου 64 του ν.4172/2013. Όταν τα εν λόγω εισοδήματα παραμένουν στην αλλοδαπή, δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου και τα εισοδήματα θα φορολογηθούν μαζί με τα λοιπά εισοδήματά τους ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.

13. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου 38 του ν.4172/2013, δίνεται ο ορισμός της έννοιας των δικαιωμάτων.

Συγκεκριμένα, ο όρος «δικαιώματα» σημαίνει:

Ι. Το εισόδημα που αποκτάται:

α. ως αντάλλαγμα για τη χρήση ή το δικαίωμα χρήσης,
i) των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού ή επιστημονικού έργου, συμπεριλαμβανομένων των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών ταινιών, μαγνητοταινιών για ραδιοφωνικές εκπομπές και αναπαραγωγής βιντεοκασετών, λογισμικού για εμπορική εκμετάλλευση ή προσωπική χρήση,
ii) διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας,
iii) εμπορικών σημάτων,
iv) προνομίων,
ν) σχεδίων ή υποδειγμάτων,
vi) σχεδιαγραμμάτων,
vii) απόρρητων χημικών τύπων ή μεθόδων κατεργασίας ή

β. σε αντάλλαγμα πληροφοριών που αφορούν βιομηχανική, εμπορική ή επιστημονική πείρα,

ΙΙ. Οι πληρωμές:

α. για τη χρήση βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού,
β. για τη χρήση τεχνικών μεθόδων παραγωγής, τεχνικής ή τεχνολογικής βοήθειας, τεχνογνωσίας (knowhow), αποτελεσμάτων ερευνών, αναδημοσίευσης άρθρων και μελετών, καθώς και

ΙΙΙ. Οι πληρωμές για:

α. συμβουλευτικές υπηρεσίες που παρέχονται ηλεκτρονικά μέσω δικτύων πληροφορικής σε βάση δεδομένων επίλυσης προβλημάτων,

β. την ηλεκτρονική λήψη (downloading) λογισμικού ηλεκτρονικού υπολογιστή, ακόμα και στην περίπτωση που τα εν λόγω προϊόντα αποκτώνται για προσωπική ή επαγγελματική χρήση του αγοραστή,

γ. την εκμίσθωση βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού και εμπορευματοκιβωτίων και

ΙV. Πληρωμές λοιπών συναφών δικαιωμάτων.

Επισημαίνεται ότι στην έννοια του όρου «δικαιώματα» εμπίπτει κάθε εισόδημα, ημεδαπής ή αλλοδαπής προέλευσης, για τη χρήση ή το δικαίωμα χρήσης των ανωτέρω δικαιωμάτων, ανεξάρτητα εάν αυτά έχουν επίσημα καταχωρηθεί ως πιστοποιημένα δικαιώματα (πατέντες). Προκειμένου τα εισοδήματα και οι πληρωμές του άρθρου αυτού να θεωρηθούν ότι ενέχουν τα χαρακτηριστικά του «δικαιώματος» θα πρέπει το υπόψη άυλο περιουσιακό στοιχείο να προϋπάρχει, και να υφίσταται μεταξύ των αντισυμβαλλομένων ρήτρα εμπιστευτικότητας (παράγραφοι 8 και 8.5 των σχολίων του άρθρου 12 του Προτύπου Σύμβασης (Π.Σ.) του ΟΟΣΑ 2010).

Ειδικότερα, δικαίωμα αποτελούν και οι πληρωμές που καταβάλλονται με σκοπό την περαιτέρω παραχώρηση της αρχικής άδειας χρήσης του άυλου στοιχείου (δικαιώματος).

Στην περίπτωση αυτή άυλο περιουσιακό στοιχείο εμφανίζει τόσο ο αρχικός κάτοχός του όσο και εκείνος που διατηρεί το δικαίωμα παραχώρησης είτε του συνόλου είτε μέρους της άδειας χρήσης (relicence/sublicence).

Ειδικά οι πληρωμές που πραγματοποιούνται για την κάθε είδους εκμίσθωση βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού (π.χ. ο εξοπλισμός για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας ή τηλεπικοινωνιών, μεταφοράς αερίου ή πετρελαίου, κ.λπ.) και εμπορευματοκιβωτίων, εμπίπτουν στην έννοια των δικαιωμάτων.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω έννοια η εκμίσθωση αυτοκινήτων επιβατικών Ι.Χ. από επιχειρήσεις εκμίσθωσης αυτοκινήτων προς πελάτες τους, η εκμίσθωση στολών από επιχειρήσεις με τη δραστηριότητα αυτή προς πελάτες τους.

Περαιτέρω, οι διατάξεις αυτές δεν καταλαμβάνουν τις περιπτώσεις που μεταβιβάζεται η κυριότητα του άυλου στοιχείου και επέρχεται η πλήρης αποξένωση του ιδιοκτήτη από αυτό αλλά μόνο τις περιπτώσεις που παρέχεται η χρήση ή το δικαίωμα χρήσης του άυλου στοιχείου. Επίσης, δεν περιλαμβάνονται οι πληρωμές που πραγματοποιούνται σε τρίτους οι οποίοι δεν είναι κύριοι του υπόψη δικαιώματος ή δεν διατηρούν το δικαίωμα χρήσης αυτού (π.χ. αποκλειστικοί αντιπρόσωποι στην Ελλάδα, μεταπωλητές, διαμεσολαβητές κ.λπ.). Τέτοια περίπτωση αποτελεί και η πώληση τυποποιημένου λογισμικού.

Ειδικότερα, στην περίπτωση λογισμικού που αναπτύσσεται για τις ανάγκες συγκεκριμένης επιχείρησης (κατά παραγγελία προϊόν) εάν με τις πληρωμές που καταβάλλονται για το υπόψη αγαθό επέρχεται πλήρης αποξένωση της επιχείρησης ανάπτυξης λογισμικού από το προϊόν, τότε αυτές δεν συνιστούν δικαιώματα.

Αντίθετα, εάν με τις πληρωμές αυτές δεν επέρχεται αποξένωση της επιχείρησης ανάπτυξης λογισμικού από το κατά παραγγελία προϊόν, τότε αυτές συνιστούν δικαιώματα με εξαίρεση την περίπτωση που οι πληρωμές αφορούν στην χρήση λογισμικού με δυνατότητα παραμετροποίησής του.

Ομοίως, δεν υπόκειται στην έννοια των δικαιωμάτων η συντήρηση του λογισμικού που ανατίθεται στην πωλήτρια επιχείρηση βάσει συμβολαίου συντήρησης.

Σε περίπτωση μικτών συμβάσεων που περιλαμβάνουν αμοιβές για την παροχή άλλων υπηρεσιών και καταβολή δικαιωμάτων, θα πρέπει να γίνεται επιμερισμός των ποσών που αφορούν τα δικαιώματα, με βάση τα οριζόμενα στην υπόψη σύμβαση ή με βάση λοιπά διαθέσιμα στοιχεία που να τεκμηριώνουν επαρκώς τον όποιο επιμερισμό (π.χ. υπηρεσίες franchising, management fees οι οποίες δεν είναι δικαιώματα).

Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω αφορούν γενικές αρχές και ως εκ τούτου κάθε ενδεχόμενη περίπτωση καταβολής δικαιωμάτων, θα πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής.

14. Με τις διατάξεις της παραγραφ. 3 του άρθρου 40 του ν.4172/2013 ορίζεται, ότι το εισόδημα από δικαιώματα που αποκτάται από φυσικά πρόσωπα φορολογείται με συντελεστή 20% και με τις διατάξεις του άρθρου 61 και της περ. γ’ των παρ. 1 των άρθρων 62 και 64 του ν.4172/2013, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι στα δικαιώματα που καταβάλλουν φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην Ελλάδα, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20%.

Η παρακράτηση φόρου ενεργείται κατά την πίστωση ή καταβολή με βάση τα οριζόμενα στην αριθ. ΠΟΛ.1011/2.1.2014 Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και με αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του ημεδαπού φυσικού προσώπου ή φυσικού ή νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του και δεν διατηρεί μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα (παραγραφ. 4 άρθρου 37 και παρ.. 3 άρθρου 64 ν.4172/2013). Στα ως άνω νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που δεν διατηρούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα εμπίπτουν, με βάση τα αναφερόμενα και πιο πάνω, και τα νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που δεν ασκούν δραστηριότητα στην Ελλάδα μέσω γραφείου, παραρτήματος, κ.λπ.

Διευκρινίζεται ότι, για τα εισοδήματα από δικαιώματα (royalties) φυσικών προσώπων δεν ισχύει η εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης στις περιπτώσεις που ασκείται επιχειρηματική δραστηριότητα εξαιτίας των δικαιωμάτων που κατέχουν, δηλαδή ο φορολογούμενος – φυσικό πρόσωπο έχει κάνει έναρξη επιτηδεύματος, ως ελεύθερος επαγγελματίας ή εμπορική επιχείρηση, με δραστηριότητα σχετική με την είσπραξη δικαιωμάτων, όπως π.χ συγγραφείς για τα συγγραφικά δικαιώματα, καλλιτέχνες για καλλιτεχνικά δικαιώματα, υπηρεσίες ηλεκτρονικής λήψης (downloading) λογισμικού ηλεκτρονικού υπολογιστή που παρέχονται στα πλαίσια άσκησης ατομικής επιχείρησης κ.λπ. Για τα πρόσωπα αυτά τα παραπάνω εισοδήματα φορολογούνται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, είτε είναι ημεδαπής είτε αλλοδαπής προέλευσης.

Όταν τα πιο πάνω εισοδήματα αποκτώνται από ημεδαπό φυσικό πρόσωπο που δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα εξαιτίας των δικαιωμάτων που κατέχει, ακόμη και αν έχει πραγματοποιήσει έναρξη εργασιών για άλλη δραστηριότητα, με την παρακράτηση εξαντλείται η φορολογική του υποχρέωση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Επίσης, όταν τα εισοδήματα αυτά προέρχονται από την αλλοδαπή, επιβάλλεται ο φόρος 20% με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του φυσικού προσώπου (Ε1).

15. Περαιτέρω, με την παρ. 5 του άρθρου 62 του ν.4172/2013, η οποία προστέθηκε με την υποπερ. β’ της περ. 14 της υποπαρ. Δ1 της παρ. Δ του άρθρου 1 του ν.4254/2014, ορίζεται ότι τα νομικά πρόσωπα ή οι νομικές οντότητες που είναι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας ή έχουν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και λαμβάνουν αμοιβές για δικαιώματα (royalties) σύμφωνα με την περίπτωση γ’ της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου και νόμου δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 64 του ίδιου νόμου.

Σε περίπτωση που τα πιο πάνω νομικά πρόσωπα αποκτούν δικαιώματα από την αλλοδαπή, τα εισοδήματα αυτά φορολογούνται μαζί με τα λοιπά εισοδήματά τους ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.

16. Ειδικότερα, όταν τα πιο πάνω εισοδήματα (μερίσματα, τόκοι, δικαιώματα) αποκτώνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν έχουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα και δεν διατηρούν, προκειμένου για τα νομικά πρόσωπα, μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα μας, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

α) Από το συνδυασμό των διατάξεων της περ. ε’ του άρθρου 5 και της παραγρ. 2 του άρθρου 47 του ν.4172/2013 συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα ή οι νομικές οντότητες που δεν έχουν τη φορολογική κατοικία τους και δεν διατηρούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα κατ’αρχήν δεν υπόκεινται σε φόρο στην Ελλάδα για τα εισοδήματα που αποκτούν από πηγές Ελλάδος.

Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω και με βάση τις διατάξεις της παραγ. 3 του άρθρου 64 και από τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 63 συνάγεται ότι τα εισοδήματα από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα που αποκτούν τα πρόσωπα αυτά υπόκεινται σε φόρο στην Ελλάδα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 63. Ειδικότερα, για τη φορολόγησή τους με βάση την παρ.3 του άρθρου 64 ενεργείται παρακράτηση στα ανωτέρω εισοδήματα με την οποία επέρχεται εξάντληση της φορολογικής τους υποχρέωσης.

β) Για το εισόδημα που αποκτούν τα φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν τη φορολογική τους κατοικία στην ημεδαπή από τις ίδιες ως άνω πηγές, ενεργείται παρακράτηση φόρου με τους οικείους κάθε φορά συντελεστές που ορίζονται στο άρθρο 64 του ν. 4172/2013, επιφυλασσομένων των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 37. Με την παρακράτηση του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των αλλοδαπών δικαιούχων για τα συγκεκριμένα εισοδήματα.

γ) Σε περίπτωση που οι δικαιούχοι των εισοδημάτων από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα, οι οποίοι είναι είτε φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν τη φορολογική τους κατοικία στην ημεδαπή είτε νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που δεν έχουν τη φορολογική τους κατοικία και δεν διατηρούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, είναι κάτοικοι κράτους με το οποίο υπάρχει Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας (Σ.Α.Δ.Φ.), θα έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα από τη διμερή σύμβαση, λόγω αυξημένης τυπικής ισχύος.

Στην ανωτέρω περίπτωση με την υποβολή της δήλωσης για την απόδοση του παρακρατούμενου φόρου, όπως ορίζεται στην ΠΟΛ.1011/2.1.2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, ο καταβάλλων το εισόδημα (υπόχρεος σε παρακράτηση) θα συνυποβάλλει με την υπόψη δήλωση το πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας του δικαιούχου του εισοδήματος. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται ανάλογα και όταν από τις διατάξεις της οικείας Σ.Α.Δ.Φ. προβλέπεται μηδενικός συντελεστής παρακράτησης (και στην περίπτωση αυτή δηλαδή θα πρέπει να υποβληθεί μηδενική δήλωση).

Στις περιπτώσεις που δεν ενεργείται παρακράτηση φόρου με βάση τις διατάξεις τις εσωτερικής νομοθεσίας, όπως προκύπτει από τα οριζόμενα στην παρούσα, για παράδειγμα στα δικαιώματα που εισπράττει ημεδαπό νομικό πρόσωπο, τόκοι ομολογιακών δανείων του Ελληνικού Δημοσίου που αποκτούν τα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα κ.λπ, δεν απαιτείται η υποβολή μηδενικής δήλωσης απόδοσης παρακρατούμενου φόρου.

Όταν ανώνυμη εταιρεία εισηγμένη σε Χρηματιστηριακή Αγορά διανέμει μερίσματα ή τοκομερίδια, ο δικαιούχος επενδυτής, προκειμένου να τύχει της ευνοϊκότερης φορολογικής μεταχείρισης που προβλέπεται από την οικεία Σ.Α.Δ.Φ., υποχρεούται να υποβάλει στον θεματοφύλακά του (χρηματιστηριακή εταιρεία, τράπεζα, κ.λπ.) σχετική αίτηση με τα απαραίτητα δικαιολογητικά και όχι σε καθεμία εταιρεία στην οποία είναι μέτοχος. Στη συνέχεια, ο θεματοφύλακας καταχωρεί στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (ΣΑΤ), για κάθε δικαιούχο επενδυτή, σχετικές ενδείξεις ειδικής φορολογικής μεταχείρισης (μειωμένο συντελεστή ή μηδενικό συντελεστή φορολόγησης, όπως αυτός καθορίζεται σε πίνακα που εκδίδει το Υπουργείο Οικονομικών) και φυλάσσει τα δικαιολογητικά για ενδεχόμενο έλεγχο από την αρμόδια φορολογική αρχή. Σύμφωνα με τις ενδείξεις αυτές που καταχωρούν οι θεματοφύλακες των επενδυτών – πελατών τους, η εταιρεία «Ελληνικό Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων Α.Ε.» ή «ATHEXCSD» (πρώην «Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε. Συμμετοχών» ή «ΕΧΑΕ»), ως διαχειριστής του ΣΑΤ υπολογίζει τον ακριβή φόρο και ενημερώνει σχετικά την εκδότρια εταιρεία, η οποία έχει την ευθύνη παρακράτησης και απόδοσης του φόρου στη Φορολογική Διοίκηση και καταβάλει το καθαρό ποσό των μερισμάτων ή τοκομεριδίων στους δικαιούχους. Σε περίπτωση που προκύψει θέμα επιστροφής του παρακρατηθέντος φόρου, η κατάθεση του αιτήματος θα γίνεται από τον εκάστοτε αρμόδιο θεματοφύλακα.

Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και στην περίπτωση επενδυτών που τυγχάνουν ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης βάσει του άρθρου 46 του ν. 4172/2013 ή άλλων ειδικότερων νόμων.

17. Προκειμένου για αλλοδαπά νομικά πρόσωπα που δεν έχουν τη φορολογική τους κατοικία και δεν διατηρούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και αποκτούν τόκους ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου, απαιτούνται συγκεκριμένα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβάλλουν στα ημεδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ώστε να τύχουν απαλλαγής από την παρακράτηση φόρου εισοδήματος με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 64 του ν.4172/2013.

Ειδικότερα, απαιτείται η προσκόμιση βεβαίωσης με την οποία θα πιστοποιείται η έδρα του νομικού προσώπου από τις αρμόδιες αρχές.

Η βεβαίωση αυτή θα πρέπει να φέρει την επισημείωση της Χάγης [ν.1497/1984 (ΦΕΚ 188Α/27.11.1984)], εφόσον το αλλοδαπό κράτος εμπίπτει στην κατάσταση των κρατών που έχουν προσχωρήσει στη Σύμβαση της Χάγης, όπως έχει συμπληρωθεί και ισχύει. Για τα κράτη τα οποία δεν έχουν προσχωρήσει στην ανωτέρω Σύμβαση, ισχύει η προξενική θεώρηση. Τα ανωτέρω μπορούν να αποδεικνύονται και με την προσκόμιση του καταστατικού του αλλοδαπού νομικού προσώπου.

Σε κάθε περίπτωση τα δικαιολογητικά που υποβάλλονται πρέπει να είναι νόμιμα μεταφρασμένα με βάση τα οριζόμενα με τις διατάξεις του άρθρου 454 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Οι δικαιούχοι απαλλαγής πρέπει να υποβάλλουν σε κάθε φορολογικό έτος και μέχρι το τέλος αυτού τα ως άνω δικαιολογητικά προκειμένου να τύχουν απαλλαγής. Σε περίπτωση που μέχρι την ημερομηνία εξαργύρωσης του τοκομεριδίου δεν έχουν υποβληθεί τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά που αφορούν στο έτος αυτό, τότε θα ενεργείται παρακράτηση. Εφόσον, όμως τα δικαιολογητικά προσκομιστούν μέσα στο έτος που αφορούν αλλά μετά την εξαργύρωση του τοκομεριδίου, οι φορείς πληρωμής θα μπορούν να επιστρέφουν στους δικαιούχους το φόρο που παρακράτησαν από την 1η Ιανουαρίου κάθε χρήσης μέχρι την ημερομηνία προσκόμισης των δικαιολογητικών και να τον συμψηφίζουν με το φόρο από άλλες αιτίες που οφείλουν οι τράπεζες να αποδώσουν στο Δημόσιο.

18. Η παρακράτηση φόρου ενεργείται, σε όλες τις αναφερόμενες πιο πάνω περιπτώσεις, από το νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα ή το φυσικό πρόσωπο που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα και έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα, καθώς και κάθε φορολογούμενο που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα αλλά δραστηριοποιείται μέσω μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα, που διενεργεί τις υπόψη πληρωμές. Ως υπόχρεος για την παρακράτηση και απόδοση του φόρου νοείται αυτός που επιβαρύνεται με την πληρωμή των μερισμάτων, τόκων ή δικαιωμάτων και σε καμία περίπτωση αυτός που μεσολαβεί για την καταβολή τους (π.χ. μεσολαβούσα τράπεζα).

Για παράδειγμα, όταν ημεδαπό νομικό πρόσωπο αποκτά εισοδήματα από μερίσματα αλλοδαπής που εισάγονται στην Ελλάδα, δεν ενεργείται καμία παρακράτηση φόρου και τα εισοδήματα αυτά φορολογούνται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 της παρούσας. Τα παραπάνω δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση καταβολής τόκων όπου η μεσολαβούσα τράπεζα έχει καταστεί φορέας πληρωμής.

Για τον τρόπο υποβολής καθώς και τον τύπο και περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης του παρακρατούμενου φόρου στα εισοδήματα από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα με βάση τα ανωτέρω, ισχύουν τα οριζόμενα στην ΠΟΛ.1011/2.1.2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων. Αναφορικά με την καταχώρηση των εσόδων από το φόρο που επιβάλλεται στο εισόδημα από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα σε αντίστοιχους ΚΑΕ και είδη φόρων, ισχύουν τα αναφερόμενα στο με αριθ. πρωτ. ΔΗΛΕΔ Α 0013627 ΕΞ 2014/15.4.2014 έγγραφο της ΔΗΛΕΔ.

O φόρος που παρακρατείται σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδίδεται το αργότερο μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από την ημερομηνία καταβολής της υποκείμενης σε παρακράτηση πληρωμής (παράγραφος 7 άρθρου 64 του ν.4172/2013).

19. Τέλος, επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή για πληρωμές που πραγματοποιούνται από τη 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά. Για παράδειγμα, για τη διανομή μερισμάτων τα οποία εγκρίνονται από τα αρμόδια όργανα και άρα νοείται ότι καταβάλλεται η υποκείμενη σε παρακράτηση πληρωμή, από την 1.1.2014 και μετά, ή για τόκους του μηνός Δεκεμβρίου 2013 οι οποίοι όμως καταβάλλονται ή πιστώνονται μετά την 1.1.2014, έχουν εφαρμογή τα αναφερόμενα στην παρούσα. Διευκρινίζεται ότι η νομοτεχνική τροποποίηση με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 26 του ν.4223/2013 δεν αφορούσε την παρ. 11 αλλά την παράγραφο  10 του άρθρου 72 του ιδίου νόμου προκειμένου για μετασχηματισμούς των οποίων η διαδικασία αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά.

 
Ακριβές Αντίγραφο
Η Προϊσταμένη του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης

Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΑΒΒΑΪΔΟΥ

ΠΟΛ.1041/4.2.2015 Φορολογική αντιμετώπιση αγροτικού εισοδήματος, από 01.01.2014, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4172/2013

ΠΟΛ.1041/4.2.2015
Φορολογική αντιμετώπιση αγροτικού εισοδήματος, από 01.01.2014, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4172/2013

Αθήνα, 04 / 02 / 2015
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓ. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Δ/ΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ και ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
ΥΠΟΔ/ΝΣΗ Α’ – ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α’

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ.Κώδικας: 101 84 ΑΘΗΝΑ
Τηλέφωνο: 210 3375315
ΦΑΞ: 210 3375001

ΠΟΛ 1041/2015

ΘΕΜΑ: Φορολογική αντιμετώπιση αγροτικού εισοδήματος, από 01.01.2014, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4172/2013

Σχετικά με το ανωτέρω θέμα σας γνωρίζουμε τα εξής:

1.Με την παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4172/2013 (Φ.Ε.Κ. 167 Α’), ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα θεωρείται το σύνολο των εσόδων από επιχειρηματικές συναλλαγές μετά την αφαίρεση των επιχειρηματικών δαπανών, των αποσβέσεων και των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις.

2.Επίσης, στο ίδιο άρθρο και νόμο, όπως τροποποιήθηκε με την περ. α’ της παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 4223/2013 (Φ.Ε.Κ. 287 Α’), ορίζεται ότι ειδικά για τον προσδιορισμό του εισοδήματος από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, στα έσοδα από επιχειρηματικές συναλλαγές περιλαμβάνονται τα έσοδα από την παραγωγή γεωργικών, πτηνοτροφικών, κτηνοτροφικών, δασοκομικών, υλοτομικών και αλιευτικών προϊόντων. Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 29 του ν.4172/2013, τα κέρδη από ατομική αγροτική επιχείρηση φορολογούνται με συντελεστή δεκατρία τοις εκατό (13%).

3.Με την εγκύκλιο διαταγή ΠΟΛ.1079/19.3.2014 ορίζονται οι τελικές διευκρινήσεις επί των διατάξεων της απόφασης ΠΟΛ.1055/17.2.2014 που τροποποίησε την απόφασή μας ΠΟΛ.1281/30.12.2013 σχετικά με την «.Απαλλαγή από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων των αγροτών του ειδικού καθεστώτος». Συγκεκριμένα, με την παρ. 3 της ανωτέρω διαταγής, διευκρινίζεται ότι (α) απαλλάσσονται οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος από την τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων και, (β) παρέχεται η δυνατότητα στα φυσικά πρόσωπα αγρότες που εντάσσονται σε τήρηση απλογραφικών βιβλίων (εσόδων εξόδων) να μην τηρούν βιβλία με την προϋπόθεση ότι δεν ασκούν άλλη δραστηριότητα για την οποία είναι υπόχρεοι σε τήρηση βιβλίων. Η δυνατότητα όμως αυτή δεν απαλλάσσει τους εν λόγω αγρότες (οι οποίοι εντάσσονται στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ) από τις υποχρεώσεις τους αναφορικά με την έκδοση στοιχείων. Με την υποπαράγραφο Β της παρ. Β του τρίτου άρθρου του ν. 4254/2014 (ΦΕΚ 85/7.4.2014), μεταξύ άλλων καθορίστηκαν τα όρια των ακαθάριστων εσόδων από πώληση αγροτικών προϊόντων για την ένταξη των αγροτών στο ειδικό καθεστώς.

4.Επομένως, όσοι αποκτούν εισόδημα από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το αν απαλλάσσονται ή όχι από την τήρηση βιβλίων του Κ.Φ.Α.Σ. και την ένταξη τους ή όχι στο ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α., προσδιορίζουν τα ακαθάριστα έσοδα και τα κέρδη τους λογιστικά (με βάση τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία) και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 21 έως και 28 του νέου ΚΦΕ (ν.4172/2013). Διευκρινίζεται ότι οι αγρότες που δεν είναι υπόχρεοι και δεν τηρούν βιβλία θα προσδιορίζουν τα κέρδη τους με βάση τα δεδομένα των φορολογικών στοιχείων που προβλέπονται από τον Κ.Φ.Α.Σ., και οφείλουν να τηρούν και να διαφυλάσσουν έως το χρόνο παραγραφής.

Σε περίπτωση που αγρότες μη υπόχρεοι σε έκδοση στοιχείων έχουν πραγματοποιήσει και λιανικές πωλήσεις, προσθέτουν στα ακαθάριστα έσοδά τους και τις πωλήσεις αυτές που αποδεικνύονται είτε με απλές αποδείξεις είσπραξης, είτε με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο.

5. Ενδεικτικά και με την επιφύλαξη των άρθρων 22 και 23 του ν.4172/2013, για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών, οι ασκούντες αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα εκτός των άλλων και τις παρακάτω κατηγορίες δαπανών, εφόσον αποδεικνύονται με τα κατάλληλα παραστατικά:
α) αγορές σπόρων ή νεογνών, λιπασμάτων και φαρμάκων,
β) καλλιεργητικές δαπάνες,
γ) δαπάνες άρδευσης,
δ) δαπάνες για ημερομίσθια εργατών,
ε) το κόστος καυσίμων και συντήρησης των αγροτικών μηχανημάτων,
στ) των τόκων και τα έξοδα των δανείων που σχετίζονται με την αγροτική εκμετάλλευση,
ζ) τις αποσβέσεις παγίου εξοπλισμού κλπ.

Η Γεν. Γραμματέας
ΑΙΚ. ΣΑΒΒΑΪΔΟΥ

ΠΟΛ.1039/26.1.2015 Οδηγίες για την εφαρμογή των άρθρων 48 και 63 του ν.4172/2013, αναφορικά με την απαλλαγή ενδοομιλικών μερισμάτων και παρακράτησης φόρου ενδοομιλικών πληρωμών

ΠΟΛ.1039/26.1.2015
Οδηγίες για την εφαρμογή των άρθρων 48 και 63 του ν.4172/2013, αναφορικά με την απαλλαγή ενδοομιλικών μερισμάτων και παρακράτησης φόρου ενδοομιλικών πληρωμών

Αθήνα, 26 Ιανουαρίου 2015
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Α’ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ: Β’

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδ.: 101 84 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Μ. Χαπίδης
Τηλέφωνο: 210 – 3375312
ΦΑΞ: 210 – 3375001

ΠΟΛ 1039/2015

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΩΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ

ΘΕΜΑ: Οδηγίες για την εφαρμογή των άρθρων 48 και 63 του ν.4172/2013, αναφορικά με την απαλλαγή ενδοομιλικών μερισμάτων και παρακράτησης φόρου ενδοομιλικών πληρωμών.

Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 48 και 63 του ν.4172/2013 (ΦΕΚ 167 Α/23.7.2013) και σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφή εφαρμογή τους.

Άρθρο 48
Απαλλαγή ενδοομιλικών μερισμάτων

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού παρέχεται απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος για τα μερίσματα που εισπράττει ένα νομικό πρόσωπο που είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) το νομικό πρόσωπο που προβαίνει στη διανομή (καταβάλλων):

i) περιλαμβάνεται στους τύπους που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι Μέρος Α’ της Οδηγίας 2011/96/ΕΕ, όπως ισχύει,

ii)είναι φορολογικός κάτοικος κράτους – μέλους της EE, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού και δεν θεωρείται κάτοικος τρίτου κράτους εκτός EE κατ’ εφαρμογή όρων σύμβασης αποφυγής διπλής φορολογίας που έχει συναφθεί με αυτό το τρίτο κράτος και

iii)υπόκειται, χωρίς τη δυνατότητα επιλογής ή απαλλαγής, σε έναν από τους φόρους που αναφέρονται στο Παράρτημα I Μέρος Β’ της Οδηγίας 2011/96/EE ή σε οποιονδήποτε άλλον φόρο αντικαταστήσει έναν από τους φόρους αυτούς και

β) το νομικό πρόσωπο που λαμβάνει τα μερίσματα (λήπτης):

i)κατέχει ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%) της αξίας ή του πλήθους του μετοχικού ή βασικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου του νομικού προσώπου που διανέμει και

ii)διακρατεί το ως άνω ποσοστό τουλάχιστον είκοσι τέσσερις (24) μήνες.

Ως προς τον καταβάλλοντα τα μερίσματα διευκρινίζεται ότι στο Παράρτημα I Μέρος Α’ της Οδηγίας Μητρικών – Θυγατρικών, στον πίνακα των εταιρειών που αναφέρονται στο άρθρο 2 περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και οι εταιρείες του ελληνικού δικαίου που αποκαλούνται «ανώνυμη εταιρεία, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (E.n.E), καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του ελληνικού δικαίου και υπόκεινται σε φορολογία εταιρειών στην Eλλάδα». Eπίσης, στο Μέρος Β’ του ίδιου ως άνω Παραρτήματος, στον πίνακα φόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο α περίπτωση iii, περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων κερδοσκοπικού χαρακτήρα στην Eλλάδα.

Eπομένως, προκειμένου για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, ο καταβάλλων μπορεί να είναι νομικό πρόσωπο είτε της ημεδαπής είτε της αλλοδαπής (E.E.) και περαιτέρω, προκειμένου για νομικά πρόσωπα της ημεδαπής, αυτά μπορεί να είναι, πέρα από τα ρητά κατανομαζόμενα στο Παράρτημα της Οδηγίας (A.E. και E.n.E.), οι IKE, καθώς και οι προσωπικές εταιρίες, οι οποίες πλέον υπόκεινται σε φορολογία εταιρειών στην Eλλάδα. Άλλα πρόσωπα που ενδεχομένως περιλαμβάνονται στο υπόψη Παράρτημα, όπως για παράδειγμα οι κοινοπραξίες, οι οποίες με βάση τις διατάξεις του άρθρου 293 του ν. 4072/2012 χαρακτηρίζονται ως εταιρίες και περαιτέρω με βάση τις διατάξεις του νέου Κ.Φ.Ε. υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων στην Eλλάδα, πλην όμως δεν χαρακτηρίζονται ως νομικά πρόσωπα με βάση την περ. γ’ του άρθρου 2 του ν. 4172/2013, αλλά ως νομική οντότητα, δεν θεωρούνται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου αυτού και ως εκ τούτου, τα μερίσματα που εισπράττουν μέλη των προσώπων αυτών δεν απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος.

Ομοίως, ως προς τον λήπτη των μερισμάτων, φορολογικό κάτοικο Eλλάδος, επισημαίνεται ότι και αυτός πρέπει να είναι, κατά ρητή διατύπωση του νόμου, νομικό πρόσωπο. Ως τέτοιο νοείται, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν και πιο πάνω, τα οριζόμενα στην περ. γ’ του άρθρου 2 του ν.4172/2013 πρόσωπα, ήτοι επιχείρηση ή εταιρεία με νομική προσωπικότητα ή ένωση επιχειρήσεων ή εταιρειών με νομική προσωπικότητα (κεφαλαιουχικές και προσωπικές εταιρείες). Κατά συνέπεια, τα μερίσματα που εισπράττει συνεταιρισμός, νομικό πρόσωπο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, κοινωνία, κλπ. από συνδεδεμένη με αυτή πρόσωπο, δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου αυτού και ως εκ τούτου, δεν απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος.

Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι με τις διατάξεις του νέου Κώδικα Φορολογίας Eισοδήματος (ν. 4172/2013) επεκτείνεται η μέθοδος της απαλλαγής, που ίσχυε για τα ενδοομιλικά μερίσματα από εταιρίες της E.E. και για τα εισπραττόμενα μερίσματα από ημεδαπά νομικά πρόσωπα, εφόσον βέβαια πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού (ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής, χρόνος διακράτησης αυτού, κλπ.).

Αντίθετα, για τα μερίσματα που εισπράττει ημεδαπή μητρική εταιρεία από ημεδαπή ή αλλοδαπή θυγατρική της με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος της E.E. όταν δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 48, καθιερώνεται η μέθοδος της πίστωσης του φόρου ως τρόπος φορολογικής μεταχείρισης των εισπραττόμενων μερισμάτων. Eιδικότερα, με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 68 προβλέπεται ότι από το ποσό του φόρου εκπίπτει το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε ως φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, καθώς και το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε ως φόρος επί του μερίσματος. Eπισημαίνεται ότι για τα μερίσματα ή κέρδη που εισπράττει ημεδαπή μητρική εταιρία από αλλοδαπή θυγατρική της, με έδρα σε τρίτη χώρα (εκτός E.E.), από τον αναλογούντα φόρο του νομικού προσώπου εκπίπτει μόνο το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε ως φόρος επί του μερίσματος.

Για την εφαρμογή των ανωτέρω, το ποσό των εισπραττόμενων μερισμάτων καταχωρείται μικτό στα βιβλία του νομικού προσώπου προκειμένου στη συνέχεια να συμψηφιστεί ο φόρος που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή είτε στο επίπεδο του νομικού προσώπου είτε ως παρακρατούμενος στη διανομή κερδών.

Διευκρινίζεται, ότι για την πίστωση του φόρου αλλοδαπής ισχύει ο περιορισμός της παραγράφου 2 του άρθρου 9, δηλαδή ότι η μείωση του φόρου δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Eλλάδα.

Το ποσό των εισπραττόμενων μερισμάτων που απαλλάσσεται της φορολογίας εισοδήματος με βάση τις κοινοποιούμενες διατάξεις, προκειμένου για τα νομικά πρόσωπα που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, εμφανίζεται σε ειδικό λογαριασμό αποθεματικού, το οποίο όμως δεν φέρει τον όρο «αφορολόγητο» όπως άλλωστε έχει διευκρινιστεί με την ΠΟΛ.1007/2.1.2014 εγκύκλιό μας για τα αφορολόγητα έσοδα που προβλέπονται από τις διατάξεις του νέου Κ.ΦΈ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα εισπραττόμενα μερίσματα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 48. Για τα λοιπά νομικά πρόσωπα που τηρούν απλογραφικά βιβλία, το απαλλασσόμενο ποσό θα αφαιρείται κατ’ ανάγκη από τα καθαρά κέρδη προκειμένου για το προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών τους, δίχως να εμφανίζεται σε λογαριασμό αποθεματικού.

Επισημαίνεται, ότι η απαλλαγή επεκτείνεται και στις επιχειρήσεις που παρουσιάζουν ζημιογόνα αποτελέσματα και δεν μπορούν να σχηματίσουν αποθεματικό, καθόσον το απαλλασσόμενο ποσό εμφανίζεται σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού, ανεξάρτητα από την επάρκεια κερδών ή όχι.

Αν διανεμηθεί ή κεφαλαιοποιηθεί το αποθεματικό αυτό ή μέρος του, με την παρούσα γίνεται δεκτό ότι δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 47 του ν. 4172/2013, δηλαδή αυτό δεν προστίθεται στα κέρδη της επιχείρησης συναθροιζόμενο με τα λοιπά κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα. Ωστόσο, υπόκειται σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή 10%, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 63 του ν.4172/2013, γιατί θεωρείται ότι εμπίπτει στην έννοια των μερισμάτων (διανεμομένων κερδών) με βάση τις διατάξεις των άρθρων 39 και 64 του ίδιου νόμου.

Για παράδειγμα, ανώνυμη εταιρεία με φορολογικό έτος 1.1.2014 – 31.12.2014, εμφανίζει κέρδη ισολογισμού 10.000.000 ευρώ. Μέσα στο έτος αυτό, εισέπραξε 2.000.000 ευρώ που αφορούν ενδοομιλικά μερίσματα που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 48, 665.000 ευρώ (καθαρό ποσό) που αφορά μερίσματα από θυγατρική με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε. όπου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 48 και για τα οποία έχει καταβληθεί φόρος νομικού προσώπου 300.000 ευρώ και έχει παρακρατηθεί φόρος μερισμάτων 35.000 ευρώ, καθώς και 576.000 ευρώ (καθαρό ποσό) από θυγατρική τρίτης χώρας, επί των οποίων έχει καταβληθεί φόρος αλλοδαπού νομικού προσώπου 160.000 ευρώ και έχει παρακρατηθεί φόρος 64.000 ευρώ.

Με βάση όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, το ποσό των 2.000.000 ευρώ θα αντιμετωπισθεί φορολογικά ως απαλλασσόμενο έσοδο και θα εμφανισθεί σε ειδικό λογαριασμό αποθεματικού. Για το ποσό των 665.000 ευρώ θα εφαρμοστεί η μέθοδος της πίστωσης φόρου ως τρόπος φορολόγησης των μερισμάτων, μετά την αναγωγή του σε μικτό ποσό με την προσθήκη του φόρου του αλλοδαπού νομικού προσώπου και του παρακρατηθέντος φόρου (665.000 + 35.000 + 300.000 = 1.000.000). Στη συνέχεια, από τον αναλογούντα φόρο που θα προκύψει θα συμψηφισθεί ο φόρος που καταβλήθηκε ως φόρος αλλοδαπού νομικού προσώπου καθώς και ο παρακρατηθείς φόρος μερισμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 68 του ν.4172/2013, μέχρι του ποσού του φόρου που αναλογεί στο εισόδημα αυτό στην Ελλάδα, ήτοι 260.000 ευρώ. Τέλος, για το ποσό των 576.000 ευρώ, θα εφαρμοσθεί επίσης η μέθοδος της πίστωσης του φόρου, μετά την αναγωγή του σε μικτό ποσό με την προσθήκη μόνο του παρακρατηθέντος φόρου μερισμάτων (640.000) και θα συμψηφισθεί ο παρακρατηθείς αυτός φόρος.

Επισημαίνεται, ότι τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 48, εφαρμόζονται ανάλογα και για τα μερίσματα που εισπράττει νομικό πρόσωπο που είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας από νομικό πρόσωπο με έδρα την Ελβετία, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 15 της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας που κυρώθηκε με το ν.3363/2005 (ΠΟΛ.1085/11.6.2010 εγκύκλιος της Δ/νσης Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων).

Για την τεκμηρίωση της πλήρωσης των προϋποθέσεων του άρθρου 48 το νομικό πρόσωπο που λαμβάνει τα μερίσματα δεν συμπληρώνει ειδικό έντυπο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 5 του ίδιου άρθρου, καθόσον για την εκπλήρωση της συνδρομής των προϋποθέσεων για την εφαρμογή του άρθρου αυτού έχει ενσωματωθεί στο έντυπο φορολογίας εισοδήματος, ειδικός πίνακας ο οποίος συμπληρώνονται μαζί τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος στις αντίστοιχες προθεσμίες υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους μέσα στο οποίο αποκτήθηκαν τα υπόψη εισοδήματα, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 68 του ίδιου νόμου.

2.Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή και για τα ενδοομιλικά μερίσματα που εισπράττονται από μόνιμες εγκαταστάσεις εταιρειών άλλων κρατών μελών που βρίσκονται στην Ελλάδα και προέρχονται από τις θυγατρικές τους σε ένα άλλο κράτος – μέλος.

Δηλαδή, με τις υπόψη διατάξεις παρέχεται απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος και για τα μερίσματα που εισπράττουν δικαιούχες μόνιμες εγκαταστάσεις εταιρειών άλλων κρατών μελών και προέρχονται από τις θυγατρικές τους σε ένα άλλο κράτος – μέλος εφόσον πληρούνται στο επίπεδο της μόνιμης εγκατάστασης και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου αυτού (ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής, διακράτηση ελάχιστου ποσοστού, κλπ.). Κατά τα λοιπά έχουν εφαρμογή και για την περίπτωση αυτή τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.

3.Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου προβλέπεται ότι εάν ο λήπτης (νομικό πρόσωπο), δικαιούχος του εισοδήματος, δεν πληροί την προϋπόθεση διακράτησης του ποσοστού συμμετοχής (24 μήνες) κατά το χρόνο χορήγησης του φορολογικού πλεονεκτήματος, ήτοι κατά το χρόνο λήψης της απόφασης διανομής των μερισμάτων από τα αρμόδια όργανα του καταβάλλοντος νομικού προσώπου ή προκειμένου για τα μερίσματα που διανέμουν οι προσωπικές εταιρίες κατά το χρόνο απόκτησης αυτών από τα μέλη τους, αλλά πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, ο λήπτης φορολογούμενος μπορεί προσωρινά να ζητήσει απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος για τα εισπραττόμενα μερίσματα, εφόσον καταθέσει στη Φορολογική Διοίκηση εγγυητική επιστολή υπέρ του Eλληνικού Δημοσίου, ίση με το ποσό του φόρου που θα όφειλε να καταβάλει σε περίπτωση μη χορήγησης της απαλλαγής. Ως εισπραττόμενα μερίσματα λαμβάνεται το καθαρό ποσό των μερισμάτων που εισέπραξε ο δικαιούχος μετά την αναγωγή του σε μικτό ποσό με την προσθήκη του φόρου εισοδήματος του αλλοδαπού νομικού προσώπου και του παρακρατηθέντος φόρου. Κατά συνέπεια, το ποσό της εγγυητικής επιστολής προκύπτει ως εξής:

Φορολογικός συντελεστής x εισπραττόμενο ποσό (μικτό)

Eιδικά για τα νομικά πρόσωπα δικαιούχους των μερισμάτων που τηρούν απλογραφικά βιβλία, ως φορολογικός συντελεστής προκειμένου για τον υπολογισμό του ποσού της εγγυητικής επιστολής θα λαμβάνεται υπόψη ο ανώτερος συντελεστής της κλίμακας του άρθρου 29 του ν. 4172/2013 που προκύπτει όταν το ποσό αυτό θα συναθροιστεί με τα λοιπά εισοδήματά του.

Αν στο προηγούμενο παράδειγμα για τα μερίσματα των 665.000 ευρώ (καθαρό ποσό) που εισέπραξε η ανώνυμη εταιρεία από θυγατρική της με έδρα σε άλλο κ-μ της E.E. για τα οποία δεν πληρούταν η προϋπόθεση διακράτησης των 24 μηνών, η εν λόγω εταιρεία ήθελε να τύχει απαλλαγής, θα πρέπει να καταθέσει στη Φορολογική Διοίκηση εγγυητική επιστολή, ύψους:
0,26 x 1.000.000 ευρώ = 260.000 ευρώ

Η απαλλαγή καθίσταται οριστική και η εγγύηση λήγει κατά την ημερομηνία που συμπληρώνονται είκοσι τέσσερεις (24) μήνες διακράτησης του ελάχιστου ποσοστού συμμετοχής. Eάν ο φορολογούμενος παύει να διακρατεί το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής πριν τη συμπλήρωση των 24 μηνών, η εγγύηση καταπίπτει υπέρ του Eλληνικού Δημοσίου κατά την ημερομηνία αυτή και περαιτέρω επιβάλλεται αναδρομικά φορολογία στα κέρδη του νομικού προσώπου, με τις κυρώσεις που προβλέπονται με βάση τις διατάξεις του ν.4174/2013.

Η εγγυητική επιστολή θα πρέπει να κατατίθεται χειρόγραφα στην αρμόδια Φορολογούσα Αρχή (Δ.Ο.Υ.) μέχρι την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους μέσα στο οποίο αποκτήθηκε το σχετικό εισόδημα για το οποίο αιτείται η σχετική απαλλαγή. Τα στοιχεία της εγγυητικής επιστολής θα πρέπει να αναγράφονται στο σχετικό έντυπο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος σε ειδικό πίνακα που έχει προβλεφθεί για το σκοπό αυτό.

Σε περίπτωση που ο λήπτης δικαιούχος του εισοδήματος δεν επιλέξει να ζητήσει απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος καταθέτοντας εγγυητική επιστολή με βάση τα πιο πάνω και κατ’επέκταση φορολογηθεί για το αντίστοιχο ποσό εισοδήματος (εισπραττόμενα μερίσματα), θα πρέπει να υποβάλλει κατά το χρόνο της συμπλήρωσης προϋπόθεσης διακράτησης του ποσοστού συμμετοχής (24 μήνες) τροποποιητική δήλωση του οικείου φορολογικού έτους προκειμένου να ληφθεί υπόψη το σχετικό ποσό εισοδήματος, ως απαλλασσόμενο έσοδο.

4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι εάν η διανομή κερδών προκύπτει από συμμετοχή σε άλλο νομικό πρόσωπο, o φορολογούμενος (νομικό πρόσωπο) δεν έχει τη δυνατότητα να εκπέσει τυχόν επιχειρηματικές δαπάνες που συνδέονται με τη συμμετοχή αυτή. Το νόημα της παραγράφου αυτής είναι ότι εφόσον το εισόδημα (εισπραττόμενο μέρισμα) απαλλάσσεται της φορολογίας με βάση τις προϋποθέσεις του άρθρου 48, τότε οι τυχόν δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί και συνδέονται με αυτή τη συμμετοχή, όπως συμβολαιογραφικά έξοδα, φόροι, αμοιβές τρίτων, κλπ., καθώς και τυχόν χρηματοοικονομικά έξοδα (τόκοι δανείων για την απόκτηση των συμμετοχών), κλπ., δεν εκπίπτουν στο σύνολό τους.

Τα αναφερόμενα στο άρθρο αυτό έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 72 του ίδιου νόμου, για εισοδήματα που αποκτώνται και δαπάνες που πραγματοποιούνται, κατά περίπτωση, στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά.

Άρθρο 63
Απαλλαγή για ορισμένες ενδοομιλικές πληρωμές

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού προβλέπεται απαλλαγή από την παρακράτηση φόρου εισοδήματος με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) στα μερίσματα και παρόμοιες πληρωμές που διανέμονται σε νομικό πρόσωπο, εφόσον ο λήπτης των μερισμάτων:

i)κατέχει μετοχές, μερίδια ή συμμετοχή τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%), βάσει αξίας ή αριθμού, στο μετοχικό κεφάλαιο ή δικαιώματα σε κέρδη, δικαιώματα ψήφου του φορολογούμενου που προβαίνει στη διανομή,

ii)διακρατεί το ελάχιστο ποσοστό κατοχής μετοχών ή μεριδίων ή συμμετοχής για τουλάχιστον είκοσι τέσσερις (24) μήνες,

iii)περιλαμβάνεται στους τύπους που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι Μέρος Α της Οδηγίας 2011/96/ΕΕ (Οδηγία Μητρικών – Θυγατρικών),

iv)είναι φορολογικός κάτοικος κράτους – μέλους της Ε.Ε, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού και δεν θεωρείται φορολογικός κάτοικος τρίτους κράτους εκτός Ε.Ε. κατ’ εφαρμογή όρων σύμβασης αποφυγής διπλής φορολογίας που έχει συναφθεί με αυτό το τρίτο κράτος και

ν) υπόκειται, χωρίς τη δυνατότητα επιλογής ή απαλλαγής, σε έναν από τους φόρους που αναφέρονται στο Παράρτημα I Μέρος Β’ της Οδηγίας Μητρικών – Θυγατρικών ή σε οποιονδήποτε άλλο φόρο ενδεχομένως στο μέλλον αντικαταστήσει έναν από τους φόρους αυτούς.

Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι κατά τη διανομή κερδών από τους υπόχρεους του άρθρου 61 του ν.4172/2013, προς νομικά πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 63, δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου 10%, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64. Κατά συνέπεια, κάθε νομικό πρόσωπο της περ. γ’ του άρθρου 2 ή νομική οντότητα της περ. δ’ του ιδίου άρθρου που προβαίνει σε διανομή κερδών δεν θα διενεργεί παρακράτηση φόρου 10% εφόσον πληρούνται οι αναφερόμενες πιο πάνω προϋποθέσεις. Δηλαδή, με τις διατάξεις του νέου Κ.ΦΈ. η απαλλαγή από την παρακράτηση φόρου καταλαμβάνει και τα διανεμόμενα μερίσματα προς τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα, με τις προϋποθέσεις του νόμου αυτού, σε αντίθεση με τις προϊσχύσασες διατάξεις (ν.2238/1994) με τις οποίες η απαλλαγή από την παρακράτηση φόρου εφαρμοζόταν μόνο σε διανεμόμενα κέρδη προς μητρικές εταιρείες με έδρα στην E.E.

Eπίσης, στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου αυτού εμπίπτουν και τα μερίσματα που διανέμονται από τις κοινοπραξίες στα μέλη τους, σε αντίθεση με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω για το άρθρο 48, με βάση το οποίο ο καταβάλλων έπρεπε να είναι νομικό πρόσωπο. Eπισημαίνεται, ότι στην περίπτωση αυτή ο λήπτης των μερισμάτων πρέπει να είναι κατά ρητή διατύπωση του νόμου νομικό πρόσωπο κατά τα οριζόμενα στην περ. γ’ του άρθρου 2 και όχι νομική οντότητα (π.χ συνεταιρισμός, κλπ.). Κατά συνέπεια, τα μερίσματα που καταβάλλονται από μια κοινοπραξία σε μια νομική οντότητα δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου αυτού και δεν απαλλάσσονται της παρακράτησης φόρου. Eιδικά στην περίπτωση που μέλος της κοινοπραξίας είναι υποκατάστημα αλλοδαπής εταιρίας εγκατεστημένο στην Eλλάδα και δεδομένου ότι αυτό θεωρείται ως νομικό πρόσωπο, οι προϋποθέσεις του άρθρου 63, προκειμένου για τη χορήγηση της απαλλαγής από την παρακράτηση φόρου, θα πρέπει να εξετάζονται στο επίπεδο του κεντρικού του.

Eπίσης, τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 48 της παρούσας σχετικά με την Eλβετία (ν. 3363/2005), εφαρμόζονται ανάλογα και για τα μερίσματα που καταβάλλουν υπόχρεοι του άρθρου 61 σε νομικά πρόσωπα με έδρα στη χώρα αυτή.

Για την τεκμηρίωση της πλήρωσης των προϋποθέσεων του άρθρου 63 απαιτείται η συμπλήρωση και προσκόμιση του εντύπου εφαρμογής (Παράρτημα Α), όπως αυτό καθορίσθηκε με την ΠΟΛ.1036/2015 Απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Eσόδων, από το νομικό πρόσωπο που καταβάλλει τα μερίσματα και το οποίο συνυποβάλλεται κάθε φορά με τη δήλωση απόδοσης παρακρατούμενου φόρου που ορίζεται από τις διατάξεις της ΠΟΛ.1011/2.1.2014 Απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ 8Β’/08.01.2014).

Επισημαίνεται, ότι κατά την προσκόμιση του σχετικού εντύπου, ο υπόχρεος σε παρακράτηση μπορεί αντί της συμπλήρωσης του πίνακα VI από την Αρμόδια Φορολογική Αρχή του κράτους Μέλους της Ε.Ε, να προσκομίσει αντίστοιχο Πιστοποιητικό Φορολογικής Κατοικίας από την ίδια Φορολογική Αρχή του δικαιούχου των διανεμόμενων κερδών, προκειμένου να εκπληρωθεί η σχετική προϋπόθεση που προβλέπεται από τις ίδιες διατάξεις.

Αν κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους λαμβάνουν χώρα περιοδικές καταβολές, το σχετικό έντυπο εφαρμογής συνυποβάλλεται κάθε φορά με τη δήλωση απόδοσης παρακρατούμενου φόρου που ορίζεται από τις διατάξεις της ΠΟΛ.1011/2.1.2014 Απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.

Οι νέες διατάξεις έχουν εφαρμογή για διανεμόμενα κέρδη που εγκρίνονται από γενικές συνελεύσεις ή από τα αρμόδια όργανα, κατά περίπτωση, από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά, καθώς και για κέρδη προσωπικών εταιρειών που αποκτώνται από τα μέλη αυτών στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2014 και μετά.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού προβλέπεται απαλλαγή από την παρακράτηση φόρου εισοδήματος με συντελεστή δέκα πέντε τοις εκατό (15%) και είκοσι τοις εκατό (20%) στους τόκους και τα δικαιώματα (royalties), αντίστοιχα, που καταβάλλονται μεταξύ συνδεδεμένων προσώπων, ως ακολούθως:

i) το νομικό πρόσωπο που εισπράττει (Β) τα ποσά κατέχει άμεσα μετοχές, μερίδια ή συμμετοχή τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), βάσει αξίας ή αριθμού, στο μετοχικό κεφάλαιο ή δικαιώματα ψήφου του φορολογούμενου (Α) που προβαίνει στην καταβολή

 
ή

ii) ο φορολογούμενος που καταβάλλει (Α), κατέχει άμεσα μετοχές, μερίδια ή συμμετοχή τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) στο μετοχικό κεφάλαιο του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας που εισπράττει (Β)

 
ή

iii) ενα τρίτο νομικο προσωπο ή μια νομική οντοτητα (Γ) κατεχει αμεσα μετοχες, μερίδια ή συμμετοχή τουλάχιστον είκοσι πεντε τοις εκατό (25%) στο μετοχικό κεφαλαίο τόσο του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας που εισπράττει (Β) όσο και του φορολογούμενου που προβαίνει στην καταβολή (Α).

 

Απαραίτητη προϋπόθεση για την χορήγηση της απαλλαγής από την παρακράτηση φόρου, είναι το ελάχιστο ποσοστό μετοχών ή μεριδίων ή συμμετοχής να διακρατείται, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών.

Επιπλέον, το νομικό πρόσωπο που εισπράττει (λήπτης) θα πρεπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)να περιλαμβάνεται στους τύπους που απαριθμούνται στο Παράρτημα I Μέρος Α’ της Οδηγίας 2003/49/ΕΚ όπως ισχύει,

ii)να είναι φορολογικός κάτοικος κράτους – μέλους της Ε.Ε. σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού και δεν θεωρείται φορολογικός κάτοικος τρίτου κράτους εκτός Ε.Ε. κατ’ εφαρμογή όρων σύμβασης αποφυγής διπλής φορολογίας που έχει συναφθεί με αυτό το τρίτο κράτος και

iii)να υπόκειται, χωρίς τη δυνατότητα επιλογής ή απαλλαγής, σε έναν από τους φόρους που αναφέρονται στο Παράρτημα I Μέρος Β’ της Οδηγίας 2003/49/ΕΚ ή σε οποιονδήποτε άλλο φόρο ενδεχομένως στο μέλλον αντικαταστήσει έναν από τους φόρους αυτούς.

Επισημαίνεται, ότι επίκειται νομοτεχνική τακτοποίηση, προκειμένου οι σχετικές διατάξεις της παραγράφου αυτής να παραπέμπουν στα ορθά Παραρτήματα της εν λόγω Οδηγίας, καθόσον οι αντίστοιχες παραπομπές στο κείμενο των σχετικών διατάξεων είναι λανθασμένες. Συγκεκριμένα, η αναφορά «Παράρτημα I Μέρος Α της Οδηγίας 2003/49/ΕΚ», θα πρέπει να αντικατασταθεί με το ορθό «Παράρτημα της Οδηγίας 2003/49/ΕΚ» και η αναφορά «Παράρτημα I Μέρος Β της Οδηγίας 2003/49/ΕΚ» με το ορθό «άρθρο 3 της Οδηγίας 2003/49/ΕΚ».

Ως προς τον λήπτη των εισοδημάτων, διευκρινίζεται ότι στο Παράρτημα της Οδηγίας Τόκοι-Δικαιώματα, στον πίνακα των εταιρειών που αναφέρονται στο άρθρο 3 στοιχείο α) της Οδηγίας περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και οι εταιρείες του ελληνικού δικαίου με την επωνυμία «ανώνυμη εταιρεία». Επίσης, στον πίνακα φόρων που αναφέρονται στην περίπτωση α του άρθρου 3 περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων στην Ελλάδα.

Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι κατά την καταβολή ποσών (τόκων ή δικαιωμάτων) από τους υπόχρεους του άρθρου 61 του ν.4172/2013, προς νομικά πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 63, δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου (15% ή 20%, κατά περίπτωση), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64. Κατά συνέπεια, κάθε νομικό πρόσωπο της περ. γ’ του άρθρου 2 ή νομική οντότητα της περ. δ’ του ιδίου άρθρου που προβαίνει σε καταβολή τόκων ή δικαιωμάτων δεν θα διενεργεί παρακράτηση φόρου εφόσον πληρούνται οι αναφερόμενες πιο πάνω προϋποθέσεις.

Επομένως, προκειμένου για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, ο λήπτης μπορεί να είναι νομικό πρόσωπο είτε της ημεδαπής είτε της αλλοδαπής (Ε.Ε.) και περαιτέρω, προκειμένου για νομικά πρόσωπα της ημεδαπής, αυτά μπορεί να είναι μόνο ανώνυμες εταιρείες, καθόσον αποτελούν τα μόνο από τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα της περ. γ’ του άρθρου 2 που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα της Οδηγίας.

Για την τεκμηρίωση της πλήρωσης των προϋποθέσεων του άρθρου 63 απαιτείται η συμπλήρωση και προσκόμιση του εντύπου εφαρμογής (Παράρτημα Β), όπως αυτό καθορίσθηκε με την ΠΟΛ.1036/2015 Απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων, από το νομικό πρόσωπο που προβαίνει στην καταβολή των τόκων και δικαιωμάτων αντίστοιχα και το οποίο συνυποβάλλεται κάθε φορά με τη δήλωση απόδοσης παρακρατούμενου φόρου που ορίζεται από τις διατάξεις της ΠΟΛ.1011/2.1.2014 Απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, προσκομίζοντας και τις αντίστοιχες συμβάσεις, μεταφρασμένες στην ελληνική γλώσσα, από τις οποίες προκύπτει η υποχρέωση για τις αντίστοιχες καταβολές.

Κατά τα λοιπά ισχύουν τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο αναφορικά με τις υποχρεώσεις για τη συμπλήρωση και υποβολή του σχετικού εντύπου.

Οι νέες διατάξεις έχουν εφαρμογή για τόκους και δικαιώματα που καταβάλλονται ή πιστώνονται από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά.

3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού καθορίζεται η διαδικασία απαλλαγής παρακράτησης φόρου στα διανεμόμενα μερίσματα (10%) και τους καταβαλλόμενους τόκους (15%) ή δικαιώματα (20%) στις περιπτώσεις που ο λήπτης φορολογούμενος δεν πληροί την προϋπόθεση διακράτησης του ποσοστού συμμετοχής (24 μήνες) κατά το χρόνο χορήγησης του φορολογικού πλεονεκτήματος, ο οποίος για τα καταβαλλόμενα μερίσματα είναι ο χρόνος λήψης της απόφασης διανομής τους από τα αρμόδια όργανα του νομικού προσώπου ή προκειμένου για κέρδη προσωπικών εταιρειών, ο χρόνος απόκτησης αυτών από τα μέλη τους, ενώ για τους καταβαλλόμενους τόκους και δικαιώματα είναι ο χρόνος καταβολής ή πίστωσης. Επισημαίνεται όμως, ότι απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο λήπτης να πληροί παράλληλα τις λοιπές προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 του ίδιου άρθρου.

Στην περίπτωση αυτή, ο υπόχρεος σε παρακράτηση στην Ελλάδα μπορεί προσωρινά να μην προβεί σε παρακράτηση φόρου με την προϋπόθεση ότι θα καταθέσει εγγύηση στη Φορολογική Διοίκηση, ίση με το ποσό του φόρου που θα όφειλε να καταβάλλει σε περίπτωση μη χορήγησης της απαλλαγής, το οποίο προκύπτει ως εξής:

Συντελεστής παρακράτησης x διανεμηθέν ή καταβληθέν ποσό
1 – συντελεστής παρακράτησης

Ως διανεμηθέν ή καταβληθέν ποσό νοείται το καθαρό ποσό που λαμβάνουν οι δικαιούχοι μετά την αφαίρεση του παρακρατηθέντος φόρου.

Για παράδειγμα, ανώνυμη εταιρεία «Α» (θυγατρική) για το φορολογικό έτος που λήγει 31.12.2014, αποφασίζει τη διανομή μερισμάτων ύψους 3.000.000 ευρώ στην αλλοδαπή μητρική της «Β» η οποία συμμετέχει στο κεφάλαιό της κατά ποσοστό 30%, χωρίς όμως η «Β» να πληροί, κατά το χρόνο λήψης της απόφασης διανεμόμενων κερδών από το ημεδαπό νομικό πρόσωπο «Α», την προϋπόθεση διακράτησης του ποσοστού συμμετοχής (24 μήνες).

Ως εκ τούτου, η ανώνυμη εταιρεία «Α» μπορεί να ζητήσει απαλλαγή από την παρακράτηση φόρου 10% στα διανεμόμενα κέρδη προς την «Β» εφόσον καταθέσει στη Φορολογική Διοίκηση εγγύηση, ύψους (0,10/0,90 x 2.700.000 ευρώ) = 300.000 ευρώ.

Επισημαίνεται, ότι σε περίπτωση που προβλέπεται μικρότερος συντελεστής με βάση τη διμερή σύμβαση περί αποφυγής της διπλής φορολογίας (Σ.Α.Δ.Φ.) θα χρησιμοποιείται ο υπόψη συντελεστής παρακράτησης προκειμένου να υπολογίζεται το σχετικό ποσό της εγγύησης. Επίσης, σε περίπτωση που από τη διμερή Σ.Α.Δ.Φ. προκύπτει μηδενικός συντελεστής παρακράτησης, είναι αυτονόητο ότι δεν θα υπολογίζεται κανένα ποσό εγγύησης, ούτε θα κατατίθεται αυτή στη Φορολογική Διοίκηση.

Η απαλλαγή καθίσταται οριστική και η εγγύηση λήγει κατά την ημερομηνία που συμπληρώνονται είκοσι τέσσερις (24) μήνες διακράτησης του ελάχιστου ποσοστού συμμετοχής.

Η εγγυητική επιστολή θα πρέπει να κατατίθεται κάθε φορά χειρόγραφα στην αρμόδια Φορολογούσα Αρχή (Δ.Ο.Υ.) μέχρι την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης απόδοσης παρακρατούμενου φόρου που ορίζεται από τις διατάξεις της ΠΟΛ.1011/2.1.2014 Απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, τα στοιχεία της οποίας θα πρέπει να αναγράφονται και στο σχετικό πίνακα VII του έντυπου (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Α και Β) που έχει προβλεφθεί για το σκοπό αυτό.

Σε περίπτωση που ο υπόχρεος σε παρακράτηση φόρου στην Ελλάδα δεν καταθέσει εγγυητική επιστολή προβεί σε παρακράτηση φόρου στα καταβαλλόμενα ποσά (μερίσματα- τόκους-δικαιώματα), κατά το χρόνο της συμπλήρωσης προϋπόθεσης της διετίας η ενδιαφερόμενη εταιρεία (ημεδαπή ή αλλοδαπή), σε βάρος της οποίας έγινε η παρακράτηση φόρου, θα μπορεί να ζητήσει την επιστροφή του παρακρατηθέντος φόρου. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να υποβάλει στην Δ.Ο.Υ. στην οποία αποδόθηκε ο παρακρατηθείς φόρος το σχετικό έντυπο (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α ή Β, κατά περίπτωση) το οποίο θα χρησιμοποιείται και ως αίτηση επιστροφής φόρου. Το ατομικό φύλλο έκπτωσης θα εκδίδεται στο όνομα της ημεδαπής εταιρίας που κατέβαλλε τα ποσά δεδομένου ότι αυτή είχε αποδώσει τον παρακρατηθέντα φόρο στο Δημόσιο και επομένως σε βάρος της είχε γίνει η σχετική βεβαίωση (για ολόκληρο το καταβαλλόμενο ποσό). Το ποσό του φόρου, αφού θα διενεργείται ο σχετικός έλεγχος θα κατατίθεται σε τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, τα στοιχεία του οποίου δηλώνονται από τον ίδιο στον σχετικό πίνακα του πιο πάνω σχετικού εντύπου.

Τέλος, η ως άνω διαδικασία θα ακολουθείται και σε κάθε περίπτωση που ο φορολογούμενος, νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που προέβη στην καταβολή των ενδοομιλικών πληρωμών παρακράτησε φόρο παρά τα αντιθέτως οριζόμενα στο άρθρο 63 και ο φόρος αυτός πρέπει να επιστραφεί ως αχρεωστήτως καταβληθείς.

 

Ακριβές Αντίγραφο
Η Προϊσταμένη του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης

Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΑΒΒΑΙΔΟΥ

ΠΟΛ.1037/2.2.2015 Οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 49 και της παρ. 9 του άρθρου 72 του ν.4172/2013, αναφορικά με την υποκεφαλαιοδότηση

ΠΟΛ.1037/2.2.2015
Οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 49 και της παρ. 9 του άρθρου 72 του ν.4172/2013, αναφορικά με την υποκεφαλαιοδότηση

Αθήνα, 2 Φεβρουαρίου 2015
Αριθ.Πρωτ.    ΕΞ 2015

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Α΄- ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ: Β΄

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδ.: 101 84 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Φ. Φανάρα
Τηλέφωνο: 210 – 3375312
ΦΑΞ: 210 – 3375001

ΠΟΛ 1037/2015

ΘΕΜΑ: Οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 49 και της παρ. 9 του άρθρου 72 του ν.4172/2013, αναφορικά με την υποκεφαλαιοδότηση.

Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις του άρθρου 49 και της παρ. 9 του άρθρου 72 του ν.4172/2013 (ΦΕΚ Α΄167/23.07.2013), όπως ισχύουν, αναφορικά με την υποκεφαλαιοδότηση και σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:

1. Με τις διατάξεις του άρθρου 49 του ΚΦΕ (ν. 4172/2013), όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 23 του ν.4223/2013 και την τροποποίησή τους με την περ. 12 της υποπαρ. Δ1 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του ν.4254/2014, εισήχθησαν, για την αντιμετώπιση καταχρήσεων, κανόνες υποκεφαλαιοδότησης σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική και τα οριζόμενα στις οδηγίες του Ψηφίσματος του Συμβουλίου Ευρωπαϊκής Ένωσης της 8ης Ιουνίου 2010 για το συντονισμό των κανόνων περί ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών (ΕΑΕ) και περί υποκεφαλαιοδότησης εντός της ΕΕ (2010/C156/01).

2. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, οι δαπάνες τόκων δεν αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες, στο βαθμό που οι πλεονάζουσες δαπάνες τόκων υπερβαίνουν το 30% των φορολογητέων κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA). Τα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων καθορίζονται με βάση τις οικονομικές καταστάσεις που συντάσσονται σύμφωνα με τους ελληνικούς κανόνες λογιστικής με τις φορολογικές αναπροσαρμογές που προβλέπονται στον Κ.Φ.Ε., δηλαδή μετά την αναμόρφωση των λογιστικών αποτελεσμάτων της επιχείρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Φ.Ε. (ν.4172/2013).

Για την εφαρμογή του άρθρου αυτού, ως τόκοι νοούνται οι οριζόμενοι με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 37 του ν.4172/2013.

Με βάση τις διατάξεις της περ. α’ της παρ. 9 του άρθρου 72 του ν.4172/2013, οι οποίες προστέθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 26 του ν.4223/2013, ορίζεται ότι ο συντελεστής 30% επί του EBITDA εφαρμόζεται για δαπάνες τόκων που πραγματοποιούνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2017 και μετά. Κατά τη μεταβατική περίοδο, δηλαδή στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2014 έως και την 31.12.2016 εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές επί του EBITDA:

60% για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2014
50% για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2015
40% για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2016

3. Με την παράγραφο 2 ορίζεται ότι ο όρος «πλεονάζουσες δαπάνες τόκων» σημαίνει το πλεόνασμα των δαπανών τόκων έναντι του εισοδήματος από τόκους.

Ως δαπάνη τόκων νοείται το σύνολο των τόκων που καταβάλλει η επιχείρηση, σε κάθε φορολογικό έτος, είτε αυτοί αφορούν σε δάνεια που λαμβάνει από συνδεδεμένη ή μη εταιρεία, από πιστωτικό ίδρυμα, ομολογιακά δάνεια, κ.λπ. Εξυπακούεται ότι στις δαπάνες τόκων δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα των δανείων. Για την εφαρμογή του άρθρου αυτού, στις δαπάνες τόκων δεν περιλαμβάνονται τυχόν τόκοι που κεφαλαιοποιούνται. Αντίστοιχα, ως εισόδημα από τόκους λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του αποκτηθέντος εισοδήματος από τόκους, δηλαδή από κάθε αιτία, το οποίο αποκτά η επιχείρηση σε κάθε φορολογικό έτος.

4. Με την παράγραφο 3 ορίζεται ότι οι δαπάνες τόκων της παραγράφου 1, δηλαδή οι πλεονάζουσες δαπάνες τόκων που υπερβαίνουν το 30% του EBITDA, αναγνωρίζονται πλήρως ως εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες, εφόσον το ποσό των εγγεγραμμένων στα βιβλία καθαρών δαπανών τόκων δεν υπερβαίνει το ποσό των € 3.000.000 το χρόνο.

Με τις διατάξεις της περ. β’ της παρ. 9 του άρθρου 72 του ν.4172/2013, όπως ισχύουν, ορίζεται ότι το πιο πάνω όριο των € 3.000.000 εφαρμόζεται για δαπάνες τόκων που πραγματοποιούνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2016 και μετά. Κατά τη μεταβατική περίοδο, δηλαδή στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2014 έως και την 31.12.2015, εφαρμόζεται ως όριο δαπανών τόκων το ποσό των € 5.000.000.

Επομένως, όταν οι δαπάνες τόκων είναι μικρότερες από το εκάστοτε καθοριζόμενο ποσό (€ 3.000.000 ή € 5.000.000, αντίστοιχα) αυτές εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, επιφυλασσομένων ωστόσο των διατάξεων της παρ. α’ του άρθρου 23 του ίδιου νόμου στις οποίες ορίζεται ότι, δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων οι τόκοι από δάνεια που λαμβάνει η επιχείρηση από τρίτους, εκτός από τα τραπεζικά, διατραπεζικά και ομολογιακά δάνεια που εκδίδουν ανώνυμες εταιρείες, κατά το μέτρο που υπερβαίνουν τους τόκους που θα προέκυπταν εάν το επιτόκιο ήταν ίσο με το επιτόκιο των δανείων αλληλόχρεων λογαριασμών προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό αναφέρεται στο στατιστικό δελτίο οικονομικής συγκυρίας της Τράπεζας της Ελλάδος για την πλησιέστερη χρονική περίοδο πριν την ημερομηνία δανεισμού.

5. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2014 έως και 31.12.2014, ως μη εκπιπτόμενο ποσό λαμβάνεται υπόψη το θετικό ποσό που προκύπτει από την ακόλουθη σχέση, όταν οι δαπάνες τόκων υπερβαίνουν το ποσό των € 5.000.000: [Δαπάνες τόκων – Εισόδημα από τόκους] – 60%* EBITDA

Αντίστοιχα, για τα επόμενα φορολογικά έτη, στην πιο πάνω σχέση, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα ποσοστά επί του EBITDA και όρια δαπανών:

ποσοστό 50% επί του EBITDA και όριο δαπανών τόκων € 5.000.000, για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2015 έως και 31.12.2015,

ποσοστό 40% επί του EBITDA και όριο δαπανών τόκων € 3.000.000, για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2016 έως και 31.12.2016

ποσοστό 30% επί του EBITDA και όριο δαπανών τόκων € 3.000.000, για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2017 και μετά.

6. Με την παράγραφο 4 ορίζεται ότι κάθε δαπάνη τόκων που δεν εκπίπτει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μεταφέρεται χωρίς χρονικό περιορισμό για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων.

Προκειμένου για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, με την παρούσα γίνεται δεκτό ότι, το μη εκπιπτόμενο ποσό δαπανών τόκων κάθε φορολογικού έτους μεταφέρεται για έκπτωση στα επόμενα φορολογικά έτη κατά τα οποία οι πλεονάζουσες δαπάνες τόκων υπολείπονται του οικείου κάθε φορά ποσοστού επί του EBITDA. Επισημαίνεται ότι, το ποσό που μεταφέρεται σε κάθε φορολογικό έτος δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει από το οριζόμενο στο ίδιο φορολογικό έτος, ποσοστό επί του EBITDA μειωμένο κατά τις πλεονάζουσες δαπάνες τόκων του έτους αυτού, δεδομένου ότι το ποσοστό επί του EBITDA είναι το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσό έκπτωσης δαπανών τόκων σε κάθε έτος, με βάση τις διατάξεις του κοινοποιούμενου άρθρου.

7. Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω, παραθέτουμε το ακόλουθο παράδειγμα:

Ανώνυμη εταιρεία στο φορολογικό έτος 2014 κατέβαλε συνολικά τόκους ύψους € 16.000.000 (ποσό μεγαλύτερο του ορίου των € 5.000.000) ενώ εισέπραξε τόκους ύψους € 10.000.000, με αποτέλεσμα οι πλεονάζουσες δαπάνες τόκων να ανέρχονται σε € 6.000.000.

Στο έτος αυτό τα φορολογητέα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων ανέρχονται σε € 2.000.000. Δηλαδή, το μέγιστο ποσό των δαπανών τόκων που εκπίπτουν φορολογικά, ήτοι το ποσοστό 60% επί του EBITDA της εταιρείας, ανέρχεται σε € 1.200.000. Επομένως, στο φορολογικό έτος 2014 δεν εκπίπτει φορολογικά από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας ποσό ύψους € 4.800.000 (€ 6.000.000 – € 1.200.000).

Η ίδια εταιρεία στο επόμενο φορολογικό έτος (2015) κατέβαλε τόκους ύψους € 12.000.000 (ποσό μεγαλύτερο του ορίου των € 5.000.000) και εισέπραξε τόκους ύψους € 10.000.000, με αποτέλεσμα οι πλεονάζουσες δαπάνες τόκων να ανέρχονται σε € 2.000.000, ενώ τα φορολογητέα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων ανέρχονται σε € 6.000.000. Δηλαδή, το μέγιστο ποσό των δαπανών τόκων που εκπίπτουν φορολογικά στο έτος αυτό, ήτοι το ποσοστό 50% επί του EBITDA της εταιρείας, ανέρχεται σε € 3.000.000.

Επομένως, στο υπόψη φορολογικό έτος οι πλεονάζουσες δαπάνες τόκων υπολείπονται του 50% του EBITDA κατά € 1.000.000 (€ 3.000.000 – € 2.000.000) και ως εκ τούτου δεν προκύπτει ποσό προς αναμόρφωση.

Ωστόσο, με δεδομένο ότι στο προηγούμενο φορολογικό έτος (2014) η εταιρεία είχε αναμορφώσει τα αποτελέσματά της με το ποσό των € 4.800.000 και επομένως δεν είχε εκπέσει φορολογικά το ποσό αυτό, δικαιούται στο φορολογικό έτος 2015 να μεταφέρει προς έκπτωση το ποσό του € 1.000.000, δηλαδή το ποσό του 50% του EBITDA που υπερβαίνει τις πλεονάζουσες δαπάνες τόκων του οικείου φορολογικού έτους. Τα υπόλοιπο ποσό των € 3.800.000 (€ 4.800.000 – € 1.000.000) θα μεταφερθεί, χωρίς χρονικό περιορισμό, αντίστοιχα σε επόμενα φορολογικά έτη για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των ετών αυτών.

8. Διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση συνδεδεμένων επιχειρήσεων, οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται αφού προηγηθεί η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 50 περί τήρησης της αρχής των ίσων αποστάσεων.

9. Με την παράγραφο 5 προβλέπεται ότι, οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν εφαρμόζονται για τις δαπάνες τόκων που καταβάλλονται ή πιστώνονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, τις εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης του ν.1665/1986 και τις εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων του ν.1905/1990 που λαμβάνουν άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος και τις αντίστοιχες ρυθμιστικές αρχές άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επίσης, με τις διατάξεις της περ. γ’ της παρ. 9 του άρθρου 72 του ν.4172/2013, όπως ισχύουν, ορίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 49 δεν εφαρμόζονται για τις δαπάνες τόκων που καταβάλλονται ή πιστώνονται από τις επιχειρήσεις ειδικού σκοπού, μόνο κατά το μέρος που αφορά την εκτέλεση δημοσίου έργου ή την παροχή δημόσιας υπηρεσίας μέσω σύμβασης παραχώρησης, κατά την έννοια των προεδρικών διαταγμάτων 59/2007 και 60/2007, η οποία έχει κυρωθεί με νόμο, ή μέσω σύμβασης Σύμπραξης Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.) κατά τις διατάξεις του ν.3389/2005, οι οποίες συνάπτονται μέχρι και τις 31.12.2014.

H ΓΕΝΙΚH ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΑΒΒΑΪΔΟΥ

Ακριβές Αντίγραφο
Η Προϊσταμένη του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης

ΠΟΛ.1032/26.1.2015 Φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος από μεταβίβαση τίτλων και ολόκληρης επιχείρησης μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013)

ΠΟΛ.1032/26.1.2015
Φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος από μεταβίβαση τίτλων και ολόκληρης επιχείρησης μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013)

Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος
Αθήνα, 26 Ιανουαρίου 2015

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Α’- ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑΤΑ: A’, Β’

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Β. Δασουράς, Μ. Χαπίδης
Τηλέφωνο: 210 – 3375314, 312 ΦΑΞ: 210 – 3375001

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ

ΠΟΛ 1032/2015

ΘΕΜΑ: Φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος από μεταβίβαση τίτλων και ολόκληρης επιχείρησης μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013).

Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 42 και 43 του ν. 4172/2013 (ΦΕΚ 167Α’), όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με την υποπαρ. Δ1 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (ΦΕΚ 85Α’) και το άρθρο 88 του ν. 4316/2014 (ΦΕΚ 270Α’), αναφορικά με το πιο πάνω θέμα και σας παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 42 του ν.4172/2013, κάθε εισόδημα που προκύπτει από υπεραξία μεταβίβασης των ακόλουθων τίτλων, καθώς και μεταβίβασης ολόκληρης επιχείρησης, υπόκειται σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων,

α) μετοχές σε εταιρεία μη εισηγμένη σε χρηματιστηριακή αγορά,

β) μετοχές και άλλες κινητές αξίες εισηγμένες σε χρηματιστηριακή αγορά, εφόσον ο μεταβιβάζων συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας με ποσοστό τουλάχιστον μισό τοις εκατό (0,5%),
 
γ) μερίδια ή μερίδες σε προσωπικές εταιρείες,

δ) κρατικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια ή εταιρικά ομόλογα,

ε) παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα.

Ως μεταβίβαση, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, νοείται και η εισφορά των ανωτέρω τίτλων για την κάλυψη ή αύξηση κεφαλαίου εταιρείας.

Σε περίπτωση που οι ως άνω τίτλοι αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ), οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή, εφόσον οι τίτλοι αυτοί έχουν αποκτηθεί από την 1η Ιανουαρίου 2009 και εξής. 2. Από τα ανωτέρω προκύπτουν τα ακόλουθα:

i)ως μετοχές των περιπτώσεων α’ και β’ των πιο πάνω διατάξεων νοούνται τόσο αυτές των ημεδαπών όσο και των αλλοδαπών εταιρειών (διαπραγματεύσιμες και μη σε χρηματιστηριακή αγορά), καθόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση. Επίσης, ως μετοχές νοούνται και οι εταιρικές μερίδες της ετερόρρυθμης εταιρείας κατά μετοχές, καθόσον αυτές, σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 284 του ν.4072/2012, παρίστανται με μετοχές και κάθε εταιρική μερίδα αντιστοιχεί σε μία ή περισσότερες μετοχές. Επίσης, στην περ. β’ των ως άνω διατάξεων εμπίπτει και η τυχόν υπεραξία που προκύπτει από τη μεταβίβαση τίτλων παραστατικών δικαιωμάτων κτήσης μετοχών «warrants» που αποκτήθηκαν λόγω συμμετοχής στις αυξήσεις κεφαλαίου των τραπεζών «Εθνική Τράπεζα», «Alpha Bank» και «Τράπεζα Πειραιώς».

ii)Στο πεδίο εφαρμογής της περίπτωσης γ’ εμπίπτει, αν και δεν αναφέρεται ρητά στο νόμο, το εισόδημα (υπεραξία) από μεταβίβαση ποσοστού συμμετοχής σε κοινοπραξία δεδομένου ότι με βάση τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 293 του ν.4072/2012, ορίζεται ότι εφόσον η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρία. Περαιτέρω, στις ίδιες διατάξεις εμπίπτει και η μεταβίβαση μεριδίων εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών, κοινωνιών και αστικών εταιριών.

Επισημαίνεται ότι εμπίπτουν και τα μερίδια των ΟΣΕΚΑ που είναι εγκατεστημένοι στην ημεδαπή ή σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. ή σε κράτος ΕΟΧ/ΕΖΕΣ. Ειδικά για την υπεραξία που αποκτούν οι μεριδιούχοι από την εκποίηση μεριδίων από ημεδαπούς ΟΣΕΚΑ έχουν εφαρμογή οι ειδικότερες διατάξεις της παρ.5 του άρθρου 103 του ν.4099/2012, οι οποίες δεν έχουν καταργηθεί με το ν.4172/2013 και με τις οποίες ορίζεται ότι αυτή απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος ενώ αντίθετα, η υπεραξία που προκύπτει από την εκποίηση μεριδίων από ΟΣΕΚΑ με έδρα σε τρίτες χώρες φορολογείται ελλείψει απαλλακτικής διάταξης. Αναφορικά με τη φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας που αποκτούν οι μεριδιούχοι από την εκποίηση μεριδίων από ΟΣΕΚΑ Ε.Ε ή ΕΟΧ/ΕΖΕΣ γίνεται δεκτό, σύμφωνα και με την πάγια νομολογία ΔΕΕ (C-370/11, Επιτροπή κατά Βελγίου) ότι αυτή εξομοιώνεται με αυτή των μεριδιούχων των ημεδαπών ΟΣΕΚΑ.

iii) Ως υπεραξία από μεταβίβαση ομολόγων της περίπτωσης δ’ δεν νοείται η τυχόν διαφορά που προκύπτει μεταξύ της ονομαστικής αξίας και της αξίας κτήσης των τίτλων αυτών κατά την ημερομηνία λήξης τους, λόγω απόκτησής τους στη δευτερογενή αγορά. Επισημαίνεται ότι από το φόρο εισοδήματος απαλλάσσεται και η υπεραξία που προκύπτει από τη μεταβίβαση ημεδαπών εταιρικών ομολόγων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ.1 του άρθρου 14 του ν.3156/2003, καθόσον οι διατάξεις αυτές ως ειδικότερες κατισχύουν του άρθρου 42 του ν.4172/2013. Γίνεται δεκτό ότι για λόγους ίσης μεταχείρισης και σύμφωνα με την πάγια νομολογία ΔΕΕ, της ίδιας απαλλαγής τυγχάνουν και τα εταιρικά ομόλογα που έχουν εκδοθεί από εταιρείες ΕΕ και ΕΟΧ/ΕΖΕΣ (C-370/11, Επιτροπή κατά Βελγίου, C-338/11, Santander, C-436/06, Grønfeldt, C-265/04, Bouanich, C-345/05, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C-219/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας).

iv) Στην έννοια του εισοδήματος από υπεραξία μεταβίβασης παραγώγων, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 42, εμπίπτει και η υπεραξία κατά το κλείσιμο θέσης επενδυτή η οποία προκύπτει κατά τη λήξη ή πριν τη λήξη της σύμβασης.

3. Ειδικά για την υπεραξία που αποκτά φυσικό πρόσωπο από τη μεταβίβαση μετοχών και άλλων κινητών αξιών εισηγμένων σε χρηματιστηριακή αγορά, διευκρινίζεται ότι εφόσον αυτή αφορά τίτλους που έχουν αποκτηθεί πριν την 1η Ιανουαρίου 2009, απαλλάσσεται της φορολογίας εισοδήματος, ανεξάρτητα του ποσοστού συμμετοχής του μεταβιβάζοντος στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας. Αντίθετα, για τίτλους που έχουν αποκτηθεί μετά την 1.1.2009, η απαλλαγή από το φόρο υπεραξίας παρέχεται μόνον όταν ο μεταβιβάζων συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας με ποσοστό μικρότερο από μισό τοις εκατό (0,5%).

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία φυσικό πρόσωπο, φορολογικός κάτοικος Ελλάδος, κατά το χρόνο που πωλεί μετοχές εισηγμένες στο ΧΑ ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο, κατέχει ποσοστό μικρότερο του 0,5% των μετοχών της συγκεκριμένης ΑΕ της οποίας μεταβιβάζει τις μετοχές, η υπεραξία που προκύπτει από την πώληση αυτή δεν υπόκειται στη φορολογία του άρθρου 42, ανεξάρτητα από το χρόνο απόκτησης των μετοχών, αλλά και τον αριθμό των μετοχών που μεταβιβάζονται.

Επειδή είναι δυνατόν κάποιοι μέτοχοι με ποσοστό 0,5% ή μεγαλύτερο του μετοχικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρείας (κατά το χρόνο πώλησης) να είχαν αποκτήσει μετοχές της εταιρείας αυτής τόσο πριν όσο και μετά την 1.1.2009, με την παρούσα γίνεται δεκτό, ότι επί πωλήσεως αυτών, θα εφαρμόζεται η μέθοδος της FIFO, ούτως ώστε μετά την παρέλευση κάποιου χρονικού διαστήματος να έχουν εξαντληθεί οι μετοχές που είχαν αποκτηθεί μέχρι τον κρίσιμο ως άνω χρόνο και ο νόμος να εφαρμόζεται απρόσκοπτα. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να ζητείται αντίστοιχη κατάσταση από τις χρηματιστηριακές εταιρίες η οποία θα φυλάσσεται από το φυσικό πρόσωπο και θα προσκομίζεται σε περίπτωση ελέγχου.

Τέλος, επισημαίνεται ότι ελλείψει ρητής διάταξης στο νόμο, η μη συμμετοχή εταίρου, μέλους ή μετόχου στην αύξηση του κεφαλαίου οποιασδήποτε εταιρίας δεν συνιστά μεταβίβαση τίτλων.

4. Το εισόδημα από τη μεταβίβαση τίτλων της παρ. 1 του άρθρου 42, φορολογείται, προκειμένου για τα φυσικά πρόσωπα, με συντελεστή 15% σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 του ν. 4172/2013, χωρίς να απαιτείται κατά το χρόνο της μεταβίβασης η υποβολή δήλωσης, όπως ίσχυε με τις προϊσχύσασες διατάξεις του ν. 2238/1994, καθόσον το εν λόγω εισόδημα θα συμπεριληφθεί στην ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος του φυσικού προσώπου και θα φορολογηθεί στο τέλος του έτους (Δ12A 1049253 ΕΞ 17.3.2014 έγγραφό μας).

Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 42, και για μεταβίβαση ολόκληρης επιχείρησης, δηλαδή μεταβίβαση του συνόλου των μετοχών και μεριδίων ή μερίδων αυτής καθώς και για μεταβίβαση ατομικής επιχείρησης. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και όταν ο επιτηδευματίας μεταβιβάζει υποκατάστημα της ατομικής επιχείρησης.

Στη μεταβίβαση ατομικής επιχείρησης που τηρεί απλογραφικά βιβλία, ως τιμή πώλησης και κτήσης θα λαμβάνεται υπόψη το τίμημα που αναγράφεται στη σύμβαση μεταβίβασης. H τιμή κτήσης εάν δεν μπορεί να προσδιοριστεί, θα θεωρείται ότι είναι μηδενική.

Ειδικότερα και ενδεικτικά, στοιχεία της ατομικής επιχείρησης κατά το έτος μεταβίβασης και κατά το έτος έναρξης εργασιών, όπως πάγια της επιχείρησης, αποθέματα, απαιτήσεις, υποχρεώσεις κλπ., συμβάλλουν στην εκτίμηση του προσδιορισμού της αξίας πώλησης και κτήσης της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης, κατά τον έλεγχο από τη Φορολογική Αρχή. Η υπεραξία από τη μεταβίβαση ατομικής επιχείρησης, αφορά όχι την καθ’ αυτό πώληση των παγίων και εμπορευμάτων στο νέο ιδιοκτήτη καθόσον αυτά σε κάθε περίπτωση, αποτελούν ακαθάριστα έσοδα του μεταβιβάζοντος. Ευνόητο, ότι σε περίπτωση αποσβεσμένων πάγιων στοιχείων της επιχείρησης, ολόκληρο το τίμημα της πώλησης αποτελεί φορολογητέο έσοδο από επιχειρηματική δραστηριότητα. Η υπεραξία εν προκειμένω, αντιστοιχεί στην άυλη αξία αυτής, όπως αέρας, επωνυμία, σήμα, προνόμια, φήμη και πελατεία κ.λπ., και φορολογείται με συντελεστή 15%, ενώ δεν αφορά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.

Στην περίπτωση εισφοράς ημεδαπών ή αλλοδαπών τίτλων σε ημεδαπό νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα για την κάλυψη ή αύξηση κεφαλαίου του, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται υπόψη αυτή που προσδιορίζεται από την Εκτιμητική Επιτροπή του άρθρου 9 του κ.ν.2190/1920 ή το τίμημα που αναγράφεται στη σύμβαση μεταβίβασης, κατά περίπτωση. Όταν οι πιο πάνω τίτλοι εισφέρονται σε αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται υπόψη η ονομαστική αξία των τίτλων που λαμβάνει ο εισφέρων ως αντάλλαγμα.

Τέλος, επισημαίνεται ότι παράλληλα διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 2579/1998 και της παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 2703/1999 με τις οποίες επιβάλλεται φόρος 2%ο επί της αξίας των πωλούμενων μετοχών.

5. Με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 42 του ν.4172/2013, προσδιορίζεται η υπεραξία που αποκτά φυσικό πρόσωπο από τη μεταβίβαση ολόκληρης επιχείρησης ή τίτλων της παρ. 1 του άρθρου 42 και η οποία προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης που εισέπραξε και της τιμής κτήσης που κατέβαλε ο φορολογούμενος. Δαπάνες που συνδέονται άμεσα με την αγορά ή την πώληση τίτλων συμπεριλαμβάνονται στην αξία κτήσης ή πώλησης. Επομένως, έξοδα προμήθειας χρηματιστηριακών εταιρειών, μεταβιβαστικά έξοδα Ε.Χ.Α.Ε, έξοδα Χ.Α, φόρος χρηματιστηριακών συναλλαγών 2%, κλπ. διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα που προκύπτει από την πώληση των τίτλων.

Δηλαδή, αν φυσικό πρόσωπο αποκτήσει μετοχές καθαρής αξίας, βάσει πινακιδίου, 100 ευρώ και καταβάλει δαπάνες που συνδέονται με την αγορά τους συνολικού ποσού 20 ευρώ και στη συνέχεια πουλήσει τις ως άνω μετοχές έναντι 150 ευρώ και ταυτόχρονα επιβαρυνθεί με σχετικές δαπάνες ύψους 10 ευρώ, το τελικό πόσο της υπεραξίας επί του οποίου οφείλεται φόρος ανέρχεται στο ποσό των 20 ευρώ (140 ευρώ – 120 ευρώ).

Αναλυτικότερα, προκειμένου για τίτλους που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης συμπεριλαμβανομένης και της Εναλλακτικής Αγοράς του Χρηματιστηρίου Αθηνών (π.χ. μετοχές, ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα), οι τιμές κτήσης και πώλησης καθορίζονται από τα δικαιολογητικά έγγραφα συναλλαγών που εκδίδουν οι χρηματιστηριακές εταιρίες, τα πιστωτικά ιδρύματα ή οιοσδήποτε φορέας που διενεργεί συναλλαγές, κατά την ημέρα διακανονισμού της συναλλαγής.

Προκειμένου για μεταβιβάσεις τίτλων (μετοχών, μεριδίων ΕΠΕ, μερίδων προσωπικών εταιριών, κλπ.) μη εισηγμένων σε χρηματιστηριακή αγορά, ως τιμή πώλησης θα λαμβάνεται αυτή που δηλώνεται από τους συναλλασσόμενους και αναγράφεται στη σύμβαση μεταβίβασης η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από την αξία των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας που εκδίδει τους μεταβιβαζόμενους τίτλους κατά το χρόνο μεταβίβασης. Ως τιμή κτήσης, θα λαμβάνεται η χαμηλότερη μεταξύ αυτής που προσδιορίζεται με βάση την αξία των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας που εκδίδει τους μεταβιβαζόμενους τίτλους κατά το χρόνο απόκτησης των τίτλων και του τιμήματος που αναγράφεται στη σύμβαση μεταβίβασης, κατά το χρόνο απόκτησης των τίτλων.

Ως ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, θα λαμβάνονται τα ίδια κεφάλαια όπως αυτά εμφανίζονται στο τελευταίο πριν την ημερομηνία μεταβίβασης μηνιαίο ισοζύγιο της επιχείρησης. Τυχόν εγγραφές που έχουν γίνει μέχρι την ημερομηνία μεταβίβασης στους λογαριασμούς αυτούς λαμβάνονται υπόψη.

Για τον προσδιορισμό της τιμής κτήσης στις πιο πάνω περιπτώσεις λαμβάνονται υπόψη και οι εταιρικές πράξεις που έχουν λάβει χώρα μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης, όπως για παράδειγμα, τυχόν αυξήσεις ή μειώσεις κεφαλαίου ανεξάρτητα αν με αυτές μεταβάλλεται ο αριθμός ή η αξία των τίτλων, κλπ. Είναι αυτονόητο ότι σε περίπτωση δωρεάν χορήγησης μετοχών στους μετόχους λόγω αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών (αποθεματικό λόγω υπέρ το άρτιο έκδοση μετοχών, από φορολογημένα κέρδη, κλπ.), οι μετοχές αυτές θα επηρεάσουν την τιμή κτήσης των μετοχών και επομένως και την υπεραξία που θα προκύψει κατά την πώληση των μετοχών της υπόψη εταιρίας.

Ως ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων που τηρούν απλογραφικά βιβλία, θα λαμβάνονται τα κεφάλαια όπως προκύπτουν από το καταστατικό ίδρυσης της εταιρίας και τις τροποποιήσεις αυτού. Επίσης, θα λαμβάνονται υπόψη τυχόν αγορές παγίων, επιδοτήσεις οι οποίες δεν έχουν συμπεριληφθεί στην αξία κτήσης των παγίων και στην κάλυψη λοιπών δαπανών, καθώς και λοιπά στοιχεία που αποδεικνύουν την αύξηση του κεφαλαίου και για τα οποία η εταιρία δεν έχει προβεί σε τροποποίηση καταστατικού. Τα παραπάνω αποτελούν σε κάθε περίπτωση αντικείμενο ελέγχου της εκάστοτε αρμόδιας ελεγκτικής αρχής.

Εάν το φυσικό πρόσωπο έχει προβεί σε διαδοχικές αποκτήσεις τίτλων και στη συνέχεια μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος αυτών, ως τιμή κτήσης των πωλούμενων τίτλων λαμβάνεται η μέση τιμή κτήσης που προκύπτει από τη συνολική αξία κτήσης των τίτλων δια της συνολικής ποσότητας αυτών.

Στην περίπτωση που οι μεταβιβαζόμενοι τίτλοι της παρ. 1 του άρθρου 42 έχουν αποκτηθεί από κληρονομιά, δωρεά ή γονική παροχή, ως τιμή κτήσης των τίτλων αυτών, θα λαμβάνεται ο φόρος που καταβλήθηκε λόγω της αιτίας απόκτησης αυτών, καθόσον όλες οι δαπάνες, μεταξύ των οποίων και ο ως άνω φόρος, που συνδέονται με την αγορά των τίτλων και γενικότερα την απόκτηση αυτών συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 42, στην τιμή κτήσης των τίτλων.

Επισημαίνεται, ότι με την παρ.11 του άρθρου 88 του ν.4316/2014 και την αντίστοιχη τροποποίηση των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 4 του άρθρου 42 παύει να ισχύει η ΠΟΛ.1004/2.1.2014 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 1 Β’/2.1.2014) αναφορικά με τον προσδιορισμό της τιμής κτήσης κατά τη μεταβίβαση με επαχθή αιτία τίτλων από φυσικά πρόσωπα σε περίπτωση που οι τίτλοι έχουν αποκτηθεί πριν την 29.9.1999.

Για την καλύτερη κατανόηση των παραπάνω, παραθέτουμε τα ακόλουθα παραδείγματα:

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ

Παράδειγμα 1ο

Στις 5/2/2003 ιδρύθηκε Ο.Ε. με διπλογραφικά βιβλία και σύμφωνα με το καταστατικό ίδρυσης ο Α’ (φυσικό πρόσωπο) κατείχε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της εταιρείας συνολικού κεφαλαίου 1.000.000 ευρώ, το οποίο ταυτιζόταν με το ύψος των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας κατά το χρόνο αυτό.

Στις 10/8/2006 ο Α απέκτησε επιπλέον 30% της εταιρείας αντί του ποσού των 400.000 ευρώ, με αποτέλεσμα το ποσοστό του να διαμορφωθεί σε 50%, ενώ τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας ανέρχονταν σε 1.500.000 ευρώ.

Προκειμένου να υπολογίσουμε την υπεραξία βάσει του άρθρου 42 του Κ.Φ.Ε. στις παρακάτω περιπτώσεις προβαίνουμε στους ανάλογους υπολογισμούς ως κατωτέρω:

Α’ περίπτωση

Στις 20/4/2014 ο Α προέβη στην πώληση του μεριδίου του (50%) αντί του ποσού των 800.000 ευρώ ενώ τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας είχαν διαμορφωθεί σε 5.000.000 ευρώ.

Υπολογισμός υπεραξίας Α’ περίπτωσης:

-Αξία κτήσης του 50%

Ως αξία κτήσης του μεριδίου του 20% για τον Α κατά το έτος ίδρυσης λαμβάνεται το ποσό: 1.000.000 x 20% = 200.000 ευρώ.

Ως αξία κτήσης του ποσοστού 30% για τον Α λαμβάνεται η μικρότερη μεταξύ της τιμής που προκύπτει βάσει του συμφωνητικού της 10/8/2006 και βάσει των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας την ίδια ημερομηνία:
•Βάσει συμφωνητικού: 400.000 ευρώ
•Βάσει ιδίων κεφαλαίων: 1.500.000 x 30% = 450.000 ευρώ.

Ως αξία κτήσης του 30% λαμβάνεται το ποσό των 400.000 ευρώ. Συνολική αξία κτήσης του μεριδίου 50%: 200.000 + 400.000 = 600.000
ευρώ.

-Αξία πώλησης του 50%

Ως αξία πώλησης του 50% για τον Α λαμβάνεται η μεγαλύτερη μεταξύ της τιμής που προκύπτει βάσει του συμφωνητικού της 20/4/2014 και βάσει των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας την ίδια ημερομηνία:
•Βάσει συμφωνητικού: 800.000 ευρώ
•Βάσει ιδίων κεφαλαίων: 5.000.000 x 50% = 2.500.000 ευρώ.

Ως αξία πώλησης του 50% λαμβάνεται το ποσό των 2.500.000 ευρώ. -Υπεραξία

Συνεπώς, τελική υπεραξία: 2.500.000 – 600.000 = 1.900.000 και ο φόρος υπεραξίας που οφείλεται βάσει της ετήσιας δήλωσης φόρου εισοδήματος του Α’ είναι 1.900.000 x 15% = 285.000 ευρώ.

Β’ περίπτωση

Στις 20/4/2014 ο Α’ προέβη στην πώληση ποσοστού 20% της εταιρείας αντί του ποσού των 300.000 ευρώ, ενώ τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας είχαν διαμορφωθεί σε 5.000.000 ευρώ.

Υπολογισμός υπεραξίας Β’ περίπτωσης:

-Αξία κτήσης του 20%

Για τον προσδιορισμό της αξίας κτήσης του 20% λαμβάνεται υπόψη η μέση τιμή κτήσης του υπόψη ποσοστού, ως ακολούθως: 600.000 x 20/50=240.000 ευρώ.

– Αξία πώλησης του 20%

Ως αξία πώλησης του 20% για τον Α’ λαμβάνεται η μεγαλύτερη μεταξύ της τιμής που προκύπτει βάσει του συμφωνητικού της 20/4/2014 και βάσει των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας την ίδια ημερομηνία:
•Βάσει συμφωνητικού: 300.000 ευρώ
•Βάσει ιδίων κεφαλαίων: 5.000.000 x 20% = 1.000.000 ευρώ.

Ως αξία πώλησης του 20% λαμβάνεται το ποσό των 1.000.000 ευρώ.

-Υπεραξία

Συνεπώς, τελική υπεραξία: 1.000.000 – 240.000 = 760.000 και ο φόρος υπεραξίας που οφείλεται βάσει της ετήσιας δήλωσης φόρου εισοδήματος του Α είναι 760.000 x 15% = 114.000 ευρώ.

Παράδειγμα 2ο

Έστω ότι στο προηγούμενο παράδειγμα, στις 31.3.2010 έλαβε χώρα αύξηση κεφαλαίου της ομόρρυθμης εταιρείας κατά 500.000 ευρώ, η οποία καλύφθηκε και από τους δύο εταίρους. Τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας κατά το χρόνο εκείνο ανέρχονταν, μετά την αύξηση, σε 4.000.000 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, για τον υπολογισμό της τιμής κτήσης του μεταβιβαζόμενου ποσοστού 20% (περίπτωση β’ του προηγούμενου παραδείγματος), ισχύουν τα ακόλουθα:

Καταρχήν, το μέρος από την αύξηση κεφαλαίου που αντιστοιχεί στον εταίρο Α είναι 250.000 (500.000/2). Η τιμή κτήσης του ποσοστού του Α’ είναι η εξής: (600.000 + 250.000) = 850.000 ευρώ. Επομένως, η τιμή κτήσης των μεταβιβαζομένου ποσοστού 20% του Α’ είναι 850.000 Χ 20/50 = 340.000 ευρώ. Βάσει ιδίων κεφαλαίων, η τιμή κτήσης του ποσοστού 20% ανέρχεται σε 4.000.000 x 20% = 800.000 ευρώ. Επομένως, ως τιμή κτήσης λαμβάνεται το μικρότερο ποσό των 340.000 ευρώ.

Παράδειγμα 3ο

Στις 10/7/2008 ο Α (φυσικό πρόσωπο) απέκτησε 540 μετοχές (ποσοστό 50%) ανώνυμης εταιρείας μη εισηγμένης στο ΧΑ, ονομαστικής αξίας €100 έκαστη, αντί του ποσού των 64.800 ευρώ. Τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας κατά το χρόνο αυτό ανέρχονταν σε 270.000 ευρώ.

Στις 12/11/2010 η εταιρεία προέβη σε μείωση μετοχικού κεφαλαίου με μείωση του αριθμού των μετοχών και επιστροφή μετρητών στους μετόχους με αποτέλεσμα να καταβληθούν στον Α 14.000 ευρώ. Επομένως, οι μετοχές που κατείχε ο Α μειώθηκαν κατά 140 τεμάχια ονομαστικής αξίας €100 έκαστη. Τα ίδια κεφάλαια στο χρόνο αυτό ανέρχονταν σε 320.000 ευρώ.

Στις 13/5/2011 η εταιρεία προέβη σε μείωση μετοχικού κεφαλαίου με μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών σε €90 έκαστη. Τα ίδια κεφάλαια στο χρόνο αυτό ανέρχονταν σε 380.000 ευρώ.

Στις 20/5/2014 ο Α προέβη στην πώληση 300 μετοχών της εταιρείας αντί του ποσού των 50.000 ευρώ ενώ τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας διαμορφώθηκαν σε 500.000 ευρώ.

Προκειμένου να υπολογίσουμε την υπεραξία βάσει του άρθρου 42 του Κ.Φ.Ε. προβαίνουμε στους ανάλογους υπολογισμούς ως κατωτέρω: Υπολογισμός αξίας κτήσης

-Ως αξία κτήσης των 540 μετοχών για τον Α στις 10/7/2008 λαμβάνεται η μικρότερη μεταξύ της τιμής που προκύπτει βάσει του συμφωνητικού της 10/7/2008 και βάσει των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας την ίδια ημερομηνία:

•Βάσει συμφωνητικού: 64.800 ευρώ
•Βάσει ιδίων κεφαλαίων:
Αξία κτήσης κάθε μετοχής: 270.000 /1.080 (σύνολο μετοχών) = 250 ευρώ Αξία κτήσης 540 μετοχών: 540 x 250 = 135.000 ευρώ

Επομένως, ως αξία κτήσης των 540 μετοχών λαμβάνεται το ποσό των 64.800 ευρώ.

-Ως αξία των 140 μετοχών για τον Α στις 12/11/2010 λαμβάνεται η μικρότερη μεταξύ της αξίας που αντιστοιχεί στον αριθμό των μετοχών που επιστρέφεται και βάσει των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας την ίδια ημερομηνία:
•14.000 ευρώ (ονομαστική αξία 100 x αριθμός επιστραφέντων μετοχών 140)
•Βάσει ιδίων κεφαλαίων:
Αξία κάθε μετοχής: 320.000 / 800 (σύνολο μετοχών) = 400 ευρώ. Αξία 140 μετοχών: 140 x 400 = 56.000 ευρώ

Επομένως, ως αξία των 140 μετοχών λαμβάνεται το ποσό των 14.000
ευρώ.

-Η συναλλαγή που έλαβε χώρα στις 13/5/2011 είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας κτήσης των μετοχών που κατέχει ο Α, συνολικά 400 μετοχές x 10 = 4.000 ευρώ. Το ποσό αυτό συγκρίνεται με τη αξία βάσει ιδίων κεφαλαίων κατά το χρόνο εκείνο, ήτοι 380.000 / 800 (σύνολο μετοχών) = 475 ευρώ.
Αξία 400 μετοχών: 400 x 475 = 190.000 ευρώ

Επομένως, ως αξία των 400 μετοχών λαμβάνεται το ποσό των 4.000 ευρώ.

Συνολική αξία κτήσης των 400 μετοχών: 64.800 – 14.000 – 4.000 = 46.800 ευρώ.

Άρα αξία κτήσης κάθε μετοχής: 46.800/400 = 117 ευρώ Υπολογισμός αξίας πώλησης

Ως αξία πώλησης των 300 μετοχών για τον Α λαμβάνεται η μεγαλύτερη μεταξύ της τιμής που προκύπτει βάσει του συμφωνητικού της 20/5/2014 και βάσει των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας την ίδια ημερομηνία:
•Βάσει συμφωνητικού: 50.000 ευρώ
•Βάσει ιδίων κεφαλαίων:

Αξία πώλησης κάθε μετοχής: 500.000/800 (σύνολο μετοχών) = 625 ευρώ. Αξία πώλησης 300 μετοχών: 300 x 625 = 187.500 ευρώ

Επομένως, ως αξία πώλησης των 300 μετοχών λαμβάνεται το ποσό των 187.500 ευρώ.

Υπολογισμός υπεραξίας

Συνεπώς, τελική υπεραξία: 187.500 – 35.100 (117 x 300) = 152.400 και ο φόρος υπεραξίας που οφείλεται βάσει της ετήσιας δήλωσης φόρου εισοδήματος του Α είναι 152.400 x 15% = 22.860 ευρώ.

Διευκρινίζεται ότι για τον προσδιορισμό της υπεραξίας που αποκτά φυσικό πρόσωπο από τη μεταβίβαση εταιρικών ομολόγων, με την επιφύλαξη των αναφερομένων στην παρ. 2 iii της παρούσας, λαμβάνεται υπόψη η τιμή πώλησης και το κόστος απόκτησης, όπως αυτά δηλώνονται από τον μεταβιβάζοντα και προκύπτουν από τα δικαιολογητικά έγγραφα που εξέδωσε η εκδότρια εταιρία ή το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο ανατέθηκε η διαχείριση των ομολόγων αυτών.

Περαιτέρω και δεδομένου ότι οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 4172/2013 εφαρμόζονται και για μεταβιβάσεις μετοχών, μεριδίων ή μερίδων αλλοδαπών εταιριών, συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της υπεραξίας που αποκτά φυσικό πρόσωπο από τη μεταβίβαση των ως άνω τίτλων αφαιρείται το κόστος απόκτησής τους, όπως αυτό αναγράφεται στη σύμβαση μεταβίβασης κατά το χρόνο απόκτησης των τίτλων από τη συμφωνηθείσα αξία πώλησης.

6. Με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού, όπως αυτή ισχύει μετά τη τροποποίησή της με την παρ. 12 του άρθρου 88 του ν.4316/2014 ορίζεται ότι, στην περίπτωση που ο προσδιορισμός της υπεραξίας του άρθρου 42 που προκύπτει από μεταβιβάσεις από φυσικά πρόσωπα, μετοχών, μεριδίων σε Ε.Π.Ε. ή μερίδων σε προσωπικές εταιρίες, κρατικών ομολόγων, εταιρικών ομολόγων και εντόκων γραμματίων, καταλήγει σε αρνητικό ποσό, το αρνητικό αυτό ποσό μεταφέρεται για τα επόμενα πέντε (5) έτη και συμψηφίζεται μόνο με μελλοντικά κέρδη υπεραξίας που προκύπτουν αποκλειστικά από τη μεταβίβαση των παραπάνω τίτλων. Επισημαίνεται, ότι για τον προσδιορισμό του τελικού αποτελέσματος (κέρδος ή ζημίας) από τις ως άνω μεταβιβάσεις λαμβάνεται το αλγεβρικό άθροισμα των πράξεων (συναλλαγών) που φορολογούνται βάσει της παρ.1 του άρθρου 42 και έχουν λάβει χώρα εντός του ίδιου φορολογικού έτους, όλων των κατηγοριών των τίτλων της παραγράφου 1.

7. Όσον αφορά το εισόδημα που προκύπτει από τη μεταβίβαση τίτλων της παρ. 1 του άρθρου 42 από φυσικό πρόσωπο που δεν έχει τη φορολογική του κατοικία στην Ελλάδα, έχουν εφαρμογή τα ακόλουθα:

α) Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν.4172/2013 ορίζεται, ότι ο φορολογούμενος που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπόκειται σε φόρο για το φορολογητέο εισόδημά του που προκύπτει στην Ελλάδα και αποκτάται μέσα σε ορισμένο φορολογικό έτος.

β) Επίσης, με τις διατάξεις της περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 5 του ίδιου νόμου ορίζεται, ότι εισόδημα που προκύπτει στην ημεδαπή είναι το εισόδημα από την πώληση ολόκληρης επιχείρησης, εταιρικών μεριδίων ή ποσοστών συμμετοχής, μετοχών, εισηγμένων ή μη ομολόγων και παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων, εφόσον οι παραπάνω τίτλοι έχουν εκδοθεί από ημεδαπή επιχείρηση.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το εισόδημα που αποκτούν τα πιο πάνω πρόσωπα από τη μεταβίβαση τίτλων που έχουν εκδοθεί από ημεδαπή επιχείρηση, υπόκειται σε φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 3 και της περ. θ’ της παρ.1 του άρθρου 5, ως εισόδημα από πηγή Ελλάδος, με συντελεστή 15%.

Το εισόδημα αυτό θα συμπεριληφθεί στην ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους στο οποίο έλαβε χώρα η μεταβίβαση των τίτλων στις προθεσμίες που ορίζονται για τα φυσικά πρόσωπα με βάση τις διατάξεις του άρθρου 67, σε ανάλογο κωδικό που θα προβλεφθεί.

Ειδικά για τα φυσικά πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος που περιλαμβάνεται στα μη συνεργάσιμα κράτη με βάση το άρθρο 65 του ν.4172/2013, η δήλωση φορολογίας εισοδήματος, όπου συμπεριλαμβάνεται το υπόψη εισόδημα, υποβάλλεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. πριν από την οποιαδήποτε μεταβίβαση και ο φόρος καταβάλλεται εφάπαξ, με βάση την υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’εφαρμογή της παρ.7 του άρθρου 67 του ν.4172/2013.

Για τη διαδικασία και τα δικαιολογητικά απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ) θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που ορίζεται με βάση τις ΠΟΛ.1283/2013 και ΠΟΛ.1006/2013 Αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων των άρθρων 8 και 10 του ν.4174/2014.

Επισημαίνεται, ότι όταν ο δικαιούχος φυσικό πρόσωπο είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος με το οποίο η Ελλάδα έχει συνάψει σύμβαση αποφυγής διπλής φορολογίας, το εισόδημα που προκύπτει από την υπεραξία μεταβίβασης των τίτλων αυτών απαλλάσσεται του φόρου εισοδήματος με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 42 του ν. 4172/2013, με την προϋπόθεση ότι υποβάλλονται τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν τη φορολογική του κατοικία. Η φορολογική κατοικία στην περίπτωση αυτή αποδεικνύεται με πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας με βάση τα οριζόμενα στην οικεία ΣΑΔΦ. Διευκρινίζεται ότι τα εν λόγω πρόσωπα δεν υποχρεούνται σε απόκτηση ελληνικού Α.Φ.Μ. και δεν απαιτείται να υποβάλλουν μηδενική δήλωση από την αιτία αυτή.

Περαιτέρω, το πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας το οποίο τεκμηριώνει την απαλλαγή τους, απαιτείται να έχει κατατεθεί στο θεματοφύλακα του εν λόγω προσώπου, καθόσον ο τελευταίος θα είναι υπόχρεος για την απόδειξη της φορολογικής απαλλαγής έναντι της φορολογικής αρχής.

8.Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 42 ορίζεται ότι τα κεφαλαιακά κέρδη που αποκτούν φυσικά πρόσωπα και προκύπτουν από την ανταλλαγή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου με άλλους τίτλους κατ’ εφαρμογή του προγράμματος συμμετοχής στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους απαλλάσσονται από το φόρο και δεν έχουν υποχρέωση υποβολής δήλωσης φόρου εισοδήματος, εκτός αν έχουν τέτοια υποχρέωση από άλλη αιτία. Τα παραπάνω ισχύουν και για τους κατοίκους αλλοδαπής και συνεπώς παρέλκει η αναφορά στις ΣΑΔΦ.

9.Όσον αφορά στον προσδιορισμό του εισοδήματος από μεταβίβαση τίτλων που αποκτούν τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες του άρθρου 45, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που δεν έχουν τη φορολογική τους κατοικία στην ημεδαπή αλλά διατηρούν μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα μας, λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα (υπεραξία) που προκύπτει με βάση τα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης και τα αντίστοιχα παραστατικά, καθόσον σε κάθε περίπτωση τα έσοδα που αποκτούν τα εν λόγω νομικά πρόσωπα θεωρούνται έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολογούνται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 58 ή 29, κατά περίπτωση.
Στην έννοια της μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα αλλοδαπού νομικού προσώπου προκειμένου για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών περιλαμβάνονται και τα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ασκούν δραστηριότητα στην Ελλάδα μέσω γραφείου, παραρτήματος, κλπ (π.χ αλλοδαπά εκπαιδευτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην ημεδαπή).

Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω, μη διακρίνοντος του νόμου, έχουν εφαρμογή και για μεταβιβάσεις μετοχών και άλλων κινητών αξιών εισηγμένων σε χρηματιστηριακή αγορά, ανεξάρτητα του χρόνου απόκτησής τους και του ποσοστού συμμετοχής.

Ειδικότερα, για τον προσδιορισμό της υπεραξίας από τα ως άνω νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, από την συμφωνηθείσα αξία πώλησης αφαιρείται η τιμή κτήσης. Ως τιμή κτήσης λαμβάνεται αυτή που προκύπτει μετά την αποτίμηση και η οποία εμφανίζεται στα βιβλία της επιχείρησης κατά την 31.12.2013 προκειμένου για μεταβιβάσεις που πραγματοποιήθηκαν εντός του φορολογικού έτους 2014, καθόσον η ζημία από την αποτίμηση έχει αναγνωρισθεί για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης με βάση τα οριζόμενα στην παρ. 12 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 (ΠΟΛ. 1264/2014). Για μεταβιβάσεις τίτλων που θα λάβουν χώρα μετά την 1.1.2015 και οι οποίοι έχουν αποκτηθεί πριν την 31.12.2013, ως τιμή κτήσης θα ληφθεί υπόψη η ίδια ως άνω αξία (αυτή που εμφανίζεται στα βιβλία κατά την 31.12.2013), δεδομένου ότι η ζημία που προκύπτει από αποτίμηση τίτλων από 1.1.2014 και μετά δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων με βάση τις διατάξεις της περ. β’ του άρθρου 22 του ν.4172/2013, καθόσον δεν αντιστοιχεί σε πραγματική συναλλαγή. Επισημαίνεται ότι για τίτλους που αποκτώνται από την 1.1.2014 και μετά, ως τιμή κτήσης για τον προσδιορισμό της υπεραξίας κατά τη μεταβίβασή τους λαμβάνεται υπόψη η αρχική τιμή κτήσης τους χωρίς τις μεταγενέστερες αποτιμήσεις τους.

Όταν τα νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες τηρούν απλογραφικά βιβλία, για τον προσδιορισμό της υπεραξίας (κέρδους) που προκύπτει από τη μεταβίβαση των τίτλων που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους, από την συμφωνηθείσα αξία πώλησης των τίτλων αυτών αφαιρείται η αρχική τιμή κτήσης, όπως αυτή προκύπτει από τα τηρούμενα παραστατικά.

Επίσης, στις περιπτώσεις νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων που δεν τηρούν βιβλία (π.χ. νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα) όταν το κόστος κτήσης δεν μπορεί να προσδιορισθεί λόγω έλλειψης νομίμων παραστατικών, αυτό θεωρείται ότι είναι μηδενικό.

Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 4 της παρούσας, σχετικά με την εισφορά τίτλων, θα έχουν εφαρμογή και για τους δικαιούχους της παραγράφου αυτής.

Σε περίπτωση που νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες του άρθρου 45 κατά το στάδιο της εκκαθάρισης προβούν σε αυτούσια διανομή τίτλων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 42 στους μετόχους ή εταίρους τους, εφόσον η αυτούσια διανομή αυτή προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις, η διανομή αυτή ισοδυναμεί με πώληση και η υπεραξία φορολογείται στο όνομα του υπό εκκαθάριση νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας.

Τέλος, στην περίπτωση που οι μεταβιβαζόμενοι τίτλοι της παρ. 1 του άρθρου 42 έχουν αποκτηθεί από κληρονομιά, δωρεά ή γονική παροχή, ως τιμή κτήσης των τίτλων αυτών, θα λαμβάνεται ο φόρος που καταβλήθηκε λόγω της αιτίας απόκτησης αυτών, καθόσον όλες οι δαπάνες, μεταξύ των οποίων και ο ως άνω φόρος, που συνδέονται με την αγορά των τίτλων και γενικότερα την απόκτηση αυτών συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 42, στην τιμή κτήσης των τίτλων.

Ειδικά για μεταβιβάσεις τίτλων του άρθρου αυτού που πραγματοποιούνται μεταξύ ημεδαπής επιχείρησης και επιχειρήσεων συνδεδεμένων με αυτή, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν.4172/2013.

Επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση που το αποτέλεσμα από τη μεταβίβαση των τίτλων είναι ζημιογόνο, η υπόψη ζημία αναγνωρίζεται φορολογικά, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 27 του ν.4172/2013. Αν η ζημία προκύπτει από τη μεταβίβαση τίτλων αλλοδαπής προέλευσης, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου και νόμου, δηλαδή δεν αναγνωρίζεται, πλην όμως μπορεί να συμψηφισθεί με εισόδημα που προκύπτει από άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε ή του Ε.Ο.Χ. με βάση τις προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής.

Για την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος των υπόψη νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 68 του ν.4172/2013, ως εκ τούτου κατά το χρόνο που πραγματοποιείται η μεταβίβαση των τίτλων δεν απαιτείται η υποβολή δήλωσης, καθώς το αντίστοιχο εισόδημα θα συμπεριληφθεί στην ετήσια δήλωση του φορολογικού έτους στο οποίο έλαβε χώρα η μεταβίβαση των τίτλων.

10. Αναφορικά με τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες που δεν έχουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα και δεδομένου ότι με βάση τις διατάξεις της περιπτ. ε’ του άρθρου 5 εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα που προκύπτει στην ημεδαπή είναι μόνο αυτό που ασκείται μέσω μόνιμης εγκατάστασης συνάγεται, ότι το υπόψη εισόδημα (από μεταβίβαση τίτλων) που αποκτούν φορολογείται στην Ελλάδα μόνο όταν διατηρούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και το προϊόν της μεταβίβασης μπορεί να αποδοθεί στην μόνιμη εγκατάσταση.

Επισημαίνεται, ότι εφόσον, με βάση τις διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας παρέχεται απαλλαγή του αντίστοιχου εισοδήματος, δεν απαιτείται και η υποβολή μηδενικής δήλωσης. Ως εκ τούτου, η διάταξη της παρ.6 του άρθρου 47 του ν.4172/2013 που προστέθηκε με την περιπτ. 10 της υποπαραγράφου Δ.1 της παραγράφου Δ, του άρθρου πρώτο του ν.4254/2014 (ΦΕΚ Α’ 85) πλεονάζει.

Επίσης, κατά την απορρόφηση εταιρείας κατά τις διατάξεις του άρθρου 54, η οποία έχει στην κυριότητά της τίτλους (μερίδια ή μετοχές) ημεδαπής εταιρείας, από άλλη εταιρεία, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 42 καθόσον, η συγχώνευση δεν συνεπάγεται κατά το χρόνο της συγχώνευσης καμία φορολογία των υπεραξιών σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 54.

11.Επιπλέον, με βάση τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 47 του ν.4172/2013, οι οποίες προστέθηκαν με την περ. 10 της υποπαρ. Δ1 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του ν.4254/2014, η απαλλαγή που προβλέπεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 42 για τα κεφαλαιακά κέρδη που αποκτούν φυσικά πρόσωπα και προκύπτουν από την ανταλλαγή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου με άλλους τίτλους κατ’ εφαρμογή του προγράμματος συμμετοχής στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους εφαρμόζεται ανάλογα και για τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες του άρθρου 45 του ν.4172/2013.

Ειδικά για τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες που δεν έχουν τη φορολογική τους κατοικία και δεν διατηρούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, εφόσον με βάση τις διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας παρέχεται απαλλαγή του πιο πάνω εισοδήματος, παρέλκει η αναφορά στις ΣΑΔΦ και περαιτέρω δεν απαιτείται η υποβολή μηδενικής δήλωσης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των αναφερομένων στην παράγραφο 7 της παρούσας.

Τέλος, επισημαίνεται ότι από το φόρο εισοδήματος απαλλάσσεται και η υπεραξία που προκύπτει από τη μεταβίβαση ημεδαπών εταιρικών ομολόγων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ.1 του άρθρου 14 του ν.3156/2003, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των όσων αναφέρθηκαν στην παράγραφο 2iii της παρούσας.

12.Τα ανωτέρω εφαρμόζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013, για μεταβιβάσεις μετοχών, μεριδίων, ομολόγων, παραγώγων και ολόκληρης επιχείρησης που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά.
Επισημαίνεται ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει καταρτιστεί σύμβαση μεταβίβασης τίτλων μέχρι την 31.12.2013 και δεν έχει υποβληθεί η δήλωση φόρου υπεραξίας, με αντίστοιχη καταβολή φόρου όπως προέβλεπαν οι προϊσχύουσες διατάξεις του άρθρου 13 του ν.2238/1994, η εν λόγω μεταβίβαση θεωρείται ότι δεν έχει ολοκληρωθεί και συνεπώς, η διαδικασία μεταβίβασης και η καταβολή του φόρου θα πρέπει να πραγματοποιηθούν με βάση τα προβλεπόμενα στην παρούσα εγκύκλιο.

Αντίθετα, για μεταβιβάσεις τίτλων που έχουν λάβει χώρα μέχρι την 31.12.2013 όπου έχει συμφωνηθεί, πέρα από την καταβολή συγκεκριμένου ποσού, και η καταβολή στο μέλλον ενός επιπλέον ποσού το οποίο όμως συνδέεται με την πλήρωση κάποιας αίρεσης (π.χ. επιδίκαση κάποιας αποζημίωσης υπέρ της εταιρείας της οποίας μεταβιβάσθηκαν οι μετοχές κ.λπ.), για τον επιπλέον ποσό του φόρου που οφείλεται εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 13 του ν.2238/1994, καθόσον η μεταβίβαση θεωρείται ότι έχει λάβει χώρα πριν την 1.1.2014.

Επίσης, σε περίπτωση μεταβίβασης τίτλων από οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, για τις οποίες συμφωνείται τμηματική καταβολή του τιμήματος σε επόμενα φορολογικά έτη, η προκύπτουσα υπεραξία φορολογείται κατά το φορολογικό έτος που λαμβάνει χώρα η μεταβίβαση των τίτλων, ανεξάρτητα από το χρόνο καταβολής του τιμήματος.

Τέλος και δεδομένου ότι με τις διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 ορίζεται ότι οι διατάξεις που διέπουν τη φορολογία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων και των συνδεόμενων φυσικών προσώπων μόνο σε σχέση με το εισόδημα που απορρέει από τις επιχειρήσεις αυτές δεν θίγονται από τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, συνάγεται ότι η υπεραξία που προκύπτει από τη μεταβίβαση μετοχών ναυτικής πλοιοκτήτριας εταιρείας απαλλάσσεται της φορολογίας εισοδήματος, καθόσον θεωρείται εισόδημα που αποκτάται από το μέτοχο στα πλαίσια εκμετάλλευσης του πλοίου και με την επιβολή του φόρου του ν. 27/1975 στην πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρεία εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος (σχετική η αριθ. 39/1998 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. που έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Οικονομικών).

Ακριβές Αντίγραφο
Η Προϊσταμένη του Αυτοτελούς Tμήματος Διοίκησης

Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΑΒΒΑΙΔΟΥ

Φορολογική μεταχείριση των Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής (ΝΕΠΑ) του Ν.3182/2003 959/79

Φορολογική μεταχείριση των Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής (ΝΕΠΑ) του Ν.3182/2003

1072765/Δ12/Β/8.5.2014

Απαντώντας σε σχετικό έγγραφο, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 37 του Ν.3182/2003 ορίζεται, ότι οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Ν.27/1975 εφαρμόζονται και για τη Ναυτιλιακή Εταιρεία Πλοίων Αναψυχής (ΝΕΠΑ), εφόσον είναι πλοιοκτήτρια, καθώς και τους μετόχους αυτής.
2. Περαιτέρω με τις διατάξεις της περ. ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 103 του Ν.2238/1994 οριζόταν ότι απαλλάσσονται από τον φόρο τα κέρδη από την εκμετάλλευση πλοίων υπό ελληνική σημαία, που αποκτώνται από ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, ημεδαπές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, ζωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, συνεταιρισμούς ή ενώσεις συνεταιρισμών, τα οποία υπόκεινται στον ειδικό φόρο για τα πλοία, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά.
3. Εξάλλου, με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν.3842/2010 ορίζεται, ότι καταργούνται οι απαλλαγές από το φόρο εισοδήματος που προβλέπονταν με γενικές διατάξεις ή ειδικές διατάξεις όλων των νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που προβλέπονταν στο άρθρο 101 του ΚΦΕ, με εξαίρεση μεταξύ άλλων των απαλλαγών που προβλέπονταν στο άρθρο 103 του ΚΦΕ.
4. Εξάλλου, με τις διατάξεις της παρ. 13 του άρθρου 21 του Ν.3943/2011, προστέθηκε νέα υποπερ. ξξ’ στο άρθρο 12 του Ν.3842/2010, με βάση τις οποίες ορίζεται, ότι διατηρούνται σε ισχύ οι απαλλαγές από το φόρο εισοδήματος που προβλέπονται από τα άρθρα 25 και 26 του Ν.27/1975.
5. Η υπηρεσία μας, με το υπ’ αριθ. πρωτ: 1091024/Δ12/Β/14.8.2012 έγγραφό της, διευκρίνισε, ότι μετά την ψήφιση των διατάξεων του άρθρου 12 του Ν.3842/2010, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με τον Ν.3943/2011, διατηρούνται σε ισχύ μόνο οι απαλλαγές από το φόρο εισοδήματος των ναυτικών εταιρειών του Ν.959/1979, ενώ αντίθετα καταργούνται οι απαλλαγές από το φόρο εισοδήματος των ΝΕΠΑ του Ν.3182/2003 καθόσον οι διατάξεις που διέπουν τις ΝΕΠΑ αν και παραπέμπουν στο άρθρο 2 του Ν.27/1975, όπως και οι αντίστοιχες του Ν.959/1979, δεν κάνουν καμία αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 26 του Ν.27/1975, οι οποίες, κατά ρητή διατύπωση του νόμου, έχουν διατηρηθεί σε ισχύ.
6. Η πιο πάνω θέση της διοίκησης, αφορούσε όμως μόνο τις ΝΕΠΑ που διαχειρίζονται ή εκμεταλλεύονται πλοία αναψυχής που ανήκουν σε τρίτους καθόσον για τις πλοιοκτήτριες ΝΕΠΑ, δεδομένου ότι κατά ρητή αναφορά των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 37 του Ν.3182/2003 υπόκεινται στον ειδικό φόρο για τα πλοία, εξακολουθούν και μετά την ψήφιση των διατάξεων του άρθρου 12 του Ν.3842/2010 να απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 103 του Ν.2238/1994.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και μετά την ψήφιση των διατάξεων του Ν.4172/2013 καθόσον με βάση τις διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 72 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι οι διατάξεις που διέπουν τη φορολογία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων και των συνδεδεμένων φυσικών προσώπων μόνο σε σχέση με το εισόδημα που απορρέει από τις επιχειρήσεις αυτές δεν θίγονται από τις διατάζεις του κώδικα αυτού.

Αριθ. πρωτ.: Δ12 1168638 ΕΞ 2014/18.12.2014 Φορολογική μεταχείριση της παρεχόμενης μείωσης των διδάκτρων για τα παιδιά των εργαζόμενων, διευθυντών, διαχειριστών και μελών διοίκησης ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων

Αριθ. πρωτ.: Δ12 1168638 ΕΞ 2014/18.12.2014
Φορολογική μεταχείριση της παρεχόμενης μείωσης των διδάκτρων για τα παιδιά των εργαζόμενων, διευθυντών, διαχειριστών και μελών διοίκησης ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων

Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος

Αθήνα, 18 Δεκεμβρίου 2014
Αριθ. Πρωτ.: Δ12 1168638 ΕΞ 2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α’ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Τ.Κ. : 101 84 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες :
Τηλέφωνο : 210 3375315-7
FAX : 210 3375001

ΘΕΜΑ: Φορολογική μεταχείριση της παρεχόμενης μείωσης των διδάκτρων για τα παιδιά των εργαζόμενων, διευθυντών, διαχειριστών και μελών διοίκησης ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων.

Σε συνέχεια αιτημάτων που υποβλήθηκαν στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το παραπάνω θέμα, σας πληροφορούμε τα εξής:

1. Με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 13 του ν.4172/2013 ορίζεται, ότι με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2, 3, 4 και 5 οποιεσδήποτε παροχές σε είδος που λαμβάνει ένας εργαζόμενος ή συγγενικό πρόσωπο αυτού συνυπολογίζονται στο φορολογητέο εισόδημά του στην αγοραία αξία τους, εφόσον η συνολική αξία των παροχών σε είδος υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ ανά φορολογικό έτος.

2. Βάσει των ανωτέρω, με την ΠΟΛ.1219/6.10.2014 διαταγή διευκρινίστηκε, ότι στις παροχές σε είδος στους εργαζόμενους και στα συγγενικά τους πρόσωπα που υπερβαίνουν τα 300 ευρώ ανά φορολογικό έτος και συνεπώς προσαυξάνουν το φορολογητέο εισόδημα των εργαζόμενων περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και το όφελος που προκύπτει για τους εργαζόμενους, διευθυντές, διαχειριστές και μέλη διοίκησης ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων εξαιτίας της δωρεάν φοίτησης ή της φοίτησης με μειωμένα δίδακτρα σε αυτά των τέκνων τους, με εξαίρεση τις υποτροφίες που χορηγούνται από τα εν λόγω εκπαιδευτήρια.

3. Τα ιδιωτικά σχολεία, στην πλειονότητά τους, δεν εφαρμόζουν ενιαία τιμολογιακή πολιτική για το σύνολο των πελατών τους. Ειδική τιμολογιακή πολιτική είναι, για παράδειγμα, η παρεχόμενη μείωση στα δίδακτρα ή η χορήγηση έκπτωσης προς γονείς – πελάτες, ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων που ο κάθε γονέας στέλνει προς φοίτηση στο ίδιο ιδιωτικό σχολείο ή και ανάλογα με τον αριθμό των σχολικών ετών που εξακολουθεί να φοιτά στο ίδιο ιδιωτικό σχολείο το τέκνο. Έτσι, γονέας που και τα δύο παιδιά του φοιτούν στο ίδιο ιδιωτικό σχολείο έχει μεγαλύτερη έκπτωση ή μεγαλύτερη μείωση στα δίδακτρα σε σύγκριση με άλλο γονέα του οποίου μόνο ένα παιδί φοιτά στο ως άνω ιδιωτικό σχολείο.

4. Στις προαναφερόμενες ειδικές τιμολογιακές πολιτικές που εφαρμόζουν τα ιδιωτικά σχολεία συμπεριλαμβάνεται και η μείωση των διδάκτρων ή η δωρεάν φοίτηση για τα παιδιά εργαζόμενων, διευθυντών, διαχειριστών και μελών διοίκησης αυτών. Η παρεχόμενη αυτή μείωση εξυπηρετεί τις ανάγκες της επιχείρησης (ιδιωτικού σχολείου) καθόσον αποτελεί κίνητρο για τους εργαζόμενους ή διοικούντες αυτό, δεσμεύοντάς τους κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μακροχρόνια συνεργασία αλλά και ενισχύοντας την απόδοση του έργου τους.

5. Κατόπιν των ανωτέρω γίνεται δεκτό, ότι η παροχή της δωρεάν φοίτησης ή της φοίτησης με μειωμένα δίδακτρα για παιδιά εργαζόμενων, διευθυντών, διαχειριστών ή μελών της διοίκησης εξυπηρετεί τις ανάγκες της επιχείρησης (ιδιωτικού σχολείου) και συνεπώς δεν καταλαμβάνεται από τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν.4172/2013, δεν θεωρείται παροχή σε είδος και κατά συνέπεια ούτε και εισόδημα από μισθωτή εργασία για τους δικαιούχους.

Τέλος, η τυχόν έκπτωση που παρέχεται στα δίδακτρα για εργαζόμενους και τα λοιπά στην παρούσα αναφερόμενα πρόσωπα πέραν αυτής που προβλέπεται από τις συγκεκριμένες τιμολογιακές πολιτικές που ακολουθεί για αυτούς το ιδιωτικό σχολείο, αποτελεί παροχή σε είδος και συνεπώς και εισόδημα από μισθωτή εργασία για τους δικαιούχους.

ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΑΙΚ. ΣΑΒΒΑΪΔΟΥ

Αρ. πρωτ.: Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. 301/9.1.2015 Περί του υπολογισμού ή της απαλλαγής της δαπάνης των καυσίμων και διοδίων από το φορολογητέο εισόδημα που προκύπτει λόγω παραχώρησης εταιρικού οχήματος

Αρ. πρωτ.: Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. 301/9.1.2015
Περί του υπολογισμού ή της απαλλαγής της δαπάνης των καυσίμων και διοδίων από το φορολογητέο εισόδημα που προκύπτει λόγω παραχώρησης εταιρικού οχήματος

Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος
Μαρούσι, 09-01-2015
Αρ. Πρωτ.: Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. 301/09-01-2015

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜAΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.)
ΚΗΦΙΣΙΑΣ 32, 151 25 ΜΑΡΟΥΣΙ

ΤΗΛ: 210-6801052 FAX: 210-6834039
Πληροφορίες: Βασίλειος Ιατρίδης

ΘΕΜΑ: ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ Η’ ΤΗΣ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΤΗΣ ΔΑΠΑΝΗΣ ΤΩΝ ΚΑΥΣΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΔΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΡΟΛΟΓΗΤΕΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΛΟΓΩ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ ΕΤΑΙΡΙΚΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ.

ΣΧΕΤ.: ΤΟ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. ΠΡΩΤ. Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. 33729/11-12-2014 ΕΓΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΟΜΟΡΡΥΘΜΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «…………».

Σε απάντηση του ως άνω εγγράφου σας, σας γνωρίζουμε τα κάτωθι:

1. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του Ν. 4172/2013, «…οποιεσδήποτε παροχές σε είδος που λαμβάνει ένας εργαζόμενος ή συγγενικό πρόσωπο αυτού συνυπολογίζονται στο φορολογητέο εισόδημά του στην αγοραία αξία τους, εφόσον η συνολική αξία των παροχών σε είδος υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ ανά φορολογικό έτος.».

2. Περαιτέρω, με την παράγραφο 2 του άρθρου 13 του Ν. 4172/2013 ορίζεται ότι: «Η αγοραία αξία της παραχώρησης ενός οχήματος σε εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα ενός φορολογικού έτους, υπολογίζεται σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) του κόστους του οχήματος που εγγράφεται ως δαπάνη στα βιβλία του εργοδότη με τη μορφή της απόσβεσης περιλαμβανομένων των τελών κυκλοφορίας, επισκευών, συντηρήσεων, καθώς και του σχετικού χρηματοδοτικού κόστους που αντιστοιχεί στην αγορά του οχήματος ή του μισθώματος. Σε περίπτωση που το κόστος είναι μηδενικό, η αγοραία αξία της παραχώρησης ορίζεται σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) της μέσης δαπάνης ή απόσβεσης κατά τα τελευταία τρία (3) έτη.».

3. Προκειμένου για τη διευκρίνιση και ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε., εξεδόθη από τη Διεύθυνση Φορολογίας Εισοδήματος του Υπουργείου Οικονομικών, η ΠΟΛ.1219/6.10.2014. Με την παράγραφο 2 της εν λόγω ΠΟΛ. επισημαίνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Με την παράγραφο 2 του άρθρου 13 του Ν. 4172/2013 ορίζεται ότι παροχή σε είδος αποτελεί και η αγοραία αξία παραχώρησης εταιρικού οχήματος σε εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του φορολογικού έτους, η οποία αποτιμάται σε ποσοστό 30% του κόστους των αποσβέσεων, των τελών κυκλοφορίας, του κόστους των επισκευών και συντηρήσεων καθώς και του χρηματοδοτικού κόστους αγοράς ή μίσθωσης, όπως αυτά προκύπτουν από τις εγγραφές στα βιβλία της επιχείρησης. Τα ποσά αυτά φορολογούνται σαν εισόδημα από μισθωτή εργασία. Όταν το ανωτέρω κόστος είναι μηδέν, η παροχή αυτή αποτιμάται σε ποσοστό 30% της μέσης δαπάνης ή απόσβεσης κατά τα τελευταία τρία έτη.

Επισημαίνεται ότι οι λοιπές δαπάνες που αφορούν τα υπόψη οχήματα (καύσιμα, διόδια κλπ) δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας του παραχωρούμενου εταιρικού οχήματος…». Επιπλέον, με την ίδια ΠΟΛ. (περιπτώσεις α’-στ’ της παραγράφου 2) ορίσθηκαν περιπτώσεις παροχής οχημάτων, οι οποίες δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Ν. 4172/2013, ώστε να μην υπάρχουν αποκλίσεις από το σκεπτικό σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε.) επί του θιγόμενου ζητήματος.

4. Εξ άλλης όψεως, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.) προκύπτει ότι, «Οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι είναι δεσμευτικές για τη Φορολογική Διοίκηση, έως ότου ανακληθούν ρητά ή τροποποιηθούν, λόγω αλλαγής της νομοθεσίας.».

5. Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται ότι το περιεχόμενο της ΠΟΛ.1219/6.10.2014 είναι δεσμευτικό για την υπηρεσία μας και τους υπηρετούντες σε αυτήν φορολογικούς ελεγκτές βεβαίωσης, εφόσον μέχρι σήμερα, δεν έχει ρητώς ανακληθεί και δεν έχει επέλθει ουδεμία τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας.

6. Επομένως, αναφορικά με το ερώτημα που μας ετέθη, η θέση της υπηρεσίας μας είναι ότι για τον υπολογισμό των παροχών σε είδος λόγω παραχώρησης εταιρικού οχήματος (αποτίμηση αγοραίας αξίας) σε εργαζόμενο, εταίρο ή μέτοχο, δεν θα λάβετε υπόψη τις δαπάνες καυσίμων και διοδίων. Εντούτοις, υπογραμμίζεται ότι οι εν λόγω δαπάνες θα εξετασθούν ως προς την παραγωγικότητά τους και κατ’ επέκταση, ως προς την ανάγκη αναμόρφωσής τους ή μη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 22 και 23 του Ν. 4172/2013.

7. Πέραν των ανωτέρω, για περαιτέρω πληροφορίες ή/και διευκρινίσεις, σας συστήνουμε να απευθυνθείτε στη Διεύθυνση Φορολογίας Εισοδήματος του Υπουργείου Οικονομικών, ως ούσα πλέον αρμόδια ημών για την ερμηνεία των διατάξεων του Ν. 4172/2013 (Κ.Φ.Ε.).

8. Τέλος, σας καλούμε να λάβετε υπ’ όψιν σας, ότι τα προεκτεθέντα τελούν υπό την επιφύλαξη των ορισθέντων στην παράγραφο 4 του άρθρου 9 του Ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.).

Η Διευθύντρια του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.)
Μαριάνθη Χ. Πανταζοπούλου
Εφοριακός ΠΕ/Β3

ΠΟΛ.1261/22.12.2014 Διευκρινίσεις για την ορθή εφαρμογή της παραγράφου 15 του άρθρου 72 του ν.4172/2013 (ΚΦΕ)

ΠΟΛ.1261/22.12.2014
Διευκρινίσεις για την ορθή εφαρμογή της παραγράφου 15 του άρθρου 72 του ν.4172/2013 (ΚΦΕ)

Κατηγορία: Φορολογία Εισοδήματος

Αθήνα, 22 Δεκεμβρίου 2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Α’ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ: Β’

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10   
Ταχ. Κώδ.: 101 84 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες:
Τηλέφωνο: 210 – 3375312 ΦΑΞ: 210 – 3375001

ΠΟΛ 1261/2014

Θέμα: Διευκρινίσεις για την ορθή εφαρμογή της παραγράφου 15 του άρθρου 72 του ν.4172/2013 (ΚΦΕ)

Στην παράγραφο 15 του άρθρου 72 ν. 4172/2013 ορίζεται ότι «οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 4 του παρόντος Κώδικα δεν εφαρμόζονται για τις εταιρείες που έχουν συσταθεί και λειτουργούν σύμφωνα με το ν.27/1975 και το ν.δ.2687/1953».

Περαιτέρω, στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 4 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι:
«3. Ένα νομικό πρόσωπο ή μία νομική οντότητα είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας για οποιοδήποτε φορολογικό έτος, εφόσον:
α) συστήθηκε ή ιδρύθηκε, σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκαιο,
β) έχει την καταστατική έδρα του στην Ελλάδα, ή
γ) ο τόπος άσκησης πραγματικής διοίκησης είναι στην Ελλάδα οποιαδήποτε περίοδο στη διάρκεια του φορολογικού έτους».

«4. Ο «τόπος άσκησης πραγματικής διοίκησης είναι την Ελλάδα με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τις συνθήκες λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τα εξής:
α) τον τόπο άσκησης καθημερινής διοίκησης,
β) τον τόπο λήψης στρατηγικών αποφάσεων, 
γ) τον τόπο ετήσιας γενικής συνέλευσης των μετόχων ή εταίρων,
δ) τον τόπο τήρησης βιβλίων και στοιχείων,
ε) τον τόπο συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου ή όποιου άλλου εκτελεστικού οργάνου διοίκησης.
Σε συνδυασμό με τη συνδρομή των παραπάνω περιστατικών και συνθηκών είναι δυνατόν να συνεκτιμάται και η κατοικία της πλειοψηφίας των μετόχων ή εταίρων.»

Επίσης, με τις διατάξεις του άρθρου 27-35 ν.3427/2005 (ΦΕΚ Α’312/27-12-2005) τροποποιήθηκαν, αντικαταστάθηκαν και συμπληρώθηκαν οι διατάξεις του α.ν. 89/1967 «περί εγκαταστάσεως εν Ελλάδι αλλοδαπών εμποροβιομηχανικών εταιρειών». Με τις εν λόγω διατάξεις δόθηκε η δυνατότητα σε αλλοδαπές εταιρείες να εγκαθίστανται στην Ελλάδα με αποκλειστικό σκοπό να παρέχουν στα κεντρικά τους καταστήματα ή σε συνδεδεμένες με αυτές αλλοδαπές επιχειρήσεις αποκλειστικά και μόνο υπηρεσίες συμβουλευτικού χαρακτήρα, κεντρικής λογιστικής υποστήριξης, ελέγχου ποιότητας παραγωγής προϊόντων, διαδικασιών και υπηρεσιών, κατάρτισης μελετών, σχεδίων και συμβάσεων καθώς και υπηρεσίες διαφήμισης και προώθησης προϊόντων, επεξεργασίας στοιχείων, λήψης και παροχής υπηρεσιών, έρευνας και ανάπτυξης. Οι επιχειρήσεις αυτές, οι οποίες μπορεί να λειτουργούν στην Ελλάδα είτε ως εταιρείες είτε ως υποκαταστήματα αλλοδαπών εταιρειών, λαμβάνουν ειδική άδεια εγκατάστασης, οφείλουν να πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 του αρ. 1 α.ν. 89/1967 και να εφαρμόζουν ποσοστό (περιθώριο) κέρδους στα πάσης φύσεως έξοδά τους, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτατο από 5% και εγκρίνεται με την απόφαση εγκατάστασής τους. Οι εν λόγω εταιρείες υπόκειται σε φορολογία στην Ελλάδα με βάση τον εκάστοτε ισχύοντα συντελεστή φορολογίας εισοδήματος στο καθαρό τους κέρδος το οποίο προκύπτει από την αφαίρεση όλων των εξόδων επί των οποίων υπολογίζεται το ποσοστό κέρδους, εφόσον τεκμηριώνονται από αντίστοιχα παραστατικά στοιχεία.

Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων διαπιστώνεται ότι οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του α.ν.89/1967, όπως αυτές τροποποιήθηκαν, αντικαταστάθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 27-35 του ν.3427/2005, δεν υπάγονται σε φόρο στην Ελλάδα για το παγκόσμιο εισόδημά τους αλλά μόνο για τα κέρδη που προκύπτουν αποκλειστικά από τη δραστηριότητά τους στην Ελλάδα, όπως αυτή περιγράφεται στην ειδική άδεια που χορηγείται με την Απόφαση του ΥΠΑΝ, δεδομένου ότι δεν έχουν εκ του νόμου το δικαίωμα να ασκούν άλλη δραστηριότητα από αυτή που εγκρίνεται με την Υπουργική Απόφαση.

Ακριβές αντίγραφο   
Η Προϊσταμένη του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης   

Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΑΒΒΑΪΔΟΥ

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΣΥΝΗΘΕΣΤΕΡΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

Κατηγορία: Κώδικας Φορολογικών διαδικασιών ΚΦΔ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Δ’-ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΣΥΝΗΘΕΣΤΕΡΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ύστερα από τη θετική ανταπόκριση των προηγούμενων εκδόσεων του Εγχειριδίου Απαντήσεων στα συνηθέστερα ερωτήματα των πολιτών και υπαλλήλων σε θέματα του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, τόσο από τους υπαλλήλους των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, όσο και από τους πολίτες και φορείς, επανεκδίδεται με μέριμνα του Τμήματος Δ’- Υποθέσεων Πολιτών της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού της Γ.Γ.Δ.Ε. το ως άνω Εγχειρίδιο, δεδομένου ότι έχουν επέλθει τροποποιήσεις και σε πολλές περιπτώσεις ουσιώδεις μεταβολές στη σχετική νομοθεσία.

Η δομή της ύλης του Εγχειριδίου, με τη μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων και με την παράθεση πρακτικών θεμάτων αποβλέπει στην ορθή, ενιαία και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και των λοιπών διοικητικών διαδικασιών από τους υπαλλήλους των υπηρεσιών της Γ.Γ.Δ.Ε., στην ενημέρωση των πολιτών και κατ’ επέκταση στην καλύτερη και ταχύτερη εξυπηρέτησή τους και στη βελτίωση των σχέσεών τους με τη Φορολογική Διοίκηση. Η ύλη του Εγχειριδίου έχει επικαιροποιηθεί με την προσαρμογή της στις προαναφερθείσες μεταβολές της νομοθεσίας περί των διοικητικών διαδικασιών και έχει εμπλουτιστεί με νέα ερωτήματα, η πλειοψηφία των οποίων έχει προκύψει από την καθημερινή διαχείριση ερωτημάτων, παραπόνων και υποδείξεων πολιτών και υπαλλήλων, καθώς και με τις αντίστοιχες απαντήσεις.

Είναι ευνόητο ότι για τα εξειδικευμένα ερωτήματα, τα οποία αφορούν σε θέματα της φορολογικής, τελωνειακής και χημικής νομοθεσίας και τα οποία προβλέπονται από ειδικές διατάξεις, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να απευθύνονται στις καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες, για την παροχή των αναγκαίων διευκρινίσεων, δεδομένου ότι το παρόν Εγχειρίδιο αφορά σε θέματα της γενικής διοικητικής νομοθεσίας, τα οποία αντιμετωπίζουν καθημερινά κυρίως οι υπάλληλοι των περιφερειακών υπηρεσιών της Γ.Γ.Δ.Ε..

Προσδοκούμε ότι η παρούσα έκδοση του Εγχειριδίου Απαντήσεων στα συνηθέστερα ερωτήματα των πολιτών και υπαλλήλων σε θέματα του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και λοιπών διοικητικών διαδικασιών θα συμβάλλει ουσιαστικά στην υποβοήθηση του έργου των υπαλλήλων των υπηρεσιών της Γ.Γ.Δ.Ε., στην πληρέστερη ενημέρωση των πολιτών, καθώς και στη βελτίωση της εξυπηρέτησής τους.

Ευχαριστούμε τις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και άλλες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, που συνεργάστηκαν με προθυμία με τη Διεύθυνση Οργάνωσης, καθώς και τις αρμόδιες Υπηρεσίες των Υπουργείων Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Εξωτερικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, που παρείχαν τις απαιτούμενες διευκρινίσεις, όποτε τους ζητήθηκε, έγγραφα των οποίων παρατίθενται τόσο στις απαντήσεις των επιμέρους ενοτήτων του 1ου και 2ου Κεφαλαίου, όσο και στο 3ο Κεφάλαιο του παρόντος.

Οι παρατηρήσεις, οι υποδείξεις και οι προτάσεις σας ως προς το περιεχόμενο και την ύλη του Εγχειριδίου είναι ευπρόσδεκτες και θα ληφθούν υπόψη σε μελλοντική επανέκδοσή του.

Αθήνα, 23 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο     ΣΕΛ.
ΕΝΟΤΗΤΑ Α’: ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΕ ΕΓΓΡΑΦΑ ΚΑΙ ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΣΗ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΥΤΩΝ     3-6
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ Α1′:
ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΕ ΕΓΓΡΑΦΑ     3-6
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ Α2′:
ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΣΗ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ     6
ΕΝΟΤΗΤΑ Β’:
ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΠΙΚΥΡΩΜΕΝΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ     7-12
ΕΝΟΤΗΤΑ Γ’:
ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΓΝΗΣΙΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ     13-19
ΕΝΟΤΗΤΑ Δ:
ΜΕΣΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ – ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΑΥΤΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΠΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ     20-24
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ Δ1′:
ΜΕΣΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ     20-23
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ Δ2′:
ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΠΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ     23-24
ΕΝΟΤΗΤΑ Ε’:
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΝΕΡΓΟΥΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ     25-26
ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤ’:
ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ ΣΕ ΑΛΛΟΔΑΠΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ (ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ – ΠΡΟΞΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ – ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ)     27-38
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ     39-49
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
ΒΑΣΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ – ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ – ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ     50-54

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
ENOTHTA Α’: ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΕ ΕΓΓΡΑΦΑ ΚΑΙ ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΣΗ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΥΤΩΝ
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ Α1: ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΕ ΕΓΓΡΑΦΑ

1. – Ποιος είναι ο ορισμός της Διοικητικής Αρχής;

Ως Διοικητική αρχή νοούνται όλες οι Δημόσιες Υπηρεσίες, τα Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και οι Ο.Τ.Α. Α’ και Β’ βαθμού. Οι Υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών είναι διοικητικές αρχές.

2. – Ποιος είναι ο ορισμός του δημοσίου εγγράφου;

Δημόσια έγγραφα είναι τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους, από τον καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία (άρθρο 438 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

3. – Ποιος είναι ο ορισμός του διοικητικού εγγράφου;

Διοικητικά έγγραφα είναι τα έγγραφα που συντάσσονται από τις Διοικητικές Αρχές (παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999-Α’ 45).
Ενδεικτικά, απαριθμούνται στον νόμο ως διοικητικά έγγραφα: Οι εκθέσεις, οι μελέτες, τα πρακτικά, τα στατιστικά στοιχεία, οι εγκύκλιες οδηγίες, οι απαντήσεις της Διοίκησης, οι γνωμοδοτήσεις και οι αποφάσεις.
Τα διοικητικά έγγραφα είναι ειδικότερη κατηγορία των δημόσιων εγγράφων.

4. – Ποια άλλα έγγραφα νοούνται ως διοικητικά, κατά την έννοια και το σκοπό των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999 ;

Όπως αναφέρεται στην αριθ. 620/1999 Γνωμοδότηση του Ε’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), ως διοικητικά έγγραφα, κατά την έννοια και τον σκοπό των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999, λογίζονται και τα έγγραφα τα οποία, ενώ δεν είναι διοικητικά, εφόσον έχουν χρησιμοποιηθεί ή ληφθεί υπ’ όψιν για τον καθορισμό διοικητικής δράσης ή την διαμόρφωση γνώμης ή κρίσης διοικητικού οργάνου λογίζονται ως τέτοια και κατά συνέπεια, χορηγούνται με την επίκληση απλού εύλογου ενδιαφέροντος.

Επισημαίνεται, ότι η ως άνω ευρεία διατύπωση του όρου «διοικητικό έγγραφο», αφορά μόνο στο πεδίο της πρόσβασης του πολίτη σε αυτά που τηρούνται στο αρχείο μιας Υπηρεσίας και όχι στην επικύρωση αντιγράφων εγγράφων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 2690/99, όπως ισχύουν, ύστερα από την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014 (Α’ 74).

5. – Ποιος είναι ο ορισμός του ιδιωτικού εγγράφου;

Ιδιωτικά έγγραφα είναι τα έγγραφα που δεν είναι δημόσια (όπως τιμολόγια, ιδιωτικά συμφωνητικά, τοπογραφικά σχεδιαγράμματα ιδιωτών μηχανικών κ.λ.π.).

6. – Σε ποια κατηγορία εγγράφων ανήκουν τα έγγραφα, που εκδίδουν οι Υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε. (Κεντρικές, Ειδικές Αποκεντρωμένεςκαι Περιφερειακές Υπηρεσίες);

Ανήκουν στην κατηγορία των διοικητικών εγγράφων.

7. – Ποιοι δικαιούνται να λαμβάνουν γνώση των διοικητικών εγγράφων;

Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων, όπως περιγράφονται στις ερωτήσεις 3 και 4 της ίδιας ενότητας (παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999), επικαλούμενος την ύπαρξη εύλογου ενδιαφέροντος, που να δικαιολογείται κάπως, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει.

8. – Ποια είναι η έννοια του εύλογου ενδιαφέροντος;

Ως εύλογο ενδιαφέρον νοείται εκείνο το οποίο προκύπτει, κατά τρόπο αντικειμενικό, από την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης εννόμου σχέσεως, συνδεομένης με το περιεχόμενο των διοικητικών στοιχείων, στα οποία ζητείται η πρόσβαση και όχι το ενδιαφέρον κάθε πολίτη για την εύρυθμη άσκηση των γενικών καθηκόντων της Διοίκησης και την τήρηση των νόμων (σχετική η αριθ. 1214/2000 απόφαση του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας).

9. – Ποιοι δικαιούνται να λάβουν γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες Υπηρεσίες;

Όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον, δικαιούται ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων, που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεσή του, η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές (παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999), με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει.

10. – Ποια είναι η έννοια του ειδικού έννομου συμφέροντος;

Όπως αναφέρεται στην αριθ. 620/1999 γνωμοδότηση του Ε’ Τμήματος του Ν.Σ.Κ., η έννοια του ειδικού έννομου συμφέροντος είναι αυτή του άρθρου 902 του Αστικού Κώδικα, στο οποίο προβλέπεται ότι: «Όποιος έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή άλλου έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφό του, αν το έγγραφο συντάχθηκε για το συμφέρον αυτού που το ζητεί ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου». Παραδείγματα τέτοιων εγγράφων συνιστούν οι διαθήκες, τα έγγραφα πωλήσεως, μισθώσεως, τα εταιρικά συμβόλαια, τα σχέδια συμβάσεως κ.λ.π.

11. – Σε ποιες περιπτώσεις δεν υφίσταται το δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών στα έγγραφα (διοικητικά και ιδιωτικά);

Το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου ή αν παραβλάπτεται απόρρητο, το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις (εδ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999).

12. – Πότε η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος γνώσης διοικητικού ή ιδιωτικού εγγράφου;

Η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος γνώσης διοικητικού ή ιδιωτικού εγγράφου, αν:
α) αυτό αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή β) η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, διοικητικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών, σχετικά με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης (εδ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999, όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 2880/2001- Α’ 9).

13. – Αποτελεί αντικείμενο πρόσβασης σχέδιο εγγράφου που δεν έχει υπογραφεί από τον τελικώς υπογράφοντα;

Ως έγγραφο, για την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης σε αυτό, νοείται μόνον εκείνο του οποίου έχει τελειωθεί η διαδικασία της έκδοσης ή τουλάχιστον της κατάρτισης (σχέδιο) και όχι εκείνο το σχέδιο ή τμήμα τούτου που βρίσκεται στο στάδιο της επεξεργασίας και συνεπώς δεν έχει οριστικοποιηθεί το περιεχόμενό του.

Για την ολοκλήρωση διοικητικού εγγράφου απαιτείται αυτό να έχει υπογραφεί και πρωτοκολληθεί, οπότε και απαγορεύεται κάθε επέμβαση προς αλλοίωση του περιεχομένου του (σχετικές Γνωμοδοτήσεις Ν.Σ.Κ.: 80/1999, 383/2000).

Επομένως, έγγραφο μη υπογεγραμμένο από τον τελικώς, κατά νόμο, υπογράφοντα δεν συνιστά, κατά τα ανωτέρω, ολοκληρωμένο διοικητικό έγγραφο και ως εκ τούτου, δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο του δικαιώματος πρόσβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999, όπως ισχύει. (αριθ. Δ6Δ 1024757 ΕΞ2014/7.2.2014 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού της Γ.Γ.Δ.Ε. και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.16/2386/6.2.2014 όμοιο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους-Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών του Υ.ΔΙ.Μ.Η.Δ.).

14. – Χορηγείται αντίγραφο ενημερωτικού ή υπηρεσιακού σημειώματος σε ενδιαφερόμενο;

Το ενημερωτικό και το υπηρεσιακό σημείωμα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής που προκύπτει από τον ορισμό της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999, όπως ισχύει, δεδομένου ότι έχουν συνταχθεί από διοικητική αρχή και πληρούν τον ορισμό του διοικητικού εγγράφου. Επισημαίνεται, ότι η απαρίθμηση της παρ. 1 του προαναφερθέντος άρθρου είναι ενδεικτική. Συνεπώς, οι ενδιαφερόμενοι δικαιούνται πρόσβασης στο ενημερωτικό ή υπηρεσιακό σημείωμα, με την επίκληση απλού εύλογου ενδιαφέροντος, με την επιφύλαξη, σε κάθε περίπτωση, των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999, όπως συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 2880/2001.

15. – Πως ασκείται το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα;

Η άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης σε έγγραφα γίνεται με δυο τρόπους: α) με μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της Υπηρεσίας ή
β) με χορήγηση αντιγράφου, εκτός αν η αναπαραγωγή του, μπορεί να βλάψει το πρωτότυπο (παρ. 4 του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999).

16. – Ποια χαρακτηριστικά πρέπει να φέρει η αίτηση του ενδιαφερομένου για την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης σε έγγραφα, ώστε να μην καθίσταται καταχρηστική;

Σύμφωνα με την αριθ. 1/2005 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου «…η σχετική αίτηση θα πρέπει να φέρει κάποια χαρακτηριστικά, που δεν θα την καθιστούν καταχρηστική. Θα πρέπει δηλαδή στη σχετική αίτηση να προσδιορίζονται με σαφήνεια τα έγγραφα, γιατί το αίτημα χορηγήσεως αντιγράφων εκ των αρχείων της δημόσιας υπηρεσίας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί αν είναι αόριστο, αν δηλαδή τα έγγραφα, των οποίων ζητούνται αντίγραφα, δεν προσδιορίζονται ατομικά ή βάσει συγκεκριμένου κριτηρίου ικανού να τα κατατάξει σε ορισμένη κατηγορία ή ομάδα και εκ παραλλήλου οι φάκελοι εντός των οποίων ευρίσκονται ή φυλάσσονται, είναι ογκώδεις με πλήθος εγγράφων, πιθανότατα αδιαφόρων για τον αιτούντα, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να βρεθούν από τη Διοίκηση χωρίς πολύωρη αναζήτηση. Στις περιπτώσεις όμως αυτές θα πρέπει να ενημερώνεται ο αιτών περί της αοριστίας της αίτησης και να τίθενται υπόψη του οι σχετικοί φάκελοι από τους οποίους αυτός θα επιλέξει να μελετήσει ή να λάβει αντίγραφα των εγγράφων που τον ενδιαφέρουν (βλ. Γνωμοδοτήσεις ΝΣΚ: 621/2002,324/2002, 140/2001 και 49/2001), εφ’ όσον βεβαίως σ’ αυτούς δεν περιλαμβάνονται και έγγραφα, των οποίων δεν επιτρέπεται να λάβει γνώση οποιοσδήποτε τρίτος».

17.- Ποιος κρίνει την ύπαρξη του «εύλογου ενδιαφέροντος» ή του «ειδικού έννομου συμφέροντος», καθώς και το ορισμένο ή ασαφές ή καταχρηστικό της σχετικής αίτησης;

Ο αρμόδιος υπεύθυνος κάθε δημόσιας υπηρεσίας (σχετική η αριθ. 1/2005 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου).

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ Α2: ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΣΗ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ

18. – Ποια είναι η ημερομηνία έκδοσης της διοικητικής πράξης;

Η ημερομηνία έκδοσης της διοικητικής πράξης, άρα και η ημερομηνία διεκπεραίωσης της υπόθεσης είναι αυτή της υπογραφής από τον εκδότη της και όχι η ημερομηνία διακίνησης του εξερχόμενου εγγράφου από την αρμόδια, γι’ αυτό, Υπηρεσία.

19. – Ποια είναι η χρονική προθεσμία για τη χορήγηση διοικητικών και ιδιωτικών εγγράφων, κατά τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του Ν. 2690/99 ή για την αιτιολογημένη απόρριψη της σχετικής αίτησης του πολίτη;

Η χρονική προθεσμία για τη χορήγηση διοικητικών και ιδιωτικών εγγράφων ή την αιτιολογημένη απόρριψη της σχετικής αίτησης του πολίτη είναι είκοσι (20) ημέρες από την υποβολή της αίτησης (παρ. 6 του άρθρου 5 του Ν. 2690/99, όπως αντικαταστάθηκε από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 3230/2004 – Α’ 44).

20. – Πότε οι υπηρεσίες απαλλάσσονται από την υποχρέωση διεκπεραίωσης υποθέσεων των πολιτών;

Όταν το αίτημα είναι εμφανώς παράλογο, αόριστο, ακατάληπτο ή επαναλαμβάνεται κατά τρόπο καταχρηστικό (παρ. 3 του άρθρου 4 του Ν. 2690/1999, όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου του 11 Ν. 3230/2004 – Α’ 44).

21. – Ενόψει, γενικότερα, της αρχής της χρηστής διοίκησης, εντός ποιου χρονικού διαστήματος πρέπει να ασκούν τα διοικητικά όργανα τις αρμοδιότητές τους;

Ενόψει της αρχής της χρηστής διοίκησης, τα διοικητικά όργανα οφείλουν να ασκούν τις αρμοδιότητές τους εντός ευλόγου χρόνου. Ακόμη και όταν ο νόμος δεν τάσσει αποκλειστικές προθεσμίες, η διοίκηση δεν δικαιούται να αδρανεί εις βάρος των συμφερόντων των διοικουμένων {ΣτΕ 716/1998, ΣτΕ 1216/1992, ΔΕφ 1932/1991 κ.λπ} – (σελ. 23 του εντύπου «Σχέσεις Δημοσίων Υπαλλήλων και Πολιτών: Οδηγός Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς», που κοινοποιήθηκε σε όλες τις υπηρεσίες του Υπουργείου με το αριθ. Δ6Δ 1086803 ΕΞ2012/6.6.2012 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων).

22. – Υποχρεούνται οι διοικητικές Αρχές, επομένως και οι υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε., να πρωτοκολλούν τα έγγραφα που περιέρχονται σε αυτές, με οποιοδήποτε τρόπο;

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του Ν.2690/1999, οι υπηρεσίες υποχρεούνται να πρωτοκολλούν τα έγγραφα που περιέρχονται σε αυτές και να χορηγούν βεβαίωση για την καταχώριση του εγγράφου.

ENOTHTA Β’: ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΠΙΚΥΡΩΜΕΝΩΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ

(Οι ερωτήσεις με αριθ. 2 έως 7 και 12 έως 15, καθώς και οι αντίστοιχες απαντήσεις αυτών έχουν καταρτισθεί από την Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης – Υ.ΔΙ.Μ.Η.Δ. και είναι αναρτημένες στην ιστοσελίδα αυτού : www.ydmed.gov.gr, στην διαδρομή Διοικητική Μεταρρύθμιση/Σχέσεις Κράτους-Πολίτη/Κατάργηση υποχρέωσης υποβολής επικυρωμένων αντιγράφων – Ερωτήσεις Απαντήσεις. Για την πληρέστερη και καλύτερη ενημέρωση των υπαλλήλων των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.), το κείμενο των ως άνω ερωτήσεων και των αντίστοιχων απαντήσεων έχει εμπλουτιστεί, από την Διεύθυνση Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού, με την αναλυτική καταγραφή των επιμέρους διατάξεων, καθώς και με περαιτέρω διευκρινίσεις και επισημάνσεις).

1. – Με ποιες διατάξεις καταργήθηκε η υποχρέωση υποβολής πρωτοτύπων εγγράφων ή επικυρωμένων αντιγράφων αυτών;

Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 «Κατάργηση της υποχρέωσης επικυρώσεων αντιγράφων εγγράφων» του Κεφαλαίου Α’ «Μείωση Διοικητικών Βαρών Απλουστεύσεις Διαδικασιών» του Ν. 4250/2014 (Α’ 74).

2. – Ποιες υπηρεσίες και φορείς υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014;

Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014 εφαρμόζονται στο Δημόσιο, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στα Δικαστήρια όλων των βαθμών, στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικώς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από κρατικούς πόρους κατά 50%, τουλάχιστον, του ετήσιου προϋπολογισμού τους, στις δημόσιες επιχειρήσεις και στους οργανισμούς που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3429/2005 (Α’ 314), καθώς και στα νομικά πρόσωπα και στις επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α.

ΛΙΣΤΑ ΥΠΟΧΡΕΩΝ ΦΟΡΕΩΝ*
https://www.ydmed.gov.gr/wp-content/uploads/20140514_lista_forewn.xls
*Ο εν λόγω κατάλογος επικαιροποιείται διαρκώς.

3. – Πότε άρχισε η ισχύς των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014, περί κατάργησης της υποχρέωσης υποβολής πρωτοτύπων εγγράφων ή επικυρωμένων αντιγράφων αυτών;

Από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από την 26 Μαρτίου 2014.

4. – Σε ποιες συναλλαγές αφορούν οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014;

Η ρύθμιση αυτή αφορά στο σύνολο των συναλλαγών των ενδιαφερομένων με το Δημόσιο και δεν επιφέρει αλλαγές στην μεταξύ των Δημόσιων Υπηρεσιών αλληλογραφία (Επισήμανση: Δηλαδή, οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014 αφορούν στην κατάργηση της υποχρέωσης υποβολής πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων από τους ενδιαφερομένους στο σύνολο των συναλλαγών τους με το Δημόσιο και δεν ορίζουν αντίστοιχη υποχρέωση στην μεταξύ των Δημόσιων Υπηρεσιών αλληλογραφία). (σχετικό έγγραφο: ΔΙΣΚΠΟ/Φ.15/13200/5-6-2014 της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους- Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών του Υ.ΔΙ.Μ.Η.Δ., το οποίο κοινοποιήθηκε σε όλες τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών με το αριθ. Δ6Δ 1089464 ΕΞ 2014/13.6.2014 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού της Γ.Γ.Δ.Ε.).

5. – Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014 εφαρμόζονται στις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές;

Ναι, οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, όπως το ΑΣΕΠ, υποχρεούνται να εφαρμόζουν την ρύθμιση.

6. – Πώς υποβάλλονται τα αντίγραφα εγγράφων στους υπόχρεους φορείς της περίπτωσης α’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014;

α) Έγγραφα εκδοθέντα από τους υπόχρεους φορείς

Οι υπόχρεοι φορείς υποχρεούνται να αποδέχονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν.4250/2014, τα απλά, ευανάγνωστα αντίγραφα των πρωτότυπων εγγράφων που έχουν εκδώσει οι υπηρεσίες και φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης ή (τα απλά, ευανάγνωστα αντίγραφα) των ακριβών αντιγράφων τους.

β) Ιδιωτικά και αλλοδαπά έγγραφα

Οι υπόχρεοι φορείς υποχρεούνται να αποδέχονται τα απλά, ευανάγνωστα αντίγραφα των ιδιωτικών και αλλοδαπών εγγράφων, σύμφωνα με τις διατάξεις του τρίτου και τέταρτου εδαφίου της περίπτωσης β’ της ίδιας παραγράφου, εφόσον τα έγγραφα αυτά έχουν επικυρωθεί προηγουμένως από δικηγόρο.

Σημειώνεται ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια κάθε Υπηρεσίας να εφαρμόσει την νέα ρύθμιση αναλογικά και στα ιδιωτικά ημεδαπά και αλλοδαπά έγγραφα και να κάνει αποδεκτά τα απλά αντίγραφά τους από το πρωτότυπο, χωρίς να έχουν επικυρωθεί προηγουμένως από δικηγόρο (σχετικό το έγγραφο: αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/ Φ. 15/11932/11-6-2014 της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους – Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών του Υ.ΔΙ.Μ.Η.Δ.).

γ) Ιδιωτικά έγγραφα που φέρουν θεώρηση από τους υπόχρεους φορείς

Οι υπόχρεοι φορείς υποχρεούνται να αποδέχονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της περίπτωσης β’ της ίδιας παραγράφου, τα απλά, ευανάγνωστα αντίγραφα από τα πρωτότυπα όσων ιδιωτικών εγγράφων φέρουν θεώρηση από τις υπηρεσίες και τους φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης (λ.χ. άδεια οικοδομής που φέρει θεώρηση από αστυνομική αρχή, απολυτήριο ιδιωτικού λυκείου που έχει θεωρηθεί από την οικεία Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπ. Παιδείας και Θρησκευμάτων, ιατρική γνωμάτευση ιδιώτη ιατρού που φέρει θεώρηση από αρμόδιο ελεγκτή ιατρό).

7. – Σε ποιες περιπτώσεις οι διοικητικές αρχές και τα ΚΕΠ εξακολουθούν να επικυρώνουν αντίγραφα εγγράφων;

Οι διοικητικές αρχές και τα ΚΕΠ εξακολουθούν να επικυρώνουν αντίγραφα από το πρωτότυπο ή από το ακριβές αντίγραφο της διοικητικής αρχής (όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του Ν. 2690/1999 -Α’ 45), που το εξέδωσε, μόνο στην περίπτωση που αυτά υποβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο σε φορείς που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της ρύθμισης της περίπτωσης α’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014 {λ.χ. πολίτης ζητά την επικύρωση αντιγράφου του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας προκειμένου να το υποβάλει σε: α) τράπεζα, β) ιδιωτική εταιρεία, γ) συμβολαιογράφο}.

8. – Σε ποιο σημείο του αντιγράφου ή φωτοαντιγράφου εγγράφου γίνεται η σχετική επισημειωματική πράξη της επικύρωσης, σε περίπτωση που προβλέπεται η επικύρωση αυτού;

Για την επικύρωση αντιγράφου εγγράφου γίνεται, από τον υπεύθυνο υπάλληλο της Διοίκησης, επισημειωματική πράξη στο σώμα του αντιγράφου ή φωτοαντιγράφου. Η πράξη αυτή τίθεται σε σημείο του αντιγράφου ή φωτοαντιγράφου, αντίστοιχο με εκείνο όπου και στο πρωτότυπο έγγραφο υπάρχει υπογραφή του αρμόδιου οργάνου.

9. – Τι αναγράφει ο αρμόδιος, για την επικύρωση, υπάλληλος της Διοικητικής αρχής, στη σχετική επισημειωματική πράξη, στις περιπτώσεις που προβλέπεται η επικύρωση αντιγράφων εγγράφων;

Ο αρμόδιος υπάλληλος της διοικητικής Αρχής για την επικύρωση, παραβάλει το αντίγραφο προς το πρωτότυπο ή το ακριβές αντίγραφο της αρχής που εξέδωσε το πρωτότυπο και με την υπογραφή του βεβαιώνει την προς τούτο συμφωνία. Στη σχετική επισημειωματική πράξη αναγράφει, χειρόγραφα ή με ανάλογη ορθογώνια σφραγίδα:

(α) Τον τίτλο του φορέα και την Υπηρεσία του υπαλλήλου που ενεργεί την επικύρωση (π.χ. Υπουργείο Οικονομικών- Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων-Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης- Δ.Ο.Υ ).

(β) Την φράση «Ακριβές Αντίγραφο ή ακριβές φωτοαντίγραφο, από το πρωτότυπο ή από το ακριβές αντίγραφο που βρίσκεται στο Αρχείο της Υπηρεσίας ή που μου επιδείχθηκε από τον ενδιαφερόμενο».

(γ) Το ονοματεπώνυμο και το πατρώνυμο, καθώς και τον αριθμό δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ή άλλου νομιμοποιητικού έγγραφου στοιχείου (άρθρου 3 του Ν. 2690/1999, όπως ισχύει) του προσώπου, που προσκομίζει το προς επικύρωση έγγραφο.

(δ) Τον τόπο και την ημερομηνία επικύρωσης. Κατόπιν, ο αρμόδιος υπάλληλος θέτει την επίσημη (στρογγυλή) σφραγίδα της Υπηρεσίας του, αναγράφει το ονοματεπώνυμό του και υπογράφει την πράξη της επικύρωσης (σελ. 81 του Κανονισμού Επικοινωνίας Δημόσιων Υπηρεσιών).

10. – Πως ορίζονται οι υπάλληλοι, που είναι επιφορτισμένοι με το έργο της επικύρωσης αντιγράφων εγγράφων, στις περιπτώσεις που προβλέπεται επικύρωση αυτών;

Από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας τους.

11. – Ποια αντίγραφα εγγράφων δεν νομιμοποιείται να επικυρώνει υπάλληλος Διοικητικής Αρχής ή Κέντρου Εξυπηρέτησης Πολιτών, που είναι επιφορτισμένος με το έργο της επικύρωσης αντιγράφων εγγράφων, στις περιπτώσεις που προβλέπεται η επικύρωση αυτών;

Δεν νομιμοποιείται, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 36 του Ν. 3528/2007 (Α’ 26), να επικυρώνει αντίγραφα εγγράφων, τα οποία:

α) έχουν συνταχθεί εκτός της υπηρεσιακής του σχέσης και τον αφορούν (όπως τίτλους σπουδών, άδεια οδήγησης, διαβατήριο, αστυνομική ταυτότητα),

β) συνέταξε η ίδια του η Υπηρεσία, εφόσον ισχύουν τα κωλύματα που αναφέρονται στις προαναφερθείσες διατάξεις.

Στις περιπτώσεις αυτές, πρόδηλο είναι ότι η επικύρωση θα γίνει είτε από τον, κατά νόμο, αναπληρωτή του, είτε από υπάλληλο άλλης Διοικητικής Αρχής. Επιτρέπεται, όμως, να επικυρώνει αντίγραφα διοικητικών εγγράφων, στην έκδοση των οποίων συνέπραξε ή τα υπέγραψε ο ίδιος, ως αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 2690/1999, εφόσον η σύμπραξη αυτή δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 36 του Ν. 3528/2007.

(αριθ. 1092066/1113/0006Δ/25.10.2006 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ15_21657/9.10.2006 έγγραφο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους – Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης).

12. – Όταν οι ενδιαφερόμενοι ζητούν από τις διοικητικές Αρχές, επομένως και από τις υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε. την επικύρωση αντιγράφων εγγράφων, οι επιφορτισμένοι για την διεκπεραίωση της διαδικασίας αυτής υπάλληλοι τι πρέπει να τους ρωτούν;

Οι υπάλληλοι των Διοικητικών Αρχών, επομένως και των υπηρεσιών της Γ.Γ.Δ.Ε., που έχουν επιφορτισθεί με την διαδικασία της επικύρωσης αντιγράφων εγγράφων, πρέπει να ρωτούν τον ενδιαφερόμενο πού θα υποβάλει το εν λόγω αντίγραφο, προκειμένου, εν συνεχεία, να προβούν στην επικύρωση ή μη του προσκομιζόμενου αντιγράφου, με βάση τη νέα ρύθμιση. Ο υπάλληλος θα αρκείται στην προφορική δήλωση του πολίτη.

13. – Επικυρώνεται αντίγραφο εγγράφου όταν ο ενδιαφερόμενος δηλώσει ότι το θέλει για το αρχείο του;

Ο υπάλληλος δεν θα προβαίνει στην επικύρωση αντιγράφου εγγράφου, στην περίπτωση που ο πολίτης δηλώσει ότι το «θέλει για το αρχείο του».

14. – Επικυρώνονται ή όχι τα έγγραφα, τα οποία διακινούνται με τηλεομοιοτυπία μεταξύ των υπηρεσιών του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού;

Μετά από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014, τα έγγραφα, τα οποία διακινούνται με τηλεομοιοτυπία μεταξύ των υπηρεσιών του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του εδαφίου 2 της παρ. 3 του άρθρου 14 του Ν. 2672/1998 (Α’ 290), όπως ισχύει:

α) Δεν επικυρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο υπάλληλο της Υπηρεσίας, προς την οποία αποστέλλονται, είτε πρόκειται να χρησιμοποιηθούν από την ίδια την Υπηρεσία που τα παραλαμβάνει, είτε να χορηγηθούν σε ενδιαφερόμενο, προκειμένου να τα προσκομίσει στην συνέχεια σε υπηρεσίες και φορείς της περίπτωσης α’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4250/2014.

β) Επικυρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο υπάλληλο της Υπηρεσίας, προς την οποία αποστέλλονται, μόνον όταν χορηγούνται σε ενδιαφερόμενο, για να τα υποβάλει ακολούθως σε φορείς που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της προαναφερθείσας περίπτωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση γ’ της ίδιας παραγράφου.

(σχετικό έγγραφο: αριθ. ΔΙΑΔΠ/Φ.Α.2.3/11500/13-5-2014 της Διεύθυνσης Απλούστευσης Διαδικασιών και Παραγωγικότητας της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών του Υ.ΔΙ.Μ.Η.Δ., το οποίο κοινοποιήθηκε σε όλες τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών με το αριθ. Δ6Δ 1084752 ΕΞ 2014 /2.6.2014 όμοιο έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού της Γ.Γ.Δ.Ε.).

15. – Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014 τροποποιούν τις διαδικασίες χορήγησης της επισημείωσης (Apostille) της Σύμβασης της Χάγης ή της προξενικής θεώρησης;

Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014 δεν επιφέρουν καμία αλλαγή στις διαδικασίες χορήγησης της επισημείωσης (apostille) της Σύμβασης της Χάγης (Ν. 1497/1984) ή της προξενικής θεώρησης που τίθενται στο πρωτότυπο ή στο ακριβές αντίγραφο είτε των εγγράφων που υποβάλλονται σε φορέα της αλλοδαπής, είτε των αλλοδαπών εγγράφων που υποβάλλονται εν συνεχεία στην Ελλάδα {Επισήμανση: όπως διευκρινίζεται και στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4250/2014, με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του νόμου αυτού δεν θίγονται και εξακολουθούν να ισχύουν, οι απαιτήσεις υποβολής δημοσίων εγγράφων με συγκεκριμένη επισημείωση, οι οποίες απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις της χώρας (π.χ. Σύμβαση της Χάγης) και άλλες διακρατικές συμφωνίες}. {σχετικά έγγραφα: α) αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.15/11633/16-5-2014 της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους- Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών του Υ.ΔΙ.Μ.Η.Δ. και β) αριθ. Δ6Δ 1058594 ΕΞ 2014/8.6.2014 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού της Γ.Γ.Δ.Ε., με το οποίο κοινοποιήθηκε σε όλες τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών το αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/ Φ.15/ οικ.8342/ 1.4.2014 έγγραφο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους – Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών του Υ.ΔΙ.Μ.Η.Δ.}.

16. – Σε ποιες περιπτώσεις εξακολουθεί να υφίσταται η υποχρέωση υποβολής πρωτοτύπων εγγράφων ή επικυρωμένων αντιγράφων αυτών;

Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014, μόνο για τα έγγραφα που προσκομίζονται για δικαστική χρήση, καθώς και για τα έγγραφα, τα οποία έχουν εκδοθεί από τις υπηρεσίες και τους φορείς της περίπτωσης α’ (βλέπε ερώτηση με α/α 2 της ίδιας ενότητας) της παραγράφου αυτής, για τα οποία έχει ορισθεί, με κοινή απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του κάθε φορά αρμόδιου Υπουργού (Κ.Υ.Α.) ότι υφίστανται εξαιρετικοί λόγοι για να διατηρηθεί η απαίτηση υποβολής πρωτότυπων εγγράφων, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση δ’ της ίδιας παραγράφου (Επισήμανση: Μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί Κ.Υ.Α., κατά τα ανωτέρω).

17. – Σε ποιες ενέργειες οφείλουν να προβαίνουν οι υπηρεσίες και οι φορείς, στους οποίους κατατίθενται απλά φωτοαντίγραφα εγγράφων, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της περίπτωσης β’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014;

Σύμφωνα με τις διατάξεις του πέμπτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014, οι υπηρεσίες και οι φορείς στους οποίους κατατίθενται απλά φωτοαντίγραφα εγγράφων, υποχρεούνται, ανά τρίμηνο, που άρχεται από την 26-3-2014, ημερομηνία ισχύος του εν λόγω άρθρου του προαναφερθέντος νόμου να διενεργούν δειγματοληπτικό έλεγχο σε ποσοστό τουλάχιστον 5% επί των φωτοαντιγράφων που υποβλήθηκαν (με τη δυνατότητα διενέργειας ελέγχου σε μεγαλύτερο ποσοστό φωτοαντιγράφων στην περίπτωση που αυτό κρίνεται απαραίτητο), προκειμένου να εξακριβώσουν την ακρίβεια των στοιχείων που αναγράφονται σε αυτά

(αριθ. Α.Τ.Δ. 1151828 ΕΞ 2014/14.11.2014 έγγραφο του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού της Γ.Γ.Δ.Ε., με το οποίο κοινοποιήθηκε σε όλες τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών το αριθ. ΔΙΑΔΙΠΥΔ/ Φ.15/οικ.28580 όμοιο της Διεύθυνσης Απλούστευσης Διαδικασιών και Παροχής Υπηρεσιών Δημοσίου της Γενικής Διεύθυνσης Μεταρρυθμιστικής Πολιτικής και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υ.ΔΙ.Μ.Η.Δ.).

18. – Με ποιον τρόπο διενεργείται ο δειγματοληπτικός έλεγχος, κατά τα ανωτέρω;

Ο δειγματοληπτικός έλεγχος των φορέων διενεργείται με την συνδρομή των υπηρεσιών ή των φορέων που εξέδωσαν τα πρωτότυπα έγγραφα. Συγκεκριμένα, ο φορέας που διενεργεί τον έλεγχο οφείλει να επικοινωνεί με την εκδούσα αρχή (π.χ. Ληξιαρχείο, Πανεπιστήμιο, Ασφαλιστικό φορέα, κ.λπ.) με κάθε πρόσφορο τρόπο και κατά προτίμηση, με το λιγότερο γραφειοκρατικό μέσο (πρωτίστως με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή με τηλέφωνο και δευτερευόντως με ΦΑΞ ή με διοικητική αλληλογραφία), προκειμένου να επαληθεύσει την ακρίβεια των στοιχείων που εμπεριέχονται στα υπό έλεγχο φωτοαντίγραφα. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστωθεί παραποιημένο ή πλαστό φωτοαντίγραφο, όχι μόνο επιβάλλονται οι κυρώσεις του Ν. 1599/1986 ή άλλες ποινικές κυρώσεις, αλλά ανακαλείται αμέσως και η διοικητική ή άλλη πράξη, για την έκδοση της οποίας χρησιμοποιήθηκαν τα φωτοαντίγραφα αυτά, σύμφωνα με τις διατάξεις του έκτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014 (βλέπε έγγραφο, όπως η προηγούμενη με α/α 17 ερώτηση και αντίστοιχη απάντηση).

19. – Όπως προαναφέρθηκε, με τις διατάξεις του τρίτου και τέταρτου εδαφίου της περίπτωσης β’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν.4250/2014, καθορίζεται, μεταξύ των άλλων, ο τρόπος υποβολής στους φορείς της περίπτωσης α’ της ίδιας παραγράφου, ευκρινών φωτοαντιγράφων από αντίγραφα ιδιωτικών και αλλοδαπών εγγράφων, τα οποία έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο. Πέραν των διατάξεων αυτών, υφίστανται διατάξεις, που αφορούν στην επικύρωση αντιγράφων εγγράφων από δικηγόρους και συμβολαιογράφους;

α) Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β’ της παρ. 2 του άρθρου 36 του Ν. 4194/2013 (Α’ 208), στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνεται: «Η έκδοση επικυρωμένων αντιγράφων κάθε είδους εγγράφων. Τα αντίγραφα αυτά έχουν πλήρη ισχύ ενώπιον οποιασδήποτε Δικαστικής ή άλλης Αρχής, καθώς και έναντι ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων».

β) Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 2830/2000 (Α’ 96), ο συμβολαιογράφος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, με καθήκοντα, μεταξύ άλλων: «Να εκδίδει απόγραφα ή αντίγραφα των εγγράφων του εδαφίου α’, καθώς και αντίγραφα των προσαρτημένων και αναφερομένων σε αυτά εγγράφων» (Σημείωση: Το εδάφιο α’ αναφέρει: «α. Να συντάσσει και να φυλάσσει έγγραφα συστατικά ή αποδεικτικά δικαιοπραξιών και δηλώσεων των ενδιαφερομένων όταν η σύνταξη των εγγράφων αυτών είναι υποχρεωτική σύμφωνα με το νόμο ή όταν οι ενδιαφερόμενοι επιθυμούν να προσδώσουν σε αυτά κύρος δημοσίου εγγράφου»).
Επίσης, με τις διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 13 του Ν. 2830/2000, ο συμβολαιογράφος χορηγεί αντίγραφα συμβολαιογραφικών εγγράφων, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις αυτές.

20. – Απαιτείται η επικύρωση των πράξεων που είναι αναρτημένες στο διαδίκτυο;

Οι πράξεις που είναι αναρτημένες στο διαδίκτυο δεν επικυρώνονται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της παρ.5 του άρθρου 4 του Ν. 3861/2010 (Α’ 112), όπως ισχύει. Αρκεί η επίκληση του ΑΔΑ για την αυτεπάγγελτη αναζήτηση των αναρτημένων πράξεων τόσο κατά τη διεκπεραίωση υποθέσεων των διοικουμένων όσο και κατά την επικοινωνία μεταξύ φορέων.

ENOTHTA Γ’: ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΓΝΗΣΙΟΥ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ

1. – Ποιες είναι οι αρμόδιες Υπηρεσίες που βεβαιώνουν το γνήσιο της υπογραφής;

Όλες οι διοικητικές αρχές, επομένως και οι υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε. και τα Κ.Ε.Π. υποχρεούνται να βεβαιώνουν το γνήσιο της υπογραφής κάθε ενδιαφερομένου (παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 2690/1999 – Α’ 45, όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 16 του Ν. 3345/2005 – Α’ 138).

2. – Βάσει ποιών νομιμοποιητικών εγγράφων βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής των Ελλήνων πολιτών στις διοικητικές Αρχές, επομένως και στις υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε.;

Η βεβαίωση της υπογραφής για τους Έλληνες πολίτες γίνεται βάσει του δελτίου ταυτότητας, της σχετικής προσωρινής βεβαίωσης της αρμόδιας αρχής, του διαβατηρίου, της άδειας οδήγησης ή του ατομικού βιβλιαρίου υγείας όλων των ασφαλιστικών φορέων.
(παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 2690/1999, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 11 του Ν. 3230/2004 – Α’ 44 και το άρθρο 25 του Ν. 3731/2008 – Α’ 263).

3. – Βάσει ποιών νομιμοποιητικών εγγράφων βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής των πολιτών κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τις διοικητικές Αρχές, επομένως και από τις υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε.;

Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής πολιτών κρατών – μελών της Ε.Ε. γίνεται βάσει του δελτίου ταυτότητας ή του διαβατηρίου τους (παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 2690/1999, όπως ισχύει) και με την επίδειξη, όταν τούτο απαιτείται, των εγγράφων που προβλέπονται στις διατάξεις του Π.Δ. 106/2007 (Α’ 135), όπως ισχύουν.

4. – Πως βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής υπηκόων τρίτων χωρών, από τις διοικητικές Αρχές, επομένως και από τις υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε.;

Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής υπηκόων τρίτων χωρών γίνεται βάσει του διαβατηρίου τους ή άλλου εγγράφου βάσει του οποίου επιτρέπεται η είσοδός τους στη χώρα ή των εγγράφων που έχουν εκδώσει οι αρμόδιες ελληνικές αρχές (παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 2690/1999, όπως ισχύει).

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 26 του Ν. 4251/2014 (Α’ 80), με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι: «Οι δημόσιες υπηρεσίες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης υποχρεούνται να μην παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε πολίτες τρίτης χώρας, οι οποίοι δεν έχουν διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο που αναγνωρίζεται από διεθνείς συμβάσεις και θεώρηση εισόδου ή άδεια διαμονής και γενικά δεν αποδεικνύουν ότι έχουν εισέλθει και διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα. Σε πολίτες τρίτων χωρών που είναι αντικειμενικά στερούμενοι διαβατηρίου αναγνωρίζεται δικαίωμα συναλλαγής με τις αναφερόμενες στο προηγούμενο εδάφιο υπηρεσίες με μόνη την επίδειξη της άδειας διαμονής τους».

5. – Νομιμοποιούνται οι Διοικητικές Αρχές να βεβαιώνουν το γνήσιο της υπογραφής των ενδιαφερομένων, με την επίδειξη της στρατιωτικής τους ταυτότητας;

Οι Διοικητικές Αρχές νομιμοποιούνται να βεβαιώνουν το γνήσιο της υπογραφής με την επίδειξη της στρατιωτικής ταυτότητας του ενδιαφερομένου, δεδομένου ότι:

α) οι διατάξεις των άρθρων 3 και 11 του Ν. 2690/1999, όπως ισχύουν, αναφέρονται γενικά σε δελτίο ταυτότητας και δεν διακρίνουν μεταξύ δελτίων «αστυνομικής ταυτότητας» και «στρατιωτικής ταυτότητας».

β) η αρμοδιότητα των στρατιωτικών αρχών για την έκδοση στρατιωτικών ταυτοτήτων προβλέπεται από σχετική νομοθεσία (Ν.Δ. 127/1969 – Α’ 29, όπως ισχύει) και γ) με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 7 του προαναφερθέντος Ν.Δ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 1599/1986, ρητά ορίζεται ότι ως ταυτότητα κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού νοούνται και οι στρατιωτικές ταυτότητες.

(Σχετικό: το αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.18/4463/2.3.2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους – Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. Φ.416/68149/Σ.1196/12.2.2007 έγγραφο του Γ.Ε.ΕΘ.Α, τα οποία είναι καταχωρημένα στην ιστοσελίδα του Υ.ΔΙ.Μ.Η.Δ.: www.ydmed.gov.gr, στην διαδρομή: Αρχείο ανακοινώσεων της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του τ. Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, που παραπέμπει στην ιστοσελίδα: www.gspa.gr, στην διαδρομή Δημόσια Διοίκηση/ Σχέσεις Κράτους- Πολίτη/ Βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής).

6. – Σε ποιες περιπτώσεις δεν απαιτείται η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής;

Όταν ο ενδιαφερόμενος προσέρχεται αυτοπροσώπως για υποθέσεις του στις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, προσκομίζοντας το δελτίο ταυτότητας ή τα αντίστοιχα πρωτότυπα νομιμοποιητικά έγγραφα (παρ.1 του άρθρου 11 του Ν. 2690/1999, όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις της παρ. 4 άρθρου 16 Ν. 3345/2005).

7. – Το έγγραφο, επί του οποίου γίνεται η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, απαιτείται να είναι σχετικό ή συναφές με το έργο της Υπηρεσίας, από την οποία ζητά την βεβαίωση ο πολίτης;

Η υποχρέωση για τηνβεβαίωση του γνησίου της υπογραφής καλύπτει κάθε περίπτωση και δεν απαιτείται να είναι σχετική ή συναφής με το έργο της Υπηρεσίας, από την οποία ζητά τηνβεβαίωση ο πολίτης.

8. – Μπορούν οι δικηγόροι να βεβαιώνουν το γνήσιο της υπογραφής;

Στις διατάξεις τηςπαρ. 1 του άρθρου 11 του Ν.2690/1999, όπως ισχύει, δεν προβλέπεται η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής πολιτών από δικηγόρους. Οι δικηγόροι βεβαιώνουν το γνήσιο της υπογραφής του εντολέα τους, μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονταιστην περίπτωση δ’ της παρ. 2 του άρθρου 36 του Ν.4194/2013 (Α’ 208), όπου ορίζεται ότι στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνεται και «η βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα του, όπως προβλέπεται στο άρθρο 42 της παραγράφου 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καθώς και σε κάθε άλλη ειδική διάταξη».

9. – Μπορούν οι πλοίαρχοι εμπορικών πλοίων να βεβαιώνουν το γνήσιο της υπογραφής;

Σύμφωνα με την αριθ. 354/2009 γνωμοδότηση του Ζ’ Τμήματος του Ν.Σ.Κ., ο πλοίαρχος εμπορικού πλοίου «έχει… και τη δυνατότητα βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής τόσο των μελών του πληρώματος του πλοίου όσο και του ιδίου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 11 και 3 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, με τις οποίες θεσπίζεται ρητά η υποχρέωση των διοικητικών αρχών για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερομένου» (αριθ. Δ6 1039996 ΕΞ 2010/26.3.2010 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών και των επισυναπτόμενων σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.15/3435/18.2.2010 εγγράφου της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους-Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησηςτου Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και της αριθ. 354/2009 γνωμοδότησης του Ν.Σ.Κ.).

10. Νομιμοποιείται υπάλληλος διοικητικής αρχής, που έχει ορισθεί ως υπεύθυνος να προβαίνει στη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, να βεβαιώνει το γνήσιο της δικής του υπογραφής, σε εξουσιοδότηση, ως εξουσιοδοτών πρόσωπο, καθώς και σε εξουσιοδότηση τρίτου, ως εξουσιοδοτούμενος;

Υπάλληλος διοικητικής αρχής, που έχει ορισθεί ως υπεύθυνος να προβαίνει στη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, δεν νομιμοποιείται να βεβαιώνει το γνήσιο της δικής του υπογραφής, σε εξουσιοδότηση, ως εξουσιοδοτών πρόσωπο, ούτε όμως και σε εξουσιοδότηση τρίτου, ως εξουσιοδοτούμενος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 36 του Ν. 3528/2007 (Α’ 26).

Πρόδηλο είναι ότι η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής θα γίνει είτε από τον κατά νόμο αναπληρωτή του εν λόγω υπαλλήλου, είτε από υπάλληλο άλλης Διοικητικής Αρχής.

11. – Είναι δυνατή η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής σε λευκό χαρτί ή σε προεκτυπωμένα έντυπα υπεύθυνης δήλωσης, επί των οποίων δεν έχει συμπληρωθεί το περιεχόμενο της δήλωσης ή βεβαίωσης του ενδιαφερομένου;

Δεν είναι επιτρεπτή η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής σε λευκό χαρτί, ούτε και σε έντυπα (π.χ. εξουσιοδότηση), στα οποία έχουν συμπληρωθεί μόνο οι ενδείξεις των στοιχείων ταυτότητας του ενδιαφερομένου, καθώς αυτά δεν αποτελούν έγγραφα, κατά τα ανωτέρω, γιατί η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής γίνεται μόνο επί εγγράφων, δηλαδή κειμένων, στα οποία περιλαμβάνεται η δήλωση της βούλησης του ενδιαφερομένου ή άλλο στοιχείο προορισμένο ή πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία (Σχετική η αριθ. 317/2007 γνωμοδότηση του Α2 Τμήματος Διακοπών του Ν.Σ.Κ.).

12. – Υποχρεούνται οι διοικητικές αρχές, επομένως και οι υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε., από τις οποίες ζητείται η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, να ελέγχουν το επιλήψιμο των σχετικών εγγράφων;

Δεν προκύπτει, από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 11 Ν. 2690/1999, όπως αυτές συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 16 Ν. 3345/2005 (Α’ 138), υποχρέωση των Διοικητικών αρχών, επομένως και των Υπηρεσιών της Γ.Γ.Δ.Ε, από τις οποίες ζητείται η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, να ελέγχουν το επιλήψιμο του περιεχομένου των σχετικών εγγράφων. Ωστόσο, δεν μπορεί να βεβαιωθεί το γνήσιο της υπογραφής σε δήλωση προδήλως παράνομη, καθώς η Διοίκηση δεν μπορεί να συμπράξει σε παράνομες πράξεις. Σχετική με το θέμα αυτό είναι και η αριθ. 317/2007 γνωμοδότηση του Α2 Τμήματος Διακοπών του Ν.Σ.Κ., η οποία έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, σύμφωνα με την οποία: «Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής προϋποθέτει απαραίτητα έγγραφο κείμενο και δεν νοείται επί άγραφης σελίδας. Αφορά, όμως, μόνο το γνήσιο της υπογραφής του ενδιαφερομένου και όχι το περιεχόμενο του εγγράφου. Το όργανο της διοικητικής αρχής ή του Κ.Ε.Π. από το οποίο ζητείται η βεβαίωση δεν έχει υποχρέωση να ελέγξει το περιεχόμενο του εγγράφου ούτε δικαιούται να αρνηθεί τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, εκτός αν από αυτό (περιεχόμενο του εγγράφου) ή από σχετική δήλωση του ιδίου του ενδιαφερομένου προκύπτει κατά τρόπο πρόδηλο τέλεση ποινικού αδικήματος ή αντίθεση στα χρηστά ήθη ή αν υπάρχει προγενέστερη ή ταυτόχρονη καταγγελία τρίτου σε σχέση με το έγγραφο επί του οποίου ζητείται η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής».

13. – Είναι δυνατή η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερομένου σε ξενόγλωσσο κείμενο, το οποίο πρόκειται να υποβληθεί σε αλλοδαπή αρχή;

Την βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής μπορεί κάθε ενδιαφερόμενος να ζητήσει από οποιαδήποτε διοικητική αρχή, ανεξαρτήτως της γλώσσας, στην οποία το σχετικό έγγραφο έχει συνταχθεί, καθώς από τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας δεν προκύπτει αντίστοιχη διάκριση με κριτήριο την γλώσσα σύνταξης.

Επίσης, από τις κείμενες διατάξεις δεν προκύπτει απαγόρευση στην Διοίκηση να βεβαιώσει το γνήσιο της υπογραφής επί εγγράφου, το οποίο θα υποβληθεί σε αλλοδαπή αρχή.

Σχετική με το θέμα αυτό είναι και η αριθ. 317/2007 γνωμοδότηση του Α2 Τμήματος Διακοπών του Ν.Σ.Κ., σύμφωνα με την οποία: «Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής γίνεται ανεξάρτητα από τη γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί το έγγραφο επί του οποίου τίθεται η υπογραφή, δηλαδή επί ξενόγλωσσων εγγράφων δεν απαιτείται να υποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο και μετάφραση αυτού, αφού το όργανο της διοικητικής αρχής ή του Κ.Ε.Π., από το οποίο ζητείται η βεβαίωση, δεν υποχρεούται να αναγνώσει το έγγραφο».
(αριθ. 1068565/774/0006Δ/27.7.2006 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ15_14913_12952/11.7.2006 όμοιο έγγραφο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους – Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, καθώς και αριθ. 1080704/2215/0001Α/Φ71/30.8.2007 έγγραφο της Δ/νσης Διοικητικού του της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ. 15/19787/21.8.2007 όμοιο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους – Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησηςτου Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης).

14. – Η επισημειωματική πράξη, για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, γίνεται μόνο στο σώμα του κειμένου του εγγράφου, του οποίου ζητείται η βεβαίωση ή και σε ξεχωριστό έγγραφο;

Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής γίνεται με σχετική επισημειωματική πράξη, αποκλειστικά επί του εγγράφου, το οποίο περιλαμβάνει την βούληση του δηλούντος και είναι δυνατή επί εγγράφων που έχουν διορθώσεις ή κενά. (βλέπε τα έγγραφα που αναφέρονται στην προηγούμενη ερώτηση).

15. – Τι αναγράφει στην σχετική επισημειωματική πράξη ο υπάλληλος της Διοικητικής αρχής, που έχει ορισθεί ως υπεύθυνος να προβαίνει στη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής πολιτών;

Για την βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής πολιτών, γίνεται σχετική επισημειωματική πράξη στο σώμα του κειμένου του εγγράφου, επί του οποίου ζητείται η παραπάνω βεβαίωση, από τον υπεύθυνο υπάλληλο της διοικητικής Αρχής, ο οποίος αναγράφει, χειρόγραφα ή με ανάλογη ορθογώνια σφραγίδα:

(α) Τον τίτλο του φορέα και την Υπηρεσία του υπαλλήλου, που ενεργεί την θεώρηση (π.χ. Υπουργείο Οικονομικών – Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων – Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης- Τελωνείο …).

(β) Τη φράση «Βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του …».

(γ) Το ονοματεπώνυμο και το πατρώνυμο του ενδιαφερομένου, του οποίου βεβαιώνεται η γνησιότητα της υπογραφής.

(δ)Τον αριθμό του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ή άλλου νομιμομοποιητικού έγγραφου στοιχείου (άρθρου 3 του Ν. 2690/1999, όπως ισχύει) του ενδιαφερόμενου προσώπου, του οποίου βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής.

(ε)Τον τόπο και την ημερομηνία θεώρησης.

Κατόπιν, ο αρμόδιος υπάλληλος θέτει τηνεπίσημη (στρογγυλή) σφραγίδα της Υπηρεσίας του, αναγράφει το ονοματεπώνυμό του και υπογράφει την πράξη της βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υπογράφει ενώπιον του υπεύθυνου υπαλλήλου της Υπηρεσίας που ενεργεί την βεβαίωση.

(σελ. 80- 81 Κανονισμού Επικοινωνίας Δημόσιων Υπηρεσιών).

16. – Πως βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής πολιτών, στα νομιμοποιητικά έγγραφα των οποίων αναγράφεται η φράση «αδυναμία υπογραφής»;

α) Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής πολιτών, στα νομιμοποιητικά έγγραφα των οποίων (δελτίο ταυτότητας, προσωρινή βεβαίωση της αρμόδιας αρχής κ.λπ) γράφεται, στο πεδίο «υπογραφή κατόχου», η φράση «αδυναμία υπογραφής» (όπως στις περιπτώσεις αναλφάβητων κ.λπ.), γίνεται σύμφωνα με ό,τι αναγράφει η ταυτότητά τους ή άλλο σχετικό νομιμοποιητικό έγγραφο.
Επομένως, στην επισημειωματική πράξη, οι υπεύθυνοι υπάλληλοι των Υπηρεσιών της Γ.Γ.Δ.Ε., που είναι επιφορτισμένοι με το έργο της βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής των πολιτών, συμπληρώνουν τη σχετική φράση, ως εξής: «Βεβαιώνεται η αδυναμία υπογραφής του (ονοματεπώνυμο) του (πατρώνυμο), με Α.Δ.Τ./ ή αριθμό άλλου εγγράφου στοιχείου: ».

β) Δεδομένου ότι δεν υπάρχει θεσμικό πλαίσιο για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής αναλφάβητου πολίτη, ακολουθείται και η παρακάτω διοικητική πρακτική:

– η αναγραφή «σταυρού» ή ένδειξης «Χ» από τον αναλφάβητο πολίτη ή

– άλλο πρόσωπο (π.χ. ο υπάλληλος) αναγράφει τα αρχικά του ονόματος και του επωνύμου του αναλφάβητου πολίτη και αυτός τα
αντιγράφει.

(αριθ. 1014848/165/0006Δ/16.2.2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.15/2463/31.1.2007 όμοιο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους-Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης).

17. – Μπορούν οι διοικητικές αρχές να βεβαιώνουν το γνήσιο της υπογραφής σε ιδιόχειρη διαθήκη;

Επί ιδιόγραφης δήλωσης διανομής περιουσιακών στοιχείων (ιδιόχειρης διαθήκης) δεν μπορεί να βεβαιωθεί, από Διοικητική Αρχή, επομένως και από τις υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε., το γνήσιο της υπογραφής, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, Ν. 2690/1999, καθώς η σύνταξη και η νομιμότητα αυτής διέπεται από ειδικές διατάξεις (αριθ. Α.Τ.Δ. 1157168 ΕΞ2014/26.11.2014 έγγραφο του Αυτοτελούς Τμήματος Διοίκησης της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού της Γ.Γ.Δ.Ε. και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.15/27238/12.12.2013 έγγραφο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους-Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υ.ΔΙ.Μ.Η.Δ.).

18. – Πως ορίζονται οι υπεύθυνοι υπάλληλοι, που είναι επιφορτισμένοι με το έργο της βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής;

Από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας τους.

19. – Ποια προσωπικά του στοιχεία, πρέπει να αναγράφει ο εξουσιοδοτών σε εξουσιοδότηση που συντάσσεται σε ιδιωτικό έγγραφο;

Στην περίπτωση που η εξουσιοδότηση συντάσσεται σε ιδιωτικό έγγραφο, ο εξουσιοδοτών πρέπει να αναγράφει σε αυτό τα παρακάτω στοιχεία, τα οποία συμπίπτουν με τα στοιχεία που απαιτούνται για την πράξη της βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής, η οποία, άλλωστε, διενεργείται επί του εγγράφου της εξουσιοδότησης:

α) Το ονοματεπώνυμο και πατρώνυμό του και

β) Τον αριθμό του δελτίου αστυνομικής του ταυτότητας ή της σχετικής προσωρινής βεβαίωσης αρμόδιας αρχής ή του διαβατηρίου του ή της άδειας οδήγησης ή του ατομικού του βιβλιαρίου υγείας όλων των ασφαλιστικών φορέων, εφόσον είναι Έλληνας πολίτης.

β1) Τον αριθμό του δελτίου ταυτότητάς του ή του διαβατηρίου του, εφόσον είναι πολίτης Κράτους- Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

β2) Τον αριθμό του διαβατηρίου του ή άλλου εγγράφου, με το οποίο επιτρέπεται η είσοδός του στη χώρα ή σχετικών εγγράφων που έχουν εκδώσει οι αρμόδιες ελληνικές αρχές, στις άλλες περιπτώσεις αλλοδαπών.

(βλέπε, επίσης, και τις με α/α 2, 3, 4 και 5 ερωτήσεις και αντίστοιχες απαντήσεις της ίδιας ενότητας).

20. – Για τη σύνταξη της εξουσιοδότησης είναι ορθό να χρησιμοποιείται, αυτοτελώς, το υπόδειγμα της υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του Ν. 1599/86;

Για τη σύνταξη της εξουσιοδότησης είναι ορθό να μην χρησιμοποιείται, αυτοτελώς, το υπόδειγμα της υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του Ν. 1599/86, καθώς αυτό έχει σχεδιασθεί για την εξυπηρέτηση διαφορετικών συναλλαγών με τις δημόσιες υπηρεσίες. Στην περίπτωση, όμως, που οι πολίτες έχουν χρησιμοποιήσει αυτοτελές έντυπο υπεύθυνης δήλωσης για την σύνταξη εξουσιοδότησης, αυτό πρέπει να γίνεται αποδεκτό από τις διοικητικές Αρχές, επομένως και από τις υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε., για την αποφυγή ταλαιπωρίας τους, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τα αναφερόμενα, στην απάντηση της με α/α 19 προηγούμενης ερώτησης, στοιχεία. Με τις διατάξεις της αριθ. ΔΙΑΔΠ/Α1/18368/25.9.2002 (Β’ 127) απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης δόθηκε η δυνατότητα στο έντυπο της αίτησης των πολιτών να ενσωματώνεται και υπεύθυνη δήλωση, στην οποία ο πολίτης μπορεί να συντάξει και εξουσιοδότηση προς άλλο πρόσωπο για να διεκπεραιώσει την υπόθεσή του, συμπληρώνοντας το σχετικό πεδίο. Στην περίπτωση αυτή, η αίτηση είναι επιπλέον υπεύθυνη δήλωση και εξουσιοδότηση.

(αριθ. 114395/13/0006Δ/5.1.2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΑΔΠ/Α/26452/8.12.2006 όμοιο της Διεύθυνσης Απλούστευσης Διαδικασιών και Παραγωγικότητας της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης )

21. – Μπορούν πρόσωπα εφοδιασμένα με πληρεξούσιο να συμπληρώνουν και να υπογράφουν υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, για λογαριασμό τρίτων;

Σύμφωνα με την αριθ. 563/2005 Γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ., που έγινε δεκτή από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, πρόσωπα εφοδιασμένα με πληρεξούσιο ειδικό για την διεκπεραίωση μιας υποθέσεως και στα πλαίσια αυτής μπορούν να συμπληρώνουν και να υπογράφουν για λογαριασμό τρίτων, υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του Ν. 1599/86. Τέτοιες δηλώσεις, επίσης, πολύ περισσότερο, μπορούν να υπογράφουν και πρόσωπα που χωρίς να συνδέονται ή να έχουν σχέση με το χειρισμό οποιασδήποτε υποθέσεως, εξουσιοδοτούνται ειδικά για το σκοπό αυτό και στο σχετικό (ειδικό) πληρεξούσιο αναγράφεται επακριβώς το περιεχόμενο των δηλώσεων που πρόκειται να υπογράψουν.

ENOTHTA Δ’: ΜΕΣΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ – ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΑΥΤΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΠΟ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ Δ1′: ΜΕΣΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ

1. – Ποια είναι τα μέσα απόδειξης των στοιχείων της ταυτότητας των Ελλήνων πολιτών;

Σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του Ν. 2690/1999 (Α’ 45), όπως αντικαταστάθηκαν και ισχύουν με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 3731/2008 (Α’ 263), «Τα στοιχεία της ταυτότητας που αναφέρονται στην αίτηση, όταν πρόκειται για Έλληνες πολίτες, αποδεικνύονται από το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας ή τη σχετική προσωρινή βεβαίωση της αρμόδιας αρχής ή το διαβατήριοή την άδεια οδήγησης ή το ατομικό βιβλιάριο υγείας όλων των ασφαλιστικών φορέων»
Συνεπώς, οι Υπηρεσίες υποχρεούνται να αποδέχονται, για την διεκπεραίωση των διοικητικών διαδικασιών που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, όπως ισχύει σήμερα (π.χ. βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερομένου, επικύρωση αντιγράφων εγγράφων στις περιπτώσεις που προβλέπεται, υποβολή αιτήσεων προς την Διοίκηση, παραλαβή τελικών διοικητικών πράξεων κ.ά.), καθώς και των λοιπών διοικητικών διαδικασιών αρμοδιότητάς τους, ως μέσα απόδειξης των στοιχείων της ταυτότητας των Ελλήνων πολιτών τα κατωτέρω: α) το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, β) την σχετική προσωρινή βεβαίωση της αρμόδιας αρχής, γ) το διαβατήριο, δ) την άδεια οδήγησης, δ) το ατομικό βιβλιάριο υγείας όλων των ασφαλιστικών φορέων.

2. – Στις συναλλαγές των Ελλήνων πολιτών με τη Διοίκηση επιβάλλεται η επίδειξη του πρωτοτύπου των προαναφερομένων εγγράφων;

Για την απόδειξη των στοιχείων της ταυτότητας των Ελλήνων πολιτών, κατά τις συναλλαγές τους με τη Διοίκηση, επιβάλλεται η επίδειξη του πρωτοτύπου των προαναφερόμενων εγγράφων.

3. – Κατά την διεκπεραίωση κάθε διοικητικής διαδικασίας, ποια στοιχεία του ενδιαφερομένου πρέπει να αναγράφονται;

Κατά την διεκπεραίωση κάθε διαδικασίας θα αναγράφονται τα στοιχεία εκείνου του μέσου απόδειξης που επιδεικνύεται από τον πολίτη, όπως π.χ. στην περίπτωση που επιδεικνύεται η άδεια οδήγησης αναγράφεται ο αριθμός της άδειας αυτής, στην περίπτωση που επιδεικνύεται το ατομικό βιβλιάριο υγείας αναγράφεται ο αριθμός μητρώου του ασφαλισμένου κ.λπ.

4. – Το προσκομισθέν ατομικό βιβλιάριο υγείας γίνεται αποδεκτό από την Διοίκηση, ακόμα και αν δεν έχει θεωρηθεί για το τρέχον έτος ή η άδεια οδήγησης, ακόμα και αν έχει λήξει;

Γίνονται δεκτά το ατομικό βιβλιάριο υγείας, ακόμα και αν δεν έχει θεωρηθεί για το τρέχον έτος, καθώς και η άδεια οδήγησης, ακόμα και αν έχει λήξει, με την προϋπόθεση ότι δεν έχουν μεταβληθεί τα βασικά στοιχεία του κατόχου τους.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Είναι προφανές ότι ο κάτοχος είναι υπεύθυνος να δηλώνει την τυχόν μεταβολή των στοιχείων του (π.χ. αλλαγή επωνύμου).

5. – Ποια είναι η αποδεικτική ισχύς του διαβατηρίου «παλαιού τύπου» και του δελτίου «παλαιού τύπου» ή της «κομμένης» αστυνομικής ταυτότητας, κατά την διεκπεραίωση διοικητικών διαδικασιών Ελλήνων πολιτών;

α) Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τα βασικά στοιχεία της ταυτότητας του προσώπου που κατέχει το διαβατήριο (π.χ. όνομα, επώνυμο, έτος γέννησης κ.λπ.) και τα οποία είναι απαραίτητα για τις συναλλαγές του με την Διοίκηση είναι σταθερά (αμετάβλητα) και με σκοπό την ταχύτερη και καλύτερη εξυπηρέτηση του πολίτη, τα διαβατήρια «παλαιού τύπου» ως επίσημα έγγραφα του ελληνικού κράτους, αποδεικτικά των εν λόγω στοιχείων, γίνονται δεκτά για την απόδειξη των στοιχείων της ταυτότητας των ενδιαφερομένων κατά την διεκπεραίωση των διοικητικών διαδικασιών, που προβλέπονται από τις διατάξεις του «Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας», όπως π.χ. υποβολή αιτήσεων προς την Διοίκηση, επικύρωση αντιγράφων εγγράφων στις περιπτώσεις που προβλέπεται, βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής. Αντίθετα, δεν μπορούν να γίνονται δεκτά ως ταξιδιωτικά έγγραφα, λόγω μεταβολής του θεσμικού πλαισίου έκδοσής τους.

β) Για τους ίδιους λόγους γίνονται δεκτά αποκλειστικά για την απόδειξη των στοιχείων της ταυτότητας προσώπου, κατά την διεκπεραίωση διοικητικών διαδικασιών, και τα δελτία «παλαιού τύπου» ή «κομμένης» αστυνομικής ταυτότητας(αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.18/οικ.5812/6.3.2007 έγγραφο του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α). Επίσης, οι παλαιού τύπου ταυτότητες, στις οποίες, λόγω παρέλευσης πολλών ετών από την έκδοσή τους δεν είναι αναγνωρίσιμο το πρόσωπο που προσκομίζει την ταυτότητα σε σχέση με τη φωτογραφία του δελτίου, ως επίσημα έγγραφα του Ελληνικού κράτους γίνονται δεκτά για την απόδειξη των στοιχείων ταυτότητας των ενδιαφερομένων, κατά τη διεκπεραίωση διοικητικών διαδικασιών (αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ. 18/7974/18.4.2007 έγγραφο του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α).

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Είναι προφανές ότι ο κάτοχος των προαναφερθέντων εγγράφων είναι υπεύθυνος να δηλώνει την τυχόν μεταβολή των στοιχείων του (π.χ. αλλαγή επωνύμου).

6.- Γίνεται δεκτό το δελτίο ταυτότητας πολιτών Κρατών- Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), του οποίου έχει λήξει ο χρόνος ισχύος του, κατά την διεκπεραίωση υποθέσεών τους από τις διοικητικές Αρχές, επομένως και από τις υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε.;

Γίνεται δεκτό το δελτίο ταυτότητας πολιτών Κρατών- Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), του οποίου έχει λήξει ο χρόνος ισχύος, όταν το προσκομίζουν για την διεκπεραίωση υποθέσεών τους στις διοικητικές Αρχές, επομένως και στις υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε., για την απόδειξη των στοιχείων της ταυτότητάς τους, δεδομένου ότι:

α) Εφόσον για τους Έλληνες πολίτες, στις διοικητικές διαδικασίες γίνονται δεκτά, μεταξύ άλλων, για την απόδειξη των στοιχείων της ταυτότητάς τους τα δελτία «παλαιού τύπου» ή η «κομμένη» αστυνομική ταυτότητα (βλέπε έγγραφα προηγούμενης ερώτησης) και για τους πολίτες Κρατών- Μελών της Ε.Ε., η ταυτότητα των οποίων σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 2690/1999 (Α’ 45), όπως ισχύει, αποδεικνύεται και από το δελτίο ταυτότητας, αναλογικά εφαρμόζεται το ίδιο με τους ημεδαπούς, γιατί η απόδειξη των στοιχείων ταυτότητας από δελτίο ταυτότητας που έχει λήξει δεν διαφοροποιείται ανάλογα με την υπηκοότητα του κατόχου της ταυτότητας.

β) Αφού το δελτίο ταυτότητας που έχει λήξει θεωρείται, γενικά, ως έγγραφο ικανό για την απόδειξη των στοιχείων της ταυτότητας του κατόχου του, για την διεκπεραίωση διοικητικών υποθέσεων, πρόκειται για μια κατηγορική ιδιότητα αυτού, η οποία δεν αλλοιώνεται όταν αφορά σε δελτίο ταυτότητας πολιτών κρατών- μελών της Ε.Ε.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Είναι προφανές ότι ο κάτοχος είναι υπεύθυνος να δηλώνει την τυχόν μεταβολή των στοιχείων του (π.χ. αλλαγή επωνύμου).
(αριθ. Δ6Δ 1123004 ΕΞ 2012/6.9.2012 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. 9725-1/321109/17.7.2012 όμοιο της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη).

7. – Τι ισχύει ως προς τα μέσα απόδειξης των στοιχείων της ταυτότητας των πολιτών-υπηκόων τρίτων χωρών, που έχουν κυρώσει τη Συνθήκη Σένγκεν;

Σύμφωνα με το αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.15/19497/21.9.2012 (ΑΔΑ: Β4ΘΓΧ-ΡΧΙ) έγγραφο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους-Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών του Υ.ΔΙ.Μ.Η.Δ. και τα μνημονευόμενα σε αυτό με αριθ.Φ.3497.13/ΑΣ 39223/8.9.2011 και 1016/6/377 α’ /20.8.2012 όμοια της Διεύθυνσης Δικαιοσύνης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Σένγκεν του Υπουργείου Εξωτερικών και του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, αντίστοιχα:

α) Δικαιούχοι του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας στο χώρο Σένγκεν λογίζονται, πέραν των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και των μελών της οικογενείας τους και οι υπήκοοι τρίτων χωρών και τα μέλη οικογενείας τους, δυνάμει αντίστοιχων συμφωνιών, που έχουν συναφθεί μεταξύ της Ε.Ε. και των εν λόγω χωρών.

Οι πολίτες της Ελβετίας, της Νορβηγίας, της Ισλανδίας και του Λιχτενστάιν, των οποίων οι χώρες τους έχουν συνάψει σχετικές Συμφωνίες με την Ε.Ε., απολαύουν δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας ισοδυνάμου με εκείνο των πολιτών της Ε.Ε.

Εφόσον οι πολίτες των ανωτέρω χωρών εξομοιώνονται ως προς το δικαίωμα εισόδου τους στην Ελλάδα με τους πολίτες κρατών- μελών της Ε.Ε., αναλογικά θα εφαρμόζεται και σε αυτούς, ως προς το ειδικότερο ζήτημα του τύπου των εγγράφων που δύνανται να επιδεικνύουν κατά την είσοδο στη χώρα, η Οδηγία 2004/38/ΕΚ (Π.Δ. 106/2007- Α’ 135) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004, που προβλέπει ότι: «.τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο στην επικράτειά τους σε κάθε πολίτη της Ένωσης, ο οποίος φέρει ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο.» (άρθρο 5).

β) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 της προαναφερθείσας Oδηγίας και της παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 2690/1999 (Α’ 45), όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 3731/2008 (Α’ 263), προκύπτει ότι τα στοιχεία ταυτότητας των πολιτών των ως άνω χωρών, που έχουν κυρώσει την Συνθήκη Σένγκεν, αποδεικνύονται από τα έγγραφα με τα οποία αποδεικνύονται και τα στοιχεία ταυτότητας των πολιτών κράτους-μέλους της Ε.Ε., δηλαδή πρωτότυπο δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο σε ισχύ.
Συνεπώς, για τους πολίτες τρίτων χωρών, οι οποίες έχουν κυρώσει τη Συνθήκη Σένγκεν (δηλαδή της Ελβετίας, της Νορβηγίας, της Ισλανδίας και του Λιχτενστάιν), οι Διοικητικές Αρχές και τα Κ.Ε.Π. υποχρεούνται να αποδέχονται το πρωτότυπο δελτίο ταυτότητας ή το διαβατήριο σε ισχύ, για την διεκπεραίωση των διοικητικών διαδικασιών (όπως π.χ. βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερομένου), που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999, όπως ισχύει).

(αριθ. Δ6Δ 1146859 ΕΞ 2012/24.10.2012 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.15/19497/21.9.2012 (ΑΔΑ: Β4ΘΓΧ-ΡΧΙ) έγγραφο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους-Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών του Υ.ΔΙ.Μ.Η.Δ.).

8. – Ποια είναι η αποδεικτική ισχύς του «Δελτίου αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού (γνωστό και ως «Ροζ κάρτα»)» και της «Άδειας παραμονής αλλοδαπού»);

«Δελτίο αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού (γνωστό και ως «Ροζ κάρτα»)» και η «Άδεια παραμονής αλλοδαπού», τα οποία εκδίδονται από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, γίνονται αποδεκτά από τις διοικητικές αρχές και τα Κ.Ε.Π. της χώρας, για την απόδειξη των στοιχείων της ταυτότητας των αλλοδαπών πολιτών, κατά την διεκπεραίωση των διοικητικών διαδικασιών, που προβλέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2690/1999, όπως ισχύει.
(αριθ. Δ6Δ 1119070 ΕΞ 2013/26.7.2013 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γ.Γ.Δ.Ε. και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.18/10991/27.5.2013 (ΑΔΑ: ΒΕΧ4Χ-ΞΧΓ) έγγραφο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους-Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών του Υ.ΔΙ.Μ.Η.Δ.).

9.- Τα αιτήματα προς τη Διοίκηση μπορούν να υποβάλλονται από τους άμεσα ενδιαφερομένους ή μπορούν να υποβάλλονται και από τρίτα πρόσωπα;

Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 2690/1999 «Αίτηση του ενδιαφερομένου για την έκδοση διοικητικής πράξης απαιτείται όταν το προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις». Επομένως:

α) Τα αιτήματα προς την Διοίκηση, για την διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και η παραλαβή των τελικών πράξεων, γίνονται από τους άμεσα ενδιαφερομένους. Και τούτο, προκειμένου να αποδεικνύεται, αφενός η ταυτότητα του ενδιαφερομένου και αφετέρου να διασφαλίζονται τα έννομα αποτελέσματα της βούλησής του, είτε αφορά στην έκδοση πράξης, είτε σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία.

β) Για τους ίδιους λόγους, τρίτα πρόσωπα μπορούν να υποβάλλουν αιτήσεις και να παραλαμβάνουν τελικές πράξεις, αντί των άμεσα ενδιαφερομένων, μόνο όταν φέρουν την νόμιμη, για το σκοπό αυτό, εξουσιοδότηση, στην οποία έχει βεβαιωθεί το γνήσιο της υπογραφής του άμεσα ενδιαφερομένου, από οποιαδήποτε Διοικητική Αρχή, κατά τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ Δ2: ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΠΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ

10. – Δικαιούνται οι δικηγόροι να παραλαμβάνουν έγγραφα διοικητικών υπηρεσιών, χωρίς έγγραφη εξουσιοδότηση ή πληρεξούσιο των εντολέων τους;

Οι δικηγόροι δεν θεωρούνται τρίτα πρόσωπα όταν εκπροσωπούν τους εντολείς τους και δικαιούνται να παραλαμβάνουν έγγραφα διοικητικών υπηρεσιών, χωρίς έγγραφη εξουσιοδότηση ή πληρεξούσιο, γιατί ως εξουσιοδότηση προς το πρόσωπό τους ισχύει και αρκεί η νόμιμη προφορική εντολή που τους δίδεται, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Ν. 4194/2013 (Α’ 208). Ειδικότερα:

α) Όταν ο δικηγόρος υποβάλλει και υπογράφει την αίτηση για λογαριασμό του πελάτη του, παρακολουθεί την πορεία της και παραλαμβάνει την τελική πράξη χωρίς άλλη διαδικασία ή απαίτηση.

β) Όταν η αίτηση έχει ήδη υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο ή τρίτο και προσέρχεται δικηγόρος για την παρακολούθησή της ή την παραλαβή της τελικής διοικητικής πράξης, τότε του ζητείται να δηλώσει επί τόπου την πληρεξουσιότητά του, το ονοματεπώνυμό του, την διεύθυνσή του και τον αριθμό μητρώου του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει.

11. – Πως ικανοποιούν οι διοικητικές Αρχές, επομένως και οι Υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε., τα αιτήματα πρόσβασης των δικηγόρων σε έγγραφα;

Οι διοικητικές Αρχές, επομένως και οι Υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε., ικανοποιούν τα αιτήματα πρόσβασης σε έγγραφα (διοικητικά ή ιδιωτικά), εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999, όπως ισχύει, ανεξάρτητα αν το αίτημα αυτό έχει υποβληθεί από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο ή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του.

(αριθ.1097289 /0006Δ/19.10.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.18/16766/25.9.2009 όμοιο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους-Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησηςτου Υπουργείου Εσωτερικών).

12. – Θεωρούνται οι δικηγόροι τρίτα πρόσωπα όταν εκπροσωπούν νομικά πρόσωπα, εταιρείες, ΟΤΑ, σωματεία κ.λπ. στις διοικητικές Αρχές, επομένως και στις υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε., για την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης σε έγγραφα;

Οι δικηγόροι δεν θεωρούνται τρίτα πρόσωπα όταν εκπροσωπούν νομικά πρόσωπα, εταιρείες, ΟΤΑ, σωματεία κ.λπ. στις διοικητικές Αρχές, επομένως και στις υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε., για την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης σε έγγραφα, καθόσον από την κείμενη νομοθεσία ουδεμία διάκριση γίνεται, με βάση την υπόσταση του ενδιαφερομένου, αν είναι δηλαδή φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
Συνεπώς και στις περιπτώσεις αυτές ισχύει και αρκεί η νόμιμη προφορική εντολή που τους δίδεται, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Ν. 4194/2013, προκειμένου να υποβάλουν αιτήσεις και να παραλαμβάνουν έγγραφα, για λογαριασμό του εντολέα τους (βλέπε ερώτηση με α/α 10 και αντίστοιχη απάντηση της ίδιας ενότητας και έγγραφο της προηγούμενης ερώτησης).

13. – Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν οι δικηγόροι να υπογράφουν υπεύθυνες δηλώσεις ή έντυπα που υπέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης, για λογαριασμό των εντολέων τους;

Για την υπογραφή υπεύθυνων δηλώσεων ή εντύπων, που υπέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης, από δικηγόρους, για λογαριασμό των εντολέων τους, εφαρμόζεται η αριθ. 563/2005 Γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ., που έχει γίνει δεκτή από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, σύμφωνα με την οποία «. πρόσωπα εφοδιασμένα με πληρεξούσιο ειδικό για τη διεκπεραίωση μιας υποθέσεως και στα πλαίσια αυτής, μπορούν να συμπληρώνουν και να υπογράφουν για λογαριασμό τρίτων, υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του Ν. 1599/86. Τέτοιες δηλώσεις, επίσης, πολύ περισσότερο, μπορούν να υπογράφουν και πρόσωπα που χωρίς να συνδέονται ή να έχουν σχέση με το χειρισμό οποιασδήποτε υποθέσεως, εξουσιοδοτούνται ειδικά για το σκοπό αυτό καιστο σχετικό (ειδικό) πληρεξούσιο αναγράφεται επακριβώς το περιεχόμενο των δηλώσεων που πρόκειται να υπογράψουν».

14. – Πρέπει οι πληρεξούσιοι δικηγόροι στην αίτηση που υποβάλλουν και υπογράφουν για λογαριασμό των εντολέων τους προς τις διοικητικές αρχές, επομένως και προς τις υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε., κατά την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης σε έγγραφα, να αναγράφουν τα στοιχεία της ταυτότητας των εντολέων τους;

Προκειμένου να διαπιστώσει η Υπηρεσία αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999 (Α’ 45), όπως ισχύει, πρέπει στην αίτηση να αναγράφονται τα στοιχεία της ταυτότητας του άμεσα ενδιαφερομένου (εντολέα), ανεξάρτητα αν το αίτημα αυτό έχει υποβληθεί από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο ή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του. (αριθ. Δ6Δ 1034726 ΕΞ 2013 /26.2.2013 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γ.Γ.Δ.Ε. και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/ Φ.18/ 3097/ 8.2.2013 όμοιο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους- Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών του Υ.ΔΙ.Μ.Η.Δ.).

ENOTHTA Ε’: ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΝΕΡΓΟΥΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

1. – Ποιος είναι ο ορισμός της επίσημης μετάφρασης;

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3712/2008 (Α’ 225), όπως ισχύει: «Επίσημη μετάφραση είναι η έγκυρη, ακριβής και επικυρωμένη μετάφραση ενός κειμένου από τις ξένες γλώσσες στην ελληνική και αντίστροφα που γίνεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις του παρόντος».

(Σχετικό είναι και το άρθρο 454 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας: «Αν το έγγραφο που προσάγεται έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, υποβάλλεται μαζί και επίσημη μετάφρασή του επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών ή άλλο αρμόδιο κατά το νόμο πρόσωπο »).

2. – Ποια Υπηρεσία και ποια πρόσωπα δικαιούνται να διενεργούν επίσημες μεταφράσεις, σύμφωνα με το Ν. 3712/2008;

Η Υπηρεσία και τα πρόσωπα που δικαιούνται να διενεργούν επίσημες μεταφράσεις καθορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 2 και 16 του νόμου αυτού. Επισήμανση: Μετά από την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Εξωτερικών για την έναρξη εφαρμογής του νέου συστήματος μετάφρασης, κατά την παρ. 2 του άρθρου 47 του Ν. 3712/2008, όπως ισχύει θα καταργηθεί κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αναφέρεται σε θέματα τα οποία ρυθμίζονται με τον νόμο αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. θ’ του άρθρου 48 αυτού, με εξαίρεση τις αναφερόμενες στον Κώδικα περί Δικηγόρων (περίπτωση γ’ της παρ. 2 του άρθρου 36 του Ν. 4194/2013- Α’ 208). Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής, θα εξακολουθήσουν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 3566/2007 (Α’ 117) «Κύρωση ως Κώδικα του «Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών», όπως ισχύει.

3. – Μέχρι την έναρξη εφαρμογής του νέου συστήματος μετάφρασης, ποιές είναι οι αρμόδιες υπηρεσίες και τα πρόσωπα, που μεταφράζουν έγκυρα ξενόγλωσσα κείμενα;

Αρμοδιότητα διενέργειας έγκυρης μετάφρασης εγγράφων (δημόσιων και ιδιωτικών), έχουν:

α) Η Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών (άρθρο 22 του Ν. 3566/2007 – Α’ 117 και άρθρο 6 του Ν. 3712/2008 – Α’ 225), όπως ισχύουν.

Σύμφωνα με την αριθ. 335/2002 Γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., η επίσημη μετάφραση δημόσιου ή ιδιωτικού εγγράφου, από την ελληνική σε ξένη γλώσσα ή αντιστρόφως, που διενεργεί η Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, αποτελεί έγγραφο διοικητικής αρχής. Επομένως, οι υπηρεσίες υποχρεούνται να δέχονται απλά, ευανάγνωστα αντίγραφα (φωτοτυπίες) από το πρωτότυπο ή το ακριβές αντίγραφο αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014.

β) Οι δικηγόροι. Η μετάφραση που διενεργούν οι δικηγόροι έχει πλήρη ισχύ έναντι οποιασδήποτε Δικαστικής ή άλλης Αρχής, εφόσον συνοδεύεται από επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου που μεταφράστηκε και ο δικηγόρος βεβαιώνει ότι έχει επαρκή γνώση της γλώσσας από και προς την οποία μετέφρασε (περίπτωση γ’ της παρ. 2 του άρθρου 36 του Ν. 4194/2013 – Α’ 208). Επισήμανση: Οι διοικητικές αρχές, επομένως και οι υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε, υποχρεούνται να αποδέχονται τα απλά, ευανάγνωστα αντίγραφα (φωτοτυπίες) των αλλοδαπών εγγράφων και της μετάφρασης αυτών που διενεργήθηκε από δικηγόρο, εφόσον τα έγγραφα αυτά έχουν επικυρωθεί προηγουμένως από δικηγόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του τρίτου και τέταρτου εδαφίου της περίπτωσης β’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014, βλέπε και ερώτηση με α/α 6 και αντίστοιχη απάντηση στην ενότητα Β’ του Εγχειριδίου).

γ) Οι συμβολαιογράφοι, η αρμοδιότητα των οποίων καλύπτει τη μετάφραση στην ελληνική, των ξενόγλωσσων εγγράφων, που είναι χρήσιμα για την κατάρτιση πράξεων της αρμοδιότητάς τους (παρ. 2 άρθρου 1 Ν. 2830/2000-Α’ 96, όπως ισχύει).

4.- Γίνονται αποδεκτές από την Διοίκηση, οι μεταφράσεις που διενεργούν οι πτυχιούχοι μεταφραστές του Ιονίου Πανεπιστημίου;

Δεν υφίστανται διατάξεις νόμου, οι οποίες να ρυθμίζουν το θέμα της αποδοχής ή όχι από την Διοίκηση των μεταφράσεων, που διενεργούν οι μεταφραστές- πτυχιούχοι του Ιονίου Πανεπιστημίου.

Το συγκεκριμένο θέμα έχει αντιμετωπιστεί:

α) με την αριθ. 495/2004 Γνωμοδότηση του Γ’ Τμήματος του Ν.Σ.Κ., που έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και σύμφωνα, με την οποία οι μεταφράσεις των πτυχιούχων μεταφραστών του Ιονίου Πανεπιστημίου δεν είναι υποχρεωτικά αποδεκτές από τη Διοίκηση και δεν αποτελούν έγγραφα προερχόμενα από Διοικητική Αρχή και

β) με την αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ22/5583/22.3.2005 εγκύκλιο του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης να δέχεται ή όχι τις εν λόγω μεταφράσεις.

Tα κριτήρια που υιοθετούν οι Διοικητικές Αρχές, συνεπώς και οι Υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε. για την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, προσδιορίζονται από τις ίδιες, καθόσον κάθε Διοικητική Αρχή έχει τις ιδιαιτερότητές της και τις δικές της προτεραιότητες, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της.

Κατά την άποψή μας, οι Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, επομένως και της Γ.Γ.Δ.Ε., σε κάθε περίπτωση που απαιτείται για την διεκπεραίωση κάποιας υποθέσεως, η υποβολή μεταφράσεως και η μετάφραση που προσκομίζεται από τον ενδιαφερόμενο έγινε από πτυχιούχο μεταφραστή του Ιονίου Πανεπιστημίου, προκειμένου να ασκήσουν τη διακριτική τους ευχέρεια περί αποδοχής ή μη των μεταφράσεων αυτών, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη:

β1) την διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου και των πολιτών,

β2) την κατηγορία και τη σπουδαιότητα του εγγράφου,

β3) την σπουδαιότητα και την ιδιαιτερότητα της προς διεκπεραίωση υποθέσεως,

β4) την εξυπηρέτηση των πολιτών,

β5) την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών και

β6) την αποτελεσματική και ταχεία αντιμετώπιση των σχετικών υποθέσεων, με ταυτόχρονη διασφάλιση των υπαλλήλων από
οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ηθικής τους υποστάσεως.

ENOTHTA ΣΤ’: ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ ΣΕ ΑΛΛΟΔΑΠΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ (ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ- ΠΡΟΞΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ)

1. – Σε ποια έγγραφα εφαρμόζεται ο Ν. 1497/1984 (Α188) «Σύμβαση που καταργεί την υποχρέωση επικύρωσης των αλλοδαπών δημόσιων εγγράφων»;

Στα δημόσια έγγραφα που έχουν συνταχθεί στο έδαφος ενός συμβαλλόμενου Κράτους και πρέπει να προσαχθούν στο έδαφος άλλου συμβαλλόμενου Κράτους (άρθρο 1 του Ν. 1497/1984).

2. – Ποια θεωρούνται δημόσια έγγραφα για την εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης;

Ως δημόσια έγγραφα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 1497/1984, θεωρούνται:

α) τα έγγραφα που προέρχονται από αρχή ή δημόσιο υπάλληλο δικαιοδοτικού οργάνου του Κράτους, συμπεριλαμβανομένων και των εγγράφων που προέρχονται από την εισαγγελική αρχή, δικαστικό γραμματέα, ή δικαστικό επιμελητή,

β) τα διοικητικά έγγραφα,

γ) τα συμβολαιογραφικά έγγραφα,

δ) οι επίσημες βεβαιώσεις, όπως βεβαιώσεις καταχωρίσεως, θεωρήσεις για βέβαιη χρονολογία και επικυρώσεις υπογραφής που τίθενται σε ιδιωτικό έγγραφο.

3. – Σε ποια έγγραφα δεν εφαρμόζεται η Σύμβαση της Χάγης;

α) στα έγγραφα που εκδόθηκαν από διπλωματικούς ή προξενικούς πράκτορες, β) στα διοικητικά έγγραφα που σχετίζονται άμεσα με εμπορική ή τελωνειακή πράξη.

4. – Ποια διατύπωση απαιτείται από το Κράτος, στο οποίο πρέπει να προσαχθούν τα προαναφερθέντα έγγραφα;

Η επίθεση επισημειώσεως (σφραγίδα Apostille) – (άρθρο 3 του Ν. 1497/1984).

5. – Ποια στοιχεία πιστοποιεί η επισημείωση;

Πιστοποιεί τη γνησιότητα της υπογραφής, την ιδιότητα με την οποία ενήργησε ο υπογράφων το έγγραφο και, ενδεχομένως, την ταυτότητα της σφραγίδας ή του επισήματος που φέρει το έγγραφο.

Η υπογραφή, η σφραγίδα ή το επίσημα πάνω στην επισημείωση απαλλάσσονται από κάθε πιστοποίηση (άρθρο 5 του Ν. 1497/1984).

6. – Που τίθεται η επισημείωση;

Στο ίδιο το έγγραφο ή σε πρόσθεμα (άρθρο 4 του Ν. 1497/1984).

7. – Ποιος ορίζει τις αρχές που χορηγούν την επισημείωση;

Κάθε συμβαλλόμενο κράτος ορίζει τις αρχές στις οποίες παρέχεται η αρμοδιότητα να χορηγούν την επισημείωση (άρθρο 6 του Ν. 1497/1984).

8. – Ποια Κράτη έχουν προσχωρήσει στη σύμβαση της Χάγης; (βλέπε Πίνακα 1).

9. – Χορηγείται επισημείωση σε στρατιωτικά πληρεξούσια, που καταρτίζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (Η.Π.Α);

Τα στρατιωτικά πληρεξούσια (Military Power of Attorney), που καταρτίζονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας των Η.Π.Α, ισχύουν εκτός Η.Π.Α, μόνο εφόσον φέρουν την επισημείωση (σφραγίδα Apostille) (αριθ. 1054910/552/0006Δ/16.5.2008 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ.770/14/ΑΣ2559/14.5.2008 όμοιο της Ε3 Διεύθυνσης Διοικητικών και Δικαστικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών).

10. – Γίνονται αποδεκτά από τις ελληνικές διοικητικές Αρχές, επομένως και από τις υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε., τα δημόσια έγγραφα, που εκδίδονται από τις Αρχές του κράτους της Δημοκρατίας της Μολδαβίας και φέρουν ηλεκτρονική επισημείωση (e-apostille);

Oι διοικητικές Αρχές, επομένως και οι υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε., κάνουν αποδεκτά τα δημόσια έγγραφα, τα οποία εκδίδονται από τις Αρχές του κράτους της Δημοκρατίας της Μολδαβίας και φέρουν ηλεκτρονική επισημείωση (e-apostille). Επισημαίνεται, επίσης, ότι το αντίγραφο της e-apostille θα συνοδεύει πάντα το έγγραφο στο οποίο αφορά, το οποίο πρέπει να είναι πρωτότυπο ή ακριβές αντίγραφο της Υπηρεσίας που το εξέδωσε, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν.1497/1984 (Α’ 188) και ότι προβλέπεται διαδικασία ελέγχου της e- apostille, στις περιπτώσεις, που κάποια υπηρεσία θέλει να προβεί σε επιβεβαίωσή της. Η διαδικασία αυτή περιγράφεται στο αριθ. 3762/12.2.2014 (ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ, ΑΔΑ: ΒΙΡ8Ν – 4ΝΣ) έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης και Απλούστευσης Διαδικασιών της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο κοινοποιήθηκε στις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών με το αριθ. Δ6Δ 1045800 ΕΞ 2014/13.3.2014 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξηςτης Γ.Γ.Δ.Ε.

11. – Απαιτείται ή όχι χορήγηση επισημείωσης στα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και προσάγονται σε Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών;

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 Ν. 1548/1985 (Α’ 95) «Κύρωση Σύμβασης νομικής συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας σε θέματα αστικού, οικογενειακού, εμπορικού και ποινικού δικαίου»:

α) Για την κυκλοφορία δημόσιων εγγράφων μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου δεν απαιτείται η θεώρηση Apostille, γιατί με τις διατάξεις της παρ. 1 του προαναφερθέντος άρθρου και Νόμου, ορίζεται ότι τα έγγραφα αυτά έχουν ρητώς απαλλαγεί από την επικύρωση.

β) Για την κυκλοφορία ιδιωτικών εγγράφων μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου, απαιτείται η θεώρηση Apostille, δεδομένου ότι με τις διατάξεις της παρ. 2 του προαναφερθέντος άρθρου, δεν απαλλάσσονται από την επικύρωση.

γ) Οι εξουσιοδοτήσεις και τα πληρεξούσια,που συντάσσονται στην Κύπρο είτε από δικηγόρους είτε από πιστοποιούντες υπαλλήλους, εμπίπτουν στην κατηγορία των ιδιωτικών εγγράφων, καθώς δεν θεωρούνται δημόσια έγγραφα σύμφωνα με την Κυπριακή νομοθεσία και ούτε μπορεί να λεχθεί ότι συντάσσονται από πρόσωπα τα οποία θεωρούνται ως «δημόσια αρχή». Συνεπώς, οι εξουσιοδοτήσεις και τα πληρεξούσια, που έχουν συνταχθεί, κατά τα ανωτέρω, στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, πρέπει να φέρουν την θεώρηση Apostille, όταν προσκομίζονται από τους ενδιαφερομένους στις Υπηρεσίες του Υπουργείου (Δ.Ο.Υ. κ.λ.π.), για τη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους.

12. – Πως γίνονται δεκτά τα αλλοδαπά δημόσια έγγραφα, που προσκομίζονται από τους ενδιαφερόμενους στις Δ.Ο.Υ.;

Με την αριθ. 233/2000 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ., η οποία έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, διευκρινίζεται ότι «…Έγγραφα τα οποία προέρχονται από την αλλοδαπή, και μάλιστα δημόσια, συντεταγμένα σε οποιαδήποτε γλώσσα, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά στο εσωτερικό της χώρας μας παρά μόνο αν η γνησιότητα τους βεβαιώνεται κατά τα διεθνή νόμιμα».

Στην ίδια γνωμοδότηση επισημαίνεται, επίσης, ότι «.αλλοδαπά δημόσια έγγραφα των οποίων η γνησιότητα δεν βεβαιώνεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την Σύμβαση της Χάγης, ή, εφόσον προέρχονται από χώρα που δεν έχει συμβληθεί στην Σύμβαση αυτή, των οποίων η γνησιότητα δεν βεβαιώνεται κατά τα διεθνή νόμιμα (προξενική διαδικασία), δεν μπορούν να γίνουν δεκτά παντάπασιν από τις ελληνικές διοικητικές αρχές».

Ειδικότερα, τα έγγραφα που χορηγούνται από φορολογικές υπηρεσίες ξένων κρατών, μέσω διαδικτύου και δεν φέρουν υπογραφή και σφραγίδα της εκδούσας αρχής, τα οποία προσκομίζονται στις Δ.Ο.Υ., χωρίς την κατά περίπτωση επισημείωση ή θεώρηση, δεν γίνονται δεκτά. Στην περίπτωση αυτή, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να απευθύνονται στις αρμόδιες υπηρεσίες των κρατών προέλευσης των εγγράφων, οι οποίες θα τους ενημερώνουν για την διαδικασία, σύμφωνα με την οποία θα τίθεται στα έγγραφα αυτά η αντίστοιχη σφραγίδα της επισημείωσης ή της θεώρησης.

Επισημαίνεται, επίσης, ότι υφίστανται περιπτώσεις:

α) εγγράφων που έχουν συνταχθεί από διπλωματικούς ή προξενικούς πράκτορες, τα οποία απαλλάσσονται της επικύρωσης από το Τμήμα Επικυρώσεων του Κέντρου Εξυπηρέτησης και Πληροφόρησης Πολιτών Απόδημου Ελληνισμού (Κ.Ε.Π.Π.Α.Ε.)του Υπουργείου Εξωτερικών (βλέπε ερώτηση με α/α 18).

β) αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων, τα οποία απαλλάσσονται από την υποχρέωση επικύρωσης (σφραγίδα apostille) ή οποιασδήποτε άλλης ισοδύναμης διατύπωσης (βλέπε ερώτηση με α/α 19),

γ) αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων, στα οποία η επικύρωση της υπογραφής γίνεται μόνο από την οικεία ελληνική προξενική αρχή στις χώρες προέλευσης (βλέπε ερώτηση με α/α 20)

δ) αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων, στα οποία η επικύρωση της υπογραφής γίνεται μόνο από τις έμμισθες Προξενικές Αρχές της Ελλάδας στις χώρες προέλευσης (βλέπε ερώτηση με α/α 21) και (αριθ. Δ6Δ 1095210 ΕΞ 2014/25.6.2014 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού της Γ.Γ.Δ.Ε.).

13. – Τι ισχύει για τα Κράτη που δεν έχουν προσχωρήσει στη σύμβαση της Χάγης;

Ισχύει η προξενική θεώρηση.

14. – Ποιες διατάξεις προβλέπουν τη διαδικασία της προξενικής θεώρησης;

Η υποχρέωση χορήγησης προξενικής θεώρησης στα έγγραφα Κρατών, που δεν έχουν προσχωρήσει στη Σύμβαση του Ν. 1497/1984 (Α’ 188) «Κύρωση Σύμβασης που καταργεί την υποχρέωση επικύρωσης των αλλοδαπών δημόσιων εγγράφων» (Σύμβαση της Χάγης), προκύπτει από το προοίμιο της προαναφερθείσας Σύμβασης, καθώς και από το δικαίωμα κάθε Κράτους, ως υποκειμένου του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, να ασκεί κυριαρχικές εξουσίες εντός των εδαφικών του ορίων και να καθορίζει διατυπώσεις για την αναγνώριση των αλλοδαπών εγγράφων στην εσωτερική έννομη τάξη του.

15. – Ποια έγγραφα χρήζουν προξενικής θεώρησης;

Η υποχρέωση χορήγησης προξενικής θεώρησης, για τα Κράτη που δεν έχουν προσχωρήσει στην Σύμβαση της Χάγης, αφορά στα έγγραφα που απαριθμούνται στο άρθρο 1 του Ν. 1497/1984 (βλέπε ερώτηση με α/α 2 της ίδιας ενότητας και αντίστοιχη απάντηση), τα οποία συντάσσονται στο έδαφός τους και πρόκειται να προσαχθούν στο έδαφος άλλου Κράτους.

16. – Τι πιστοποιεί η προξενική θεώρηση;

Η προξενική θεώρηση πιστοποιεί ότι το περιεχόμενο του εγγράφου αναγνωρίζεται ως έγκυρο και το ίδιο το έγγραφο ως γνήσιο από την αλλοδαπή έννομη τάξη.

17. – Ποιες είναι οι αρμόδιες δημόσιες αρχές για τη χορήγηση της προξενικής θεώρησης;

Αρμόδιες δημόσιες Αρχές για την χορήγηση της προξενικής θεώρησης είναι οι έμμισθες και άμισθες προξενικές Αρχές. Οι υπογραφές των διαπιστευμένων υπαλλήλων των ξένων διπλωματικών αρχών στην Ελλάδα, χρήζουν επικύρωσης από το Τμήμα Επικυρώσεων του Κ.Ε.Π.Π.Α.Ε. του Υπουργείου Εξωτερικών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 3566/2007 (Α’ 117), όπως ισχύει.

18. – Υπάρχουν περιπτώσεις εγγράφων, τα οποία απαλλάσσονται της επικύρωσης από το Τμήμα Επικυρώσεων του Κ.Ε.Π.Π.Α.Ε. του Υπουργείου Εξωτερικών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 844/1978 (Α’ 227 );

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης «περί καταργήσεως της επικυρώσεως των εγγράφων συνταχθέντων υπό των διπλωματικών ή προξενικών πρακτόρων» (Λονδίνο, 7 Ιουνίου 1968), η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν. 844/1978 και τέθηκε σε ισχύ, κατά τους όρους τούτου, την 22α Μαΐου 1979, απαλλάσσονται της επικύρωσης:

α) τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί από τους διπλωματικούς ή προξενικούς πράκτορες ενός συμβαλλόμενου μέρους, υπό την επίσημη ιδιότητά τους και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους επί του εδάφους κάθε Κράτους και τα οποία πρέπει να προσαχθούν:

αα) στο έδαφος άλλου συμβαλλόμενου μέρους ή

αβ) ενώπιον των διπλωματικών ή προξενικών πρακτόρων άλλου συμβαλλόμενου μέρους, που ασκούν τα καθήκοντά τους επί του εδάφους άλλου κράτους, το οποίο δεν είναι μέρος στην Σύμβαση αυτή (παράγραφος 1).

β) οι επίσημες βεβαιώσεις, που αναφέρονται στις καταχωρήσεις εγγράφων, στις θεωρήσεις για βεβαίωση χρονολογίας, η πιστοποίηση υπογραφής που τίθεται από τους διπλωματικούς ή προξενικούς πράκτορες και σε άλλα έγγραφα, πλην των προβλεπομένων στην προηγούμενη παράγραφο (παράγραφος 2). Επισήμανση: Η Σύμβαση δεν αφορά σε όλα τα Κράτη. Συμβαλλόμενα Κράτη- Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης σε αυτή είναι: η Αυστρία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελβετία, η Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Κύπρος, το Λιχτενστάιν, το Λουξεμβούργο, η Μολδαβία, η Νορβηγία, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Σουηδία, η Τουρκία και η Τσεχία (βλέπε Πίνακα 2). Ως «διπλωματικοί και προξενικοί πράκτορες» νοούνται στη Σύμβαση αυτή, τα μέλη του προσωπικού των διπλωματικών και προξενικών αποστολών του εκάστοτε Συμβαλλόμενου Μέρους, τα οποία φέρουν, προκειμένου περί διπλωματικών αποστολών, την διπλωματική ιδιότητα και προκειμένου περί προξενικών αρχών, την ιδιότητα του προξενικού λειτουργού.

19. – Υπάρχουν έγγραφα που απαλλάσσονται από την υποχρέωση επικύρωσης (σφραγίδα apostille) ή από οποιαδήποτε άλλη ισοδύναμη διατύπωση;

Από την 1η Ιουνίου 2014 έχει τεθεί σε ισχύ, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν. 4231/2014 (Α’ 19), η «Σύμβαση που απαλλάσσει από την επικύρωση ορισμένες πράξεις και έγγραφα».

Η εν λόγω Σύμβαση έχει επικυρωθεί από τις χώρες: Αυστρία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πορτογαλία, Τουρκία, Πολωνία και Ελλάδα (βλέπε Πίνακα 3).

Σύμφωνα με την προαναφερθείσα Σύμβαση, απαλλάσσονται από την υποχρέωση επικύρωσης ή από οποιαδήποτε ισοδύναμη διατύπωσηοι πράξεις και τα έγγραφα, που διακινούνται μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών και σχετίζονται με την προσωπική κατάσταση, με την (δικαιοπρακτική) ικανότητα ή την οικογενειακή κατάσταση φυσικών προσώπων, την ιθαγένεια, την κατοικία ή την διαμονή τους, όποια και αν είναι η χρήση για την οποία προορίζονται, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες πράξεις ή έγγραφα, που έχουν εκδοθεί για να χρησιμοποιηθούν ενόψει της τέλεσης γάμου ή της σύνταξης μιας ληξιαρχικής πράξης.

(αριθ. Δ6Δ 1092032 ΕΞ2014/19.6.2014 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού της Γ.Γ.Δ.Ε. και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. οικ.22746/3.6.2014 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης και Απλούστευσης Διαδικασιών της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Εσωτερικών).

20. – Τι ισχύει για τα αλλοδαπά δημόσια έγγραφα χωρών για τις οποίες η Ελλάδα έχει εκφράσει επιφυλάξεις για την προσχώρησή τους στη Σύμβαση της Χάγης, τα οποία προσκομίζονται σε Υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε.;

α) Η Ελλάδα έχει διατυπώσει αντιρρήσεις (objections) στην προσχώρηση της Αλβανίας, της Γεωργίας, του Κιργιστάν, της Μογγολίας, του Ουζμπεκιστάν και του Περού στην Σύμβαση της Χάγης του 1961. Συνεπώς, για τα έγγραφα των χωρών αυτών «…και για όσο διάστημα δεν έχουν αρθεί οι επιφυλάξεις αυτές, η επικύρωση θα γίνεται μόνο από την οικεία ελληνική προξενική αρχή», σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου γ’ της παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 3566/2007 (Α’ 117′), όπως ισχύει.

β) Η έννοια της επικύρωσης, στις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 3566/2007, αφορά στην βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής των οργάνων του Κράτους και όχι στο περιεχόμενο των εγγράφων.

21. – Με ποια διαδικασία γίνεται η επικύρωση υπογραφής σε δημόσια έγγραφα ορισμένων χωρών της Ασίας και της Αφρικής;

Η επικύρωση της υπογραφής στα δημόσια έγγραφα των χωρών της Αιθιοπίας, της Αλγερίας, της Ινδονησίας, του Ιράκ, του Ιράν, της Κένυας, της Λαϊκής Δημοκρατίας Κονγκό, της Λιβύης, του Μαρόκου, της Νιγηρίας, του Πακιστάν, του Σουδάν και των Φιλιππίνων (βλέπε Πίνακα 4), τα οποία προσκομίζονται από ενδιαφερομένους σε δημόσιες Υπηρεσίες της Ελλάδος, μεταξύ των οποίων και οι υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε., για την διεκπεραίωση υποθέσεών τους, γίνεται μόνο από τις έμμισθες Προξενικές Αρχές της Ελλάδος στις χώρες αυτές, προκειμένου να αποτραπούν φαινόμενα εξαπάτησης Δημόσιων Υπηρεσιών, προς ικανοποίηση παρανόμως διεκδικούμενων δικαιωμάτων αλλοδαπών πολιτών, που βρίσκονται στη χώρα μας. Επισημαίνεται, επίσης, ότι το Κ.Ε.Π.Π.Α.Ε. δεν επικυρώνει δημόσια έγγραφα των χωρών αυτών.

(αριθ. Δ6Δ 1179099 ΕΞ2012/24.12.2012 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γ.Γ.Δ.Ε. και τα επισυναπτόμενα σε αυτό αριθ. 45714/5.12.2012, καθώς και Α.Π.Φ. 750/ΑΣ 4285/3.12.2012, Α.Π.Φ. 750/ΑΣ 175/17.1.2012 και Α.Π.Φ. 750/ΑΣ 4775/30.12.2011 έγγραφα των Υπουργείων Εσωτερικών και Εξωτερικών)

22. – Ποια είναι η αρμόδια Υπηρεσία για να χορηγεί την επισημείωση (apostille) στα έγγραφα που εκδίδουν οι Ελληνικές Διοικητικές Αρχές, επομένως και οι υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε. (Δ.Ο.Υ. κλπ.) και πρέπει να προσαχθούν στο έδαφος άλλου συμβαλλόμενου κράτους;

Η οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση (άρθρα 280 και 186 του Ν. 3852/2010 -Α’ 87).

23. – Πως ορίζονται οι υπάλληλοι, που είναι επιφορτισμένοι με το έργο της επικύρωσης* των αντιγράφων εγγράφων, που εκδίδουν οι υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε. (όπως π.χ. οι Δ.Ο.Υ.) και τα οποία οι ενδιαφερόμενοι θέλουν να προσκομίσουν στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση για να επιτεθεί επ’ αυτών η Επισημείωση (σφραγίδα apostille);

Από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας τους (όπως, π.χ. από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ.), με ευθύνη του οποίου αποστέλλεται, ταχυδρομικώς, στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση κατάσταση με τα δείγματα της πρωτότυπης υπογραφής των ορισθέντων υπαλλήλων. Σε περίπτωση υπηρεσιακών μεταβολών, η κατάσταση αυτή πρέπει να επικαιροποιείται και τα δείγματα υπογραφής των υπαλλήλων που θα επιφορτιστούν με το έργο της διεκπεραίωσης της συγκεκριμένης διαδικασίας, να αποστέλλονται στην παραπάνω Υπηρεσία, κατά τα προαναφερθέντα.

*ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014, που αφορούν στην κατάργηση της υποχρέωσης υποβολής επικυρωμένων αντιγράφων δεν επιφέρουν καμία αλλαγή στις διαδικασίες χορήγησης της επισημείωσης (apostille) της Σύμβασης της Χάγης (Ν. 1497/1984) ή της προξενικής θεώρησης που τίθενται στο πρωτότυπο ή στο ακριβές αντίγραφο είτε των εγγράφων που υποβάλλονται σε φορέα της αλλοδαπής, είτε των αλλοδαπών εγγράφων που υποβάλλονται εν συνεχεία στην Ελλάδα (βλέπε και την ερώτηση με α/α 15 της ενότητας Β’ του Εγχειριδίου).

24. – Σε ποιες ενέργειες πρέπει να προβούν οι ενδιαφερόμενοι, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες θέλουν να προσκομίσουν για την διεκπεραίωση υπόθεσής τους, σε χώρα που έχει προσχωρήσει στην Σύμβαση της Χάγης (N.1497/1984), τα ηλεκτρονικώς υποβληθέντα, μέσω του συστήματος TAXISNET, έντυπα Ε1, Ε2, Ε3, Ε5 και Ε9, καθώς και όσα πλέον υποβάλλονται ηλεκτρονικά, μέσω αυτού ;

Οι ενδιαφερόμενοι θα εκτυπώνουν τα έντυπα από τον υπολογιστή τους και θα τα συνυποβάλλουν στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση, που είναι αρμόδια για την χορήγηση της επισημείωσης (σφραγίδα apostille), με υπεύθυνη δήλωση, στην οποία :

α) Θα βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του υπευθύνως δηλούντος από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή τα Κ.Ε.Π., σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 11 του Ν.2690/1999 (Α’ 45), όπως συμπληρώθηκε με την παρ.3 του άρθρου 16 του Ν.3345/2005 (Α’ 138). Είναι προφανές ότι ο υπάλληλος που βεβαιώνει το γνήσιο της υπογραφής του υπευθύνως δηλούντος, πρέπει να έχει αποστείλει δείγμα της δικής του υπογραφής στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση.

β) Θα αναγράφονται σειρά πληροφοριακών στοιχείων τα οποία είναι μοναδικά, όπως ο Α.Φ.Μ., η ημερομηνία και ο αριθμός καταχώρισης του υποβληθέντος εντύπου στην Φορολογική Διοίκηση, καθώς και όποια στοιχεία από τα αναγραφέντα στα πεδία του εντύπου, απαιτείται να επιβεβαιώσει ο ενδιαφερόμενος. (αριθ. Δ6Δ 1034536 ΕΞ2014/21.2.2014 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γ.Γ.Δ.Ε. και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. 275/29.1.2014 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης και Απλούστευσης Διαδικασιών της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Εσωτερικών).

ΠΙΝΑΚΑΣ 1: ΚΡΑΤΗ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΕΙ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ

 

Α/Α
    

ΚΡΑΤΗ
    

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

1.
    

ΑΓΙΟΣ ΒΙΚΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΓΡΕΝΑΔΙΝΕΣ
    

 

2.
    

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ
    

 

3.
    

ΑΓΙΟΣ ΜΑΥΡΙΚΙΟΣ
    

 

4.
    

ΑΖΕΡΜΠΑΪΤΖΑΝ
    

 

5.
    

ΑΛΒΑΝΙΑ
    

Δεν έχει ισχύ ως προς την Ελλάδα

6.
    

ΑΝΔΟΡΑ
    

 

7.
    

ΑΝΤΙΓΚΟΥΑ ΚΑΙ ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΤΑ
    

 

8.
    

ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ
    

 

9.
    

ΑΡΜΕΝΙΑ
    

 

10.
    

ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
    

 

11.
    

ΑΥΣΤΡΙΑ
    

 

12.
    

ΒΑΝΟΥΑΤΟΥ
    

 

13.
    

ΒΕΛΓΙΟ
    

 

14.
    

ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ
    

 

15.
    

ΒΟΣΝΙΑ ΚΑΙ ΕΡΖΕΓΟΒΙΝΗ
    

 

16.
    

ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ
    

 

17.
    

ΓΑΛΛΙΑ
    

 

18.
    

ΓΕΡΜΑΝΙΑ
    

 

19.
    

ΓΕΩΡΓΙΑ
    

Δεν έχει ισχύ ως προς την Ελλάδα

20.
    

ΓΚΡΕΝΑΔΑ
    

 

21.
    

ΔΑΝΙΑ
    

 

22.
    

ΔΟΜΙΝΙΚΑ
    

 

23.
    

ΔΟΜΙΝΙΚΑΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    

 

24.
    

ΕΚΟΥΑΔΟΡ (ΙΣΗΜΕΡΙΝΟΣ)
    

 

25.
    

ΕΛ ΣΑΛΒΑΔΟΡ
    

 

26.
    

ΕΛΒΕΤΙΑ
    

 

27.
    

ΕΛΛΑΔΑ
    

 

28.
    

ΕΣΘΟΝΙΑ
    

 

29.
    

ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
    

 

30.
    

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑ­ΝΙΑΣ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΟΥ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ (*)
    

 

31.
    

ΙΑΠΩΝΙΑ
    

 

32.
    

ΙΝΔΙΑ
    

 

33.
    

ΙΡΛΑΝΔΙΑ
    

 

34.
    

ΙΣΛΑΝΔΙΑ
    

 

35.
    

ΙΣΠΑΝΙΑ
    

 

36.
    

ΙΣΡΑΗΛ
    

 

37.
    

ΙΤΑΛΙΑ
    

 

38.
    

ΚΑΖΑΚΣΤΑΝ
    

 

39.
    

ΚΙΝΑ (ΜΟΝΟ Η ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΠΕ­ΡΙΦΕΡΕΙΑ ΤΟΥ ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ και ΤΟΥ ΜΑΚΑΟ)
    

 

40.
    

ΚΙΡΓΙΣΤΑΝ
    

Δεν έχει ισχύ ως προς την Ελλάδα

41.
    

ΚΟΛΟΜΒΙΑ
    

 

42.
    

ΚΟΡΕΑ
    

 

43.
    

ΚΟΣΤΑ ΡΙΚΑ
    

 

44.
    

ΚΡΟΑΤΙΑ
    

 

45.
    

ΚΥΠΡΟΣ
    

Υφίσταται η από 5 Μαρτίου 1984 διμε­ρής σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και Κύ­πρου (κυρωτικός Ν. 1548/85)

46.
    

ΛΕΖΟΘΟ
    

 

47.
    

ΛΕΤΟΝΙΑ
    

 

48.
    

ΛΕΥΚΟΡΩΣΙΑ
    

 

49.
    

ΛΙΒΕΡΙΑ
    

 

50.
    

ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ
    

 

51.
    

ΛΙΧΤΕΝΣΤΑΪΝ
    

 

52.
    

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ
    

 

53.
    

ΜΑΛΑΟΥΙ
    

 

54.
    

ΜΑΛΤΑ
    

 

55.
    

ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟ
    

 

56.
    

ΜΕΞΙΚΟ
    

 

57.
    

ΜΟΓΓΟΛΙΑ
    

Δεν έχει ισχύ ως προς την Ελλάδα

58.
    

ΜΟΛΔΑΒΙΑ
    

 

59.
    

ΜΟΝΑΚΟ
    

 

60.
    

ΜΠΑΡΜΠΑΝΤΟΣ
    

 

61.
    

ΜΠΑΧΑΜΕΣ
    

 

62.
    

ΜΠΕΛΙΖ
    

 

63.
    

ΜΠΟΤΣΟΥΑΝΑ
    

 

64.
    

ΜΠΡΟΥΝΕΙ ΝΤΑΡΟΥΣΑΛΑΜ
    

 

65.
    

ΝΑΜΙΜΠΙΑ
    

 

66.
    

ΝΕΑ ΖΗΛΑΝΔΙΑ
    

 

67.
    

ΝΗΣΙΑ ΚΟΥΚ
    

 

68.
    

ΝΗΣΙΑ ΜΑΡΣΑΛ
    

 

69.
    

ΝΙΟΥΕ
    

 

70.
    

ΝΟΡΒΗΓΙΑ
    

 

71.
    

ΝΟΤΙΟΣ ΑΦΡΙΚΗ
    

 

72.
    

ΟΛΛΑΝΔΙΑ (*) (*)
    

 

73.
    

ΟΜΑΝ
    

 

74.
    

ΟΝΔΟΥΡΑ
    

 

75.
    

ΟΥΓΓΑΡΙΑ
    

 

76.
    

ΟΥΖΜΠΕΚΙΣΤΑΝ
    

Δεν έχει ισχύ ως προς την Ελλάδα

77.
    

ΟΥΚΡΑΝΙΑ
    

 

78.
    

ΠΑΝΑΜΑΣ
    

 

79.
    

ΠΑΡΑΓΟΥΑΗ
    

 

80.
    

ΠΕΡΟΥ
    

Δεν έχει ισχύ ως προς την Ελλάδα

81.
    

ΠΟΛΩΝΙΑ
    

 

82.
    

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ
    

 

83.
    

ΠΡΑΣΙΝΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ
    

 

84.
    

ΠΡΩΗΝ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
    

 

85.
    

ΡΟΥΜΑΝΙΑ
    

 

86.
    

ΡΩΣΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ
    

 

87.
    

ΣΑΙΝΤ ΚΙΤΣ ΚΑΙ ΝΙΒΕΙΣ
    

 

88.
    

ΣΑΙΝΤ ΛΟΥΤΣΙΑ
    

 

89.
    

ΣΑΜΟΑ
    

 

90.
    

ΣΑΟ ΤΟΜΕ Ε ΠΡΙΝΣΙΠΕ
    

 

91.
    

ΣΕΡΒΙΑ
    

 

92.
    

ΣΕΫΧΕΛΛΕΣ
    

 

93.
    

ΣΛΟΒΑΚΙΑ
    

 

94.
    

ΣΛΟΒΕΝΙΑ
    

 

95.
    

ΣΟΥΑΖΙΛΑΝΔΗ
    

 

96.
    

ΣΟΥΗΔΙΑ
    

 

97.
    

ΣΟΥΡΙΝΑΜ
    

 

98.
    

ΤΟΓΚΑ
    

 

99.
    

ΤΟΥΡΚΙΑ
    

 

100.
    

ΤΡΙΝΙΝΤΑΝΤ ΚΑΙ ΤΟΜΠΑΓΚΟ
    

 

101.
    

ΤΣΕΧΙΑ
    

 

102.
    

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ
    

 

103.
    

ΦΙΤΖΙ
    

 

 

(*) Στις εδαφικές περιοχές της, στις οποίες έχει επεκταθεί η Σύμβαση της Χάγης, περιλαμβάνονται και οι: Anguilla, Bermuda, BritishAntarcticTerritory, Caymanlslands, Falklandlslands, Gibraltar, Guernsey, Bailiwickof, IsleofMan, Jersey, Montserrat, SaintHelena, TurksandCaicosIslands, VirginIslands.

(*) (*) Στις εδαφικές περιοχές της, στις οποίες έχει επεκταθεί η Σύμβαση της Χάγης, περιλαμβάνονται και οι: Aruba, NetherlandsAntilles.
 

ΠΗΓΕΣ:
1. www.hcch.net/index en.php?act=conventions.status&cid=41
2. www.apdattikis.gov.gr, στη διαδρομή Υποθέσεις Πολιτών/Σφραγίδα της Χάγης
 

ΠΙΝΑΚΑΣ 2: ΚΡΑΤΗ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟΓΡΑΨΕΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ «ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΥΡΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΣΥΝΤΑΧΘΕΝΤΩΝ ΥΠΟ ΤΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΩΝ Ή ΠΡΟΞΕΝΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΟΡΩΝ» Ν. 844/1978 (Α’ 227)
 

Α/Α
    

ΚΡΑΤΗ

1.
    

ΑΥΣΤΡΙΑ

2.
    

ΓΑΛΛΙΑ

3.
    

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

4.
    

ΕΛΒΕΤΙΑ

5.
    

ΕΛΛΑΔΑ

6.
    

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

7.
    

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

8.
    

ΙΣΠΑΝΙΑ

9.
    

ΙΤΑΛΙΑ

10.
    

ΚΥΠΡΟΣ

11.
    

ΛΙΧΤΕΝΣΤΑΙΝ

12.
    

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

13.
    

ΜΟΛΔΑΒΙΑ

14.
    

ΝΟΡΒΗΓΙΑ

15.
    

ΟΛΛΑΝΔΙΑ

16.
    

ΠΟΛΩΝΙΑ

17.
    

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

18.
    

ΣΟΥΗΔΙΑ

19.
    

ΤΟΥΡΚΙΑ

20.
    

ΤΣΕΧΙΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ 3: ΚΡΑΤΗ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΠΙΚΥΡΩΣΕΙ ΤΗΝ «ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΟΥ ΑΠΑΛΛΑΣΣΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΦΑ» Ν. 4231/2014 (Α’ 19)
 

Α/Α
    

ΚΡΑΤΗ

1.
    

ΑΥΣΤΡΙΑ

2.
    

ΙΣΠΑΝΙΑ

3.
    

ΓΑΛΛΙΑ

4.
    

ΙΤΑΛΙΑ

5.
    

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

6.
    

ΟΛΛΑΝΔΙΑ

7.
    

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

8.
    

ΤΟΥΡΚΙΑ

9.
    

ΠΟΛΩΝΙΑ

10.
    

ΕΛΛΑΔΑ

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 4: ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΚΡΑΤΗ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ, ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΕΠΙΚΥΡΩΝΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΜΜΙΣΘΕΣ ΠΡΟΞΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΑΥΤΕΣ
 

Α/Α
    

ΚΡΑΤΗ

1.
    

ΑΙΘΙΟΠΙΑ

2.
    

ΑΛΓΕΡΙΑ

3.
    

ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ

4.
    

ΙΡΑΚ

5.
    

ΙΡΑΝ

6.
    

ΚΕΝΥΑ

7.
    

ΛΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΟΝΓΚΟ

8.
    

ΛΙΒΥΗ

9.
    

ΜΑΡΟΚΟ

10.
    

ΝΙΓΗΡΙΑ

11.
    

ΠΑΚΙΣΤΑΝ

12.
    

ΣΟΥΔΑΝ

13.
    

ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Α’: ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΕ ΕΓΓΡΑΦΑ

Θέμα μόνο

Δ.Ο.Υ./Τελωνείο, στα πλαίσια εξέτασης υπόθεσης, που αφορά σε συγκεκριμένο φορολογούμενο διενεργεί αλληλογραφία με άλλη υπηρεσία της Γ.Γ.Δ.Ε/ ή του Σ.Δ.Ο.Ε./ή με άλλη Διοικητική Αρχή. Ο φορολογούμενος πληροφορείται για την διενέργεια της αλληλογραφίαςκαι με αίτησή του ζητά από την Δ.Ο.Υ./το Τελωνείο να του χορηγήσει αντίγραφα του εγγράφου που απέστειλε προς την άλλη υπηρεσία, καθώς και την έγγραφη απάντηση που έλαβε από αυτή, καθόσον αφορούν στην υπόθεσή του και του είναι απαραίτητα για κάθε νόμιμη χρήση. Η διερεύνηση της υπόθεσης είναι σε εξέλιξη και δεν έχει ολοκληρωθεί.

Ερώτηση:

Πως πρέπει να αντιμετωπίσει την συγκεκριμένη περίπτωση η Δ.Ο.Υ./το Τελωνείο;

Απάντηση:

α)Τα έγγραφα που αιτείται ο φορολογούμενος ανήκουν στην κατηγορία των διοικητικών εγγράφων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999, καθόσον έχουν εκδοθεί από Διοικητικές Αρχές. Για την χορήγηση αντιγράφων αυτών, αρκεί η επίκληση από τον φορολογούμενο της ύπαρξης ευλόγου ενδιαφέροντος (αριθ. 1214/2000 απόφαση του ΣτΕ), το οποίο υπάρχει στην συγκεκριμένη περίπτωση.

β) Σύμφωνα με την αριθ.1/2005 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου «η ύπαρξη.. του “ευλόγου ενδιαφέροντος”., θα κρίνεται κάθε φορά από τον αρμόδιο υπεύθυνο κάθε δημόσιας υπηρεσίας», δηλαδή από τον αρμόδιο υπεύθυνο της Δ.Ο.Υ./του Τελωνείου, ο οποίος γνωρίζει και τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.

γ) Η χορήγηση αντιγράφων διοικητικών εγγράφων τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999, όπως συμπληρώθηκε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν.2880/2001 (Α’ 9).

Συνεπώς, η Δ.Ο.Υ./το Τελωνείο θα απορρίψει το αίτημα του φορολογουμένου μόνο αν τα αιτούμενα έγγραφα αφορούν στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου ή αν με την χορήγηση αντιγράφων αυτών παραβλάπτεται απόρρητο, το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.

Επίσης, η Δ.Ο.Υ./το Τελωνείο μπορεί να απορρίψει την αίτηση του φορολογουμένου στην περίπτωση που με την χορήγησή τους δυσχεραίνεται ουσιωδώς η έρευνα δικαστικών, διοικητικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης ή συντρέχει άλλη περίπτωση της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999.

Εάν δεν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις, η Δ.Ο.Υ./το Τελωνείο πρέπει να χορηγήσει στον φορολογούμενο τα αντίγραφα των εγγράφων που αιτείται. δ) Η προθεσμία για τη χορήγηση αντιγράφων των συγκεκριμένων διοικητικών εγγράφων ή την αιτιολογημένη απόρριψη της αίτησης του φορολογουμένου είναι είκοσι (20) ημέρες από την υποβολή της αίτησης (παρ. 6 του άρθρου 5 του Ν. 2690/99, όπως αντικαταστάθηκε από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 3230/2004 – Α’ 44).

ΕΝΟΤΗΤΑ Β’: ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΠΙΚΥΡΩΜΕΝΩΝ
ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ

Θέμα 1ο

Πολίτης πρέπει να προσκομίσει σε τρεις διαφορετικές Διοικητικές Αρχές, βεβαίωση που του έχει χορηγηθεί (στο πρωτότυπο ή σε ακριβές αντίγραφο αυτής), ύστερα από αίτησή του, από την Δ.Ο.Υ. Για τον σκοπό αυτό, προσέρχεται στην Δ.Ο.Υ. και ζητά από τον υπεύθυνο υπάλληλο την επικύρωση φωτοαντιγράφων αυτής, δυο (2) φορές.

Ερώτηση:

Πρέπει ο υπεύθυνος υπάλληλος της Δ.Ο.Υ. να ικανοποιήσει το αίτημα του πολίτη;

Απάντηση:

Ο υπεύθυνος υπάλληλος δεν θα ικανοποιήσει το αίτημα του πολίτη, αλλά θα τον ενημερώσει ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014, αρκεί η υποβολή, στις διοικητικές αρχές,ευκρινούς φωτοαντιγράφου (φωτοτυπία) της βεβαίωσης, από το πρωτότυπο ή το ακριβές αντίγραφο αυτής, που κατέχει.

Θέμα 2ο

Πολίτης για την διεκπεραίωση υπόθεσής του σε Δ.Ο.Υ./Τελωνείο υποβάλλει ευκρινές φωτοαντίγραφο (φωτοτυπία) ιδιωτικού εγγράφου, από το πρωτότυπο αυτού που έχει θεωρηθεί από αρμόδια Διοικητική Αρχή. Ο υπάλληλος της Δ.Ο.Υ./του Τελωνείου, που διεκπεραιώνει την υπόθεση, ζητά από τον ενδιαφερόμενο να του προσκομίσει ευκρινές φωτοαντίγραφο(φωτοτυπία) του ιδιωτικού εγγράφου από αντίγραφο αυτού, το οποίο κατά την άποψή του πρέπει να επικυρωθεί από δικηγόρο.

Ερώτηση:

Ενεργεί νόμιμα ή εσφαλμένα ο υπάλληλος της Δ.Ο.Υ./του Τελωνείου;

Απάντηση:

Ενεργεί εσφαλμένα, γιατί σύμφωνα με τις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της περίπτωσης β’ της παρ. 2του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014 «.γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά.,.ευκρινή φωτοαντίγραφα από τα πρωτότυπα όσων ιδιωτικών εγγράφων φέρουν θεώρηση από υπηρεσίες και φορείς της περίπτωσης α’» της ίδιας παραγράφου. Οι διοικητικές Αρχές υπάγονται στις υπηρεσίες της περίπτωσης α’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014. Συνεπώς, στην συγκεκριμένη περίπτωση η Δ.Ο.Υ./το Τελωνείο έπρεπε να κάνει αποδεκτό το ευκρινές φωτοαντίγραφο (φωτοτυπία) του ιδιωτικού εγγράφου, που ο ενδιαφερόμενος προσκόμισε, κατά τα προαναφερθέντα.

Θέμα 3ο

Πολίτης για την διεκπεραίωση υπόθεσής του σε υπηρεσία της Γ.Γ.Δ.Ε. υποβάλλει ευκρινές φωτοαντίγραφο(φωτοτυπία) εγγράφου,από το πρωτότυπο/ή το ακριβές αντίγραφο αυτού που κατέχει και το οποίο εκδόθηκε από αρμόδια Ελληνική Διοικητική Αρχή. Ο υπάλληλος της υπηρεσίας της Γ.Γ.Δ.Ε., που διεκπεραιώνει την υπόθεση, ζητά από τον ενδιαφερόμενο να του προσκομίσει επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του εγγράφου από οποιαδήποτε διοικητική Αρχή ή Κ.Ε.Π. ή δικηγόρο.

Ερώτηση:

Ενεργεί νόμιμα ή εσφαλμένα ο υπάλληλος υπηρεσίας της Γ.Γ.Δ.Ε.;

Απάντηση:

Ενεργεί εσφαλμένα, γιατί σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β’ της παρ. 2του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014 «αντί πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά από τις υπηρεσίες και τους φορείς της περίπτωσης α’, ευκρινή φωτοαντίγραφα των πρωτοτύπων εγγράφων που εκδόθηκαν από τις υπηρεσίες και τους φορείς αυτούς ή των ακριβών αντιγράφων τους».

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η διοικητική Αρχή που εξέδωσε το έγγραφο, καθώς και η υπηρεσία της Γ.Γ.Δ.Ε. που πρέπει να το παραλάβει, υπάγονται στις υπηρεσίες της περίπτωσης α’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014. Συνεπώς, η υπηρεσία της Γ.Γ.Δ.Ε. έπρεπε να κάνει αποδεκτό το ευκρινές φωτοαντίγραφο (φωτοτυπία) του προσκομιζόμενου εγγράφου.

Θέμα 4ο

Πολίτης για την διεκπεραίωση υπόθεσής του σε υπηρεσία της Γ.Γ.Δ.Ε. υποβάλλει ευκρινές φωτοαντίγραφο (φωτοτυπία) δικαστικής απόφασης,από το πρωτότυπο/ή το ακριβές αντίγραφο αυτής που κατέχει. Ο υπάλληλος της υπηρεσίας της Γ.Γ.Δ.Ε., που διεκπεραιώνει την υπόθεση, ζητά από τον ενδιαφερόμενο να του προσκομίσει επικυρωμένο φωτοαντίγραφο της δικαστικής απόφασης από το δικαστήριο που την εξέδωσε ή από οποιονδήποτε δικηγόρο.

Ερώτηση:

Ενεργεί νόμιμα ή εσφαλμένα ο υπάλληλος υπηρεσίας της Γ.Γ.Δ.Ε.;

Απάντηση:

Ενεργεί εσφαλμένα, γιατί σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014 «αντί πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά από τις υπηρεσίες και τους φορείς της περίπτωσης α’, ευκρινή φωτοαντίγραφα των πρωτοτύπων εγγράφων που εκδόθηκαν από τις υπηρεσίες και τους φορείς αυτούς ή των ακριβών αντιγράφων τους».

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, καθώς και η υπηρεσία της Γ.Γ.Δ.Ε.που πρέπει να το παραλάβει υπάγονται στις υπηρεσίες της περίπτωσης α’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 4250/2014. Συνεπώς, η υπηρεσία της Γ.Γ.Δ.Ε. έπρεπε να κάνει αποδεκτό το ευκρινές φωτοαντίγραφο (φωτοτυπία) της δικαστικής απόφασης.

ΕΝΟΤΗΤΑ Γ’: ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΓΝΗΣΙΟΥ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ

Θέμα 1ο

1.- Πολίτης, που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου, προκειμένου να παραλάβει πιστοποιητικό που εκδίδει η Δ.Ο.Υ, προσκομίζει εξουσιοδότηση, στην οποία το γνήσιο της υπογραφής του εξουσιοδοτούντος, βεβαιώθηκε από δικηγόρο.

Ερώτηση:

Η Δ.Ο.Υ. οφείλει να κάνει αποδεκτή αυτή την εξουσιοδότηση;

Απάντηση:

ΟΧΙ (παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 2690/1999, όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 16 του Ν. 3345/2005).

Θέμα 2ο

Πολίτης, που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου, υποβάλλει αίτηση για έκδοση πιστοποιητικού που εκδίδει η Δ.Ο.Υ, προσκομίζοντας εξουσιοδότηση, στην οποία το γνήσιο της υπογραφής του εξουσιοδοτούντος βεβαιώθηκε από Κ.Ε.Π.

Ερώτηση:

Η Δ.Ο.Υ. πρέπει να κάνει αποδεκτή αυτή την εξουσιοδότηση;

Απάντηση:

ΝΑΙ (παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 2690/1999, όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 16 του Ν. 3345/2005).

Θέμα 3ο

Πολίτης, που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου, προκειμένου να διεκπεραιώσει κάποια υπόθεση (του τρίτου), προσκομίζει εξουσιοδότηση, στην οποία το γνήσιο της υπογραφής του εξουσιοδοτούντος βεβαιώθηκε από την ΤΡΑΠΕΖΑ.

Ερώτηση:

Η Δ.Ο.Υ. πρέπει να κάνει αποδεκτή αυτή την εξουσιοδότηση;

Απάντηση:

ΟΧΙ, γιατί η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής γίνεται από τις διοικητικές Αρχές και τα Κ.Ε.Π.( παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 2690/1999, όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 16 Ν. 3345/2005).

Θέμα 4ο Ερώτηση:

Πολίτης προσκομίζει υπεύθυνη δήλωση, στην οποία έχει συμπληρώσει όλα τα προεκτυπωμένα πεδία της και μας ζητά να του βεβαιώσουμε το γνήσιο της υπογραφής του, χωρίς όμως να έχει γράψει το κείμενο, που θα εκφράσει τη βούλησή του. Μας λέει, μάλιστα, ότι θα το συμπληρώσει αργότερα.

Ερώτηση:

Μπορούμε να του βεβαιώσουμε το γνήσιο της υπογραφής;

Απάντηση:

ΟΧΙ, γιατί, σύμφωνα με την αριθ. 317/2007 γνωμοδότηση του Α2 Τμήματος Διακοπών του Ν.Σ.Κ., η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής γίνεται μόνο επί εγγράφων, δηλαδή κειμένων, στα οποία περιλαμβάνεται η δήλωση της βούλησης του ενδιαφερομένου ή άλλο στοιχείο προορισμένο ή πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία.

Θέμα 5ο

Πολίτης μας προσκομίζει ξενόγλωσσο κείμενο και μας ζητά να κάνουμε σε αυτό βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του. Μας λέει ότι πρόκειται για εξουσιοδότηση σε κάτοικο Γερμανίας, προκειμένου να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για απονομή σύνταξης.

Ερώτηση:

Μπορούμε να του βεβαιώσουμε το γνήσιο της υπογραφής;

Απάντηση:

ΝΑΙ, γιατί από τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας δεν προκύπτει διάκριση με κριτήριο την γλώσσα σύνταξης του εγγράφου και, επίσης, σύμφωνα με την αριθ. 317/2007 γνωμοδότηση του Α2 Τμήματος Διακοπών του Ν.Σ.Κ., κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει από οποιαδήποτε Διοικητική Αρχή την βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, ανεξαρτήτως της γλώσσας, στην οποία το σχετικό έγγραφο έχει συνταχθεί.

Θέμα 6ο

Πολίτης εξουσιοδοτεί τρίτο πρόσωπο να προβεί, για λογαριασμό του, στην διεκπεραίωση υπόθεσής του σε άλλη Υπηρεσία, εκτός Υπουργείου Οικονομικών/Γ.Γ.Δ.Ε. Στην εξουσιοδότηση έχει συμπληρώσει, πλήρως, το ονοματεπώνυμο και το πατρώνυμό του, τον αριθμό του δελτίου ταυτότητάς του, το ονοματεπώνυμο του εξουσιοδοτουμένου, καθώς και την δήλωση της βουλήσεώς του. Ζητά από τον υπεύθυνο υπάλληλο της Δ.Ο.Υ./του Τελωνείου να του βεβαιώσει το γνήσιο της υπογραφής του.

Ερώτηση:

Μπορεί ο υπάλληλος της Δ.Ο.Υ./του Τελωνείου να προβεί στην βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής;

Απάντηση:

ΝΑΙ (παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 2690/1999, όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 16 του Ν. 3345/2005), γιατί η υποχρέωση για την βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής καλύπτει κάθε περίπτωση και δεν απαιτείται να είναι σχετική ή συναφής με το έργο της Υπηρεσίας, από την οποία ζητά την βεβαίωση ο πολίτης.

ΕΝΟΤΗΤΑ Δ’: ΜΕΣΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ- ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΑΥΤΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΠΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ Δ1′: ΜΕΣΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ

Θέμα 1ο

Έλληνας πολίτης προσέρχεται σε Δ.Ο.Υ./Τελωνείο για να παραλάβει έγγραφο που τον αφορά. Για να το παραλάβει, επιδεικνύει στον υπεύθυνο υπάλληλο της Δ.Ο.Υ./του Τελωνείου το ατομικό βιβλιάριο υγείας του ασφαλιστικού του φορέα.

Ερώτηση:

Πρέπει ο υπάλληλος της Δ.Ο.Υ./του Τελωνείου να κάνει δεκτό το ατομικό βιβλιάριο υγείας, ως μέσο απόδειξης των στοιχείων της ταυτότητας του συναλλασσομένου (Έλληνα πολίτη) για την διεκπεραίωση της συγκεκριμένης διαδικασίας;

Απάντηση:

NAI, γιατί σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του Ν. 2690/1999 (Α’ 45), όπως αντικαταστάθηκαν και ισχύουν με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 3731/2008 (Α’ 263), «Τα στοιχεία της ταυτότητας
..αποδεικνύονται από το ατομικό βιβλιάριο υγείας όλων των ασφαλιστικών
φορέων».

Στην πράξη εγχειρίσεως, την οποία θα υπογράψει ο παραλαβών, ο υπεύθυνος υπάλληλος πρέπει να αναγράψει τον αριθμό μητρώου του ατομικού βιβλιαρίου υγείας του πολίτη.

Θέμα 2ο

Έλληνας πολίτης προσέρχεται σε Δ.Ο.Υ./Τελωνείο για να βεβαιώσει το γνήσιο της υπογραφής του επί εγγράφου. Για την διεκπεραίωση της διαδικασίας αυτής, επιδεικνύει στον υπεύθυνο υπάλληλο την άδεια οδήγησής του.

Ερώτηση 1:

Πρέπει ο υπάλληλος της Δ.Ο.Υ./ του Τελωνείου να προβεί στην βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής;

Απάντηση:

NAI, γιατί σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του Ν. 2690/1999 (Α’ 45), όπως αντικαταστάθηκαν και ισχύουν με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 3731/2008 (Α’ 263), «Τα στοιχεία της ταυτότητας
..αποδεικνύονται από την άδεια οδήγησης ».

Στην επισημειωματική πράξη της βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής, ο υπάλληλος της Δ.Ο.Υ./ του Τελωνείου, θα συμπληρώσει στο σχετικό πεδίο, τον αριθμό της άδειας οδήγησης του ενδιαφερομένου (Έλληνα πολίτη).

Ερώτηση 2:

Θα άλλαζε η απάντησή σας, αν ο ενδιαφερόμενος επιδείκνυε για την διεκπεραίωση της διαδικασίας του γνησίου της υπογραφής την φωτοτυπία της άδειας οδήγησής του;

Απάντηση:

Ο υπάλληλος της Δ.Ο.Υ./του Τελωνείου δεν θα προέβαινε στην βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερομένου (Έλληνα πολίτη), γιατί, για την απόδειξη των στοιχείων της ταυτότητας των Ελλήνων πολιτών, κατά τις συναλλαγές τους με τη Διοίκηση, επιβάλλεται η επίδειξη του πρωτοτύπου των νομιμοποιητικών εγγράφων, που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του Ν. 2690/1999 (Α’ 45), όπως ισχύει.

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ Δ2: ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΠΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ

Θέμα μόνο

Δικηγόρος προσέρχεται σε Δ.Ο.Υ./Τελωνείο και υποβάλλει αίτηση για χορήγηση αντιγράφων εγγράφων, που αφορούν στον εντολέα του (φυσικό πρόσωπο). Στην αίτηση αναγράφει τα στοιχεία της ταυτότητας του άμεσα ενδιαφερομένου, δηλαδή του εντολέα του,τα έγγραφα και τους λόγους, για τους οποίους τα ζητά καιτην υπογράφει ο ίδιος, θέτοντας την σφραγίδα του. Ο υπεύθυνος υπάλληλος της Δ.Ο.Υ./του Τελωνείου ζητά από τον δικηγόρο να του προσκομίσει, μαζί με την αίτηση και νόμιμη για τον σκοπό αυτόεξουσιοδότηση ή πληρεξούσιο του εντολέα του.

Ερώτηση 1:

Ενεργεί ορθά ή εσφαλμένα ο υπάλληλος της Δ.Ο.Υ./ του Τελωνείου όταν ζητά από τον δικηγόρο να του προσκομίσει εξουσιοδότηση ή πληρεξούσιο;

Απάντηση:

Ενεργεί εσφαλμένα, γιατί οι δικηγόροι δεν θεωρούνται τρίτα πρόσωπα όταν εκπροσωπούν τους εντολείς τους και δικαιούνται να υποβάλλουν και να υπογράφουν την αίτηση για λογαριασμό αυτών, γιατί ως εξουσιοδότηση προς το πρόσωπό τους ισχύει και αρκεί η νόμιμη προφορική εντολή που τους δίδεται, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Ν. 4194/2013 (Α’ 208). Συνεπώς παραλαμβάνει την αίτηση, χωρίς να απαιτεί από τον δικηγόρο να του προσκομίσει εξουσιοδότηση ή πληρεξούσιο από τον εντολέα του.

Ερώτηση 2:

Αν ο δικηγόρος δεν ανέγραφε στην αίτηση τα στοιχεία της ταυτότητας του εντολέα του και την κατέθετε, πως θα του απαντούσε η Δ.Ο.Υ./το Τελωνείο;

Απάντηση:

Θα του απαντούσε ότι στην αίτηση πρέπει να αναγράψει τα στοιχεία της ταυτότητας του εντολέα του, προκειμένου η Υπηρεσία να διαπιστώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999, όπως ισχύει.

ΕΝΟΤΗΤΑ Ε’: ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΝΕΡΓΟΥΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

Θέμα 1ο

Πολίτης για την διεκπεραίωση υπόθεσής του σε Δ.Ο.Υ. προσκομίζει αλλοδαπό δημόσιο έγγραφο, το οποίο φέρει, κατά περίπτωση, σφραγίδα apostille/προξενική θεώρηση/θεώρηση από την πρεσβεία της ξένης χώρας στην Ελλάδα και την μετάφραση αυτού, που διενεργήθηκε από την Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών.

Ερώτηση:

Πρέπει η Δ.Ο.Υ. να κάνει αποδεκτή την μετάφραση;

Απάντηση:

ΝΑΙ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 του Ν. 3566/2007 (Α’ 117) και 6 του Ν. 3712/2008-Α’ 225), η οποία (μετάφραση) αποτελεί έγγραφο διοικητικής αρχής, σύμφωνα με την αριθ. 335/2002 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Θέμα 2ο

Πολίτης για την διεκπεραίωση υπόθεσής του σε Δ.Ο.Υ. προσκομίζει αλλοδαπό δημόσιο έγγραφο, το οποίο φέρει κατά περίπτωση, σφραγίδα apostille/προξενική θεώρηση και την μετάφραση αυτού, που διενεργήθηκε από Έλληνα δικηγόρο.

Ερώτηση:

Πρέπει η Δ.Ο.Υ. να κάνει αποδεκτή την μετάφραση;

Απάντηση:

ΝΑΙ, γιατί η μετάφραση που διενεργούν οι δικηγόροι έχει πλήρη ισχύ έναντι οποιασδήποτε Δικαστικής ή άλλης Αρχής, εφόσον γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση γ’ της παρ. 2 του άρθρου 36 του Ν. 4194/2013 (Α’ 208).

ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤ’: ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ ΣΕ ΑΛΛΟΔΑΠΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ
(ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ- ΠΡΟΞΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ)

Θέμα 1ο

Δικηγόρος προσκομίζει στην Δ.Ο.Υ. εξουσιοδότηση, με την οποία ένας κάτοικος Γαλλίας τον εξουσιοδοτεί να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την διεκπεραίωση υπόθεσής του. Το γνήσιο της υπογραφής του εξουσιοδοτούντος βεβαιώθηκε από γαλλικό Δήμο. Ο εξουσιοδοτούμενος (δικηγόρος) προσκομίζει την ξενόγλωσση εξουσιοδότηση, με την επίσημη μετάφρασή της από τον ίδιο.

Ερώτηση 1:

Πρέπει η Δ.Ο.Υ. να κάνει αποδεκτή την εξουσιοδότηση;

Απάντηση:

ΟΧΙ. Οι επικυρώσεις (βεβαιώσεις, θεωρήσεις) υπογραφής που τίθενται σε ιδιωτικό έγγραφο, όπως είναι η εξουσιοδότηση, θεωρούνται δημόσια έγγραφα (περίπτωση δ’ του άρθρου 1 του Ν. 1497/1984) και συνεπώς χρήζουν επισημείωσης (Apostille). Στην προκειμένη περίπτωση, η εξουσιοδότηση, η οποία έχει συνταχθεί σε Κράτος- Μέλος της Σύμβασης της Χάγης (Γαλλία), για να γίνει δεκτή στην χώρα μας, πρέπει να φέρει επισημείωση (Apostille).

Ερώτηση 2:

Θα άλλαζε η απάντησή σας, αν η προαναφερθείσα εξουσιοδότηση είχε θεωρηθεί από την πρεσβεία/προξενείο της Γαλλίας στην Ελλάδα;

Απάντηση:

Στην περίπτωση αυτή, η Δ.Ο.Υ. θα την έκανε αποδεκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 844/1978, δεδομένου ότι η κυρωθείσα με τον νόμο αυτό Σύμβαση, την οποία έχει υπογράψει και η Γαλλία, εφαρμόζεται, επίσης και στις επίσημες βεβαιώσεις, που τίθενται από τους διπλωματικούς ή προξενικούς πράκτορες και σε άλλα έγγραφα, πέραν των όσων προβλέπονται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου (βλέπε την με α/α 18 ερώτηση της ενότητας ΣΤ’).

Θέμα 2ο

Πολίτης προσκομίζει στη Δ.Ο.Υ. . συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο (γενικό ή ειδικό), με το οποίο ένας κάτοικος Η.Π.Α., του παρέχει την εξουσία να διεκπεραιώσει υπόθεσή του στην συγκεκριμένη Δ.Ο.Υ. (για την συγκεκριμένη περίπτωση προβλέπεται υποβολή γενικού ή ειδικού πληρεξουσίου). Το πληρεξούσιο είναι μεταφρασμένο από δικηγόρο.

Ερώτηση:

Πρέπει η Δ.Ο.Υ. να κάνει αποδεκτό το πληρεξούσιο;

Απάντηση:

ΟΧΙ. Τα συμβολαιογραφικά έγγραφα θεωρούνται δημόσια έγγραφα (περίπτωση γ’ του άρθρου 1 του Ν. 1497/1984) και συνεπώς χρήζουν επισημείωσης (Apostille). Στην προκειμένη περίπτωση, το πληρεξούσιο (συμβολαιογραφικό έγγραφο), το οποίο έχει συνταχθεί σε Κράτος- μέλος της Σύμβασης της Χάγης (Η.Π.Α.), για να γίνει δεκτό στη χώρα μας, πρέπει να φέρει επισημείωση (Apostille).

Θέμα 3ο

Πολίτης, για διεκπεραίωση υπόθεσης Κυπρίου υπηκόου στην Δ.Ο.Υ., προσκομίζει εξουσιοδότηση ή πληρεξούσιο, που έχει συνταχθεί στην Κύπρο είτε από δικηγόρο, είτε από πιστοποιούντα υπάλληλο.

Ερώτηση 1:

Η Δ.Ο.Υ. πρέπει να κάνει αποδεκτά την εξουσιοδότηση ή το πληρεξούσιο, που έχουν συνταχθεί κατά τα ανωτέρω;

Απάντηση:

ΟΧΙ. Οι εξουσιοδοτήσεις και τα πληρεξούσια, που έχουν συνταχθεί στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, είτε από δικηγόρο είτε από πιστοποιούντα υπάλληλο, πρέπει να φέρουν τη θεώρηση Apostille, γιατί εμπίπτουν στην κατηγορία των ιδιωτικών εγγράφων, τα οποία σύμφωναμε τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 12 της από 5ης Μαρτίου 1984 διμερούς Συμβάσεως μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου (Κυρωτικός Ν. 1548/85), δεν απαλλάσσονται από την επικύρωση.

Ερώτηση 2:

Θα άλλαζε η απάντησή σας, αν η ως άνω εξουσιοδότηση ή το ως άνω πληρεξούσιο είχε θεωρηθεί από την πρεσβεία/προξενείο της Κύπρου στην Ελλάδα;

Απάντηση:

Στην περίπτωση αυτή, η Δ.Ο.Υ. θα τα έκανε αποδεκτά, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 844/1978 (για τους ίδιους λόγους, όπως και στην ερώτηση 2 του με α/α 1 πρακτικού θέματος της ίδιας ενότητας).

Θέμα 4ο

Αιγύπτιος υπήκοος, προσκομίζει και επιδεικνύει στη Δ.Ο.Υ. το διαβατήριό του, για να την διεκπεραίωση διαδικασίας. Η Δ.Ο.Υ. δεν μπορεί να διακρίνει στο διαβατήριο, το όνομα και το επώνυμο του ενδιαφερομένου και του ζητά να της προσκομίσει, για την αποφυγή περαιτέρω ταλαιπωρίας του, σχετική βεβαίωση από την/ το Πρεσβεία/ή Προξενείο της Αιγύπτου στην Ελλάδα. Πράγματι, ο ενδιαφερόμενος προσκομίζει την βεβαίωση (η οποία φέρει την επίσημη σφραγίδα της Αιγύπτου και υπογραφή του διαπιστευμένου διπλωματικού υπαλλήλου της χώρας αυτής στην Ελλάδα) και την μετάφρασή της, η οποία έγινε από δικηγόρο.

Ερώτηση 1:

Πρέπει η Δ.Ο.Υ να κάνει αποδεκτή την προσκομιζόμενη βεβαίωση, εφόσον φέρει αυτά μόνο τα στοιχεία;

Απάντηση:

ΟΧΙ.Η υπογραφή του διαπιστευμένου διπλωματικού υπαλλήλου της Αιγύπτου στην Ελλάδα, έπρεπε να επικυρωθεί από το Τμήμα Επικυρώσεων του Κέντρου Εξυπηρέτησης και Πληροφόρησης Πολιτών Απόδημου Ελληνισμού (Κ.Ε.Π.Π.Α.Ε.) του Υπουργείου Εξωτερικών (παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 3566/2007-Α’ 117).

Ερώτηση 2:

Θα άλλαζε η απάντησή σας, αν αντί για Αιγύπτιο υπήκοο και Πρεσβεία/ή Προξενείο της Αιγύπτου, είχαμε Μολδαβό υπήκοο και Πρεσβεία της Μολδαβίας στην Ελλάδα;

Απάντηση:

Στην περίπτωση που η βεβαίωση εκδιδόταν από την πρεσβεία της Μολδαβίας, δεν θα απαιτούνταν η επικύρωση της υπογραφής του διαπιστευμένου διπλωματικού υπαλλήλου της Μολδαβίας στην Ελλάδα από το Τμήμα Επικυρώσεων του Κ.Ε.Π.Π.Α.Ε. του Υπουργείου Εξωτερικών, δεδομένου ότι η Μολδαβία έχει υπογράψει την Σύμβαση για την κατάργηση της επικύρωσης των εγγράφων, που συντάχθηκαν από τους διπλωματικούς ή προξενικούς πράκτορες (περίπτωση α’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 844/1978 – Α’ 227).

Θέμα 5ο

Κύπριος υπήκοος, για να διεκπεραιώσει υπόθεσή του στη Δ.Ο.Υ…, προσκομίζει πιστοποιητικό του Εφόρου Πλοίων/ ή του Εφόρου Εταιρειών της Κυπριακής Δημοκρατίας (διοικητικά όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αμφότεροι), τα οποία φέρουν την υπογραφή τους και την επίσημη σφραγίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ερώτηση:

Απαιτείται η θεώρηση (Apostille) στα προαναφερθέντα πιστοποιητικά;

Απάντηση:

ΟΧΙ. Τα πιστοποιητικά του Εφόρου Πλοίων/ ή του Εφόρου Εταιρειών της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι δημόσια έγγραφα και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 12 της από 5ης Μαρτίου 1984 διμερούς Συμβάσεως μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου (Κυρωτικός Ν. 1548/1985), για την κυκλοφορία δημόσιων εγγράφων μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου δεν απαιτείται η θεώρηση Apostille.

Θέμα 6ο

Νιγηριανός/Πακιστανός υπήκοος που ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, για την διεκπεραίωση υπόθεσής του στη Δ.Ο.Υ., προσκομίζει πιστοποιητικό γέννησης, που εκδόθηκε από την αρμόδια Δημόσια Υπηρεσία της Νιγηρίας/του Πακιστάν (φέρει την επίσημη σφραγίδα των χωρών αυτών και υπογραφή του αρμόδιου διοικητικού οργάνου).

Ερώτηση:

Πρέπει η Δ.Ο.Υ. να το κάνει αποδεκτό, με αυτά μόνο τα στοιχεία;

Απάντηση:

ΟΧΙ, για τους παρακάτω δύο (2) λόγους:

α) Στο πιστοποιητικό γέννησης, ως δημόσιο έγγραφο, πρέπει να επικυρωθεί η υπογραφή του αρμόδιου διοικητικού οργάνου της Νιγηρίας/του Πακιστάν, μόνον από τις έμμισθες Προξενικές Αρχές της Ελλάδος στις χώρες αυτές (βλ. την, με α/α 21, ερώτηση της ενότητας ΣΤ’) και

β) Ο ενδιαφερόμενος πρέπει να προσκομίσει το πιστοποιητικό γέννησης και επίσημα μεταφρασμένο.

Θέμα 7ο

Αλβανός/ Γεωργιανός υπήκοος που ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, προσκομίζει για την διεκπεραίωση υπόθεσής του στην Δ.Ο.Υ πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, που έχει εκδοθεί από την αρμόδια διοικητική αρχή της χώρας του (φέρει σφραγίδα, καθώς και υπογραφή του αρμόδιου οργάνου), μαζί με την μετάφρασή του από δικηγόρο.

Ερώτηση:

Πρέπει η Δ.Ο.Υ. να το κάνει αποδεκτό;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

ΟΧΙ. Για να γίνει αποδεκτό από την Δ.Ο.Υ, πρέπει να επικυρωθεί από την οικεία ελληνική προξενική αρχή στην Αλβανία/ Γεωργία (εδάφιο γ’ της παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 3566/2007, όπως ισχύει).

Θέμα 8ο

Πολίτης, για διεκπεραίωση υπόθεσης Αυστριακού/Ιταλού πολίτη, για λογαριασμό του οποίου ενεργεί, προσκομίζει στην Δ.Ο.Υ. πληρεξούσιο, που συντάχθηκε από Αυστριακό/ Ιταλό διπλωματικό ή προξενικό πράκτορα, που εκτελούσε τα καθήκοντά του, με την επίσημη ιδιότητά του σε πρεσβεία/ προξενείο της Αυστρίας/Ιταλίας σε άλλη χώρα (οποιαδήποτε χώρα του κόσμου), με την αντίστοιχη επίσημη μετάφραση. Ο υπάλληλος της Δ.Ο.Υ. επιμένει ότι το πληρεξούσιο πρέπει να φέρει την σφραγίδα apostille.

Ερώτηση:

Ενεργεί ορθά ή εσφαλμένα ο υπάλληλος της Δ.Ο.Υ. στην συγκεκριμένη περίπτωση;

Απάντηση:

Ενεργεί εσφαλμένα, γιατί:

α) η Αυστρία και η Ιταλία έχουν υπογράψει την Σύμβαση για την κατάργηση της επικύρωσης των εγγράφων, που συντάχθηκαν από διπλωματικούς ή προξενικούς πράκτορες, η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν. 844/1978 και β) η συγκεκριμένη περίπτωση εμπίπτει στις διατάξεις της περίπτωσης α’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 844/1978. Συνεπώς, η Δ.Ο.Υ. πρέπει να κάνει αποδεκτό το πληρεξούσιο, χωρίς να απαιτεί την θεώρηση apostille (βλέπε την με α/α 18 ερώτηση της ενότητας ΣΤ’).

Θέμα 9ο

Πολίτης, για διεκπεραίωση υπόθεσής του στην Δ.Ο.Υ. προσκομίζει πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, που έχει εκδοθεί στην Τουρκία/Πολωνία/Γαλλία, με την επίσημη μετάφρασή του. Ο υπάλληλος της Δ.Ο.Υ. του επισημαίνει ότι το εν λόγω έγγραφο πρέπει να φέρει την θεώρηση apostille ή σε διαφορετική περίπτωση την θεώρηση από το αντίστοιχο προξενείο των χωρών αυτών στην Ελλάδα (παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 844/1978).

Ερώτηση:

Ενεργεί ορθά ή εσφαλμένα ο υπάλληλος της Δ.Ο.Υ.;

Απάντηση:

Ενεργεί εσφαλμένα, γιατί:

α) Η Τουρκία, Πολωνία, Γαλλία έχουν υπογράψει την Σύμβαση που απαλλάσσει από την επικύρωση ορισμένες πράξεις και έγγραφα, η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν. 4231/2014 (Α’ 19)

β) Το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης εμπίπτει στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 7 του προαναφερθέντος νόμου, καθόσον αφορά στην οικογενειακή κατάσταση φυσικού προσώπου. Συνεπώς η Δ.Ο.Υ. πρέπει να το κάνει αποδεκτό, χωρίς να απαιτεί την θεώρηση apostille (βλέπε την με α/α 1 9 ερώτηση του Μέρους ΣΤ’).

Θέμα 10ο

Πολίτης, προσέρχεται στην Δ.Ο.Υ , έχοντας μαζί του το έντυπο Ε1/ Ε2/Ε3/Ε5/Ε9 οικ. έτους 201., το οποίο έχει εκτυπώσει από τον υπολογιστή του, από το σύστημα TAXISNET και το οποίο θέλει να προσκομίσει σε δημόσια Υπηρεσία/Πανεπιστήμιο της Γαλλίας/Ιταλίας/Μ. Βρετανίας, για την διεκπεραίωση υπόθεσής του. Είστε υπάλληλος της συγκεκριμένης Δ.Ο.Υ. και σας ζητά να του πείτε την διαδικασία, για την ορθή υποβολή του συγκεκριμένου εντύπουστην συγκεκριμένη χώρα.

Ερώτηση:

Τι θα του απαντούσατε;

Απάντηση:

Ο ενδιαφερόμενος καλώς έχει εκτυπώσει το αντίστοιχο έντυπο από τον υπολογιστή του. Στην συνέχεια πρέπει να το υποβάλλει στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση, που είναι αρμόδια για την χορήγηση της επισημείωσης (σφραγίδα apostille), με συνυποβολή υπεύθυνης δήλωσης, στην οποία πρέπει:

α) Να αναγράψει σειρά πληροφοριακών στοιχείων τα οποία είναι μοναδικά, όπως ο Α.Φ.Μ., η ημερομηνία και ο αριθμός καταχώρισης του υποβληθέντος εντύπου στην Φορολογική Διοίκηση, καθώς και όποια στοιχεία από τα αναγραφέντα στα πεδία του εντύπου, απαιτείται να επιβεβαιώσει.

β) Να βεβαιωθεί το γνήσιο της υπογραφής του από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή τα Κ.Ε.Π., σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 11 του Ν. 2690/1999 (Α’ 45), όπως συμπληρώθηκε με την παρ.3 του άρθρου 16 του Ν. 3345/2005 (Α’ 138). Ο υπάλληλος της διοικητικής αρχής, που βεβαιώνει το γνήσιο της υπογραφής του υπευθύνως δηλούντος, πρέπει να έχει αποστείλει δείγμα της δικής του υπογραφής στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να βεβαιώσει το γνήσιο της υπογραφής του υπευθύνως δηλούντος, υπάλληλος της Δ.Ο.Υ., που έχει οριστεί από τον Προϊστάμενο αυτής ως υπεύθυνος για την διεκπεραίωση της συγκεκριμένης διαδικασίας και του οποίου έχει αποσταλείτο δείγμα της υπογραφής του από την Δ.Ο.Υ., με έγγραφό της, στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση.

Θέμα11ο

Πολίτης, προσκομίζει για την διεκπεραίωση υπόθεσής του στη Δ.Ο.Υ., έγγραφο ασφαλιστικού φορέα της Γερμανίας/Σουηδίας, το οποίο έχει εκτυπώσει από τον υπολογιστή του, μαζί με την επίσημη μετάφρασή του. Το συγκεκριμένο έγγραφο δεν φέρει σφραγίδα της εκδούσας αρχής, ούτε και υπογραφή του αρμοδίου οργάνου, πλην, όμως έχει θεωρηθεί από την πρεσβεία/προξενείο της χώρας αυτής στην Ελλάδα.

Ερώτηση:

Πρέπει η Δ.Ο.Υ. να το κάνει αποδεκτό;

Απάντηση:

ΝΑΙ, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 844/1978, δεδομένου η κυρωθείσα με τον νόμο αυτό Σύμβαση, την οποία έχουν υπογράψει και η Γερμανία και η Σουηδία, εφαρμόζεται, επίσης και στις επίσημες βεβαιώσεις, που τίθενται από τους διπλωματικούς ή προξενικούς πράκτορες και σε άλλα έγγραφα, πέραν των όσων προβλέπονται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου (βλέπε την με α/α 18 ερώτηση της ενότητας ΣΤ’).

Θέμα 12ο

Ερώτηση:

Πως γίνεται δεκτή από τις Ελληνικές Διοικητικές Αρχές η εξουσιοδότηση Βούλγαρου πολίτη, το γνήσιο της υπογραφής του οποίου επικυρώθηκε από υπάλληλο του Γενικού Προξενείου της Βουλγαρίας σε πόλη της Ισπανίας;

Απάντηση:

Γίνεται δεκτή με δυο εναλλακτικούς τρόπους:

α) επικυρώνεται το γνήσιο της υπογραφής του Βούλγαρου προξενικού υπαλλήλου από την αρμόδια Ισπανική Υπηρεσία, η οποία διαθέτει δείγματα υπογραφής των αλλοδαπών προξενικών υπαλλήλων που υπηρετούν στην Ισπανία και ακολούθως, επικυρώνεται το γνήσιο της υπογραφής του αρμόδιου Ισπανού υπαλλήλου από τις αρμόδιες προξενικές αρχές της Ελλάδος στην Ισπανία ή

β) επικυρώνεται η υπογραφή του Βούλγαρου προξενικού υπαλλήλου από τις αρμόδιες βουλγαρικές αρχές στην Βουλγαρία και ακολούθως, από τις αρμόδιες ελληνικές προξενικές αρχές στην Βουλγαρία

(αριθ. Δ6Δ 1074778 ΕΞ2014/13.5.2014 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γ.Γ.Δ.Ε. και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. 750/ΑΣ 1317/8.5.2014 έγγραφο της Ε3 Διεύθυνσης Διοικητικών και Δικαστικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο

ΠΗΓΕΣ:
α) ΒΑΣΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ-ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
β) ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΦΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΦΕΡΘΕΙ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ- ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ Ή ΣΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΕΝΟΤΗΤΑ Α’: ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΕ ΕΓΓΡΑΦΑ ΚΑΙ ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΣΗ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ

α) ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

1. Ν. 2690/1999 (Α’ 45) «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις».

2. Ν. 2880/2001 (Α’ 9) “Πρόγραμμα “ΠΟΛΙΤΕΙΑ” για τη μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες διατάξεις”.

3. Ν.3230/2004 (Α’ 44) “Καθιέρωση συστήματος διοίκησης με στόχους, μέτρηση της αποδοτικότητας και άλλες διατάξεις”.

4. Ν. 3242/2004 (Α’102) “Ρυθμίσεις για την οργάνωση και λειτουργία της Κυβέρνησης, τη διοικητική οργάνωση και τους Ο.Τ.Α.”.

5. Ν.Δ. «Περί κυρώσεως του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους» (Α’/16.9.1926).

β) ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Αριθ. 1214/2000 απόφαση του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ)

γ) ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

1. Αριθ. 1/2005 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

2. Αριθ. 620/1999 Γνωμοδότηση του Ε’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.).

3. Αριθ. 80/1999 Γνωμοδότηση του Δ’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.).

4. Αριθ. 383/2000 Γνωμοδότηση του Β’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.).

δ) ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ – ΕΓΓΡΑΦΑ

Αριθ. 1075146/892/006Δ/5.9.2006 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ15_16371_17190/10.8.2006 έγγραφο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους- Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης).

ΕΝΟΤΗΤΑ Β’: ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΠΙΚΥΡΩΜΕΝΩΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ

α) ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

1. Ν. 4250/2014 (Α’ 74) “Διοικητικές Απλουστεύσεις-Καταργήσεις, Συγχωνεύσεις Νομικών Προσώπων και Υπηρεσιών του Δημοσίου Τομέα-Τροποποίηση Διατάξεων του π.δ. 318/1992 (Α’ 161) και λοιπές ρυθμίσεις”.

2. Ν. 2690/1999 (Α’ 45) «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις».

3. Ν. 2672/1998 (Α’ 290) «Διακίνηση εγγράφων με ηλεκτρονικά μέσα (τηλεομοιοτυπία- ηλεκτρονικό ταχυδρομείο)».

4. Ν. 3429/2005 (Α’ 314) «Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (Δ.Ε.Κ.Ο.)»

5. Ν.1497/1984 (Α’ 188) «Κύρωση Σύμβασης που καταργεί την υποχρέωση επικύρωσης των αλλοδαπών δημόσιων εγγράφων».

6. Ν.1599/1986 (Α’ 75) «Σχέσεις κράτους- πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητας και άλλες διατάξεις».

7. Ν. 3528/2007 (Α’ 26) «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ».

8. Ν. 4194/2013 (Α’ 208) «Κώδικας Δικηγόρων».

9. Ν. 2830/2000 (α’ 96) «Κώδικας Συμβολαιογράφων».

10. Ν. 3861/2010 (Α’ 112) “Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο «Πρόγραμμα Διαύγεια» και άλλες διατάξεις”.

β) ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ – ΕΓΓΡΑΦΑ

Αριθ. Δ6Δ 1058594 ΕΞ 2014/8.4.2014 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και επισυναπτόμενο σε αυτόαριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.15/οικ.8342/1.4.2014 όμοιο των Διευθύνσεων Σχέσεων Κράτους- Πολίτη και Απλούστευσης Διαδικασιών και Παραγωγικότητας της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.

ΕΝΟΤΗΤΑ Γ’: ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΓΝΗΣΙΟΥ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ

α) ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

1. Ν. 2690/1999 (Α’ 45) «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις».

2. Ν. 3345/2005 (Α’ 138) «Οικονομικά θέματα Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και ρύθμιση διοικητικών θεμάτων».

3. Ν. 3230/2004 (Α’ 44) «Καθιέρωση συστήματος διοίκησης με στόχους, μέτρηση της αποδοτικότητας και άλλες διατάξεις».

4. Ν. 3731/2008 (Α’ 263) «Αναδιοργάνωση της δημοτικής αστυνομίας και ρυθμίσεις λοιπών θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου
Εσωτερικών».

5. Π.Δ. 106/2007 (Α’ 135) «Ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στην ελληνική επικράτεια των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους».

6. Ν. 4251/2014 (Α’ 80) «Κώδικας μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και λοιπές διατάξεις».

7. Ν.1599/1986 (Α’ 75) «Σχέσεις κράτους- πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητας και άλλες διατάξεις».

8. Ν. 4194/2013 (Α’ 208) «Κώδικας Δικηγόρων».

9. Ν. 3528/2007 (Α’ 26) «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ».

10. Π.Δ. 410/1995 (Α’ 231) «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο νόμου με τίτλο Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας των ισχυουσών διατάξεων του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα».

11. Ν. 3463/2006 (Α’ 114) «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων».

12. Ν. 3852/2010 (Α’ 87) «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης-Πρόγραμμα Καλλικράτης».

β) ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

1. Αριθ. 354/2009 γνωμοδότηση του Ζ’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους(Ν.Σ.Κ.).

2. Αριθ. 317/2007 γνωμοδότηση του Α2′ Τμήματος Διακοπών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.).

3. Αριθ. 563/2005 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.).

ν) ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ – ΕΓΓΡΑΦΑ

Αριθ. 1026065/271/0006Δ/13.3.2006 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΑΔΠ/2674/7.2.2006 όμοιο της Διεύθυνσης Απλούστευσης Διαδικασιών και Παραγωγικότητας της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.

ΕΝΟΤΗΤΑ Δ’: ΜΕΣΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ- ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΑΥΤΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΠΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ Δ1′: ΜΕΣΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ

α) ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

1. Ν. 2690/1999 (Α’ 45) «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις».

2. Ν. 3731/2008 (Α’ 263) «Αναδιοργάνωση της δημοτικής αστυνομίας και ρυθμίσεις λοιπών θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών».

β) ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ – ΕΓΓΡΑΦΑ

1. Αριθ. 1013087/118/0006Δ/3.2.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων και επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ. 18/οικ. 1640/21. 1.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους-Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών.

2. Αριθ. 1042242/525/0006Δ/12.5.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων και επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.18/4607/6.4.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους-Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών.

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ Δ2′: ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΠΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ

α) ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

1. Ν. 4194/2013 (Α’ 208) «Κώδικας Δικηγόρων».

2. Ν. 2690/1999 (Α’ 45) «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις».

3. Ν. 1599/1986 (Α’ 75) «Σχέσεις κράτους- πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητας και άλλες διατάξεις».

β) ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

Αριθ. 563/2005 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.).

γ) ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ – ΕΓΓΡΑΦΑ

Αριθ. 1049342/534/0006Δ/15.5.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.18/οικ. 11853/6.5.2009 όμοιο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους-Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών.

ΕΝΟΤΗΤΑ Ε’: ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΝΕΡΓΟΥΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

α) ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

1. Ν. 3712/2008 (Α’ 225) «Οργάνωση του συστήματος επίσημης μετάφρασης, σύσταση Μεταφραστικής Υπηρεσίας στο Υπουργείο Εξωτερικών, ορκωτοί μεταφραστές και άλλες διατάξεις»

2. Ν. 4194/2013 (Α’ 208) «Κώδικας Δικηγόρων».

3. Ν. 3566/2007 (Α’ 117) “Κύρωση του Κώδικα του «Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών»”.

4. Ν. 2830/2000 (Α’ 96) «Κώδικας Συμβολαιογράφων».

β) ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

Αριθ. 335/2005 γνωμοδότηση του Γ’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.).

Αριθ. 495/2004 γνωμοδότηση του Γ’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.).

ν) ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ – ΕΓΓΡΑΦΑ

1. Αριθ. 1063343/701/0006Δ/1.7.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. 770/ΑΣ3333/11.6.2009 έγγραφο της Ε3 Διεύθυνσης Διοικητικών και Δικαστικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών.

2. Αριθ. 1115970/1426/0006Δ/9.12.2005 έγγραφο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικώνκαι το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/ Φ.15/ 22650/ 25.11.2005 έγγραφο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους-Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.

ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤ’: ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ ΣΕ ΑΛΛΟΔΑΠΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ (ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ- ΠΡΟΞΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ)

α) ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

1. Ν. 1497/1984 (Α’ 188) «Κύρωση Σύμβασης που καταργεί την υποχρέωση επικύρωσης των αλλοδαπών δημόσιων εγγράφων».

2. Ν. 4231/2014 (Α’ 19) «Κύρωση της Σύμβασης που απαλλάσσει από την επικύρωση ορισμένες πράξεις και έγγραφα».

3. Ν.1548/1985 (Α’ 95) «Κύρωση Σύμβασης νομικής συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας σε θέματα αστικού, οικογενειακού, εμπορικού και ποινικού δικαίου».

4. Ν. 3566/2007 (Α’ 117) “Κύρωση του Κώδικα του «Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών»”.

5. Ν.844/1978 (Α’ 227) «Περί κυρώσεως της εν Λονδίνω την 7ην Ιουνίου 1968 υπογραφείσης Ευρωπαϊκής Σύμβασης “περί καταργήσεως της επικυρώσεως των εγγράφων συνταχθέντων υπό των διπλωματικών ή Προξενικών Πρακτόρων”».

6. Ν. 3852/2010 (Α’ 87) «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης-Πρόγραμμα Καλλικράτης».

7. Ν. 2690/1999 (Α’ 45) «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις».

8. Ν. 3345/2005 (Α’ 138) «Οικονομικά θέματα Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και ρύθμιση διοικητικών θεμάτων».

β) ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

Αριθ. 233/2000 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.).

γ) ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ – ΕΓΓΡΑΦΑ

1. Αριθ. 1047385/542/0006Δ/25.5.2006 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. 19887/4.5.2006 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης και Απλούστευσης Διαδικασιών της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.

2. Αριθ. 1109071/1057/0006Δ/14.11.2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της
Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. Φ.6650.7α/23/ΛΣ 1522/31.10.2007 έγγραφο της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών.

3. Αριθ. 1122798/ 1216/ 0006Δ/10.1.2008 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και επισυναπτόμενα σε αυτό αριθ. Γ.Ε. 65/1983/2/29.11.2007 και Φ.8600/178/ΑΣ 2010/6.12.2007 έγγραφα της Νομικής Υπηρεσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Πρεσβείας της Ελλάδος στην Κύπρο, αντίστοιχα.

4. Αριθ. 1059356/627/0006Δ/3.6.2008 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και το επισυναπτόμενο σε αυτό αριθ. Α.Π.Φ.044/9/ΑΣ 1136/21.5.2008 έγγραφο της Γενικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Εξωτερικών.