ΣτΕ 4166/2012
Τα κριτήρια καθορισμού της έννοιας της -συνήθους κατοικίας- αφορούν τόσο τον επαγγελματικό και προσωπικό δεσμό ενός ατόμου με συγκεκριμένο τόπο όσο και τη διάρκεια αυτού του δεσμού και πρέπει να εξετάζονται σωρευτικώς. Επομένως, ως συνήθης κατοικία προσώπου που επιδιώκει την ατελή προσωρινή εισαγωγή μεταφορικού μέσου από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρείται ο τόπος τον οποίο ο ενδιαφερόμενος έχει καταστήσει μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του, όπου και διαμένει τουλάχιστον 185 ημέρες τον χρόνο. Στην περίπτωση ατόμου που έχει προσωπικούς και επαγγελματικούς δεσμούς σε δύο κράτη μέλη, ο τόπος της συνήθους κατοικίας του, ο οποίος καθορίζεται κατόπιν συνολικής εκτίμησης όλων των στοιχείων που ασκούν επιρροή, είναι εκείνος στον οποίο βρίσκεται το μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του συγκεκριμένου ατόμου, στην περίπτωση δε κατά την οποία από τη συνολική αυτή εκτίμηση δεν είναι δυνατός αυτός ο προσδιορισμός πρέπει να δίδεται προτεραιότητα στους προσωπικούς δεσμούς
Τα κριτήρια καθορισμού της έννοιας της -συνήθους κατοικίας- αφορούν τόσο τον επαγγελματικό και προσωπικό δεσμό ενός ατόμου με συγκεκριμένο τόπο όσο και τη διάρκεια αυτού του δεσμού και πρέπει να εξετάζονται σωρευτικώς (ΔΕΚ, απόφαση της 23.4.1991, C-297/89, Rigsadvokaten κατά Nicolai Christian Ryborg, ΣτΕ 4467/2001).
Επομένως, ως συνήθης κατοικία προσώπου που επιδιώκει την ατελή προσωρινή εισαγωγή μεταφορικού μέσου από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρείται ο τόπος τον οποίο ο ενδιαφερόμενος έχει καταστήσει μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του (C-277/89 , ΣτΕ 4467/2001, ΣτΕ 3710/2005), όπου και διαμένει τουλάχιστον 185 ημέρες τον χρόνο.
Στην περίπτωση ατόμου που έχει προσωπικούς και επαγγελματικούς δεσμούς σε δύο κράτη μέλη, ο τόπος της συνήθους κατοικίας του, ο οποίος καθορίζεται κατόπιν συνολικής εκτίμησης όλων των στοιχείων που ασκούν επιρροή, είναι εκείνος στον οποίο βρίσκεται το μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του συγκεκριμένου ατόμου, στην περίπτωση δε κατά την οποία από τη συνολική αυτή εκτίμηση δεν είναι δυνατός αυτός ο προσδιορισμός πρέπει να δίδεται προτεραιότητα στους προσωπικούς δεσμούς (C-262/99 , σκέψεις 43-60, ΣτΕ 3537/2008, ΣτΕ 3231/2007 κ.α.).
Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που έχουν παρατεθεί σε προηγούμενη σκέψη, εφόσον από την εφαρμοστέα ουσιαστική ρύθμιση δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό, κάθε διάδικος έχει υποχρέωση να επικαλεσθεί και να αποδείξει, προαποδεικτικά, τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν τους ισχυρισμούς του. Τέτοια διαφορετική ρύθμιση σχετικά με το βάρος και τα μέσα απόδειξης και το κύρος αυτών δεν περιέχει ούτε η παράγραφος 4 του άρθρου 88 του ν. 2127/1993, η οποία ορίζει ότι το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων ατελούς προσωρινής εισαγωγής μεταφορικού μέσου από άλλο κράτος μέλος της ΕΟΚ (ήδη Ευρωπαϊκής Ένωσης) φέρει ο ενδιαφερόμενος, ούτε το άρθρο 15 της Δ 247/1988 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών. Ειδικότερα, σύμφωνα με το τρίτο και τέταρτο εδάφιο του άρθρου αυτού, που έχουν παρατεθεί σε προηγούμενη σκέψη, και τα οποία είναι σύμφωνα προς τις διατάξεις της Οδηγίας 83/182/ΕΟΚ, καθ’ όσον «επαναλαμβάνουν ακριβώς ή κατ’ ουσίαν τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας, που αφορούν την απόδειξη του τόπου της συνήθους κατοικίας» (ΔΕΚ, C-262/99, Λουλουδάκης κατά Ελληνικού Δημοσίου, σκέψη 25), ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αποδεικνύει με κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως δε με το δελτίο ταυτότητας ή άλλο έγκυρο έγγραφο τη συνήθη κατοικία του και επομένως τους προσωπικούς και επαγγελματικούς δεσμούς του καθώς και τη διάρκεια παραμονής του, η οποία πρέπει κατ` αρχήν να είναι ίση προς 185 ημέρες ανά ημερολογιακό έτος στο κράτος μέλος στο οποίο έχει αυτούς τους δεσμούς. Οι τελευταίες αυτές διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν ότι ο τόπος της μονίμου κατοικίας αποδεικνύεται, καταρχήν, με δημόσια έγγραφα, δεν περιέχουν αποκλίνουσα, σε σχέση με τις γενικές περί αποδείξεως διατάξεις, ρύθμιση σχετικά με το βάρος απόδειξης ή το κύρος των αποδεικτικών μέσων. Επομένως, εκείνος που επικαλείται την συνδρομή στο πρόσωπό του των προϋποθέσεων ατελούς προσωρινής εισαγωγής μεταφορικού μέσου που προέρχεται από χώρα – μέλος της ΕΕ, έχει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει με τα προβλεπόμενα από τις οικείες δικονομικές διατάξεις αποδεικτικά μέσα (ΣτΕ 4135/2009, ΣτΕ 3537/2008, ΣτΕ 2997/2004).

ΣτΕ 4166/2012

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Μαΐου 2012 με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Αγ. Σδράκα, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 17 Μαρτίου 2002 αίτηση:

του …….. ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο ………………………….., που τη διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Παναγιώτη Πανάγο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 435/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Γ. Τσιμέκα.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 010275-6/2002 143298-9 ειδικά γραμμάτια παραβόλου), ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ’ αριθ. 435/2001 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθ. 13400/1997 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθ. 36/95/1995 πράξης του Διευθυντή της Διεύθυνσης Παρακολούθησης και Ελέγχου Αυτοκινήτων (ΔΙ.Π.Ε.Α.) του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία είχε επιβληθεί εις βάρος του συνολικό πρόστιμο 5.222.400 δρχ., ήτοι πρόστιμο 100.000 δρχ. κατ’ άρθρο 88 παρ. 2 περ. α του ν. 2127/1993, πρόστιμο 5.000.000 δρχ. κατ’ άρθρο 88 παρ. 2 περ. ζ του ίδιου νόμου, τέλος χαρτοσήμου 102.000 δρχ. και εισφορά υπέρ ΟΓΑ 20.400 δρχ.

2. Επειδή, κατά γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, επιβάλλεται η αναδρομική εφαρμογή της ελαφρότερης ποινής προκειμένου περί παράβασης για την οποία προβλέπονται διαδοχικά, από τον χρόνο διάπραξής της έως το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης, περισσότερες κυρώσεις (βλ. ΣτΕ 3197, 1491/2011, 815/2010, 4159-60/2009 επτ, ΔΕΚ, απόφαση της 11ης Μαρτίου 2008, C- 420/06, Jager, σκέψη 59, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2007, C-45/06, Campina, Συλλογή 2007, σ. Ι- 2089, σκέψη 32, απόφαση της 3ης Μαΐου 2005, C-387/02, C-391/02 και C-403/02, Berlusconi κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. Ι-3565, σκέψεις 67-69, καθώς και ΕΔΔΑ απόφαση 17.9.2009 Scoppola κατά Ιταλίας, 10249/03). Την αρχή αυτή υποχρεούται να εφαρμόζει ο εθνικός δικαστής τόσο όταν πρόκειται για κύρωση που επιβάλλεται σε συμπεριφορά αντίθετη προς τις επιταγές της κοινοτικής νομοθεσίας, όσο και όταν πρόκειται για κύρωση που επιβάλλεται κατά την άσκηση της φορολογικής αρμοδιότητας των κρατών μελών (πρβλ. ΔΕΚ απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C-464/02, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 2005, σ. I-7929, σκέψη 74, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2002, C-451/99, Cura Anlagen, Συλλογή 2001, σ. Ι-3193, σκέψη 40 κ.ά.).

3. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/182/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 28ης Μαρτίου 1983 για τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων (ΕΕ L 105/23.4.1983 σελ. 59) ορίζεται ότι:
«Τα Κράτη μέλη χορηγούν ατέλεια, υπό τους όρους που καθορίζονται παρακάτω, κατά την προσωρινή εισαγωγή από ένα Κράτος μέλος οδικών οχημάτων με κινητήρα – και των οχημάτων που ρυμουλκούνται από αυτά – τροχόσπιτων, σκαφών αναψυχής, ιδιωτικών αεροπλάνων, ποδηλάτων και αλόγων ιππασίας: – από τους φόρους κύκλου εργασιών, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και όλους τους άλλους φόρους κατανάλωσης, – από τους φόρους που αναφέρονται στο παράρτημα»,
στο δε άρθρο 3 ότι:
«Προσωρινή εισαγωγή ορισμένων μεταφορικών μέσων για ιδιωτική χρήση. Η ατέλεια από τους φόρους που αναφέρονται στο άρθρο 1 χορηγείται για συνεχές ή όχι χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ανά δωδεκάμηνο κατά την προσωρινή εισαγωγή επιβατικών οχημάτων, τροχόσπιτων, σκαφών αναψυχής, ιδιωτικών αεροπλάνων και ποδηλάτων, υπό τους ακόλουθους όρους : α) ο ιδιώτης που εισάγει τα αγαθά αυτά πρέπει :
αα) να έχει τη συνήθη κατοικία του σε Κράτος μέλος άλλο από το Κράτος της προσωρινής εισαγωγής, … ».
Με την απόφαση 247/13/1.3-6.4.1988 του Υπουργού Οικονομικών «Προσωρινή εισαγωγή ορισμένων μεταφορικών μέσων και ειδών ατομικής χρήσης» (Β΄ 195), που κυρώθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 11 του ν. 1839/1989 (Α΄ 90), ορίζεται ότι:
«Άρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής.
1. Με το καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής που προβλέπεται από την παρούσα απόφαση, επιτρέπεται η εισαγωγή, χωρίς την είσπραξη των αναλογούντων δασμών και λοιπών φόρων, των μεταφορικών μέσων ιδιωτικής χρήσης (επιβατικών οχημάτων με κινητήρα και των οχημάτων που ρυμουλκούνται απ` αυτά, σκαφών αναψυχής, αεροπλάνων και αλόγων ιππασίας), τα οποία προορίζονται να παραμείνουν προσωρινά στη χώρα και στη συνέχεια να επανεξαχθούν μέσα στην προβλεπόμενη κατά περίπτωση προθεσμία.
2. …
4. α. Για να τεθούν στο καθεστώς αυτό της προσωρινής εισαγωγής τα μεταφορικά μέσα που προέρχονται από χώρα – μέλος της ΕΟΚ πρέπει η απόκτηση ή η εισαγωγή τους στη χώρα αυτή να έγινε σύμφωνα με τους γενικούς όρους φορολογίας που ισχύουν στην εσωτερική της αγορά και να μη τυχαίνουν λόγω της εξαγωγής τους καμιάς απαλλαγής ή επιστροφής δασμών και λοιπών φόρων. Προκειμένου για επιβατικά οχήματα, ο όρος αυτός θεωρείται ότι πληρούται, όταν το όχημα είναι εφοδιασμένο με πινακίδες κυκλοφορίας κανονικής σειράς της χώρας έκδοσης της άδειας κυκλοφορίας, όταν όμως πρόκειται για επιβατικά οχήματα για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε χώρα μέλος στην οποία η χορήγηση πινακίδων κυκλοφορίας κανονικής σειράς δεν εξαρτάται από την τήρηση των γενικών όρων φορολογίας της εσωτερικής της αγοράς, οι δικαιούχοι πρέπει να αποδεικνύουν με οποιοδήποτε τρόπο ότι έχουν πληρωθεί οι προβλεπόμενοι φόροι. ….
Άρθρο 4. Προσωρινή εισαγωγή για ιδιωτική χρήση.
1. Με την επιφύλαξη των ειδικών περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 6 της παρούσας, ο ιδιώτης που επιθυμεί να εισάγει προσωρινά τα είδη που αναφέρονται στο άρθρο 1 πρέπει σωρευτικά : α. Να έχει τη συνήθη κατοικία του εκτός Ελλάδας.
β. Να έρχεται προσωρινά στην Ελλάδα.
γ. Να τα χρησιμοποιεί για ιδιωτική του χρήση. …».
Εξάλλου, ο ν. 2127/1993 «Εναρμόνιση προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 48), ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 92/12/ΕΟΚ (ΕΕ L 76), όπως ίσχυε πριν από την κατάργηση των κατωτέρω διατάξεών του με το άρθρο 29 παρ. 1 περ. α του Ν. 2682/1999 (Α΄ 16), προέβλεπε στο άρθρο 75 ότι
«Αυτοκίνητα οχήματα και μοτοσυκλέτες, που πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 9 και 10 της Συνθήκης ΕΟΚ και αποστέλλονται ή μεταφέρονται στο εσωτερικό της χώρας από άλλα Κράτη – Μέλη της Κοινότητας, υπόκεινται στον ειδικό φόρο κατανάλωσης που προβλέπεται [στο άρθρο 1 του Ν. 363/1976, Α’ 152] για τα εισαγόμενα ή εγχωρίως παραγόμενα αντίστοιχα οχήματα».
Περαιτέρω, ο ίδιος νόμος προέβλεπε στο άρθρο 76 ότι
«Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου νοούνται ως
α) «Αποστολή ή μεταφορά»: – Κάθε αποστολή ή μεταφορά που αρχίζει σε άλλο κράτος μέλος της ΕΟΚ και καταλήγει στο εσωτερικό της χώρας …
δ) «Συνήθης κατοικία» : Ο τόπος διαμονής ενός προσώπου, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 3 της αριθ. Δ 247/13/1.3.1988 απόφασης του Υπουργού των Οικονομικών, η οποία κυρώθηκε με το νόμο 1839/1989 (ΦΕΚ 90 Α΄) ε) … »,
στο άρθρο 77 ότι
«1. Η φορολογική υποχρέωση γεννάται κατά το χρόνο που πραγματοποιείται η είσοδος του οχήματος στο εσωτερικό της χώρας.
2. Ο φόρος καθίσταται απαιτητός την 15η ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν κατά τον οποίο γεννήθηκε η φορολογική υποχρέωση …
3. Για τα οχήματα που έχουν υπαχθεί στα καθεστώτα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 84 του παρόντος, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης και ο Φ.Π.Α. καθίστανται απαιτητοί κατά την έξοδο των οχημάτων, έστω και αντικανονικά, από τα καθεστώτα αυτά»,
στο άρθρο 79 (όπως η παρ. αυτή ίσχυε πριν από την τροποποίηση της από την παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 2443/1996) ότι:
«1. Τα οχήματα του άρθρου 75, κατά την άφιξή τους στον πρώτο τόπο προορισμού, δηλώνονται στην πλησιέστερη τελωνειακή αρχή. Υπόχρεοι στη δήλωση αυτήν είναι ο ιδιοκτήτης ή ο παραλήπτης των οχημάτων ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός τους ή το πρόσωπο, στην κατοχή του οποίου τίθενται τα οχήματα.
2. Όταν τα παραπάνω οχήματα μεταφέρονται, αυτοδύναμα, στο εσωτερικό της χώρας, δηλώνονται αμέσως από το πρόσωπο, που πραγματοποίησε την είσοδο αυτή, στην πλησιέστερη τελωνειακή αρχή.
3. Η τελωνειακή αρχή, στην οποία υποβάλλεται η δήλωση της παραγράφου 2, καθορίζει την αναγκαία προθεσμία για τη μεταφορά του οχήματος στον τόπο του δηλωθέντος τελικού προορισμού. 4. Η κατά τις ανωτέρω παραγράφους δήλωση δεν υποβάλλεται όταν τα οχήματα του άρθρου 75 εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 84 παρ. 2.»,
στην παρ. 2 του άρθρου 80 ότι:
«Για τη βεβαίωση και είσπραξη του ειδικού φόρου κατανάλωσης και του φόρου προστιθέμενης αξίας ή για τη χορήγηση οριστικής απαλλαγής, υποβάλλεται στην αρμόδια τελωνειακή αρχή ειδική δήλωση, μέχρι και την επόμενη εργάσιμη ημέρα από εκείνη κατά την οποία ο φόρος κατέστη απαιτητός και οπωσδήποτε πριν από την έκδοση της άδειας κυκλοφορίας. Προκειμένου περί των οχημάτων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 84, η ειδική δήλωση υποβάλλεται κατά την έξοδο αυτών από τα ανασταλτικά καθεστώτα … »,
στην παρ. 2 του άρθρου 84 ότι:
«Η απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, που παρέχεται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, στα οχήματα που εισάγονται προσωρινά από τρίτες χώρες και τίθενται στο τελωνειακό καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής με τον όρο της επανεξαγωγής, εφαρμόζεται, ανάλογα, υπό τους αυτούς όρους και προϋποθέσεις και στα οχήματα του άρθρου 75, που αποστέλλονται ή μεταφέρονται από άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας, για να χρησιμοποιηθούν προσωρινά στο εσωτερικό της χώρας»,
στο άρθρο 87 ότι
«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 84, πρόσωπα εγκατεστημένα στο εσωτερικό της χώρας δεν επιτρέπεται να κατέχουν πέρα από την προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 80 προθεσμία ή να κυκλοφορούν πέρα από την προβλεπόμενη από την παρ. 3 του άρθρου 79 προθεσμία τα οχήματα του άρθρου 75»,
στο άρθρο 88 ότι
«1. Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλόμενων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το νόμο, με σκοπό τη μη καταβολή των άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται και τιμωρούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 89 και επόμενα του ν. 1165/1918 περί Τελωνειακού Κώδικα. 2. (όπως ίσχυε η παρ. αυτή πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 13 του ν. 2386/1996 και την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 παρ. 13 του ν. 2443/1996) Ανεξάρτητα από την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, επιβάλλονται και τα παρακάτω, κατά περίπτωση, πρόστιμα: α)
Για τη μη υποβολή δήλωσης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 79, πρόστιμο εκατό χιλιάδων (100.000) δρχ. για κάθε όχημα, β) … ζ) (όπως προστέθηκε η περ. αυτή με το άρθρο 16 παρ. 1 περ. δ του ν. 2227/1994, Α΄ 129). Σε περίπτωση κατοχής ή κυκλοφορίας οχήματος από πρόσωπο που δεν τυγχάνει της προβλεπόμενης από την παράγραφο 2 του άρθρου 84 προσωρινής απαλλαγής, πρόστιμο ως εξής: … – Από 2001 και άνω κυβικά εκατοστά, πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δρχ. (…) 3. (…) 4.
Το βάρος της απόδειξης, προς τις τελωνειακές αρχές, της συνδρομής των προϋποθέσεων για την άσκηση των ευεργετημάτων των άρθρων 83 και 84 του παρόντος άρθρου φέρουν οι ενδιαφερόμενοι. 5 . … » και στο άρθρο 89 ότι
«1. Στο προβλεπόμενο από τις κείμενες διατάξεις εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος για τα εισαγόμενα και εγχωρίως παραγόμενα οχήματα υπάγονται ανάλογα και τα όμοια οχήματα [που] αποστέλλονται ή μεταφέρονται στο εσωτερικό της χώρας από άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας. 2. (…)».
Εξάλλου, με τον ν. 2682/1999 «Διαρρυθμίσεις στη φορολογία των αυτοκινήτων οχημάτων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 16) καταργήθηκε – για λόγους απλούστευσης, όπως αναφέρεται στην εισηγητική του έκθεση – ο ειδικός φόρος κατανάλωσης και το εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος που προβλέπονταν στα άρθρα 1 και 3 παρ. 1 του ν. 363/1976 για τα επιβατηγά αυτοκίνητα και καθιερώθηκε νέο τέλος με την ονομασία «τέλος ταξινόμησης».
Ειδικότερα, στον νόμο αυτό προβλέπονταν τα εξής:
Άρθρο 1 «Έννοια όρων. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) «Κοινοτικά οχήματα»: Τα αυτοκίνητα οχήματα και οι μοτοσυκλέτες που πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 9 και 10 της Συνθήκης ΕΟΚ και αποστέλλονται ή μεταφέρονται στο εσωτερικό της χώρας από τα λοιπά Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). β) … ».
Άρθρο 2 «Τέλος ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης. 1. Επιβατικά αυτοκίνητα της δασμολογικής κλάσης 87.03 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (Κανονισμός Ε.Ο.Κ. αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1987 ΕΕL 256 της 7.9.1987) υποβάλλονται σε τέλος ταξινόμησης επί της φορολογητέας αξίας, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 7 του παρόντος και του άρθρου 4 του ν. 1573/1985 (ΦΕΚ 201 Α΄), όπως ισχύουν. 2. … ».
Άρθρο 9 «Χρόνος γένεσης υποχρέωσης καταβολής του τέλους ταξινόμησης και απαιτητό αυτού. 1. Η υποχρέωση καταβολής του τέλους ταξινόμησης γεννάται: – Για τα κοινοτικά οχήματα και για τα προερχόμενα από τρίτες χώρες κατά την είσοδό τους στο εσωτερικό της χώρας … 2. Το τέλος ταξινόμησης καθίσταται απαιτητό και καταβάλλεται πριν τη θέση των οχημάτων σε κυκλοφορία και για τα οχήματα των άρθρων 2 … του παρόντος, το αργότερο: … ».
Άρθρο 10 «Μεταφορά, αποστολή, άφιξη οχημάτων από τα λοιπά Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1. Τα κοινοτικά οχήματα που αναφέρονται στα άρθρα 2 … του παρόντος νόμου, κατά την άφιξή τους στον πρώτο τόπο προορισμού, δηλώνονται αμέσως στην πλησιέστερη Τελωνειακή Αρχή. Υπόχρεοι στη δήλωση αυτήν είναι ο ιδιοκτήτης ή ο παραλήπτης των οχημάτων ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός τους ή το πρόσωπο, στην κατοχή του οποίου τίθενται τα οχήματα.
2. Όταν τα παραπάνω οχήματα μεταφέρονται, αυτοδύναμα, στο εσωτερικό της χώρας, δηλώνονται αμέσως από το πρόσωπο, που πραγματοποίησε την είσοδο αυτή, στην πλησιέστερη τελωνειακή αρχή.
3. Η τελωνειακή αρχή, στην οποία υποβάλλεται η δήλωση της παραγράφου 2, καθορίζει την αναγκαία προθεσμία για τη μεταφορά του οχήματος στον τόπο του δηλωθέντος τελικού προορισμού.
4. Η κατά τις ανωτέρω παραγράφους δήλωση δεν υποβάλλεται όταν τα κοινοτικά οχήματα εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου. 5. … ».
Άρθρο 11 «Βεβαίωση και είσπραξη του τέλους ταξινόμησης οχημάτων – Πιστοποιητικό ταξινόμησης.
1. Υπόχρεος στην καταβολή του τέλους ταξινόμησης είναι ο ιδιοκτήτης του οχήματος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του.
2. Για τη βεβαίωση και είσπραξη του τέλους ταξινόμησης και του φόρου προστιθέμενης αξίας ή για τη χορήγηση οριστικής απαλλαγής κοινοτικών οχημάτων, υποβάλλεται στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή ειδική δήλωση μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία το τέλος καθίσταται απαιτητό και οπωσδήποτε πριν από την έκδοση της άδειας κυκλοφορίας. Για τα οχήματα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 14 η ειδική δήλωση υποβάλλεται κατά την έξοδο αυτών από τα ανασταλτικά καθεστώτα. Με την ειδική δήλωση, που αποτελεί τίτλο υπέρ του Δημοσίου, συνεισπράττεται και ο οφειλόμενος φόρος προστιθέμενης αξίας. 3. … ».
Άρθρο 13 «Οριστικές απαλλαγές. 1. … 2. Όπου από τις κείμενες διατάξεις προβλέπεται πλήρης απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και το εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος επιβατικών αυτοκινήτων, θα παρέχεται, με τους αυτούς όρους και προϋποθέσεις, πλήρης απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης. 3. … ».
Άρθρο 14 «Καθεστώτα αναστολής και προσωρινής απαλλαγής οχημάτων.
1. …
2. Τα κοινοτικά οχήματα δύνανται να παραμένουν προσωρινά στο εσωτερικό της χώρας χωρίς να απαιτείται η καταβολή του τέλους ταξινόμησης και του Φ.Π.Α.. Για τη χορήγηση της προσωρινής αυτής απαλλαγής από την καταβολή του τέλους ταξινόμησης και του Φ.Π.Α. εφαρμόζονται ανάλογα οι όροι και προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του τελωνειακού καθεστώτος της προσωρινής εισαγωγής με τον όρο της επανεξαγωγής για τα οχήματα τρίτων χωρών που εισάγονται προσωρινά στη χώρα.
3. … 4. Όπου από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του τελωνειακού καθεστώτος της προσωρινής εισαγωγής με τον όρο της επανεξαγωγής παρέχεται απαλλαγή από δασμούς και φόρους στα αυτοκίνητα οχήματα, λόγω υπαγωγής τους στο παραπάνω καθεστώς, θα παρέχεται απαλλαγή και από το τέλος ταξινόμησης … ».
Άρθρο 17 «Περιορισμοί στην κατοχή και κυκλοφορία κοινοτικών οχημάτων. 1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 14, πρόσωπα εγκατεστημένα στο εσωτερικό της χώρας δεν επιτρέπεται να κατέχουν πέρα από την προβλεπόμενη στην παρ. 2 του άρθρου 11 προθεσμία ή να κυκλοφορούν πέρα από την προθεσμία της παρ. 3 του άρθρου 10 κοινοτικά οχήματα χωρίς την καταβολή του τέλους ταξινόμησης. 2. … ».
Άρθρο 18 «Παραβάσεις- κυρώσεις. Α. Κοινοτικά οχήματα. 1. Η κατοχή ή η κυκλοφορία κοινοτικών οχημάτων από πρόσωπα εγκατεστημένα στην Ελλάδα, χωρίς να έχει τηρηθεί καμία από τις διατυπώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 10 και 11 του παρόντος νόμου αποτελεί λαθρεμπορία και εφαρμόζονται οι σχετικές περί λαθρεμπορίας διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, ΦΕΚ 73 Α΄) … Στις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής δεν επιβάλλονται τα πρόστιμα που προβλέπονται από την παράγραφο Α4 του παρόντος άρθρου. 2. … 4. Η διάπραξη των αναφερόμενων παρακάτω παραβάσεων χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση και επισύρει κατά περίπτωση, τα ακόλουθα πρόστιμα: α) Για τη μη υποβολή της δήλωσης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 10 πρόστιμο εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών για κάθε όχημα. β) … 5. … Β. … Γ. Οχήματα Κοινοτικών και Τρίτων Χωρών. 1.
Πέρα από την επιβολή των προστίμων που αναφέρονται στις παραπάνω παραγράφους Α4 … τα οχήματα υπόκεινται και σε προσωρινή συντηρητική δέσμευση με πράξη της τελωνειακής αρχής που διαπίστωσε την παράβαση … 5. Οι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εξακολουθούν να διέπονται από τις προϊσχύουσες του νόμου αυτού διατάξεις».
Άρθρο 22 «1. Όπου στις κείμενες διατάξεις και στις κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσες διοικητικές πράξεις αναφέρεται ειδικός Φόρος Κατανάλωσης ή εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος νοείται εφεξής τέλος ταξινόμησης. Οι διοικητικές και κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 75 και επόμενα του ν. 2127/1993, αναλόγως προσαρμοζομένων, εξακολουθούν να ισχύουν και για την εφαρμογή του παρόντος νόμου».
Άρθρο 29 «1. Από την έναρξη εφαρμογής του παρόντος νόμου καταργούνται οι παρακάτω διατάξεις, όπως ισχύουν: α) Των άρθρων 75 έως και 88, του άρθρου 90 και της παραγράφου 1 του άρθρου 89 του ν. 2127/1993 … β) του ν. 363/1976 … ».
Άρθρο 36 «Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από 16 Νοεμβρίου 1998, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις». Τέλος, οι σχετικές ρυθμίσεις τροποποιήθηκαν με τον ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (Α΄ 265).

4. Επειδή, από τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι με τον ν. 2682/1999 αντικαταστάθηκε μεν ο κατά το άρθρο 1 του ν. 363/1976 και το άρθρο 75 του ν. 2127/1993 «ειδικός φόρος κατανάλωσης» των επιβατηγών αυτοκινήτων από το «τέλος ταξινόμησης», διατηρήθηκαν όμως κατά τα λοιπά οι αυτές κατά βάση ρυθμίσεις. Επομένως, είναι δυνατή η σύγκριση των ρυθμίσεων των νόμων 2127/1993 και 2682/1999, προκειμένου να κριθεί αν, ως προς τις περιεχόμενες σ’ αυτές κυρώσεις, έχει πεδίο εφαρμογής η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρότερης κύρωσης. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 18 Α.1 του ν. 2682/1999, στην οποία προβλέπεται ότι η κατοχή ή κυκλοφορία κοινοτικών οχημάτων από πρόσωπα εγκατεστημένα στην Ελλάδα χωρίς να έχει τηρηθεί καμία από τις διατυπώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 10 και 11 του παρόντος νόμου αποτελεί λαθρεμπορία και εφαρμόζονται οι σχετικές περί λαθρεμπορίας διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918), έχει την έννοια ότι παραπέμπει στις προϋποθέσεις της λαθρεμπορίας κατά τον Τελωνειακό Κώδικα, μεταξύ των οποίων η ύπαρξη δόλου, και στοιχεί, ως εκ τούτου, προς την ήδη καταργηθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 88 του ν. 2127/1993.
Αντιθέτως, στο νεότερο καθεστώς του ν. 2682/1999 δεν προβλέπεται διάταξη αντίστοιχη προς εκείνη της περ. ζ της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου 88 περί επιβολής, στην περίπτωση αυτή, διοικητικού προστίμου. Συνεπώς, το νεότερο καθεστώς του ν. 2682/1999 είναι κατά τούτο ευμενέστερο από το προγενέστερο.
Ως εκ τούτου, η νεότερη ευμενέστερη διάταξη εφαρμόζεται αναδρομικά και καταλαμβάνει παραβάσεις διαπραχθείσες υπό την ισχύ του ν. 2127/1993.
Η δε ορίζουσα το αντίθετο διάταξη του άρθρου 18 Γ παρ. 5 του ν. 2682/1999 είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα ως αντικείμενη στην ως άνω (σκ. 3) γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου (βλ. ΣτΕ 1491/2011, 815/2010, 4159-60/2009 επτ.).

5. Επειδή, με τα άρθρα 1 και 3 της Οδηγίας 83/182/ΕΟΚ, καθώς και τα άρθρα 1 και 4 της 247/13/1.3-6.4.1988 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, που έχουν παρατεθεί ανωτέρω, παρέχεται δικαίωμα ατελούς προσωρινής εισαγωγής μεταφορικού μέσου από άλλο κράτος – μέλος της ΕΟΚ (ήδη Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Οι διατάξεις αυτές εξαρτούν την παροχή της ατέλειας από την προϋπόθεση ότι ο ιδιώτης ο οποίος προβαίνει στην εισαγωγή του οχήματος
«έχει τη συνήθη κατοικία του σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος της προσωρινής εισαγωγής» (ΔΕΚ, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001, C-262/99, Λουλουδάκης κατά Ελληνικού Δημοσίου, σκέψη 7). Περαιτέρω, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 7 της αυτής ως άνω οδηγίας και του άρθρου 3 της αυτής ως άνω απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, όπως τροποποιήθηκε με την περίπτωση α της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 2187/1994, τα κριτήρια καθορισμού της εννοίας της ‘συνήθους κατοικίας’ αφορούν τόσο τον επαγγελματικό και προσωπικό δεσμό ενός ατόμου με συγκεκριμένο τόπο όσο και τη διάρκεια αυτού του δεσμού και πρέπει να εξετάζονται σωρευτικώς (ΔΕΚ, απόφαση της 23.4.1991, C-297/89, Rigsadvokaten κατά Nicolai Christian Ryborg, ΣτΕ 4467/2001). Επομένως, ως συνήθης κατοικία προσώπου που επιδιώκει την ατελή προσωρινή εισαγωγή μεταφορικού μέσου από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρείται ο τόπος τον οποίο ο ενδιαφερόμενος έχει καταστήσει μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του (C-277/89 , ΣτΕ 4467/2001, 3710/2005), όπου και διαμένει τουλάχιστον 185 ημέρες τον χρόνο. Στην περίπτωση ατόμου που έχει προσωπικούς και επαγγελματικούς δεσμούς σε δύο κράτη μέλη, ο τόπος της συνήθους κατοικίας του, ο οποίος καθορίζεται κατόπιν συνολικής εκτίμησης όλων των στοιχείων που ασκούν επιρροή, είναι εκείνος στον οποίο βρίσκεται το μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του συγκεκριμένου ατόμου, στην περίπτωση δε κατά την οποία από τη συνολική αυτή εκτίμηση δεν είναι δυνατός αυτός ο προσδιορισμός πρέπει να δίδεται προτεραιότητα στους προσωπικούς δεσμούς (C-262/99 , σκέψεις 43-60, ΣτΕ 3537/2008, 3231/2007 κ.α.).
Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που έχουν παρατεθεί σε προηγούμενη σκέψη, εφόσον από την εφαρμοστέα ουσιαστική ρύθμιση δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό, κάθε διάδικος έχει υποχρέωση να επικαλεσθεί και να αποδείξει, προαποδεικτικά, τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν τους ισχυρισμούς του.
Τέτοια διαφορετική ρύθμιση σχετικά με το βάρος και τα μέσα απόδειξης και το κύρος αυτών δεν περιέχει ούτε η παράγραφος 4 του άρθρου 88 του ν. 2127/1993, η οποία ορίζει ότι το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων ατελούς προσωρινής εισαγωγής μεταφορικού μέσου από άλλο κράτος μέλος της ΕΟΚ (ήδη Ευρωπαϊκής Ένωσης) φέρει ο ενδιαφερόμενος, ούτε το άρθρο 15 της Δ 247/1988 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών. Ειδικότερα, σύμφωνα με το τρίτο και τέταρτο εδάφιο του άρθρου αυτού, που έχουν παρατεθεί σε προηγούμενη σκέψη, και τα οποία είναι σύμφωνα προς τις διατάξεις της Οδηγίας 83/182/ΕΟΚ, καθ’ όσον «επαναλαμβάνουν ακριβώς ή κατ’ ουσίαν τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας, που αφορούν την απόδειξη του τόπου της συνήθους κατοικίας» (ΔΕΚ, C-262/99, Λουλουδάκης κατά Ελληνικού Δημοσίου, σκέψη 25), ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αποδεικνύει με κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως δε με το δελτίο ταυτότητας ή άλλο έγκυρο έγγραφο τη συνήθη κατοικία του και επομένως τους προσωπικούς και επαγγελματικούς δεσμούς του καθώς και τη διάρκεια παραμονής του, η οποία πρέπει κατ` αρχήν να είναι ίση προς 185 ημέρες ανά ημερολογιακό έτος στο κράτος μέλος στο οποίο έχει αυτούς τους δεσμούς.
Οι τελευταίες αυτές διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν ότι ο τόπος της μονίμου κατοικίας αποδεικνύεται, καταρχήν, με δημόσια έγγραφα, δεν περιέχουν αποκλίνουσα, σε σχέση με τις γενικές περί αποδείξεως διατάξεις, ρύθμιση σχετικά με το βάρος απόδειξης ή το κύρος των αποδεικτικών μέσων. Επομένως, εκείνος που επικαλείται την συνδρομή στο πρόσωπό του των προϋποθέσεων ατελούς προσωρινής εισαγωγής μεταφορικού μέσου που προέρχεται από χώρα – μέλος της ΕΕ, έχει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει με τα προβλεπόμενα από τις οικείες δικονομικές διατάξεις αποδεικτικά μέσα (ΣτΕ 4135/2009, 3537/2008, 2997/2004).

6. Επειδή, εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά τον έλεγχο που διενήργησαν οι αρμόδιοι τελωνειακοί υπάλληλοι την 31.1.1995, σχετικά με το καθεστώς στην Ελλάδα του επιβατικού ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας ………., μάρκας ……….. κ.ε., ιδιοκτησίας της αλλοδαπής εταιρείας …………….., διαπιστώθηκε ότι ο αναιρεσείων διαμένει στην ……………… Αττικής, ότι εργάζεται στα γραφεία της εταιρείας μεταφορών ……………………….., ότι είναι αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, με δικαίωμα υπογραφής για λογαριασμό της, ότι στις 3.5.1993 αγόρασε από τον Γερμανό υπήκοο …………………………… μερίδιο της προαναφερόμενης αλλοδαπής εταιρείας αξίας 47.500 γερμανικών μάρκων, ότι την 1.12.1993 μίσθωσε κατοικία στην Γερμανία, ότι στις 27.6.1994 απόκτησε άδεια παραμονής στη χώρα αυτή και ότι το εν λόγω αυτοκίνητο το είχε αγοράσει η πιο πάνω αλλοδαπή εταιρεία στις 21.6.1993, ο δε αναιρεσείων το έφερε στην Ελλάδα όπου το χρησιμοποιούσε μέχρι τη δέσμευσή του από τις Τελωνειακές Αρχές στις 12.10.1994. Από την εκτίμηση των στοιχείων αυτών, οι ανωτέρω τελωνειακοί υπάλληλοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο αναιρεσείων δεν είναι δικαιούχο πρόσωπο προσωρινής εισαγωγής αυτοκινήτου και ότι με τις ενέργειές του αυτές αποσκοπούσε στη δημιουργία των τυπικών και μόνο προϋποθέσεων για την κυκλοφορία του αυτοκινήτου από δήθεν μόνιμο κάτοικο του εξωτερικού, ενώ από την απασχόληση του αναιρεσείοντος στην Ελλάδα, στα γραφεία της εταιρείας ………………, όπου και έγινε αυτοψία, τη διαμονή του στην ……….. Αττικής και τη φορολογική του δήλωση προκύπτει ότι αυτός διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα. Ακολούθως, βάσει των ανωτέρω διαπιστώσεων, εκδόθηκε εις βάρος του αναιρεσείοντος το από 31.1.1995 Πρωτόκολλο Τελωνειακής Παράβασης της ΔΙ.Π.Ε.Α., σύμφωνα με το οποίο ο αναιρεσείων κατείχε παράνομα το επίμαχο αυτοκίνητο, χωρίς να είναι δικαιούχο πρόσωπο προσωρινής απαλλαγής από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, εφόσον είναι μόνιμος κάτοικος Ελλάδας, όπου διαμένει με την οικογένειά του και διατηρεί τους επαγγελματικούς (μέτοχος και συνδιαχειριστής της εταιρείας ………………….) και κοινωνικούς του δεσμούς, ενώ το εν λόγω αυτοκίνητο είχε δεσμευθεί με την από 12.10.1994 πράξη προσωρινής συντηρητικής δέσμευσης της ΔΙ.Π.Ε.Α., στην οποία αναφέρεται ότι είχε εισαχθεί στη Ελλάδα την 26.8.1994. Στη συνέχεια εκδόθηκε εις βάρος του αναιρεσείοντος η υπ’ αριθ. 36/95/1995 πράξη του Διευθυντή της ΔΙ.Π.Ε.Α., με την οποία του επιβλήθηκε συνολικό πρόστιμο 5.222.400 δρχ., ήτοι πρόστιμο 100.000 δρχ. κατ’ άρθρο 88 παρ. 2 περ. α του ν. 2127/1993, πρόστιμο 5.000.000 δρχ. κατ’ άρθρο 88 παρ. 2 περ. ζ του ν. 2127/1993, τέλος χαρτοσήμου 102.000 δρχ. και εισφορά υπέρ ΟΓΑ 20.400 δρχ, διότι το κατείχε χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 3,4 και 6 της Δ 247/13/1.3-6.4.1988 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών για να υπαχθεί στο καθεστώς προσωρινής απαλλαγής από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 75 και 84 του ν. 2127/1993. Κατά της πράξης αυτής ο αναιρεσείων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, υποστηρίζοντας ότι λόγω της επαγγελματικής του δραστηριότητας στη Γερμανία (εταίρος της ανωτέρω εδρεύουσας στη χώρα αυτή εταιρείας …………………….), κατοικεί στην Γερμανία, ότι έχει μισθώσει διαμέρισμα στην πόλη ……………… και ότι η μόνη επαγγελματική του δραστηριότητα στην Ελλάδα είναι αυτή του μετόχου της εταιρείας ……………………… Προς απόδειξη των ισχυρισμών του προσκόμισε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου: 1) το από 1.12.1993 συμβόλαιο μίσθωσης ενός διαμερίσματος (από τον ίδιο και τον αδελφό του .. ………………..) στην πόλη …………… της Γερμανίας, 2) την από 2.6.1993 πράξη του συμβολαιογράφου της πόλης Bad Aibling Siegfried Altinger από την οποία προκύπτει ότι ο Γερμανός υπήκοος …………….. που συμμετείχε στην εταιρεία ………………., με εταιρικό μερίδιο αξίας 47.500 μάρκων, πώλησε στις 3.5.1993 το μερίδιό του στον αναιρεσείοντα, ο οποίος στη συνέχεια εκχώρησε στον αδελφό του …………………. εταιρικό μερίδιο αξίας 10.000 μάρκων. Στη συμβολαιογραφική δε αυτή πράξη ως διεύθυνση κατοικίας του αναιρεσείοντος και του αδελφού του αναφέρεται η οδός ………………, 3) την από 25.6.1996 ειδοποίηση της εφορίας ………………. για την ειδική διαπίστωση της εμπορικής ζημίας της εταιρείας …………………. που μπορεί να μεταφερθεί στις 31.12.1994, 4) δύο δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος (αρχική και συμπληρωματική) που ο αναιρεσείων υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. ……………. για το οικονομικό έτος 1994, καθώς και το οικείο εκκαθαριστικό σημείωμα απ’ όπου προκύπτει ότι ήταν φοιτητής και ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της χρήσης αυτής είχε στην κυριότητά του κατά ποσοστό 50% ακίνητο επιφάνειας 132 τ.μ. στην οδό……………………. Αττικής καθώς και εξοχική κατοικία στη ……………. Αργολίδας συνολικής επιφάνειας 60,92 τ.μ., 5) τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος που υπέβαλε στην ίδια Δ.Ο.Υ. για το οικονομικό έτος 1995 καθώς και το οικείο εκκαθαριστικό σημείωμα, απ’ όπου προκύπτει ότι ο αναιρεσείων ήταν φοιτητής και ότι πέρα από τα περιουσιακά στοιχεία που διέθετε κατά την προηγούμενη χρήση, είχε στην κυριότητά του και ποσοστό 50% αγροτεμαχίου στην περιοχή «Βλαχέϊκα» του ………… Τροιζηνίας, ότι εισέπραξε μέρισμα από την εταιρεία ……………….. 800.000 δρχ. για την χρήση 1.1.1993 έως 31.12.1993 και ότι η διεύθυνση εργασίας του είναι στην οδό ………………., όπως είχε δηλώσει και για το οικονομικό έτος 1994 (χρήση 1993) και 6) άλλα ξενόγλωσσα έγγραφα μη μεταφρασμένα στην ελληνική. Η προσφυγή του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 13400/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Έφεση του αναιρεσείοντος κατά της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την αιτιολογία ότι «από τα νομοτύπως προσκομισθέντα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο στοιχεία, στα οποία δεν περιλαμβάνεται το Δελτίο ταυτότητας του [αναιρεσείοντος], δεν προκύπτει ότι ο [αναιρεσείων] είχε τη συνήθη κατοικία του στη Γερμανία για 185 ημέρες τουλάχιστον κατά το ημερολογιακό έτος 1994 και κατά το προηγούμενο αυτού έτος 1993 ή ότι κατοικούσε μεν συνήθως στην Ελλάδα αλλά παρέμεινε και εργάσθηκε στη Γερμανία επί 185 ημέρες κατά τα ίδια έτη, εφόσον κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύεται ούτε από την από 27.6.1994 άδεια παραμονής του στη χώρα αυτή ούτε από τη μίσθωση κατοικίας στην πόλη ……………….. από 1/12/1993 ούτε από τη συμμετοχή του από 3.5.1993 στη Γερμανική εταιρεία …………….., από την οποία άλλωστε δεν προκύπτει και η προσωπική του απασχόληση σ’ αυτή. Αντίθετα, από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, οικονομικών ετών 1994 και 1995 που ο [αναιρεσείων] υπέβαλε στην Δ.Ο.Υ. …………., προκύπτει ως τόπος κατοικίας και εργασίας αυτού, κατά τα έτη 1993 και 1994, η Εκάλη Αττικής (οδός ………………… και οδός …………….. αντιστοίχως). Με τα δεδομένα αυτά εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο [αναιρεσείων] είχε τη συνήθη κατοικία του εκτός Ελλάδας κατά τα ημερολογιακά έτη 1993 και 1994 ή ότι παρέμεινε και εργάστηκε στη Γερμανία τουλάχιστον έξη μήνες σε καθένα από τα έτη αυτά, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι ο εν λόγω διάδικος μη νόμιμα κατείχε το πιο πάνω αυτοκίνητο στην Ελλάδα, κατά το χρόνο που κατελήφθη από τους Τελωνειακούς υπαλλήλους, χωρίς να το έχει δηλώσει και χωρίς να καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο μολονότι δεν είχε τις προϋποθέσεις για να υπαχθεί στο καθεστώς προσωρινής απαλλαγής από τον φόρο αυτό κατ’ άρθρο 84 παρ. 2 του ν. 2127/1993. Επομένως, ο [αναιρεσείων] υπέπεσε στις παραβάσεις που του αποδίδονται με την ένδικη πράξη οι οποίες επισύρουν τα πρόστιμα που του επιβλήθηκαν εκ δραχμών 100.000 (άρθρο 88 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 2127/1993) και 5.000.000, λόγω του κυβισμού του αυτοκινήτου – 2309 κυβικά εκατοστά- (άρθρο 88 παρ. 2 περ. ζ΄ του ν. 2127/1993, όπως συμπληρώθηκε με τη διάταξη του εδαφίου δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 2224/1994, ανεξαρτήτως των λοιπών κυρώσεων που επισύρουν οι παραβάσεις αυτές κατ’ εφαρμογή άλλων διατάξεων (άρθρο 88 παρ. 1 και 2 του ν. 2127/1993). Ο ισχυρισμός δε του [αναιρεσείοντος] ότι στην περίπτωσή του έπρεπε εν πάση περιπτώσει να τύχουν εφαρμογής οι ευμενέστερες ως προς το ύψος του προστίμου διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 13 του ν. 2443/1996 και 18 παρ. Α περ. 3 και 4 του 2682/1999 απορρίπτεται ως αβάσιμος εφόσον οι διατάξεις αυτές άρχισαν να ισχύουν από 3.12.1996 και από 16.11.1998 αντιστοίχως και δεν καταλαμβάνουν την κρινόμενη υπόθεση που αφορά παράβαση συντελεσθείσα και διαπιστωθείσα πριν από τις ημερομηνίες αυτές (βλ. και άρθρο 18 παρ. Γ περ. 5 του ν. 2682/1999)».

7. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψη 4), εφόσον με τον νεότερο ν. 2682/1999 δεν προβλεπόταν πλέον κύρωση για την παράβαση που καταλογίστηκε στον αναιρεσείοντα, δεν μπορούσαν – ενόψει της μνημονευθείσας γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου (αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης κύρωσης) – να εφαρμοστούν για την παράβαση αυτή οι διατάξεις του ν. 2127/1993 και, επομένως, να επιβληθεί σε αυτόν το πρόστιμο του άρθρου 88 παρ. 2 περ΄ ζ του εν λόγω νόμου. Συνεπώς, η ανωτέρω κρίση του Εφετείου δεν είναι νόμιμη, για τον λόγο δε αυτό, ο οποίος βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, όπως αναπτύχθηκε περαιτέρω με το από 15.5.2012 υπόμνημα του αναιρεσείοντος, πρέπει, κατά μερική αποδοχή της κρινομένης αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιο που αφορά την επιβολή του ανωτέρω προστίμου (5.000.000 δρχ.). Μετά την αναίρεση της απόφασης αυτής για τον ανωτέρω λόγο παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων λόγων αναίρεσης που αφορούν στο εν λόγω πρόστιμο, η δε υπόθεση η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το μέρος αυτό, στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση (πρβλ. ΣτΕ 3537/2008).

8. Επειδή, περαιτέρω, η αίτηση αναίρεσης είναι εξεταστέα ως προς τους λοιπούς λόγους αναίρεσης που στρέφονται κατά του κεφαλαίου της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο αφορά την επιβολή στον αναιρεσείοντα της ποινής της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 88 του ν. 2127/1993 (100.000 δρχ., πρβλ. ΣτΕ 3537/2008).

9. Επειδή, προβάλλεται ότι με την απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση C-9/92 ακυρώθηκε η ανωτέρω Δ 247/1988 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και για το λόγο αυτό η επιβολή ποινής για προσωρινή εισαγωγή αυτοκινήτου κατά παράβαση των όρων της ως άνω υπουργικής απόφασης καθιστά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναιρετέα. Ο λόγος, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι με την εν λόγω απόφαση του ΔΕΚ δεν ακυρώθηκε η υπουργική αυτή απόφαση, αλλά κρίθηκε ότι ο κατ’ άρθρο 3 της ορισμός της έννοιας της συνήθους κατοικίας είναι αντίθετος προς τις ρυθμίσεις της Οδηγίας 83/182, σε συμμόρφωση δε προς την απόφαση αυτή του ΔΕΚ, οι οικείες διατάξεις της Δ 247/1988 απόφασης τροποποιήθηκαν με το ν. 2187/1994, αναδρομικώς καθ’ όλον το χρόνο ισχύος της ανωτέρω Οδηγίας, ώστε να είναι σύμφωνες με τις διατάξεις της Οδηγίας αυτής (πρβλ. ΣτΕ 2797/2004, σκ. 16)

10. Επειδή, προβάλλεται ότι κατά παράβαση των διατάξεων της Οδηγίας 83/182 επιρρίφθηκε στον αναιρεσείοντα το βάρος να αποδείξει τον τόπο της συνήθους κατοικίας του. Και αυτός, όμως, ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, οι διατάξεις του τρίτου και τέταρτου εδαφίου του άρθρου 15 της Δ 247/1988 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και η συναφής παρ. 4 του άρθρου 88 του ν. 2127/1993, σε αρμονία προς τις δικονομικές διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζουν ότι το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων ατελούς προσωρινής εισαγωγής μεταφορικού μέσου από άλλο κράτος μέλος της ΕΕ φέρει ο ενδιαφερόμενος. Οι διατάξεις δε αυτές δεν αντίκεινται προς τις ρυθμίσεις της Οδηγίας 83/182, αφού, κατά τα κριθέντα από το ΔΕΚ επαναλαμβάνουν ακριβώς ή κατ’ ουσίαν τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 και 3 της Οδηγίας αυτής (βλ. ΣτΕ 4135/2009, σκ. 6, 2797/2004, σκ. 14).

11. Επειδή, προβάλλεται ότι τόσο ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, όσο και το ειδικό τέλος ταξινόμησης που θεσπίστηκαν με τους ν. 2127/93 και 2682/99 αντίστοιχα, αντίκεινται στο άρθρο 3 παρ. 3 της Οδηγίας 92/12 καθώς και στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της ΕΕ, διότι αποτελούν ανεπίτρεπτο σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο τελωνειακό εμπόδιο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι με την Οδηγία 92/12 (ΕΕ L 76) επετράπη στα κράτη μέλη της ΕΕ να επιβάλουν ή να διατηρήσουν φορολογικές επιβαρύνσεις, όπως ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, σε προϊόντα άλλα από εκείνα, για τα οποία η Οδηγία αυτή καθιερώνει την επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης (ορυκτέλαια, οινόπνευμα και αλκοολούχα ποτά, βιομηχανοποιημένα καπνά), οι δε διατάξεις των άρθρων 75 έως και 88 του ν. 2127/1993 θεσπίσθηκαν ενόψει αυτής της δυνατότητος που παρασχέθηκε από τον κοινοτικό νομοθέτη (ΣτΕ 1203/2005). Εξάλλου, ο συναφής λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι η επιβολή των εν λόγω τελωνειακών περιορισμών στην ελεύθερη κυκλοφορία των αυτοκινήτων παραβιάζει τις Οδηγίες 83/182/ΕΟΚ, 83/182/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 92/12/ΕΟΚ, 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, τα άρθρα 5, 7, 8 Α, 12, 45, 48, 52, 99 της Συνθήκης ΕΟΚ, το άρθρο 8Α και ΣΤ της Συνθήκης του Μάαστριχτ, καθώς και το «δεδικασμένο» που απορρέει από τις αποφάσεις C 9/1992, C 297/89, C 58/89, C48/75 και C 345/93 του ΔΕΚ, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού δεν προσδιορίζεται ειδικότερα σε τι συνίσταται η παραβίαση των πιο πάνω Οδηγιών και διατάξεων του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου και η αντίθεση των κριθέντων με την προσβαλλόμενη απόφαση στις πιο πάνω αποφάσεις του ΔΕΚ.

12. Επειδή, όπως έχει κριθεί, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 96 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ερμηνευομένων υπό το φως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (Α΄ 256), επίκληση και προσαγωγή στην κατ’ έφεση δίκη νέων αποδεικτικών μέσων επιτρέπεται και προς απόδειξη ή απόκρουση πραγματικών ισχυρισμών που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως, εφόσον η μη επίκληση και προσαγωγή τους στην πρωτόδικη δίκη κρίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιολογημένη (βλ. ΣτΕ 1763/2011 με περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία). Επομένως, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι μη νομίμως το Διοικητικό Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των προσαχθέντων ενώπιόν του από τον αναιρεσείοντα στοιχείων για την απόδειξη του ισχυρισμού που είχε προβάλει και πρωτοδίκως ότι είχε την συνήθη κατοικία του στη Γερμανία, είναι απορριπτέος προεχόντως διότι με αυτόν ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει τα μη ληφθέντα υπόψη από το δικάσαν εφετείο στοιχεία ούτε προβάλλει με ποιο δικόγραφο τα είχε επικαλεστεί και προσκομίσει ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο εκτίμησε τα νομίμως προσκομισθέντα στοιχεία, τα οποία και εκτίθενται αναλυτικά στην απόφαση, και από τα οποία, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δεν αποδείχθηκε ότι ο αναιρεσείων είχε την συνήθη κατοικία του στη Γερμανία. Περαιτέρω, και ο προβαλλόμενος λόγος ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία που, μη νομίμως, κατά τον αναιρεσείοντα, δεν ελήφθησαν υπόψη, αφορούσαν νέους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη και που εξετάσθηκαν από το Εφετείο, είναι ομοίως απορριπτέος, εφόσον οι ισχυρισμοί στους οποίους αναφέρεται ο αναιρεσείων αποτελούν νομικούς και όχι πραγματικούς ισχυρισμούς που εξετάσθηκαν το πρώτον από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, τα δε επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία αφορούσαν, κατά την ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου, στον πραγματικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι είχε τη συνήθη κατοικία του στην Γερμανία. Τέλος, κατά το μέρος που αφορά το πρόστιμο των 100.000 δρχ., η παραπάνω κρίση του Εφετείου, σύμφωνα με την οποία, μετά από συνολική εκτίμηση όλων των στοιχείων που ασκούν εν προκειμένω επιρροή, η συνήθης κατοικία, υπό την έννοια που εκτίθεται στη σκέψη 5, του αναιρεσείοντος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν η Ελλάδα, αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς και οι περί του αντιθέτου λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατά το μέρος δε που με τους λόγους αυτούς αμφισβητείται η ουσιαστική κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

13. Επειδή, προβάλλεται ότι η κρίση του Εφετείου ότι η αιτιολογία της καταλογιστικής πράξης του Διευθυντή της ΔΙ.Π.Ε.Α. νομίμως συμπληρώνεται από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, είναι πλημμελής, διότι ως δυσμενής διοικητική πράξη η αιτιολογία της απαιτείται να αναφέρεται στο σώμα της πράξης αυτής. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η εν λόγω δυσμενής διοικητική πράξη δεν απαιτείται να φέρει στο σώμα της αιτιολογία, αλλά αρκεί η τελευταία να περιέχεται στα προϋπάρχοντα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (πρβλ. άρθρο 17 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ν. 2690/1999, Α΄ 45).

14. Επειδή, εξάλλου, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελής, διότι το Εφετείο δεν απάντησε στον ουσιώδη ισχυρισμό που είχε προβάλει ενώπιόν του ο αναιρεσείων, ότι η επίμαχη καταλογιστική πράξη ήταν ακυρωτέα διότι μεταγενέστερα με την 254/00/2001 πράξη του Διευθυντή της ΔΙΠΕΑΚ, επιβλήθηκαν εις βάρος του και πολλαπλά τέλη για την ίδια παράβαση, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 9 παρ. 6-9 και 14 παρ. 1 του ν. 2443/96, με τις οποίες ορίζεται ότι σε περίπτωση που κριθεί ότι μία πράξη συνιστά λαθρεμπορία και επιβληθούν πολλαπλά τέλη, δεν επιβάλλονται σωρευτικώς τα τυχόν πρόστιμα της απλής τελωνειακής παράβασης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι στηρίζεται σε πραγματικό, το οποίο δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη, δεν προβάλλεται δε με ποιο διαδικαστικό έγγραφο τέθηκε υπόψη του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου.

15. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την υπ’ αριθ. 11473/2000 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών που έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη (βλ. το προσκομιζόμενο το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου 267/30.1.2001 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Αρείου Πάγου), σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος της κατηγορίας της λαθρεμπορίας για την ίδια υπόθεση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαραδέκτως προβαλλόμενος με το από 16.5.2012 υπόμνημα του αναιρεσείοντος.

16. Επειδή, συμφώνως προς τα ανωτέρω, πρέπει ν’ απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής, το οποίο αφορά την επιβολή στον αναιρεσείοντα της ποινής της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 88 του ν. 2127/1993 (100.000 δραχμές).

Διά ταύτα

Δέχεται εν μέρει την αίτηση.

Αναιρεί εν μέρει την απόφαση 435/2001 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και

παραπέμπει κατά το αναιρούμενο μέρος την υπόθεση κατά το αιτιολογικό.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, και

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 31ης Οκτωβρίου 2012.

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας Ε. Γαλανού Α. Ζυγουρίτσα

Recommended Posts